
Η πραγματική ιστορία πίσω από τη Δίκη της Νυρεμβέργης που δεν πρέπει να ξεχαστεί
- 18 ΝΟΕ 2025
Ο Δεκέμβριος στη Νυρεμβέργη μοιάζει σχεδόν όπως κάθε Δεκέμβριος στις ευρωπαϊκές πόλεις που ανταγωνίζονται για το ποια θα ανακηρυχθεί ο απόλυτος χριστουγεννιάτικος προορισμός. Υπαίθριες αγορές, ξύλινα σπιτάκια που πουλάνε από χειροποίητα στολίδια μέχρι hot dog και ζεστό κρασί και στολισμένοι δρόμοι βγαλμένοι από παραμύθι. Κι όμως όση ζεστασιά προσφέρει το σκηνικό, ένα αδιόρατο βάρος και μία σκιά νομίζεις πως είναι απλωμένα πάνω από την πόλη.
Καθώς περπατάς στα στενά της πόλης, ανάμεσα σε μεγαλοπρεπή μεσαιωνικά κτίρια και εκκλησίες, αισθάνεσαι σχεδόν κάτι αντιφατικό. Τουρίστες και ντόπιοι κάνουν άλλο ένα διάλειμμα από τις πολικές θερμοκρασίες για να απολαύσουν ένα ζεστό ρόφημα, μικρά παιδιά που έπεισαν τους γονείς τους να τους αγοράσουν άλλο ένα παιχνίδι και τουρίστες που ποζάρουν για μία αναμνηστική φωτογραφία με φόντο παραποτάμια κτίρια.
Όσο όμως κι αν γίνεσαι μέρος ενός πολύχρωμου συνόλου, ένα κομμάτι σου δεν μπορεί να αγνοήσει τη διπλή ταυτότητα της πόλης. Μίας πόλης που δεν είναι απλώς ένας ακόμη γερμανικός προορισμός, αλλά ο τόπος που η Ιστορία, στη σκοτεινότερη εκδοχή της, έκατσε στο εδώλιο.
Εκεί, στην Αίθουσα 600 του Δικαστικού Μεγάρου της Νυρεμβέργης, που αποτέλεσε το σκηνικό της Δίκης της Νυρεμβέργης, οδηγήθηκαν ενώπιον του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου κορυφαία στελέχη του Ναζιστικού καθεστώτος, ανάμεσά τους και ο Hermann Göring.
Σήμερα, η αίθουσα παραμένει επισκέψιμη και λειτουργεί ως τόπος μνήμης, όπου ο επισκέπτης μπορεί να αντιληφθεί το βάρος της ιστορίας που φέρει αυτός ο χώρος. Στην ίδια αίθουσα ακούστηκαν λέξεις που μέχρι τότε κανείς δεν ξεστόμιζε: εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, στρατόπεδα, εξόντωση.
Οκτώ δεκαετίες μετά την έναρξη της Δίκης της Νυρεμβέργης, μια νέα κινηματογραφική παραγωγή επαναφέρει στο προσκήνιο ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια του 20ού αιώνα. Στην ταινία Nuremberg, οι Σύμμαχοι, με επικεφαλής τον αδιάλλακτο γενικό εισαγγελέα Robert H. Jackson (Michael Shannon), έχουν ως αποστολή να εξασφαλίσουν ότι το ναζιστικό καθεστώς θα λογοδοτήσει για τις φρικαλεότητες του Ολοκαυτώματος, με τον ψυχίατρο του αμερικανικού στρατού Douglas M Kelley (Rami Malek) να εμπλέκεται σε μία δραματική ψυχολογική μονομαχία με τον πρώην Reichsmarschall Herman Göring, που υποδύεται ο Russell Crowe.
Αντλώντας στοιχεία από ένα λιγότερο γνωστό κομμάτι των πρακτικών της δίκης, ο σκηνοθέτης James Vanderbilt θέτει επίκαιρα ερωτήματα σχετικά με τις ρίζες του φασισμού και την πραγματική φύση του κακού.
