24Media Creative Team
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Τα μπαρ της Αθήνας που μας λείπουν

Από το Venue και το Wild Rose, μέχρι το Key Bar και το Nixon, θυμόμαστε ένα βραδινό στέκι που δεν υπάρχει πια στην πόλη.

Δεν θέλουμε να γίνουμε ρομαντικοί και να αρχίσουμε τους αφορισμούς του στιλ «παλιά τα βράδια ήταν αλλιώς, βγαίναμε και περνούσαμε καλά, δεν υπάρχουν πια τέτοια μπαρ». Μια χαρά μπαρ υπάρχουν και σήμερα στην Αθήνα κι όποιος θέλει να διασκεδάσει μέχρι το πρωί, έχει μπόλικες επιλογές. Κακά τα ψέμματα όμως, υπάρχουν κάποια μπαρ με τα οποία έχουμε συνδέσει το παρελθόν μας.

Σε αυτά έχουμε πιει, έχουμε γιορτάσει γενέθλια, έχουμε γνωρίσει έρωτες, έχουμε φάει απορρίψεις, έχουμε ξεχάσει χωρισμούς και μας έχει βρει το ξημέρωμα στην μπάρα τους, αγκαλιά με ένα ποτήρι και αμέτρητες αναμνήσεις. Οι δημοσιογράφοι του OneMan θυμούνται το μπαρ με το οποίο έχουν συνδέσει τις δικές τους αναμνήσεις και δεν υπάρχει πια στην πόλη.

Το Venue για τη Χριστίνα Φαραζή

Μπορεί σήμερα να πλησιάζω τα 40, να έχω βγάλει τις πρώτες, πολλές, άσπρες τρίχες και να διασκεδάζω σε μπαρ με κουβεντούλα και ένα gin tonic στο χέρι, στα 20 όμως έξοδος σήμαινε αχαλίνωτο clubbing, ξενύχτι μέχρι τα ξημερώματα και ιδρωμένα κορμιά από τον ξέφρενο χορό.

Ούτε Amfitheatro πρόλαβα, ούτε Αυτοκίνηση. Πρόλαβα όμως τρία από τα clubs που σημάδεψαν το αθηναϊκό clubbing, πάνω από όλα όμως γέμισαν τη φοιτητική μου ζωή με στιγμές απίθανης τρέλας, κραιπάλης και διασκέδασης.

Έχω μπει νύχτα και έχω βγει μέρα αμέτρητες φορές από +SODA και U-Matic, αλλά εκεί που τα έσπαγα κάθε Πέμπτη στα 00s -τότε, που η καλύτερη ημέρα της εβδομάδας για έξοδο δεν ήταν η Παρασκευή- ήταν το Venue στην Κηφισίας, δίπλα στο Μέγαρο του ΟΤΕ. Ήταν το στέκι μου, το dancefloor μου, το μέρος όπου με την παρέα μου παγώναμε τη νύχτα. Ανήκω στη γενιά που δεν έκανε την επανάστασή της στα φοιτητικά έδρανα, αλλά κάτω από τα decks του Βασίλη Τσιλιχρήστου.

Το Key Bar για τον Θοδωρή Δημητρόπουλο

Η ζωή πάντα προχωρά κι οι αναμνήσεις σχηματίζουν μια αλυσίδα. Έτσι είναι, και όταν συχνάζαμε στο Key, πίσω στα roaring 10s του οικονομικού κραχ μας, τότε μας έλειπε το Pop. Τότε πιστεύαμε πως, πού θα πάει, η Κρίση θα περάσει και θα ζήσουμε ξανά θρυλικά όπως τότε που μας σέρβιρε κοκτέιλ ζόμπι η Λιλίκα στον πεζόδρομο. Αλλά η ζωή προχωρά, και πολλοί από εμάς φτιάξαμε στο Key νέα σημεία αναφοράς.

Ακόμα και το ίδιο το μαγαζί εξάλλου δεν έμεινε ακριβώς ίδιο. Θυμάμαι να κουνάω πάνω-κάτω το κεφάλι με κλειστά μάτια στο Key όταν ήταν ακόμα ένα ξέφωτο, στην ουσία μια μπάρα, ακούγοντας The Past Is a Grotesque Animal και πιστεύοντας πως το Απόψε είναι μόνο η αρχή. Θυμάμαι το μαγαζί να μεγαλώνει και να χορεύουμε (ή να να κάνουμε κάτι σαν να χορεύουμε) κάπου στη μέση του νέου, μεγαλύτερου χώρου καθώς σερνόμασταν ως το πρωινό κλείσιμο με κάποιο κομμάτι των Interpol, πιστεύοντας πως θα αλλάξουμε τον κόσμο.

