LIVE

Οι Hermanos Gutiérrez στο πιο κινηματογραφικό ταξίδι του καλοκαιριού

Τα αδέλφια κέρδισαν το στοίχημα του ανοιχτού χώρου και το κλασικό, πλέον, μείγμα χαρμολύπης και γαλήνης, συμπλήρωσε το ψηφιδωτό ενός ολοκληρωμένου performance.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: STUDIO KOMINIS, TECHNOPOLIS CITY OF ATHENS

Η πρώτη μου ουσιαστική επαφή με τους Hermanos Gutiérrez έγινε τον Σεπτέμβριο του 2020. Τότε, στον παφλασμό των κυμάτων, με τα σύννεφα να μαζεύονται πολλά και τον ουρανό να γκριζάρει επικίνδυνα, έπαιζε στα ακουστικά μου το “Guayaquil”. Βρισκόμουν στην παραλία, ο Ιανός συγκέντρωνε σταδιακά την επικινδυνότητά του και η κακοκαιρία απέκτησε, εντελώς τυχαία, το δικό της soundtrack.

Αντί για την απέραντη έρημο του Μεξικού απλωνόταν μπροστά μου η φουσκωμένη θάλασσα του Σαρωνικού και αντί για δύο wanted εγκληματίες που θα έκαναν καριέρα στα spaghetti westerns του ‘50, δύο ηλικιωμένοι μάζευαν τα πτυσσόμενα καρεκλάκια τους ώστε να προλάβουν τις πρώτες σταγόνες βροχής. Η ουσία βρίσκεται στις αντιθέσεις.

Οι παραπάνω εικόνες ντύθηκαν μουσικά με τον ήρεμο – παρά τον αυξανόμενο φόβο για τον καιρό – κιθαριστικό ήχο των αδελφών από τη Ζυρίχη, που στις φλέβες τους κυλάει νοτιοαμερικάνικο αίμα. Πέντε χρόνια μετά, οι Hermanos Gutiérrez εξακολουθούν να επιμελούνται τα soundtrack εκατομμυρίων ανθρώπων παγκοσμίως με milonga, cumbia και διάφορα στιλ από το Εκουαδόρ και το Περού, δημιουργώντας παράλληλα ένα πιστό κοινό. Ένα μέρος του βρέθηκε το βράδυ της Τρίτης (1/7) στην Τεχνόπολη.


Οι Alejandro και Estevan Gutiérrez έπαιξαν για πρώτη φορά στη χώρα μας και οι εντυπώσεις τους, αν κρίνω από τα πολλά “muchas gracias” και την επιτυχημένη τους, όπως είπαν, γνωριμία με το ελληνικό γιαούρτι και μέλι, ήταν πολύ καλές. Το ίδιο ισχύει και από την πλευρά του κοινού που στο τέλος της συναυλίας μιλούσε για ένα βαθύ, πνευματικό και κινηματογραφικό ταξίδι.

Μόλις ανακοινώθηκε ότι στον χάρτη της περιοδείας τους καρφίτσωσαν και την Ελλάδα, αυτόματα σκέφτηκα ότι πρόκειται για την πιο υποτιμημένη συναυλία του καλοκαιριού, από αυτές που περνούν κάτω από τα ραντάρ λόγω των φεστιβάλ ή άλλων, πιο εμπορικών ονομάτων.

Η μόνη ένστασή μου ήταν ο ανοιχτός χώρος, μιας και η μουσική τους ανήκει σε αυτές που αποκαλούμε «δωματίου». Τελικά, κέρδισαν εύκολα το στοίχημα του ανοιχτού χώρου και το αργό, παραισθησιογόνο vibe τους απορροφήθηκε από τον κόσμο – ήταν αρκετός και συνειδητοποιημένος.


Οι επιτυχίες τους, όπως είναι το “El Jardin”, το “Tres Hermanos”, το “El Sol Avenue”, “Hijos Del Sol” δημιούργησαν αυτό το κλασικό, πλέον, μείγμα χαρμολύπης, αίσθημα ελευθερίας και γαλήνης ενώ το διάλειμμα με το “Western Bronco”, μια ωδή στα spaghetti western και τον Ennio Morricone, σε συνδυασμό με το storytelling του Alejandro που εξηγούσε πώς έγραψαν το κάθε κομμάτι ή δίσκο, συμπλήρωσαν το ψηφιδωτό ενός ολοκληρωμένου performance.

«Είμαστε οι Hermanos Gutiérrez και λέμε ιστορίες χωρίς λόγια», είπε ο Alejandro, ο μικρότερος από τους δύο και με λίγες λέξεις εξήγησε στους ελάχιστους «άκυρους» – αν υπήρχαν – ακροατές τι ακριβώς κάνουν.

Κι αυτό, υποθέτω, είναι το μεγαλύτερο επίτευγμά τους από το 2017, όταν και ξεκίνησαν, μέχρι σήμερα: φτιάχνουν εικόνες, αλλάζουν τις συνθήκες γύρω μας και, σαν προσομοίωση video game, μας μεταφέρουν στην έρημο, δίπλα από τους κάκτους ή σε κάποια γειτονιά του Μεξικού. Την ίδια στιγμή, από κάτω μας, ένας ακόμα συρμός έφτανε στον Κεραμεικό. Η ουσία βρίσκεται στις αντιθέσεις. Ξανά.

Τα αδέλφια από τη Ζυρίχη, περνώντας από όλη τη δισκογραφία τους, κατάφεραν με δύο κιθάρες, ελάχιστα wah, κρουστά και μηδενικούς εντυπωσιασμούς, να κάνουν αυτό που κάνουν καλά: να μας ταξιδέψουν, όσο κλισέ κι αν ακούγεται. Ακόμα κι αν ο ουρανός ήταν καθαρός, η θερμοκρασία υψηλή και κανένα ηλικιωμένο ζευγάρι δεν τρομοκρατήθηκε από τον καιρό όπως τότε, τον Σεπτέμβριο του 2020, όταν άκουσα για πρώτη φορά τους Hermanos Gutiérrez.

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.