© Ioannis Mantas/Alamy/Visualhellas.gr
ΠΟΛΗ

Η πολυκύμαντη ιστορία πίσω από το Πεδίον του Άρεως

Κάποτε ήταν στην «εξοχή» των Αθηνών και πλέον αποτελεί τη μοναδική γερή ανάσα δροσιάς στο κέντρο. Και στο μεσοδιάστημα, έχει ακολουθήσει μια πορεία γεμάτη σκαμπανεβάσματα, αποτελώντας τον πιο αλάθητο καθρέφτη για την πραγματικότητα της πόλης.

Δεν είναι μόνο το μεγαλύτερο δημόσιο πάρκο του Δήμου Αθηναίων, αλλά και εκείνο με το οποίο έχουν συνδεθεί περισσότερο οι κάτοικοι αυτής της πόλης μέσα στα χρόνια: οι μεγαλύτεροι θυμούνται την κοσμοσυρροή στα τραπεζοκαθίσματα των αναψυκτηρίων και στις θρυλικές παραστάσεις του Οικονομίδη στο κτίριο που σήμερα γνωρίζουμε ως Άλσος, άλλοι έζησαν την εποχή των ολονύχτιων πάρτι στο Sunrise Zone και έμαθαν έτσι το rave, άλλοι έκαναν skate εκεί (πριν να πεζοδρομηθεί) και άλλοι περπάτησαν το Πεδίον του Άρεως πρώτη φορά με αφορμή την έκθεση της Στέγης, θεωρώντας ότι είναι τόπος ναρκομανών.

Πράγματι, ειδικά στην πλευρά της Μαυροματαίων δρούσαν για χρόνια ελεύθερα οι πιάτσες, αλλά ποτέ δε σταμάτησε το πάρκο να έχει ζωή. Σε αντίθεση με τον τρόμο που υπηρετούσαν τα Μέσα Ενημέρωσης, το άλσος υποδεχόταν σε καθημερινή βάση κατοίκους και οικογένειες με παιδιά, νέους που ήθελαν απλά ένα παγκάκι για τις απογευματινές ώρες, κόσμο με ένα βιβλίο στο χέρι και πολλούς που έκαναν τζόκινγκ ή έβγαζαν βόλτα τον σκύλο τους.

Δεν υπάρχει εξάλλου εναλλακτική. Το Πεδίον του Άρεως, με συνολική έκταση 277 στρεμμάτων, αποτελεί τη μοναδική γερή ανάσα δροσιάς και πρασίνου για τις περιοχές της Κυψέλης, των Εξαρχείων, των Αμπελοκήπων και του ευρύτερου κέντρου, πράγμα το οποίο ανακαλύψαμε μαζικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Έκτοτε, τα πράγματα όλο και βελτιώνονται – σήμερα, έχουν αποκατασταθεί οι δημόσιες βρύσες και λειτουργεί WC, λειτουργεί ξανά η Γαρδένια και το Green Park, υπάρχουν περισσότερα παγκάκια και πράσινο, ενώ (παρά τα οποία παράπονα) το νέο Alsos αποτελεί σημείο αναφοράς για την Αθήνα το καλοκαίρι.

Και άμα ανήκεις στους περιστασιακούς επισκέπτες αυτού του άλσους, σίγουρα θα έχουν προκύψει μέσα σου μερικά από τα ακόλουθα ερωτήματα: γιατί έχει τόσες προτομές και τις εθνικές επετείους κατατίθενται στεφάνια; Γιατί υπάρχει ένα θεατράκι που λέγεται Αλίκη και στα γύρω στενά του πάρκου βρίσκονται πάμπολλες σκηνές; Και πώς κατάφερε να μην οικοδομηθεί ένα τέτοιο «φιλέτο» στο κέντρο της Αθήνας;

Ένα Campus Martius στην Αθήνα


© Ioannis Mantas/Alamy/Visualhellas.gr

Καταρχάς, για πολλά χρόνια μετά την εθνική ανεξαρτησία, το σημείο αυτό δεν ήταν κέντρο αλλά εξοχή.

Σε εκείνη την περίοδο οφείλει το όνομά του και πιο συγκεκριμένα στη λογική που υπαγόρευαν κήποι-στρατώνες όπως το Champ de Mars στο Παρίσι. Οικοδομήθηκαν εκεί (μπροστά στον ναό των Ταξιαρχών) οι Στρατώνες του Ιππικού, αργότερα οικοδομήθηκε και η Ιππευτική Σχολή (στην οδό Μαυροματαίων), ενώ για όλη την οθωμανική περίοδο η περιοχή ήταν ταυτισμένη με τα στρατιωτικά γυμνάσια και τη στρατιωτική μπάντα, που ανέβαινε κάθε Κυριακή στην πολυγωνική εξέδρα.