Θυμάμαι η μετακίνηση να ολοκληρώνεται και να φτάνουμε πια στον αριστερά τοίχο, χοροπηδώντας σαν αφιονισμένοι δίπλα (ή και πάνω) στις σκάλες στη διάρκεια κάποιου ξεσαλωμένου ποπ πάρτυ Disco Ντίρλα, πιστεύοντας πως το Απόψε είναι το μόνο που έχει σημασία.

Στις αναμνήσεις μου όλες αυτές οι εποχές συμπτύσσονται σε μια βραδιά, στη διάρκεια της οποίας ο χώρος αλλάζει, οι μουσικές αλλάζουν, το ποτό που πίνω αλλάζει, τα τραγούδια που αγαπώ να χορεύω αλλάζουν, οι DJ-σημαίες αλλάζουν, οι παρέες μου αλλάζουν, και φυσικά εγώ ο ίδιος αλλάζω. Για μια ολόκληρη δεκαετία, το μόνο που δεν άλλαζε είναι το ότι ήμουν πάντα εκεί.

Το κόνσεπτ της καλής μουσικής για τον Παναγιώτη Μένεγο

Επικήδειο για το Key (το μπαρ που έχω γράψει τις περισσότερες εργατοώρες στη νυχτερινή μου βάρδια ως επιλογέας μουσικής, φιλόσοφος της κακιάς μπάρας ή απλά μεθυσμένος) έχω γράψει σε άλλη γωνιά του διαδικτύου όταν έκλεισε πριν σχεδόν 4 χρόνια. Αφήστε που δε μου λείπει, χωρίσαμε την ώρα που έπρεπε – ίσως και λίγο πιο μετά.

Εκείνο που μου λείπει είναι το μέγεθος του Yoga Bala (ιδανικό για να κάνεις κάτι σαν κλάμπινγκ σε ένα μέρος που δεν είναι κλαμπ), η αίσθηση της «φυλής» που υπήρχε πάντα στον πεζόδρομο του Pop και το Nixon μόνο τις Κυριακές. Αλλά αυτά τα πρόλαβαν άλλοι στο αφιέρωμα, όσοι τέλος πάντων κατάφεραν να βγουν από την «Κρύπτη» του Ρομπόλα…

Όσο λοιπόν στύβω το κεφάλι μου και το (παρα)σκέφτομαι, δε μου λείπουν τόσο μέρη όσο ένα απλό κόνσεπτ. Να πηγαίνεις σε ένα μέρος γιατί έχει καλή, ενδιαφερουσα, ενίοτε άγνωστη μουσική. Κάτι που η αθηναϊκή νύχτα κάπως άφησε πίσω της, όσο εγκλωβιζόταν σε μια κινούμενη άμμο από τσιγκελωτά μουστάκια, αδιάκοπα σέλφιζ και ποτά που περιγράφονται σε περισσότερες από 80 λέξεις. Φτάνοντας να αντιμετωπίζει τη μουσική περίπου ως «αναγκαίο κακό».

Κάτι που δε συνέβη ποτέ στο Zoo του Χρήστου Πότσιου (στο στενό της Σεβαστείας πάνω στη Μιχαλακοπούλου) που προθέρμαινε ή/και κρατούσε ζεστούς τους κλάμπερς στα τέλη των 90s-αρχές των 00s, αναθρέφοντας την επόμενη γενιά αθηναίων DJs. Ή στην Inoteka που έκανε ακριβώς το ίδιο σε πιο «καλοκαιρινό» κι απόλυτα «αθηναϊκό» ύφος, ανάμεσα στα παλιατζίδικα της πλατείας Αβησσυνίας, λίγο πριν και λίγο μετά το «ευχαριστούμε Αθήνα» του Ζακ Ρογκ το 2004.

Το POP για τον Θοδωρή Κανελλόπουλο

Δεν μπορώ να πιστέψω ότι πέρασαν κιόλας 10 χρόνια από τη μέρα που έκλεισε το POP, αυτό το μικρό αλλά τόσο μεγάλο νυχτερινό ίδρυμα του κέντρου της Αθήνας, ένα οριακό στέκι, με την πιο φιλόξενη μπάρα του κόσμου (μας) όλου και την πιο εκλεκτική μουσική στην πόλη – πχ οι Τρίτες που έπαιζε ο Δαυίδ δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από τις αντίστοιχες μεγάλες εναλλακτικές νύχτες που συνέβαιναν την ίδια στιγμή σε κάποια indie μητρόπολη του πλανήτη.

