ΠΟΛΗ

Σ’ ένα καφενείο στα Σεπόλια για την πρόκριση της Αλβανίας στο Euro 2024

Ένα γωνιακό καφενείο μετατράπηκε σε ένα μικρό γήπεδο για την πρόκριση της Αλβανίας στο Euro 2024 και εμείς καταγράψαμε το πανηγυρικό κλίμα.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: AΝΤΡΕΑΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ / TOURETTE PHOTOGRAPHY

Το απόγευμα της Παρασκευής 17 Νοέμβρη, συμπληρώνονταν 50 χρόνια από την Εξέγερση του Πολυτεχνείου και όπως κάθε χρόνο, το κέντρο της πόλης, αμέσως μετά την πορεία, έμοιαζε απροσπέλαστο, ενώ μερικά μικροεπεισόδια είχαν ξεκινήσει από νωρίς, με την ατμόσφαιρα να μυρίζει μπαρούτι. Λίγα χιλιόμετρα μακριά ωστόσο, στα δυτικά του ίδιου κέντρου, στη γειτονιά των Σεπολίων όλα έμοιαζαν ήρεμα. Τουλάχιστον μέχρι τις 19:00, όταν και ξεκινούσε ο αγώνας της Αλβανίας με τη Μολδαβία για τα προκριματικά του Euro 2024.

Τις τελευταίες δεκαετίες τα Σεπόλια έχουν γίνει το «σπίτι» για χιλιάδες Αλβανούς μετανάστες και τα παιδιά τους, που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, έχουν μεγαλώσει με δύο πατρίδες: Μία που ζουν καθημερινά, γνωρίζουν τις αξίες και τις παραδόσεις της και μία που είναι βαθιά ριζωμένη στο σπίτι και στην οικογένεια. Από τις αρχές των 90s μέχρι και σήμερα φυσικά, έχουν αλλάξει πολλά για αυτούς τους ανθρώπους. Σήμερα, αποτελούν την πολυπληθέστερη μεταναστευτική ομάδα στην Ελλάδα, καθώς σύμφωνα με έκθεση του ελληνικού υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου το 2022, 291.868 Αλβανοί μετανάστες έχουν έγκυρη άδεια παραμονής στην Ελλάδα και αποτελούν το 61,4% των τακτικών αλλοδαπών που ζουν στη χώρα. Ο αριθμός αυτός και φυσικά τα χρόνια παραμονής της πρώτης γενιάς Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα, δημιούργησε τη λεγόμενη ελληνοαλβανική ταυτότητα, η οποία με τον καιρό γινόταν όλο και πιο ισχυρή.

Η Αλβανία πια χρειαζόταν να μην δεχθεί δύο γκολ και ο δρόμος της πρόκρισης είχε ανοίξει. Οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι και δεν το έκρυβαν.

Ο κ. Φρέντι Πρασία ήρθε και εκείνος στην Ελλάδα στα μεγάλα κύματα του 1992 και από τότε μένει μόνιμα στην Αθήνα. Ήταν 20 χρονών όταν κατέβηκε με τα πόδια από την Αλβανία στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στα Σεπόλια και στη συνέχεια στην Πετρούπολη. Λόγω της βλάχικης καταγωγής του, μπόρεσε να βγάλει βίζα και δούλεψε κυρίως ως ελαιοχρωματιστής. Ήξερε ελάχιστα ελληνικά όταν έφτασε, όμως σήμερα μπορεί και τα μιλάει άπταιστα. Έχει κάνει τη δική του οικογένεια εδώ και δεν θέλει να φύγει ποτέ από τον τόπο που έγινε δεύτερο σπίτι του.

Τα τελευταία πέντε χρόνια έχει φτιάξει το δικό του καφενείο, το ομώνυμο «Πρασία» στα Σεπόλια, τη γειτονιά που έχει μείνει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Σε αυτό έρχονται κατά κύριο λόγο Αλβανοί φίλοι του, οι οποίοι είτε κάθονται για καφέ και ρακές, είτε μαζεύονται εκεί για να παρακολουθήσουν τους αγώνες του αλβανικού πρωταθλήματος και της Εθνικής τους ομάδας.

Στο παραδοσιακό καφενείο την προηγούμενη Παρασκευή, ο κόσμος άρχισε να συρρέει από νωρίς. Αμέσως μετά τις δουλειές τους, οι Αλβανοί θαμώνες πήραν θέση στο στέκι τους, για να παρακολουθήσουν τον αγώνα που πιθανότατα θα τους χάριζε την πρόκριση στο Euro 2024. Και εμείς βρεθήκαμε ανάμεσά τους.

