
Μαργαρίτα Αμαραντίδη: «Ο Νυχτερινός Εκφωνητής είναι μία πρόσκληση στη γιορτινή πλευρά της ζωής»
- 3 ΜΑΙ 2024
Με τον Ρένο Χαραλαμπίδη την ενώνει μία μακρόχρονη φιλία. «Για την πρόθεσή του να γυρίσει τον Νυχτερινό Εκφωνητή άκουσα για πρώτη φορά ίσως και πάνω από δέκα χρόνια πριν, όταν και οι δύο μας μέναμε ακόμα στην Πλάκα», μου λέει από την άλλη άκρη του τηλεφώνου η Μαργαρίτα Αμαραντίδη.
Όταν της πρότεινε τον ρόλο για την ταινία, τη ρωτούσε ξανά και ξανά «να ξέρεις δεν θα φαίνεσαι, δεν σε πειράζει που δε θα φαίνεσαι;». Κι εκείνη κάθε φορά του απαντούσε «μα γιατί δε θα φαίνομαι; Δηλαδή η φωνή μου δεν είμαι εγώ; Ένας ρόλος δηλαδή παίζεται μόνο με την όψη;».
Η Μαργαρίτα Αμαραντίδη είναι η μία από τους τρεις ηθοποιούς του Νυχτερινού Εκφωνητή, της νέας ταινίας του Ρένου Χαραλαμπίδη που παίζεται αυτές τις μέρες στα θερινά -και στα κλειστά- σινεμά της πόλης. Οι άλλοι δύο είναι ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος και η Ελευθερία Στάμου, χορεύτρια της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Ο ρόλος της ωστόσο δεν είναι ο κλασικός του ηθοποιού, που ίσως φαντάζεσαι. Στη νέα ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη κάνει voice acting. Η ίδια άλλωστε εκτός από ηθοποιός με δεκάδες δουλειές σε θέατρο, σινεμά, τηλεόραση, είναι και voice actor.
Θα ήθελα να ξεκινήσουμε κάπως ανάποδα και να μου πεις μερικά πράγματα για σένα, για το πώς ξεκίνησες με την υποκριτική και να περάσουμε μετά, στη συνεργασία με τον Ρένο Χαραλαμπίδη.
Ήμουν πάντοτε ένα παιδί με κλίση στις τέχνες, παρότι ως την ενηλικίωση μου όλοι γύρω μου πίστευαν ότι θα γίνω γυμνάστρια, διότι όλα ξεκίνησαν από το πάθος μου για τη ρυθμική γυμναστική. Και το ένα έφερε το άλλο και το θράσος μου με έφτασε μέχρι τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, που αν και φάνταζε αδύνατον τελικά πέρασα. Όταν έμαθα τηλεφωνικώς ότι μπήκα στη σχολή, ο μπαμπάς μου μού είπε: «ξαναπάρε, μπορεί να κάνουν λάθος».
Δεν έμεινες όμως μόνο στην υποκριτική.
Έχω δοκιμαστεί σε πολλά είδη και μέσα ως ηθοποιός, αλλά ποτέ δεν ένιωθα ότι είμαι η τυπική περίπτωση ηθοποιού. Αυτό για πολλά χρόνια το ζούσα πολύ ενοχικά. Μετά κατάλαβα ότι ο καθένας μπορεί να πάρει τον δρόμο του και ότι δεν είναι πρόβλημα να είμαι διαφορετική ή να μη θέλω μια τυπική δουλειά στο θέατρο ή στην τηλεόραση κάθε χρόνο.
Βέβαια αυτό μου στοίχισε. Έκανα πολλές δουλειές του ποδαριού, αλλά πάντα υπάρχει τίμημα στην προσπάθεια του να βρεις τον εαυτό σου. Μου πήρε χρόνο να συγκροτήσω μια πιο στιβαρή και ολοκληρωμένη καλλιτεχνική ταυτότητα. Έτσι βρέθηκα στην Καλών Τεχνών της Αθήνας (η μόνη σχολή στην οποία αρίστευσα), στο Παρίσι στη σχολή του Φιλιπ Γκωλιέ για κάποιο διάστημα, έκανα άπειρα μαθήματα χορού, τραγουδιού, λάιβ, σκηνοθέτησα, ταξίδεψα, έφτιαξα ομάδες, συμμετείχα σε ομάδες, σε χορωδίες, γνώρισα ακόμα και τη μητρότητα και η αναζήτηση δεν σταμάτησε πότε.