Πρώτη φορά μπήκα στον κόσμο του POP το καλοκαίρι του 2003, καιμου έκαναν αμέσως εντύπωση δύο πράγματα. Ο κόσμος που είχε κατακλύσει τον πεζόδρομο της Κλειτίου και ήταν λες και είσαι ξημερώματα Αυγούστου σε κάποια χώρα ενός κυκλαδίτικου νησιού και δεύτερον, αυτός ο ψηλοτάβανος αλλά μικροσκοπικός χώρος που έπρεπε να κάνεις φοβερούς ελιγμούς για να βρεθείς στην μπάρα και να παραγγείλεις.

Μπορεί να έχουν περάσει 19 χρόνια από την πρώτη επίσκεψη και 10 από την τελευταία, αλλά ακόμα και τώρα που το σκέφτομαι θυμάμαι πως από το πρώτο δευτερόλεπτο ένιωσα μια απίστευτη οικειότητα· ήταν εξάλλου το μέρος που μπορούσες να είσαι άνετος και πάντοτε ο εαυτός σου. Μια οικειότητα που δεν έφυγε ποτέ. Το POP για όλη αυτή τη δεκαετία της ζωής μου έγινε το στέκι μου, το μέρος που κάθε μέρα εκεί ήταν Σάββατο. Ειδικά τις εποχές που δεν υπήρχαν τα social media γνώριζες ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή, κάποιον θα έβρισκες, ακόμα κι αν πήγαινες μόνος.

Το POP ήταν οι άνθρωποί του, οι άνθρωποί μας, ένα μέρος που γεννήθηκαν και πέθαναν ιδέες, φιλίες, έρωτες, ένα καταφύγιο για μία ολόκληρη εναλλακτική σκηνή που ανέμελα μεθούσε και ονειρευόταν με ένα zombie στο χέρι.

Το Nixon Bar για την Μάρω Παρασκευούδη

Ο old school πολυέλαιος που κρεμόταν από το ταβάνι ήταν το μοναδικό extravagant στοιχείο σε έναν χώρο που έμεινε πιστό στους σκούρους τόνους και άφησε τη λέξη funky να χαρακτηρίσει μόνο τη μουσική του. Μία από τις πιο φιλόξενες μπάρες της πόλης – μπορούσες να καθίσεις μόνος σου και να πιεις το ποτό σου ανταλλάσσοντας νέα με τον Ντάφι που έφτιαχνε τα πάντα με σεβασμό και το δικό του ροκαμπίλι στυλ.

Οι άνετοι καναπέδες για να διαβάζεις εφημερίδες τα μεσημέρια της Κυριακής καθώς έτρωγες American style brunch • το Nixon ήταν το πρώτο μαγαζί που καθιέρωσε τον θεσμό και ο chef Marko Rossi φρόντισε να τα κάνει όλα πληθωρικά και νόστιμα. Και τέλος, το Screening Room, το σκοτεινό δωμάτιο που φιλοξενούσε από πάρτυ μέχρι προβολές ταινιών και φυσικά τα Deep Throat Sessions.

Όταν το Nixon έκλεισε τις πόρτες του το 2016 πήρε μαζί του κι ένα κομμάτι της νιότης μας και της νύχτας όπως την ξέραμε μέχρι τότε. Ναι, για να φτάσεις μέχρι εκεί έπρεπε να τριπλοασφαλίσεις το αμάξι σου και σχεδόν να τρέξεις, αλλά αυτή ήταν η γοητεία του.

Όταν «αναστήθηκε» για έναν χειμώνα σε άλλη τοποθεσία, τίποτα δεν θύμιζε την ατμόσφαιρα που γνωρίζαμε. Ο Dude δεν αισθανόταν πλέον οικεία. Έκλεισε σύντομα, κάνοντας ένα πέρασμα παράλληλα και από την Αντίπαρο στο Beach House. Το τέλος ήταν ένα μάθημα. Μερικές φορές πρέπει να αφήνουμε το παρελθόν εκεί που ανήκει. Πίσω μας.

Το Bar Guru Bar για τη Μίνα Μπιράκου

Πρόλαβα το υπέροχο weirdness του επικού Faz, τα ξημερώματα σε Οινόφυτα και +Soda, τις δόξες της παραλιακής (αξέχαστο Amfitheatro), τη γέννηση των lounge bars (De Luxe, μας έμαθες να ακούμε 50ς και 60ς μουσικές πίνοντας γουλίτσες κοκτέιλ), αλλά όποτε με ρωτάνε για τη νύχτα παλιά, λέω συνεχώς σαν mantra «σαν το Guru δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει άλλο μαγαζί».