Ο αγώνας κόντρα στη Μολδαβία ήταν εδώ και εβδομάδες σημειωμένος. Ήδη από τις 7 παρά ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί και γέμισε τόσο τον εσωτερικό, όσο και τον εξωτερικό χώρο του καφενείου, ενώ οι μπύρες και οι παραδοσιακές αλβανικές ρακές είχαν ξεκινήσει να φτάνουν. Ήταν μια γιορτή που δεν μπορούσε να χαλάσει. Η Αλβανία χρειαζόταν έναν βαθμό κόντρα στους Μολδαβούς για να προκριθεί για δεύτερη φορά στην ιστορία της σε τελική φάση EURO και η συγκεκριμένη ομάδα με προπονητή τον Βραζιλιάνο Sylvinho έχει αγαπηθεί από άκρη σε άκρη.

«Είναι η καλύτερη ομάδα που είχαμε ποτέ» μου λέει ο Αρμπέν, θαμώνας του καφενείου που για τον αγώνα είχε αναλάβει καθήκοντα σερβιτόρου, για να βοηθήσει τον φίλο του. Οι υπόλοιποι για να τον πειράξουν, τον φώναζαν όλη την ώρα «kamarier, kamarier (=σερβιτόρε)». Μπροστά σε αυτό που διακυβευόταν ωστόσο, κανένα πείραγμα δεν ενοχλούσε.

Όσο περνούσαν τα λεπτά και έφτανε η ώρα για τον αγώνα, το μαγαζί γέμιζε ασφυκτικά, οι Αλβανοί φιλιόντουσαν σταυρωτά κάθε φορά που ένας φίλος τους έφτανε στο μαγαζί, ενώ την ώρα του εθνικού ύμνου, ο ένας «πρόσταζε» τον άλλον να κάνει ησυχία. Αν και βρίσκονται τόσα χρόνια μακριά από την πατρίδα και οι νεαρότεροι την έχουν δει μόνο κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, ο δεσμός μαζί της είναι ισχυρός. Στον χώρο έβλεπες κασκόλ και μπλούζες στα κόκκινα και τα μαύρα, τα χρώματα της αλβανικής σημαίας και με την έναρξη του αγώνα, άρχισαν να έρχονται και οι πρώτοι μεζέδες. Το παραδοσιακό κρνάτσκα είναι σχεδόν ίδιο με το κεμπάπ και είχε την τιμητική του, ενώ η ρακή έρχεται κατευθείαν από την ιδιαίτερη πατρίδα του αφεντικού, το Μπεράτ.

«Είναι η καλύτερη ομάδα που είχαμε ποτέ» μου λέει ο Αρμπέν, θαμώνας του καφενείου που για τον αγώνα είχε αναλάβει καθήκοντα σερβιτόρου, για να βοηθήσει τον φίλο του.
Ο κ. Φρέντι Πρασία ήρθε και εκείνος στην Ελλάδα στα μεγάλα κύματα του 1992 και από τότε μένει μόνιμα στην Αθήνα. Ήταν 20 χρονών όταν κατέβηκε με τα πόδια από την Αλβανία στην Ελλάδα.

Αυτή δεν ήταν η μοναδική παρουσία του Μπεράτ στο μαγαζί. Σε περίοπτη θέση, πάνω από την τηλεόραση έβλεπες δύο κάδρα. Το ένα απεικόνιζε την Ακρόπολη και το άλλο, το Μπεράτ της Αλβανίας. «Έτσι ακριβώς νιώθω, για αυτό τα έβαλα μαζί. Γεννήθηκα στο Μπεράτ, αλλά μεγάλωσα στην Αθήνα. Παντρεύτηκα εδώ, έκανα δύο παιδιά, αυτή είναι η πόλη μου και εδώ θα μείνω. Από την άλλη όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε από πού ήρθαμε. Το Μπεράτ είναι από τις αρχαιότερες πόλεις στα Βαλκάνια και έχει μεγάλη ιστορία. Ο ποταμός Οσούμ χωρίζει στα δύο το Μπεράτ και στα μέρη μας έχουμε έναν μύθο, που θέλει τα δύο μεγάλα βουνά το Τομόρ και το Σπιράγκ να πολεμούν μεταξύ τους και το κλάμα της μάνας (Μπεράτ) να δημιουργεί τον ποταμό που χωρίζει την πόλη στα δύο» λέει ο Φρέντι, όταν του ζητάω να μου σχολιάσει τις δύο φωτογραφίες.