Τώρα, να φανταστείς, σπουδάζω τρομπέτα με τον Τάκη Μπαλαμό, την οποία έπαιζα ως παιδί και την είχα αφήσει και νόμιζα ότι δε θα ξαναπαίξω ποτέ.
Πώς έγινε η πρόταση για να παίξεις στη νέα ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη, Νυχτερινός Εκφωνητής;
Με τον Ρένο μας συνδέει μια φιλία πολλών χρόνων. Για την πρόθεσή του να γυρίσει τον Νυχτερινό Εκφωνητή άκουσα για πρώτη φορά ίσως και πάνω από δέκα χρόνια πριν, όταν και οι δύο μας μέναμε ακόμα στην Πλάκα. Γυρόφερνε τις πρώτες του σημειώσεις από εδώ και από εκεί, στα απανταχού καφέ που πηγαίναμε «για να φιλοσοφήσουμε». Στην αρχή ήταν πιο κλειστός με την ιδέα του, σιγά-σιγά άρχισε να την μοιράζεται μαζί μου, όπως και τον ενθουσιασμό του για το ότι έχει συλλάβει κάτι που ειλικρινά τον συγκινεί, αλλά και τις απογοητεύσεις του από κρούσεις για χρηματοδότηση στου κουφού την πόρτα.
Αυτό το είδος κινηματογράφου που συνέλαβε με τον Νυχτερινό Εκφωνητή, δεν είναι συνηθισμένο και πολλοί ένιωσαν ότι παίρνουν τεράστιο ρίσκο, παρόλο που ο Ρένος είναι ο Ρένος και ετοίμαζε ένα πολύ προσωπικό ρέκβιεμ στη νεότητα. Σχεδίαζε αυτή την ταινία του για όταν θα έκλεινε τα 50. Κι έτσι ο καιρός περνούσε, οι ζωές μας προχωρούσαν, μετά ήρθε ο κορονοϊός, εγώ ήμουν δεσμευμένη στη μητρότητα, αλλά παράλληλα γινόμουν ακόμα πιο σχετική με την τέχνη της φώνησης ως επαγγελματίας εκφωνήτρια σε διαφημιστικά. Κι έτσι όταν δόθηκε το πράσινο φως από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και την Boo Productions, ο καιρός μας βρήκε έτοιμους.
Κι όταν σου πρότεινε να παίξεις στην ταινία;
Όταν μου πρότεινε τον ρόλο με ρωτούσε ξανά και ξανά «να ξέρεις δε θα φαίνεσαι, δε σε πειράζει που δε θα φαίνεσαι;» Του απαντούσα «μα γιατί δε θα φαίνομαι; Δηλαδή η φωνή μου δεν είμαι εγώ; Ένας ρόλος δηλαδή παίζεται μόνο με την όψη;» Και η απόδειξη για αυτό υπάρχει ακόμα και μέσα στην ταινία.
Υπάρχει άλλος ένας ρόλος που παίζω με το σώμα μου μέσα στην ίδια ταινία, φαίνομαι κανονικότατα, στους τίτλους τέλους το λέει ξεκάθαρα ότι είμαι εγώ, κι όμως αυτές τις δυο εβδομάδες που παίζεται ο Νυχτερινός Εκφωνητής κανένας -μα ούτε ένας- δε με έχει ρωτήσει το οτιδήποτε για αυτόν τον ρόλο. Αυτό μου φαίνεται υπέροχο και λέει πολλά πράγματα και για τη ζωή και για τον έρωτα. Γιατί ναι, η όραση μπορεί να είναι η κυρίαρχη των πέντε αισθήσεων, αλλά τελικά δε βλέπουμε μόνο με τα μάτια μας. Και σίγουρα, ο ορατός κόσμος είναι μόνο μια πύλη για αναρίθμητους αισθητηριακούς παραδείσους ή κολάσεις.