«Ήταν η κυριακάτικη βόλτα των Αθηναίων», υπογραμμίζει ο οδηγός για την Αθήνα των Τόνιας Καφετζάκη και Θανάση Γιοχάλα, «η κύρια κοινωνική και κοσμική εκδήλωση» στην πρωτεύουσα του 19ου αιώνα. Παρευρίσκονταν πάντα οι βασιλείς και όλοι ήταν καλοντυμένοι. Μέχρι που φοιτητές αντιδρώντας στον βασιλιά αποφάσισαν το αντίθετο, φορώντας καπέλα σκιαδικά τον Μάιο του 1859, και ξέσπασαν σοβαρά επεισόδια στην πόλη, οδηγώντας στο τέλος αυτού του στρατιωτικού εθίμου στο Πεδίο.

Αυτό που έμεινε να θυμίζει το στρατιωτικό παρελθόν της περιοχής είναι οι προτομές. Δεκάδες και άρτια δουλεμένες προτομές και αγάλματα, κατά βάση ηρώων του 1821 (υπάρχει μάλιστα και η Λεωφόρος των Ηρώων), κοσμούν μέχρι σήμερα το Πεδίο, με εξέχον παράδειγμα τον έφιππο Κωνσταντίνο. Είναι έργα που δημιουργήθηκαν κατόπιν ανάθεσης σε μέλη του Σωματείου Ελλήνων Γλυπτών από επιλογή της Σχολής Καλών Τεχνών τη δεκαετία του ’30, όταν πια είχε κηρυχθεί ο χώρος δημόσιο άλσος.

Η άνθηση του θεάτρου στο Πεδίο

Με τον ερχομό των προσφύγων μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, παραπήγματα στήθηκαν σε δεκάδες σημεία του πάρκου και λίγο αργότερα έπεσε στο τραπέζι πρώτη φορά το σενάριο της οικοδόμησης. Αλλά με παρέμβαση του Πέτρου Ράλλη, ως υπουργού Συγκοινωνιών, συγκροτήθηκε το 1934 Ανώτατη Πολεοδομική Επιτροπή προκειμένου «να προστατευτεί η δημόσια αισθητική των Αθηνών» και αποφασίστηκε να παραμείνει δημόσιος χώρος και μάλιστα να διαμορφωθεί με τις προδιαγραφές άλσους.

Έτσι, κατεδαφίστηκαν υφιστάμενα κτίρια (πέρα από τους ναούς) και δόθηκε έμφαση στο κομμάτι των υποδομών – μπήκαν κολώνες φωτισμού, παγκάκια, σύστημα άρδευσης, χαράχτηκαν μονοπάτια για πεζοπορία κ.ο.κ. Μετά τη σκοτεινή παρένθεση των πολέμων, το διαμορφωμένο πλέον άλσος θα ήταν έτοιμο να υποδεχθεί την καλλιτεχνική άνθιση, που απογειώθηκε τη δεκαετία του ’50.

Και έτσι φτάνουμε στη χρυσή εποχή του Πεδίου. Υπήρχε το Άλσος του Οικονομίδη στο μοντέρνο στρογγυλό κτίριο με ονόματα όπως η Σοφία Βέμπο και η Κούλα Νικολαίδου, υπήρχε το κοσμικό Green Park, αλλά και η καλοκαιρινή σκηνή του Ελληνικού Λαϊκού Θεάτρου του Μάνου Κατράκη απ’ την πλευρά της Αλεξάνδρας, ενώ στις εγκαταστάσεις του Πανελληνίου υπήρξε και το Θέατρο Χατζίσκου.

Αυτός ο αναβρασμός κρατήθηκε (με φθίνουσα πορεία) μέχρι τη δεκαετία του 1990, προλαβαίνοντας να μετατρέψει την ευρύτερη περιοχή κατά μήκους της οδού Πατησίων και της Κυψέλης σε θεατρικές κυψέλες. Από την άλλη, το Πεδίο ακολούθησε τη δική του πορεία ως κομμάτι του Κέντρου, αποτελώντας έναν καθρέπτη άλλοτε θαμπό, άλλοτε φωτεινό και περιποιημένο, που αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα στην Αθήνα.