Ενώ οι ποινικές δίκες αποτελούν από μόνες τους ισχυρή δραματουργική ύλη, η δίκη που ξεκίνησε στη Νυρεμβέργη στα τέλη του 1945, λίγους μόνο μήνες μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αποτελεί μια μοναδική ιστορική τομή. Για πρώτη φορά έγινε η απόδοση ευθυνών για εγκλήματα πολέμου, με την ηγεσία του ναζιστικού καθεστώτος να μεταφέρονται στην κατεστραμμένη από τους βομβαρδισμούς πόλη προκειμένου να παραστούν ενώπιον στρατιωτικού δικαστηρίου.
Αν και ορισμένοι από την πλευρά των Συμμάχων – οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Σοβιετική Ένωση – πίστευαν ότι η εκτέλεση των ναζιστικών ηγετών με συνοπτικές διαδικασίες ήταν η απλούστερη επιλογή, αποφασίστηκε να δοθεί σε αυτούς τους άντρες η ευκαιρία να δικαστούν. Οι εισαγγελείς και οι δικαστές του δικαστηρίου είχαν την τεράστια ευθύνη να ενεργήσουν δίκαια, καθώς πολλοί Γερμανοί θεωρούσαν τις δίκες ως τίποτα περισσότερο από εκδικητική «δικαιοσύνη των νικητών».
Η δύναμη αυτής της ιστορικής στιγμής έχει εμπνεύσει στο παρελθόν κινηματογραφιστές, κυρίως τον Stanley Kramer, ο οποίος υπέγραψε το κλασικό και βραβευμένο με Όσκαρ φιλμ, Judgment at Nuremberg του 1961, με πρωταγωνιστή τον Spencer Tracy. Το 2000, η ιστορία αναβίωσε ξανά μέσα από το ντοκιμαντέρ Nuremberg, με τον Alec Baldwin, το οποίο μεταδόθηκε από το TNT στις ΗΠΑ και το τηλεοπτικό δίκτυο CTV στον Καναδά.
Ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης James Vanderbilt – γνωστός από το Zodiac και το The Amazing Spider-Man – επιστρέφει στις εμβληματικές Δίκες της Νυρεμβέργης. Μιλώντας στις 5 Οκτωβρίου από τη σκηνή του Hamptons International Film Festival, όπου η ταινία του Nuremberg έκανε πρεμιέρα, είπε μεταξύ άλλων πως αυτή «η ιστορία δεν πρέπει να ξεχαστεί».
Όπως εξήγησε, μεγαλώνοντας ο ίδιος είχε ξεκάθαρη εικόνα για τα εγκλήματα των Ναζί, αφού τα γεγονότα τότε ήταν ακόμη «νωπά». Για τη σημερινή όμως γενιά – και για την κόρη του – οι ίδιες ιστορίες μοιάζουν «μακρινές, σχεδόν εξωπραγματικές».
Ο Vanderbilt βρήκε το κατάλληλο αφηγηματικό σημείο εκκίνησης όταν διάβασε το βιβλίο The Nazi and the Psychiatrist του δημοσιογράφου Jack El-Hai, το οποίο αναφέρεται στη σχέση του Hermann Göring με τον νεαρό στρατιωτικό ψυχίατρο που είχε αναλάβει να αξιολογήσει τη διανοητική κατάσταση των Γερμανών κατηγορουμένων που επρόκειτο να δικαστούν στη Νυρεμβέργη.
Ο εκκεντρικός Göring, ο δεύτερος στην ιεραρχία μετά τον Hitler, υπήρξε άσος της αεροπορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ήταν ο ανώτερος από τους 22 υψηλόβαθμους Ναζί που συνελήφθησαν από τους Συμμάχους, καθώς πολλοί άλλοι είχαν αυτοκτονήσει ή εξαφανιστεί.
Στις 9 Μαΐου 1945, στρατιώτες της 7ης Στρατιάς των ΗΠΑ κοντά στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας εντόπισαν τον Göring να κινείται σε κομβόι αυτοκινήτων, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, τη μικρή κόρη του, άλλους συγγενείς, υπηρέτες και στρατιωτικούς βοηθούς. Από την αρχή, όπως αποτυπώνεται και στην ταινία Nuremberg, ο διαβόητος Ναζί ηγέτης προκάλεσε έντονη περιέργεια στους Αμερικανούς, οι οποίοι τον κοίταζαν με θαυμασμό, του ζητούσαν αυτόγραφα και συζητούσαν μαζί του στα αγγλικά (ο ίδιος μιλούσε αρκετά καλά την γλώσσα).