Ο Νυχτερινός Εκφωνητής είναι αδιαμφισβήτητα για μένα η πιο σημαντική δουλειά στην οποία έχω συμμετάσχει ως τώρα, από την άποψη ότι αυτό που μου ζητήθηκε είχε πολλή περισσότερη δέσμευση και ευθύνη από κάθε προηγούμενη δουλειά. Επίσης αυτός ο ρόλος, μέσα στη συγκεκριμένη ταινία, συγκέντρωνε για μένα ως ηθοποιό, όλο το νόημα του να παίζω ρόλους. Και πέρα από ένας μεγάλος, δύσκολος, υπέροχος, ποιητικός και βαθύς ρόλος, ήταν ένας ρόλος που τον ένιωσα και τον δούλεψα ως προσωπική μου υπόθεση, πέρα από χρόνους και αμοιβές.
Επίσης, υπήρξα πολύ αυστηρή με τον εαυτό μου στη δημιουργία του. Ένιωθα τεράστια τύχη, ο Ρένος μου έδωσε μια τεράστια ευκαιρία κι έτσι, δεν τσιγκουνεύτηκα ούτε δευτερόλεπτο, ήταν σαν να τον εγκυμονούσα τον ρόλο και η διαδικασία για να βγει ήταν σαν ένας τοκετός πολύωρος και επίπονος: έπρεπε να τον γεννήσω.
Δηλαδή ποιος είναι ο ρόλος σου;
Να δώσω φωνή σε ένα ερωτευμένο κορίτσι και ψυχή σε μια μνήμη. Η ύπαρξη της κοπέλας μέσα από έναν τηλεφωνητή έρχεται για να διαπεράσει όλες τις εποχές, είναι ένα ρομαντικό αρχέτυπο, είναι τα λόγια που όλοι οι «αφηρημένοι», πληγωμένοι, απελπισμένοι εραστές θα ήθελαν να ακούσουν για να φέρουν πίσω τη ζωντάνια ενός χαμένου κόσμου. Ενός κόσμου που γεννήθηκε από τη φλόγα του έρωτα.
Η χορεύτρια αυτή είναι το κεντρικό πρόσωπο του δράματος, η μούσα, αυτό που σε αλλάζει. Είναι η απάντηση μέσα μας που ήδη ξέρουμε. Η αλήθεια που δεν τολμάμε.
Είναι εντυπωσιακό ότι για να φτιαχτεί αυτός ο ρόλος, αυτό το αρχέτυπο, αυτό το ιδανικό θηλυκό, παίζουμε δυο γυναίκες: η Ελευθερία Στάμου (που είναι μπαλαρίνα στην Εθνική Λυρική Σκηνή) με τη φυσική της παρουσία και εγώ με τη φωνή μου, αλλά καμία από τις δυο μας δεν «φαίνεται» τελικά. Δε βλέπουμε ακριβώς ούτε το πρόσωπο της Ελευθερίας, ούτε το δικό μου. Η «χορεύτρια» παραμένει όνειρο, οπτασία, ένα πλατωνικό ιδεώδες μέσα στη σφαίρα του ρομαντικού. Δε χαλάμε το όνειρο κανενός θεατή με υποδείξεις. Για τον κάθε θεατή το πρόσωπο της χορεύτριας είναι αυτό ακριβώς που φαντάζεται, αυτό που ήδη ξέρει, αυτό που τον έχει χαράξει. Ιδιοφυής σύλληψη από πλευράς Ρένου, να το αποτυπώσει με αυτόν τον τρόπο.
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό που κάνω με τη φωνή μου στην ταινία δεν είναι ντουμπλάζ. Είναι voice acting. Δηλαδή δεν πατάω σε ήδη ειπωμένη πρόζα, δεν προσπαθώ να συγχρονιστώ με τα χείλια της άλλης ηθοποιού. Ούτως η άλλως δε βλέπουμε ποτέ επαρκώς το πρόσωπο της, άρα ούτε τα χείλη της. Αυτό που κάναμε ήταν δουλειά εκ νέου πάνω στην εικόνα. Εγώ προσπαθούσα να αποδώσω φωνητικά και διανοητικά την αίσθηση της σκηνής που είχα μπροστά μου στην οθόνη και τον τόνο του σώματος της μπαλαρίνας.