Και το πιστεύω. Είχε τόσο αβίαστο sexiness που ακόμα κι ο πιο βαρετός άνθρωπος του κόσμου, με το που έμπαινε πασπαλιζόταν με λίγο τέτοιο. Ιδανικός βαθμός «σκοτεινίλας», το καλύτερο thai φαγητό της πόλης, κοκτέιλ με συγκινητικά πρωτότυπες γεύσεις και το βασικό, η ωραιότερη μουσική και το πιο ενδιαφέρον crowd.

Η μουσική ήταν άναρχη, μια υπέροχη έκπληξη από την πρώτη μέχρι την τελευταία του μέρα. Αλλά ποτέ ό,τι να’ναι κι ό,τι κάτσει. Ήταν σαν μουσική βιβλιοθήκη του πλανήτη που σε περνούσε χωρίς ραφές, από το ένα απροσδόκητο είδος στο άλλος. Μπορούσες να ακούσεις από Paul Anka μέχρι αρμένικους αμανέδες, από αλγερινές ρούμπες και ηπειρώτικα μέχρι funk και blues και από γαλλική χιπ χοπ μέχρι jazz (πολλή και υπέροχη jazz, ιδίως στο μετέπειτα Jazz Upstairs και ακόμα πιο ιδίως όταν ο ιδιοκτήτης του, Κωνσταντίνος Ζουγανέλης έπαιζε μπάσο με τους Burger Project βάζοντας τον κόσμο σε έθνικ οργασμικό τρανς).

Ο κόσμος ήταν «η διακόσμηση» του Guru. Οι ωραιότεροι τύποι, μια τότε νέα φυλή σοφιστικέ στιλάτων εναλλακτικών από δημιουργικούς κυρίως, αλλά όχι απαραίτητα, χώρους. Που φλέρταραν, που χόρευαν, που γελούσαν, που από μια ώρα και μετά ήταν μια ενίαια, παλλόμενη παρέα.

Ο χώρος -χωρίς να είναι το πρώτο ζητούμενο, είχε ήδη τόσα άλλα που σου τραβούσαν την προσοχή σαν παιδάκι πρώτη φορά σε λούνα παρκ, πάντα στο μυαλό μου ήταν σαν διώροφο cabinet de curiosites. Όπου στεκόμουν να ξαποστάσω ανακάλυπτα και κάτι. Κάτι που τα αδέρφια Ζουγανέλη (Κωνσταντίνος και Βανέσσα) είχαν φέρει, βρει, αγαπήσει σε κάποιο μέρος της πόλης ή του πλανήτη.

Δεν ξέρω αν το Bar Guru Bar το αγαπώ τόσο γιατί ήταν ο ορισμός του one of a kind και «έγραψε ιστορία στην αθηναϊκή νύχτα» όπως έχει χιλιοειπωθεί. Ή αν το αγαπώ γιατί ένα κομμάτι της δικής μου ιστορίας γράφτηκε εκεί μέσα.

Ή γιατί κάθε του εκατοστό και κάθε του λεπτομέρεια απέπνεε τη γνήσια αγάπη και ουσιαστική γνώση των δημιουργών του. Ή γιατί κάθε, μα κάθε φορά που πηγαίναμε στο Guru είχαμε μετά να διηγηθούμε ιστορίες ή να συναντήσουμε τους νέους ανθρώπους που γνωρίσαμε. Αλλά ξέρω ότι όταν -ξαφνικά, αλλά όχι παράλογα- έκλεισε μετά από 12 χρόνια, το 2009 και μέχρι σήμερα, 13 χρόνια μετά, ακόμα πιστεύω ότι «σαν το Guru δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει άλλο μαγαζί».

Το Club Decadence για τον Χρήστο Δεμέτη

Το Decadence δεν ήταν απλώς ένα κλαμπ. Ήταν λέσχη. Ναι, σωστά, μια λέσχη φίλων της διαφορετικότητας. Λειτουργούσε μάλλον σαν χωνευτήρι διαφορετικών ειδών, σαν μπλέντερ τάσεων. Ξεκινούσε ως δίπολο. Στο down deca τα πανκιά, τα φρικιά και οι γκοθάδες. Πάνω οι μπριτποπάδες. Και μετά τις 4 όλοι μαζί στο πάνω stage να χορεύουν 60s, ή disco, ή electro, ή δεν είχε σημασία τι, μέχρι το ξημέρωμα (που ο δρόμος οδηγούσε στο Mo Better). Το δικό μου «Ντέκα» όμως ήταν οι καθημερινές.

