
Ο Robert Redford έγινε ο αναπάντεχος φύλακας του ανεξάρτητου σινεμά
- 17 ΣΕΠ 2025
Κοντά στο Salt Lake City, κάπου ανάμεσα στα χιονισμένα βουνά Wasatch του Sundance στην Utah, ο Robert Redford είχε αγοράσει γη το 1968 και την είχε μετονομάσει σε Sundance, προς τιμήν του χαρακτήρα του στην ταινία Butch Cassidy and the Sundance Kid.
To 1978, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης ένωσε τις δυνάμεις του με την Επιτροπή Κινηματογράφου της Πολιτείας της Utah, ώστε να προωθήσει αυτό που τότε ακόμα ονομαζόταν Utah/US Film Festival. Το φεστιβάλ εκείνης της χρονιάς είχε παρουσιάσει ταινίες, όπως τα Deliverance, A Streetcar Named Desire, Midnight Cowboy και Mean Streets.
Όταν ο κριτικός κινηματογράφου Roger Ebert είχε καταγράψει την επίσκεψή του στο φεστιβάλ το 1981, οπότε και η διοργάνωση μετακόμισε στο Park City της Utah αλλάζοντας την εποχή του από καλοκαίρι σε χειμώνα, αλλά και το όνομά του σε US Film and Video Festival, είχε γράψει πως ο Redford ήλπιζε ότι το Sundance Institute θα «γινόταν ένα κέντρο ανταλλαγής πληροφοριών για ανεξάρτητους κινηματογραφιστές που εργάζονται εκτός του συστήματος των στούντιο».
Ο Redford είχε παραδεχτεί στον Ebert πως «ξεκινήσαμε αυτό το εγχείρημα χωρίς συγκεκριμένες προσδοκίες… Δεν έχω ιδέα τι θα απογίνει. Ξέρω ότι γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διανεμηθεί μία ταινία σε αυτή τη χώρα, εκτός αν έχει τη δυνατότητα να αποφέρει εκατομμύρια δολάρια».
Σε μία αποτίμηση στο Vanity Fair το 2016, ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης για το Ordinary People είχε δηλώσει πως όταν το φεστιβάλ έγινε το Sundance Festival που γνωρίζουμε σήμερα το 1985, «δεν υπήρχε καμία υποστήριξη. Υπήρχε ένα θέατρο, το The Egyptian. Ίσως, τρία εστιατόρια στην πόλη. Δεν ήμουν σίγουρος ότι θα πετύχει. Φαινόταν ριψοκίνδυνο, ότι δεν θα απέδιδε. Μόνο λίγα άτομα ήρθαν, ίσως εκατό άτομα περιπλανήθηκαν αναρωτώμενα τι γινόταν σε αυτό το θέατρο, και είχαμε ίσως 25 ταινίες, έξι ντοκιμαντέρ, και έτσι ξεκίνησε. Έτσι, για τρία χρόνια πραγματικά δυσκολευτήκαμε. Μέχρι που βγήκε το Sex, Lies and Videotape. Τότε ξαφνικά διαδόθηκε η φήμη πως κάτι συμβαίνει εδώ».
«Μόλις άρχισε να γίνεται δημοφιλές, συνειδητοποίησα πως το κοινό ερχόταν επειδή ήθελε να δει κάτι που δεν μπορούσε να δει στην αγορά», συνέχισε. «Ξαφνικά είχαμε μια αμφίδρομη ευκαιρία. Μόλις ήρθε η παγκοσμιοποίηση στις αρχές της δεκαετίας του ’90, πήγαμε να φέρουμε ταινίες από άλλες χώρες και τους σκηνοθέτες τους. Ξαφνικά γίναμε διεθνείς. Δεν περίμενα τίποτα από όλα αυτά. Επίσης, δεν περίμενα ότι θα αναπτυσσόταν σε τέτοιο βαθμό που θα άρχιζε να πνίγεται – που είναι περίπου η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε τώρα επειδή έχει αναπτυχθεί το Park City. Τώρα έχουμε 12.000 υποβολές».
Καθώς η δεκαετία του ‘60 έδωσε τη θέση της στα ‘70s, δεν ήταν πια της μόδας να είναι όμορφοι οι ηθοποιοί. Το στιλ ήταν πιο ατημέλητο, γκρίζο, θολό, ιδρωμένο και ατημέλητο. Οι πρωταγωνιστές ήταν φάτσες όπως ο Gene Hackman, ο Jack Nicholson και ο Woody Allen. Ακόμα και ο Paul Newman, πρότυπο ανδρικής ομορφιάς σε κάθε εποχή και φάση του πλανήτη, είχε πιο σκληρή ποιότητα. Ο Redford ήταν εντελώς διαφορετικός. Ήταν εξωγήινης ακτινοβολίας και ανεπιτήδευτα κουλ εκτοπίσματος σούπερ σταρ, άπιαστος σε δημοτικότητα στις δύο πιο παραγωγικές του δεκαετίες στην υποκριτική.