Είναι η πρώτη φορά που κάνεις voice acting;
Είναι η πρώτη φορά που δίνω τη φωνή μου σε κάτι αμιγώς καλλιτεχνικό. Κατά τ’ άλλα, όχι δεν είναι η πρώτη φορά που κάνω voice acting. Είμαι εκφωνήτρια σε διαφημιστικά πάνω από μια δεκαετία τώρα και είναι μια δουλειά που λατρεύω. Με εξιτάρει το αυστηρό της πλαίσιο, με ενεργοποιούν οι απαιτήσεις της και με διασκεδάζουν οι περιορισμοί της.
Τα περισσότερα από αυτά τα διαφημιστικά που κάνω τα βρίσκω κομψοτεχνήματα. Με συγκινούν. Χαίρομαι να τα ακούω και να τα βλέπω και είναι απίστευτο πόσοι άνθρωποι, με ακραία δέσμευση και συνεργατικότητα εργάζονται στ’αλήθεια δημιουργικά, ακόμα και μέσα στο αυστηρότατο πλαίσιο της φύσης της. Στη διαφήμιση είναι πολύ συγκεκριμένα αυτά που θα πρέπει να πεις, μέσα σε ένα πολύ συγκεκριμένο χρόνο και μάλιστα με τον τρόπο που θα σου ζητηθεί. Και αυτό με έκανε να βρίσκω τρόπους.
Επομένως, ήμουν αρκετά εξοικειωμένη με το μέσο (στούντιο, μικρόφωνο), αλλά και με τη φωνή ως εργαλείο, όταν μου ζήτησε ο Ρένος να παίξω αυτόν τον ρόλο μόνο με τη φωνή μου. Μάλιστα, ενθουσιάστηκα γιατί μου αρέσει να δημιουργώ με τη φωνή μου.
Επίσης, μου αρέσει να τραγουδώ. Η ηχητική απόδοση ενός κειμένου ή ενός τραγουδιού δεν έχει να κάνει απλώς με το πώς ακούγονται τα λόγια, αλλά κυρίως με το πώς μπορείς να δημιουργήσεις έναν χώρο για τη φαντασία, που θα ενεργοποιήσει το συναίσθημα, τη σύνδεση και τη συγκίνηση του θεατή/ακροατή. Γιατί τότε, η πληροφορία γίνεται παραμύθι. Ένα παραμύθι θα είναι πάντα ένας φανταστικός χώρος ζεστασιάς και οικειότητας, και σε ποιον δεν αρέσουν τα παραμύθια; Και ποιος δεν παρασύρεται από τις ιστορίες και από τις αφηγήσεις;
Επίσης, με συγκινεί που η ανθρώπινη φωνή μπορεί να διαπερνά ακόμα και τον θάνατο κάποιες φορές. Όταν ακούω τραγούδια με ερμηνευτές που έχουν πεθάνει, είναι σαν να είναι ακόμα εδώ. Μα αλήθεια, δεν είναι εδώ ο Kurt; Η Ella; Ο Chet; Η Merylin; Η Omara; Θα μου άρεσε να μπω σε αυτό το club αφού πεθάνω.
Για να επιστρέψουμε στον Νυχτερινό Εκφωνητή, τι κρατάς από τη συνεργασία σου με τον Ρένο Χαραλαμπίδη;
Την ακραία και τυφλή πίστη στην αισθητική μου και στις ικανότητες μου, τη φροντίδα του, το νοιάξιμο, την εμπιστοσύνη του όταν χρειαζόταν να συνδημιουργήσουμε χτίζοντας τη φωνητική παρουσία του ρόλου. Επίσης την άπειρη χαρά και την άνεση: η καλύτερη στιγμή της μέρας ήταν όταν ηχογραφούσαμε, η πιο ξεκούραστη, κι ας γράφαμε 14-17 δευτερόλεπτα σε 3 με 4 ώρες.
Ο Ρένος δεν είναι υπερόπτης με τους συνεργάτες του. Ούτε με το κοινό του. Αναζητά επι της ουσίας συνοδοιπόρους. Στη Θεσσαλονίκη τις προάλλες, ας πούμε, κάθισε έξω από το σινεμά με αυτούς που δεν κατάφεραν να μπουν για παρέα και για να τους παρηγορήσει: έκανε spoiler ολόκληρη την ταινία του για να τους διώξει τη στενοχώρια. Είναι αυτός ο άνθρωπος.