Οι Τρίτες, οι Τετάρτες και οι Πέμπτες, με τις θεματικές προβολές ταινιών, τα live, τα αφιερώματα στους Floyd, στο Madchester, στον Cave ή τον Bowie. Ήταν και τα καλοκαίρια με την άμμο στο πάτωμα, με τη βότκα Καλάσνικοφ, ήταν το αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη, η αυτοοργανωμένη εφημερίδα του κλαμπ, τα χαλασμένα κλιματιστικά, ο Mark Ε. Smith στη μπάρα, και εκείνη η βραδιά που χόρευε ο Θοδωρής μπροστά στα decks στον κάτω χώρο και γύρισα και του είπα κάπως αγχωμένος, κάπως μεθυσμένος, κάπως τέλος πάντων:

«Φίλε σε παρακαλώ μη χοροπηδάς τόσο δυνατά, γιατί τα cdplayer πηδάνε τα τραγούδια».

Το Deca λείπει και θα λείπει. Αλλά ίσως έμεινε στη στο πέρασμα του χρόνου, ως η ανάμνηση που έπρεπε να μείνει.

Εις μνήμην και για ακατάπαυστο «χορό για μουσική, η από πάνω playlist.

Το Wild Rose για τον Κωνσταντίνο Αμπατζή

Παράξενη επιλογή, το ξέρω, η πρώτη μου σκέψη ήταν το Guru, αλλά με πρόλαβε η Μίνα, συνεπώς είπα να παίξω με ειλικρίνεια και απενοχοποιημένα. Μπήκα στον κόσμο αυτού του κλαμπ πολύ μικρός, εκεί έκανα τα πρώτα μου ξενύχτια πριν καν τελειώσω το σχολείο και όπως κάθε έφηβος που σέβεται τον εαυτό του, δεν είχα κανένα απολύτως μέτρο.

Με την παρέα μου πηγαίναμε τις Παρασκευές ή τα Σάββατα και όταν τελειώσαμε το σχολείο τις Τετάρτες, όταν έπαιζε 80s μουσικές και η σχέση μας με το αλκοόλ ήταν στα πρώτα της μέλια, που σημαίνει ότι πέφταμε με τα μούτρα μέχρι να μην αντέχουμε άλλο.

Αμέτρητα σφηνάκια τεκίλα (και ο λόγος που έκανα χρόνια να ξαναβάλω στο στόμα μου), έξαλλοι χοροί πάνω σε καναπέδες και τραπέζια, γνωριμίες και στιγμές που τις θυμόμαστε ακόμα. Κοιτώντας πίσω τόσα χρόνια μετά, θαυμάζω τις αντοχές μας σαν παρέα και αναπολώ αυτά τα ξέγνοιαστα ξενύχτια και τα μεθύσια.

Στους καναπέδες του υπογείου της Πανεπιστημίου μάλιστα, είχα ρίξει και κάτι υπνάκους Παρασκευές όταν πηγαίναμε μετά από σχολείο, με τη μουσική να βαράει δυνατά. Τόσο δικό μου τον αισθανόμουν αυτό το χώρο.

Το Κ44 για την Μάριον Παλιούρα

Δεν ξέρω τι ακριβώς είχε το Κ44 που το έκανε the place to be, αλλά θυμάμαι ότι τα φοιτητικά μου χρόνια ξοδεύτηκαν πολύ διασκεδαστικά σε αυτό το χαωτικό, industrial bar. Κάπως η μηδενική προσπάθεια των ιδιοκτητών να το «συνετίσουν», να το καθαρίσουν, να διορθώσουν την αποχέτευση που πάντα (σ.σ. όταν είχε πολύ κόσμο) μύριζε, να φτιάξουν τις σούστες στους καναπέδες ή να πάρουν νέες πολυθρόνες επειδή οι παλιές είχαν σκιστεί, ήταν η γοητεία του.

Ταυτόχρονα, ήταν και ο λόγος που μάζευε τον πιο cool κόσμο της πόλης – για εκείνη την περίοδο, αλλά και όλους όσοι θέλαμε λίγη από αυτή την ακαθόριστη δήθεν αύρα που σε έκανε να κουνιέσαι πολύ λάθος, αλλά ταυτόχρονα πολύ σέξι στο άκουσμα κάθε είδους μουσικής. Τα πάρτι ήταν επικά και για κάθε γούστο.

Εγώ και η παρέα μου επιλέγαμε τα r’n’b και drum ‘n’ bass nights γιατί θέλαμε να ξεβιδωθούμε στον χορό. Το beer pong ήταν πάντα εκεί για όσους ήθελαν να επιδοθούν σε drinking games και φυσικά η μπύρα ερχόταν σε πλαστικό ποτήρι.