Ο ρόλος του ψυχιάτρου και η φιλοδοξία του
Σύντομα, όμως, ο Göring χωρίστηκε από την οικογένειά του και μεταφέρθηκε αεροπορικώς στο Μπαντ Μοντόρφ του Λουξεμβούργου, όπου ο αμερικανικός στρατός είχε ανακαινίσει ένα μεγάλο ξενοδοχείο για να χρησιμεύσει ως στρατόπεδο κράτησης των υψηλόβαθμων ναζί.
Εκεί ο ψυχίατρος Douglas M Kelley πέρασε ώρες συνεντεύξεων με τον Göring κάνοντάς του ψυχολογικά τεστ. Ο ψυχίατρος γρήγορα ανακάλυψε ότι ο πρώην Reichsmarschall ήταν εθισμένος στο παυσίπονο παρακωδεΐνη, και έπαιρνε δεκάδες χάπια την ημέρα. Βοήθησε τον Göring να ξεπεράσει τον εθισμό του και να χάσει βάρος, καθώς ο ίδιος τότε ζύγιζε περίπου 140 κιλά.
Ο Kelley είχε τη δική του φιλοδοξία: να εντοπίσει ανάμεσα στους Ναζί ένα κοινό ψυχωτικό υπόβαθρο ή κάποια ιδιαίτερη διαταραχή, κάτι που – όπως πίστευε – θα μπορούσε να εξηγήσει τα αποτρόπαια εγκλήματά τους. Ωστόσο, έπειτα από ενδελεχή μελέτη, αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι οι άντρες αυτοί ήταν στην ουσία καιροσκόποι, που άρπαξαν την ευκαιρία να αποκτήσουν εξουσία και να εκμεταλλευτούν τους άλλους. «Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τέτοιοι άνθρωποι υπήρχαν πάντα· απλώς τα εγκλήματά τους συνήθως είναι μικρότερης κλίμακας», σημειώνει ο El-Hai.
Σε μια από τις συνομιλίες τους, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο αλλά όχι στην ταινία, ο Göring εκμυστηρεύεται ότι φοβάται πως τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του θα πεθάνουν σύντομα. Του ζητά λοιπόν να υιοθετήσει την επτάχρονη κόρη τους, Edda, και να τη μεγαλώσει στην Αμερική. Αν και δεν καταγράφηκε η ακριβής απάντηση του Kelley, ο El-Hai γράφει: «Το απρόσμενο αυτό αίτημα – ένδειξη σεβασμού του Göring προς τον Kelley – συγκίνησε βαθιά τον ψυχίατρο, που γνώριζε πόσο σημαντική ήταν η Edda για τον πατέρα της».
Το δεύτερο μισό της ταινίας Nuremberg διαδραματίζεται στο δικαστήριο. Σε μαρτυρίες που ακολουθούν πιστά τα πραγματικά πρακτικά, ο Crowe, στον ρόλο του Göring, ξεκινά μια έντονη υπεράσπιση γεμάτη αυτοσαρκαστικές απαντήσεις και καταφέρνει να εκτροχιάσει τον επικεφαλής εισαγγελέα των ΗΠΑ, Robert H Jackson. Στη συνέχεια, προβάλλεται η συγκλονιστική ταινία που γυρίστηκε από τους συμμαχικούς στρατιώτες που απελευθέρωσαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως συνέβη στην πραγματικότητα στη Δίκη της Νυρεμβέργης. Ο Göring αποστρέφει το βλέμμα του καθώς εμφανίζονται αδύνατες φιγούρες και σωροί πτωμάτων σε ασπρόμαυρες εικόνες.
Η πραγματική έκταση των εγκλημάτων
Η προβολή των ωμών κινηματογραφικών πλάνων από τα ναζιστικά στρατόπεδα αποτέλεσε σημείο καμπής στη Δίκη της Νυρεμβέργης, μεταφέροντας το απόλυτο τρόμο του Ολοκαυτώματος μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου. «Ο Eisenhower επέμενε να κινηματογραφηθούν τα στρατόπεδα», εξηγεί στο BBC ο Δρ Thomas Schwartz, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Vanderbilt, αναφερόμενος στον Ανώτατο Συμμαχικό Διοικητή στην Ευρώπη. «Και οι Σοβιετικοί γύρισαν επίσης φιλμ. Ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικά στο να αποκαλύψουν το πραγματικό μέγεθος των εγκλημάτων».