Είναι κουφό δε, ότι πολλά χρόνια που γνωριζόμασταν, δεν είχα δει καν τις ταινίες του. Κι αυτό γιατί δεν με έφερε κοντά του ο θαυμασμός, αλλά το άτομο που είναι. Φυσικά τώρα πια (που δεν έχω αφήσει δευτερόλεπτο ταινίας του) καταλαβαίνω ότι ο Ρένος, πραγματικά είναι «άτομο», άτμητος δηλαδή, ακέραιος, δεν κόβεται σε κομμάτια, διότι είναι ο ίδιος στις ταινίες του, στις συνεντεύξεις του, στη φιλία, στη δουλειά, στη δημιουργία.
Θέλω πολύ όλες μου οι συνεργασίες από εδώ και πέρα να είναι τόσο συνοδοιπορικές, τόσο αβίαστες και αρμονικές, με τόσο κοινό όραμα, όπως με τον Ρένο. Μακράν η πιο «εαυτός» μου συνεργασία. Ένα δώρο. Ένα «ραντεβού με την Ιστορία».
Φαίνεται από τα λόγια σου ότι εργαστήκατε αρμονικά.
Απολύτως, ίσως γιατί οι συχνότητες μας δένουν στον τρόπο που συγκινούμαστε από την τέχνη και τη ζωή. Επίσης, μας συγκινεί με παρόμοιο τρόπο η Αθήνα και η καθημερινότητα. Κι οι δυο θεωρούμε ότι η καθημερινότητα μπορεί να είναι κάτι το συναρπαστικό. Την τιμούμε. Δε χρειάζεται να «ξεφύγεις» για να συναντήσεις το εξωπραγματικό.
Καλές και οι διακοπές δεν λέω, αλλά εγώ προτιμώ τις «συνέχειες», όπως λέω χαριτολογώντας. Δεν χρειάζεται να φύγω από την Αθήνα για να νιώσω κάτι το συναρπαστικό, γιατί ακόμα κι αν φύγω, όπου και να πάω, η Αθήνα είναι μέσα μου. Το βίωμα της καθημερινότητάς μου θα μοιράζομαι με όλα τα νέα άτομα ή καταστάσεις που θα συναντήσω σε όποια εξόρμηση. Ο χρόνος της καθημερινότητας μας είναι ο επί της ουσίας χρόνος για να εργαστείς για αυτό που είσαι. Η καθημερινότητα είναι ο χαράκτης του χαρακτήρα μας. Και η Αθήνα είναι ένα πολύ πλούσιο περιβάλλον για να εργαστεί ο καλλιτέχνης «χαράκτης» που όλοι έχουμε μέσα μας. Και έχουμε πολλά ακόμα να ανακαλύψουμε σε αυτή την πόλη.
Ακούγεται λίγο ουτοπικό αυτό.
Είναι γιατί η καθημερινότητα μπορεί να είναι μαγική και όλο εκπλήξεις όταν τη ζεις ως ο εαυτός σου: όταν η καθημερινότητα σου είναι μια ελεύθερη επιλογή: ξυπνάς όπως σου αρέσει, κάνεις τα πράγματα που σου αρέσουν, συναντάς αυτούς που σου αρέσουν, μιλάς μαζί τους για πράγματα που γουστάρεις, πας για ύπνο όποτε και όπως σου αρέσει. Και πραγματικά το εννοώ το «σου αρέσει». Πρέπει κάτι πρώτα να σου αρέσει για να το επιλέγεις σταθερά, κι όταν το επιλέγεις σταθερά μπορεί και να το αγαπήσεις τελικά. Και έτσι η καθημερινότητα αποκτά νόημα. Αλλά υπάρχει τεράστια ενοχή γενικά στο «μου αρέσει» πιστεύω, οι άνθρωποι συνηθίζουμε στην προσπάθεια να μην είναι ολοφάνερο το τι μας αρέσει. Και έτσι χάνουμε τον χρόνο μας. Γιατί δεν φτάνουμε πότε στην αγάπη. Και η ζωή χωρίς αγάπη, είναι βαρετή. Και η καθημερινότητα χωρίς κάτι να αγαπάς (όχι απαραίτητα άνθρωπο) δυσβάσταχτη.