Από το 2011 έως το 2015 αν θυμάμαι σωστά, το μπαρ στην οδό Κωνσταντινουπόλεως 44 είχε αυτή την ανεμελιά που τώρα μου λείπει πολύ από την Αθήνα. Εκεί, η μιζέρια και η κακοκεφιά έτρωγαν πόρτα και πραγματικά δεν χρειαζόταν η παραμικρή προσπάθεια για να περάσεις καλά. Άσε που ήταν ένα από τα μαγαζιά που ο κόσμος όντως φλέρταρε.

Το Mo Better, ο Θεοδόσης Μίχος

Πέμπτη δεν πολυπήγαινα γιατί μετά από καμιά ώρα μου έπεφταν βαριές οι «στονεριές» των Psychograndmamas. Παρασκευή και Σάββατο πήγαινα μία στο τόσο γιατί στον εικοσάχρονο εαυτό μου και ακόμη τότε εκδότη ενός βραχύβιου μουσικού fanzine ταγμένου να ανακαλύπτει μπάντες που δεν είχαν σχηματιστεί ακόμη, φαινόταν ολίγον τι mainstream η μουσική (όπως το πάρει κανείς). Από Κυριακή έως Τρίτη το πρόγραμμα είχε σύνεση και περισυλλογή, δηλαδή Decadence και POP.

Για λίγα χρόνια όμως, ο κόσμος να χαλούσε, έπρεπε τις Τετάρτες να βρίσκομαι στο Mo Better, αμφιβάλλω μάλιστα αν έχασα πάνω από δυο-τρία από τα ξακουστά και αξεπέραστα μέχρι σήμερα indie party που έστηνε εκεί η ομάδα Wired, με επικεφαλής τον εκλεκτό ραδιοφωνικό παραγωγό Θανάση Μήνα.

Εκείνες οι Τετάρτες μου λείπουν, όχι γενικά το συγκεκριμένο τιμημένο στέκι των Εξαρχείων που άνοιξε τον Ιανουάριο του 1991 και έκλεισε τον Μάιο του 2014, αρκετά χρόνια μετά την ολοκλήρωση της σχέσης μας και δύο χρόνια πριν εκδοθεί το πρώτο μου βιβλίο στο οποίο, πάντως, μεταξύ άλλων έγραφα το εξής: «Δε θα γινόμουν ποτέ ξανά 18, και αν γινόμουν κάτι μου λέει ότι δε θα άντεχα να φεύγω από το σπίτι μου κάθε Τετάρτη βράδυ 20 λεπτά πριν από τις 2, για να περνάω την πόρτα του club Mo Better στα Εξάρχεια ακριβώς στις 2 (που ήταν και η ώρα που είχαν φύγει από το club οι εξοδούχοι “τουρίστες” και κυριολεκτικά και μεταφορικά δεν υπήρχε πια χώρος παρά μόνο ακριβώς για κάτι τύπους που θα έφευγαν από το σπίτι τους 20 λεπτά πριν από τις 2 το βράδυ, για να βρεθούν εκεί ακριβώς στις 2), για να ακούσω τον συγκεκριμένο DJ, να παίζει τη συγκεκριμένη μουσική, μέχρι το φως του ήλιου να αρχίσει να μπαίνει στο club από τα παράθυρα, μέχρι ο DJ να σταματήσει να παίζει και ο χρόνος να ξεκινήσει και πάλι να κυλάει κανονικά και μαζί μ’ αυτόν να σέρνω κι εγώ τα πόδια μου στην Κωλέττη, στη Θεμιστοκλέους και στην Ακαδημίας, μέχρι τη στάση του λεωφορείου που θα με γυρνούσε στο σπίτι, που θα με γυρνούσε στην πραγματικότητα».

Το Yoga Bala για την Κέλλυ Νόβακ

Προσπαθώ να θυμηθώ την τελευταία μου βραδιά στο Yoga Bala, πριν κλείσει για τα καλά. Το γνωστό μαγαζί στου Ψυρρή, είχε περάσει από μια περίοδο ύφεσης πριν κλείσει και επίσημα τις πόρτες του, οπότε η συχνότητα με την οποία πήγαινα είχε μειωθεί αισθητά. Ίσως όμως να ήταν και καλύτερα. Ίσως, η έφηβη-φοιτήτρια μέσα μου να μην άντεχε να το ζήσει αυτό, άρα νομίζω ότι υπήρχε λόγος που το «τέλος» προέκυψε σταδιακά. Για εμένα, όμως, το Yoga Bala θα ζει πάντα μέσα μου. Όσο κλισέ κι αν ακούγεται κι αυτό, δεν με νοιάζει, απλά γιατί ισχύει.