Ο Göring ήταν ανάμεσα στους ναζί που καταδικάστηκαν σε θάνατο δι’ απαγχονισμού, όμως αυτοκτόνησε με κάψουλα κυανίου το βράδυ πριν την εκτέλεσή του. Στην ταινία, το πώς απέκτησε το δηλητήριο μένει αναπάντητο. Μια ομολογία του 2005 από Αμερικανό δεσμοφύλακα προσφέρει μια πιθανή εξήγηση: ο φρουρός Herbert Lee Stivers περιέγραψε πως μια Γερμανίδα που γνώρισε – η Μόνα – τον ξεγέλασε και του ζήτησε να παραδώσει στον Göring ήταν ένα μικρό γυάλινο φιαλίδιο που δήθεν περιείχε φάρμακο. Η γυναίκα εξαφανίστηκε αμέσως μετά.
Ο ίδιος ο Göring άφησε σημείωμα όπου υποστήριζε ότι κανένας φρουρός δεν ευθυνόταν και πως είχε κρύψει το κυάνιο μέσα σε δοχείο με κρέμα μαλλιών. Σε άλλο σημείωμα ισχυρίστηκε ότι θα δεχόταν να εκτελεστεί από εκτελεστικό απόσπασμα, μια «στρατιωτική» τιμωρία, αλλά αρνιόταν «την ταπείνωση της αγχόνης».
Στην ταινία του Vanderbilt, ο τελευταίος λόγος δεν ανήκει στον Göring αλλά στον νεαρό λοχία Howard Triest (σ.σ. τον υποδύεται ο Leo Woodall), έναν από τους μεταφραστές του Kelley. Ο Triest, γεννημένος σε γερμανοεβραϊκή οικογένεια στο Μόναχο που κατέφυγε στις ΗΠΑ, είχε χάσει πολλούς συγγενείς στο Άουσβιτς. Στη σκηνή όπου ο Kelley ετοιμάζεται να επιστρέψει στην Αμερική, ο Triest τον ρωτά: «Ξέρεις γιατί συνέβη αυτό εδώ; Επειδή ο κόσμος το άφησε να συμβεί».
Το ζήτημα της συλλογικής ενοχής ήταν κάτι που απασχόλησε τον Kelley για χρόνια, σύμφωνα με τον El-Hai. «Και στις ΗΠΑ ήταν σε διαρκή επαγρύπνηση απέναντι σε πρώιμα σημάδια φασισμού. Ήταν καχύποπτος απέναντι σε πολιτικούς, ειδικά στους λαϊκιστές του Νότου που εκμεταλλεύονταν τον φυλετικό διαχωρισμό για να αποκτήσουν δύναμη».
Η πτώση του Kelley
Ο Kelley έγραψε βιβλίο για την εμπειρία του με τους ναζί κατηγορούμενους, με τίτλο 22 Cells in Nuremberg, και πραγματοποίησε πολλές διαλέξεις. Το βιβλίο δεν γνώρισε εμπορική επιτυχία και, παρά τη σκληρή δουλειά του ως καθηγητής, γιατρός, εγκληματολόγος και σύμβουλος της αστυνομίας, δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει την επαγγελματική αναγνώριση που πίστευε ότι άξιζε. Άρχισε να πίνει υπερβολικά. Όταν η σύζυγός του τον προέτρεψε να ζητήσει βοήθεια από άλλον ψυχίατρο για τις συχνές σκοτεινές και οργισμένες διαθέσεις του, εκείνος το αρνήθηκε, θεωρώντας ότι αυτό θα υπονόμευε το κύρος του ως ειδικού στην ψυχική υγεία.
Την Πρωτοχρονιά του 1958, σε ηλικία μόλις 45 ετών, μετά από έντονη διαμάχη με τη σύζυγό του και μπροστά στον γιο και τον πατέρα του, ο Kelley κατάπιε κυάνιο – ακριβώς όπως είχε κάνει και ο Göring. Ένα τραγικό τέλος για έναν άνθρωπο που πάλεψε να κατανοήσει εκείνους που διέπραξαν τα πιο αρρωστημένα εγκλήματα της εποχής τους.
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.