Ο Ρένος πάντως είναι ένας από αυτούς τους ελεύθερους ανθρώπους, που αφήνεται σε αυτά που του αρέσουν. Βρίσκεται σε συνεχή ροή με τον εαυτό του μέσα στον χρόνο, τον κόσμο, τους ανθρώπους. Συνδέεται άφοβα, εκτίθεται άφοβα και χωρίς να θέλει να εντυπωσιάσει. Η υπερβολή του βέβαια είναι εντυπωσιακή όπως κάθε υπερβολή, αλλά αυτό είναι στοιχείο της προσωπικότητας του, που είτε δεν το ελέγχει, είτε όταν το ελέγχει το προσφέρει με κομψότητα, χιούμορ, θεατρικότητα, αυτοσαρκασμό. Είναι τόσο συνδεδεμένος με την πραγματικότητα, όσο και με τη μυθοπλασία. «Το ζει» που λέμε. Έτσι το ζήσαμε και με την ταινία του. Ήταν η συνέχεια όλων των «καφέδων» που έχουμε πιει, όλων των συζητήσεων, όλων των ονειροπολήσεων. Αυτή η ταινία είναι η συνέχεια της συνομιλίας μας στην ουσία.
Και ο Νυχτερινός Εκφωνητής για μένα είναι μια ταινία και για τη ζωή της κάθε μέρας, που με βεβαιότητα ότι θα ξανάρθει την αφήνουμε να περνά, ως που μια μέρα αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό που αφήσαμε να περάσει τότε ήταν κάτι που είχε πλούτο ανυπολόγιστο. Αλλά μερικές φορές είναι αργά. Η τελευταία ατάκα της ταινίας που δε θα σας πω τι είναι, λέει κάτι πολύ συγκεκριμένο. Θα το δείτε κι εσείς. Γι’ αυτό ας μην προσπερνάμε την καθημερινότητα κι ας μην αναβάλουμε το να ζήσουμε.
Από αυτά τα ερωτικά ηχογραφημένα μηνύματα που διαβάζει ο ραδιοφωνικός εκφωνητής στον αέρα της εκπομπής για να τραβήξει την προσοχή της γυναίκας που κάποτε υπήρξε ερωτευμένος, υπάρχει κάποιο που σου έχει εντυπωθεί στο μυαλό;
Για να πω την αλήθεια δεν είναι κάτι από τα μηνύματα της κοπέλας στον τηλεφωνητή, αλλά κάποια από αυτά που έρχονται ως μνήμη για να τον καθησυχάσουν που μεγαλώνει. Κάποια στιγμή λέει ότι τον τρομάζουν τα αγάλματα που είναι ακρωτηριασμένα και η μπαλαρίνα του απαντά ότι τα αγάλματα είναι όμορφα ακόμα και σπασμένα γιατί «τα ομόρφυνε ο χρόνος, τα γλύκανε η φθορά, ο χρόνος είναι ο νέος τους γλύπτης». Άντε να το αποδεχτείς όμως αυτό. Γι’ αυτό κι αυτός ο καημένος, ο εκφωνητής μας, ψάχνεται στην ερωτική του νεότητα. Πάντως είναι ανακουφιστικό: τα αγάλματα που είναι ένα σύμβολο σταθερότητας και ακαμψίας κι όμως, και αυτά αλλάζουν.
Ο Νυχτερινός Εκφωνητής περιγράφεται ως ένας ρομαντικός φόρος τιμής στο ραδιόφωνο και στις ομορφιές της Αθήνας. Τι σημαίνει για σένα;
Για όσους αγαπούν το ραδιόφωνο ίσως και να αποτελεί φόρο τιμής σε αυτό το μέσο, επίσης είναι πιθανό όσοι δε το συνηθίζουν να αρχίσουν μα ακούνε τώρα. Οι ταινίες του Ρένου, ούτως ή άλλως εμπνέουν. Η ματιά του και ο κόσμος του είναι ικανός να παρασύρει. Θεωρώ όμως ότι το ραδιόφωνο στον «Νυχτερινό Εκφωνητή» είναι απλώς ένας ευφυής τρόπος, ένα εργαλείο της αφήγησης που επιτρέπει στην ιστορία να ξετυλιχτεί πειστικά και τους ήρωες της πλοκής να βρίσκονται κοντά και μακριά συγχρόνως.