Υπάρχουν κομμάτια του εαυτού μου που συνδέονται με αυτό το μπαρ. Υπάρχει αυτό που θυμάται να ενθουσιάζεται με όλη την «μουσική εκπαίδευση» που έζησα ακούγοντας διεθνείς αλλά και εγχώριους Djs να παίζουν μουσική τα βράδια. Υπάρχει αυτό το κομμάτι, το ξέγνοιαστο, που όταν πάρταρε στο μαγαζί κάθε βράδυ, δεν είχε καμία ουσιαστική ευθύνη στη ζωή της -η απόλυτη εκπροσώπηση της νιότης, κατ’ εμέ.

Και υπάρχει αυτό, που την βοήθησε να ανακαλύψει το στιλ, την σεξουαλικότητά της, ακόμα και το να σχηματίσει πιο γερούς, φιλικούς δεσμούς που κρατάνε μέχρι και σήμερα. Το Yoga Bala για εμένα, δεν ήταν απλά ένα hot μαγαζί της πόλης των 2000s, αλλά ένα μέρος που μου έδωσε την ευκαιρία να σκεφτώ ποιο θα ήταν το επόμενο κεφάλαιο της ζωής μου.

Μαζί, λοιπόν, με όλα τα χαμουρέματα στις σκοτεινές γωνιές του μαγαζιού, όλα τα “Bye Todd!” που φωνάζαμε στον Todd Terje όταν έπαιζε μ-ο-υ-σ-ι-κ-ά-ρ-ε-ς στα decks και όλα τα πιώματα που κατέληγαν με ζωγραφιές από πέη στα πρόσωπα των μεθυσμένων μελών της παρέας, το Yoga Bala με έκανε να καταλάβω καλύτερα ποια είμαι, προσφέροντάς μου αυτές τις εμπειρίες ζωής. Εμπειρίες που με βοήθησαν στο να χτίσω χαρακτήρα και που ίσως να μην είχα ζήσει ποτέ, σε μια διαφορετική εποχή ή μια διαφορετική κοινωνική πραγματικότητα. Για όλα αυτα, “We’ll always have Yoga Bala”.

Το Dos Agaves για τον Δημήτρη Κουπριτζιώτη


Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson

To Dos Agaves δεν ήταν απλά ένα bar αφιερωμένο στην tequila. Το Dos Agaves ήταν μια ιδέα. Ήταν το μέρος που μας έκανε για πέντε χρόνια να κατεβαίνουμε στο κέντρο τότε που δεν υπήρχε η πιάτσα που υπάρχει σήμερα. Είναι το μαγαζί που μας έμαθε να πίνουμε και να αγαπάμε την tequila. Είναι το μαγαζί που ήταν το πιο fun bar που είχε τότε η πόλη αλλά το επισκέπτονταν λίγοι και καλοί.

Ο Φόντας Ταζές μαζί με τον Νίκο Ζήση είχα δημιουργήσει πραγματικά μια πρεσβεία της tequila και του Μεξικό στο κέντρο της πόλης και από την μπάρα του πέρασε και ο Γιώργος Μπάγκος -ο οποίος εκεί μέσα πειραματίστηκε για να δημιουργήσει την αγαπημένη του pink grapefruit soda των Three Cents- αλλά και ο Νίκος Σουρμπάτης που σήμερα τον βρίσκεις στο The Clumsies.

Ακόμα θυμάμαι τα parties, τις Κυριακές με τον μεξικάνικο μπουφέ, τα σφηνάκια tequila, την πρώτη μου επαφή με το mezcal, τις ψημένες ακρίδες για μεζέ. Πάνω από όλα όμως θα θυμάμαι για πάντα εκείνη την Κυριακή 10 Ιανουαρίου του 2016 όταν ήπιαμε tequila στο Dos Agaves για τελευταία φορά. Ίσως τότε να μην καταλαβαίναμε πόσο θα μας λείψει. Νομίζω ότι το καταλάβαμε πολύ καλά όταν αναβίωσε την ατμόσφαιρά του πρόσφατα το Barro Negro και μας σέρβιραν πίσω από την μπάρα του ξανά ο Φόντας, ο Νίκος και ο Γιώργος. Έτσι είναι όμως, μόνο όταν σου λείψει κάτι καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό σου ήταν.