Κάποτε είχε περιγραφεί ως «ένα κομμάτι του Όρους Rushmore ντυμένο με ξεβαμμένα τζιν», ενώ κάποιος άλλος κριτικός είχε πει πως τον χαρακτήριζε «μία φυσική χάρη και μία εσωτερική λάμψη που μερικές φορές τον έκανε να μοιάζει σαν να φωτίζεται από μέσα».
Συνολικά όμως, ο Redford θεωρούσε πως η παρουσία του υπήρξε περισσότερο εμπόδιο παρά βοήθεια για την καριέρα του. Είχε επίσης δηλώσει πως το κάρμα είχε φέρει τραγωδία στην οικογενειακή του ζωή – έχασε νεαρός τη μητέρα του – ώστε να τον τιμωρήσει για τα φυσικά του χαρίσματα.
Η επιτυχία του σήμαινε πως μπορούσε να επιλέγει τα πρότζεκτ του, πολλά από τα οποία ταίριαζαν στις προοδευτικές πολιτικές του απόψεις – ο Redford έκανε επίσης εκστρατεία για περιβαλλοντικά θέματα και για τα δικαιώματα των αυτόχθονων Αμερικανών – η ομορφιά του όμως ήταν τόσο αναμφισβήτητη που θα πήγαινε χέρι-χέρι με την υποτίμηση.
Δεν ήταν άδικο το συμπέρασμά του. Η παγκόσμια φήμη του για παράδειγμα ήρθε το 1969 με το προαναφερθέν Butch Cassidy and the Sundance Kid. Παραλίγο όμως να χάσει τον ρόλο αφού ένας επικεφαλής του στούντιο είχε πει πως ήταν «απλώς ένας ακόμη ξανθός του Χόλιγουντ – αν πετάξεις ένα κλαδί από το παράθυρο στο Μαλιμπού θα πετύχεις έξι τέτοιους». Το στούντιο είχε πράγματι κάνει ό,τι μπορούσε για να αποφύγει την πρόσληψή του, μέχρι που ο ήδη καταξιωμένος Newman είχε παρέμβει και επιμείνει.
Η ερμηνεία του 33χρονου, τότε, Redford στον ρόλο του χαλαρού Kid, σε αντίθεση με τον γρήγορο στον λόγο Butch του Newman, αποδείχθηκε μία από τις καλύτερες συνεργασίες του Χόλιγουντ. Οι δύο ηθοποιοί θα συνεργάζονταν ξανά και θα παρέμεναν στενοί φίλοι μέχρι τον θάνατο του δεύτερου το 2005.
Η αντιμετώπιση αυτή όμως και το περιβάλλον του Χόλιγουντ θα τον εκτόπιζαν σύντομα. Το Λος Άντζελες θα γινόταν από νωρίς ο τόπος εργασίας του και τίποτε άλλο.
Υπό την ηγεσία της ιδρυτικής διευθύντριας Michelle Satter, το εργαστήρι του Sundance θα μας έδινε ταινίες όπως τα Reservoir Dogs, Clerks, Donnie Darko, American Psycho, The Blair Witch Project, Napoleon Dynamite ή Little Miss Sunshine. Μεταξύ των μελών των οποίων τα πρώτα έργα επωφελήθηκαν από τα προγράμματα του ινστιτούτου — τα οποία στη δεκαετία του 1980 και του 1990 επεκτάθηκαν ώστε να περιλαμβάνουν ντοκιμαντέρ, τηλεοπτικές σειρές, μουσική και άλλους τομείς της κινηματογραφικής καθοδήγησης — είναι οι Paul Thomas Anderson, Quentin Tarantino, Nia DaCosta, Taika Waititi, Ryan Coogler και Lulu Wang.
Παράλληλα, ντοκιμαντέρ όπως τα God Grew Tired of Us, Paris Is Burning και Man on Wire άρχισαν επίσης να κερδίζουν έδαφος στο mainstream.
Ο Redford είπε στην ομιλία του κατά την απονομή του τιμητικού του Όσκαρ το 2002, πως ήταν σημαντικό να «διασφαλιστεί η καλλιέργεια και η διατήρηση της ελευθερίας της καλλιτεχνικής έκφρασης». Χάρη σε όλες τις προσπάθειές του στο Sundance, έχει διασφαλίσει πως αυτό θα συμβεί.
Aκολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.