Επίσης η φωνή από μόνη της έχει μυστήριο κι όταν έρχεται και μας βρίσκει μέσα από το ραδιόφωνο -ή έναν τηλεφωνητή!- η ρομαντική διάθεση κορυφώνεται. Συν τοις άλλοις η απόσταση που λέγαμε και συγχρόνως η εγγύτητα των ραδιοκυμάτων δημιουργεί έναν μύθο και μοιραία εξιδανικεύει το πλάσμα που κρύβεται πίσω από το μικρόφωνο, κι έτσι η ανάγκη μας για σύνδεση και μαγεία κάνει τη φαντασία να βρίσκει έφορο έδαφος για ρομαντικές ιστορίες.
Το πιο τρελό πράγμα που έχεις κάνει από έρωτα;
Όλες οι τρέλες του έρωτα μού φαίνονται ολες -μα όλες- λογικές. Άρα μάλλον δεν έχω κάνει ή μήπως έχω κάνει; (γελάει)
Πάντως, για μένα η ταινία είναι έργο τέχνης και μάλιστα θεωρώ πως είναι το τρίτο μέρος μιας τριλογίας του Ρένου: No Budget Story-Φθηνά Τσιγάρα-Νυχτερινός Εκφωνητής. Είναι μια ταινία γεμάτη σαφείς συμβολισμούς και ορατές αντιθέσεις. Μια εύγλωττη συνομιλία της αρχαίας Αθήνας και της νέας, που μας κάνει να σκεφτόμαστε τον παλιό και τον νέο μας εαυτό. Ένας αναστοχασμός για τις επιλογές μας. Ένα ηχηρό μήνυμα για ό,τι δεν ξανάρχεται και ποσό ωραίο είναι αυτό που ζούμε τώρα.
Η ταινία αυτή είναι τόσο ζωντανή, πάλλεται τόσο έντονα μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, έτσι που δημιουργεί μια έντονη οικειότητα που μας κάνει να παίρνουμε τα θέματα που πραγματεύεται προσωπικά, θες να είσαι μέρος τους.
Το «Μωρό μου Φάλτσο» που είναι το reef της ταινίας και παίζει ως ολοκαίνουριο cover στους τίτλους τέλους, φαίνεται επίσης να παίρνει viral διαστάσεις. Πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό;
Λατρεύω να το τραγουδάω αυτό το τραγούδι και θέλω να το τραγουδήσω ακόμα περισσότερο. Το «Μωρό μου φάλτσο» ήταν πολύ σοφή επιλογή. Είναι το τραγούδι της γενναιοδωρίας, είναι το τραγούδι του «δεν πειράζει», του «ό,τι έγινε έγινε». Είναι μια δήλωση μιας μεγάλης καρδιάς. Είναι το τραγούδι που λέει σε αγαπώ όπως είσαι, δεν είναι πρόβλημα ότι δεν είσαι τέλεια. Το τραγούδι της συγχώρεσης. Οι αρμονίες του είναι τόσο ταιριαστές με την ερωτική νοσταλγία, η μελωδία του έχει κάτι το αθώο.
Γενικά θέλω να τραγουδήσω ακόμα περισσότερο. Χαίρομαι που αρέσει η φωνή μου. Το χαίρομαι. Δεν το κρύβω. Όποτε νιώθω υπέροχα που βρίσκει τόση αποδοχή. Δέχομαι απίστευτα πολλά μηνύματα από τότε που παίζει η ταινία ότι το παίζουν στο repeat, ότι το έστειλαν στον αγαπημένο τους, ότι κλαίνε, ότι τα λόγια είναι πολύ συγκινητικά, ότι απαιτούν να ανεβεί Spotify (ανέβηκε τελικά από τη MuSou που ανέλαβε οτιδήποτε έχει να κάνει με ήχο και μουσική). Όλο αυτό μου δίνει απίστευτη χαρά. Ο Ρένος λέει “ετοιμάσου και για καριέρα τραγουδίστριας”: ναι, είμαι έτοιμη, για όλα.
*** Η φωτογράφιση έγινε στα Andart Studios (πρώην Finos Film)