Η Κρύπτη στα Μελίσσια για τον Γιώργο Ρομπόλα

O Tony Soprano μπαίνει σε ένα diner, κάθεται στην καρέκλα, τσεκάρει το Jukebox και βάζει το Don’ Stop Believin’ των Journey – η συνέχεια γνωστή για όσους έχουν δει το τελευταίο επεισόδιο της σειράς. Για μένα ήταν 2014 και πριν το σοκ που θα ακολουθούσε, είχε προηγηθεί ένα τρομερό deja-vu: πώς, πού, πότε και γιατί αυτό το τραγούδι ξυπνούσε τόσες μνήμες;

Για όσους μεγαλώναμε στα (υπερ)βόρεια προάστια οι επιλογές για να ακούσεις punk, goth-rock και heavy metal δεν ήταν πολλές. Η πιο φιλόξενη από όλες; Η Κρύπτη στα Μελίσσια κοντά στο νοσοκομείο «Αμαλία Φλέμινγκ»: μεγάλη ξύλινη μπάρα για τους όρθιους, χοντρές κόκκινες πολυθρόνες για όσους κάθονταν, πίνακες βγαλμένοι από τη Μέση Γη στους τοίχους, και ένα creepy ομοίωμα του Gandlaf στο πατάρι να κοιτάζει τον κόσμο από ψηλά. Ένας παράδεισος του escapism, δηλαδή.

Υπήρχαν σπάνιες μπύρες, υπήρχαν ακριβά ουίσκι, υπήρχαν άκυρα σφηνάκια, υπήρχαν τα πρώτα μεθύσια, συνοδείας μία playlist που θύμιζε κασέτα από επαρχιακό ροκάδικο. Το καλύτερο κομμάτι όμως ερχόταν όταν ο πολύς κόσμος έσπαγε, αφού τότε ο Σπύρος πίσω από την μπάρα αναλάμβανε να σου μάθει όχι-και-τόσο-γνωστές επιλογές από την gothic και το dark wave.

Από τους Journey και τον Ronnie James Dio μέχρι τους Joy Division και τους Fields of the Nephelim, η διαδρομή διαρκούσε αρκετά τσιγάρα και ποτά δρόμο. Στο ενδιάμεσο υπήρχαν εφηβικά όνειρα που τα περισσότερα πετάχτηκαν στα σκουπίδια, και φοιτητικά δράματα που δεν είχαν σχεδόν κανένα νόημα και ουσία να παιχτούν (αλλά παρ’ όλα αυτά παίχτηκαν). Ήταν όμως ωραία, πολύ ωραία.

Η Κρύπτη δεν υπάρχει πια εδώ και αρκετά χρόνια. Όσο για τη δική μου νοσταλγία και το τρομερό deja-vu λόγω Sopranos; Τα πήρε όλα τα ποτάμι όταν μία μέρα, λίγο πριν κλείσει, είδα το αγαπημένο μου ροκάδικο να έχει βάλει τυρόπιτες στη βιτρίνα του.

Το Πινόκιο στον Πειραιά, η Ιωσηφίνα Γριβέα

Μου αρέσει να έχω στέκια, τα «μέρη» μου, όμως επειδή τα συνδέω πάντα με τους ανθρώπους που βρίσκονται κάθε φορά εκεί μαζί μου περισσότερο από τον ίδιο τον χώρο και αυτό που μπορεί να εκπροσωπεί, μπορώ να φτιάχνω πάντα νέα και έτσι να μη μου λείπουν τα ίδια τα μαγαζιά αλλά η συνθήκη τους σε μία δεδομένη στιγμή της ζωής μου. Σε τέτοιες ερωτήσεις λοιπόν πάει το μυαλό μου στο φαγητό ή το γλυκό συνήθως, γιατί ένα προϊόν που κάποιος τύχαινε να κάνει πολύ, πολύ καλά, όντως μπορεί να μου λείπει. Ε, την κρεατόπιτα του Πινόκιο στον Πειραιά δεν την έχω φάει αλλού και ας ήταν ακόμη περισσότερο φημισμένο για την τυρόπιτά του.

Το μαγαζί κρατούσε από το 1966 επί της Καραΐσκου και ήταν το αντίπαλον δέος του Roxanita που υπάρχει ακόμα – σε ποιο από τα δύο θα πήγαινες για κολατσιό πριν ή μετά το φροντιστήριο; Δεν ήταν μόνο η go to στάση για σφολιατοειδή για τους Πειραιώτες, αλλά και κατοίκους άλλων πόλεων που το επισκέπτονταν για να δουν τι στο καλό κάνει καλύτερα από τους υπόλοιπους. Συγχωρέστε με οι μπαρόβιοι της παρέας, εγώ είμαι κοιλιόδουλη.