Ο αγώνας ξεκινά και γίνεται η αφορμή για τους φίλους που έρχονται από όλη την Αθήνα, να πουν τα νέα τους. Μιλάνε κατά κύριο λόγο στα αλβανικά, αλλά τους ξεφεύγουν και ορισμένα ελληνικά. «Άντε ρε, πάμε» φώναζαν, ενώ οι παραγγελίες γίνονταν πολλές φορές στα ελληνικά. Στο 25ο λεπτό η Αλβανία κερδίζει πέναλτι και επικρατεί η απόλυτη σιωπή. Αμέσως μετά την εκτέλεση του Sokol Cikalleshi η σιωπή θα δώσει τη θέση της στους έξαλλους πανηγυρισμούς και όσο ο επιθετικός της Κονιασπόρ πανηγυρίζει, το καφενείο μετατρέπεται σε κανονική εξέδρα: «Shqipëri, Shqipëri (=Αλβανία, Αλβανία)» φωνάζουν όλοι με μία φωνή.

Ο αγώνας γίνεται η αφορμή για τους φίλους που έρχονται από όλη την Αθήνα, να πουν τα νέα τους.

Αμέσως μετά έρχεται ένα ολόκληρο αρνί που μια παρέα είχε παραγγείλει από νωρίς και φυσικά η κατανάλωση της μπύρας αυξήθηκε σημαντικά. Η Αλβανία πια χρειαζόταν να μην δεχθεί δύο γκολ και ο δρόμος της πρόκρισης είχε ανοίξει. Οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι και δεν το έκρυβαν. Ακόμα και μπροστά στον φωτογράφο δεν δίστασαν να χαμογελούν και να κρατάνε περήφανα τα κασκόλ τους με την αλβανική σημαία.

Αν γυρνούσες 20 χρόνια πίσω, τίποτα δεν θα ήταν ίδιο. Ο 20χρονος Αλβανός μετανάστης Gramoz Palushi, δολοφονήθηκε από Έλληνα την ώρα που γιόρταζε τη νίκη της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Αλβανίας επί της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Ελλάδας, ενώ τα ρατσιστικά σχόλια κάθε φορά που αγωνιζόταν η Αλβανία ήταν δεκάδες. Μπορεί να έχουμε ακόμα δρόμο να διανύσουμε αλλά η κοινωνία πια γνωρίζει ότι η αλβανική κοινότητα έχει γίνει κομμάτι της δικής μας κουλτούρας και πλέον οι Αλβανοί έχουν αρχίσει να αισθάνονται πραγματικά άνετα. Τόσο να πανηγυρίσουν μια νίκη με την καρδιά τους, όσο και να ζήσουν άφοβα και να δημιουργήσουν για τις οικογένειές τους. «Στην Αλβανία νιώθω περισσότερο ξένος από ότι νιώθω στην Ελλάδα. Αγαπώ την Αλβανία, αλλά εδώ είναι το σπίτι μου. Εδώ νιώθω πραγματικά άνετα» λέει ο Φρέντι πριν με αποχαιρετήσει και με ξανακαλέσει όποτε θέλω στο «μαγαζάκι» του.

Στο δεύτερο ημίχρονο η πρόκριση επιβεβαιώθηκε παρά την ισοφάριση της Μολδαβίας και στο καφενείο έγινε ο κακός χαμός. Μόνο στον αγώνα με την Ακτή Ελεφαντοστού για το Μουντιάλ του 2014 θυμάμαι κάτι αντίστοιχο για την ελληνική εθνική ομάδα. Πιάτα και ποτήρια έγιναν θρύψαλα για τον εορτασμό της πρόκρισης, κεράσματα έδιναν και έπαιρναν και όλοι μαζί φώναζαν ότι έρχονται στη Γερμανία, εκεί όπου θα διεξαχθεί το ερχόμενο Euro.

Αυτό όμως που ακολούθησε, δεν είχε προηγούμενο. Λίγα λεπτά μετά το τέλος του αγώνα και ενώ βρίσκομαι μέσα για να πάρω μερικά σχόλια από το αφεντικό, ακούγονται τραγούδια. Χωρίς μουσική και με τους ίδιους να κρατούν τον ρυθμό, οι Αλβανοί τραγουδούσαν σαν προσευχή, αγκαλιασμένοι, το Ç’ke Bilbil Që Po Vajton, παραδοσιακό τραγούδι, που έμοιαζε με τα ηπειρωτικά μας. Άλλωστε μιλάμε για την ίδια γεωγραφική περιοχή.

Πώς θα μπορούσαμε να μην μοιάζουμε;