© Aris Saris/AP Photo
ΙΣΤΟΡΙΑ

Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας, το διαβόητο κολαστήριο της Χούντας

Ανατρέχουμε στο κατεδαφισμένο κτίριο της Ασφάλειας στην Μπουμπουλίνας, μέσα από τις μαρτυρίες κρατούμενων: τα μικροσκοπικά κελιά, ο εξευτελισμός και τα φρικτά βασανιστήρια στην ταράτσα, «το πιο γνωστό πλυσταριό του κόσμου» που έλεγε ο Κοροβέσης.

«Η δύναμις επιβάλλεται διά παντός τρόπου – ότι δεν λύνεται κόβεται», είχε απαντήσει με αμετανόητη αυστηρότητα, χρόνια μετά την πτώση της Χούντας, ο πρωτομάστορας του πραξικοπήματος Στέλιος Παττακός σε ερώτηση δημοσιογράφου για τα βασανιστήρια. Ούτε λίγο ούτε πολύ, επιβεβαίωνε πως τα βασανιστήρια σε καμία περίπτωση δεν ήταν μεμονωμένα περιστατικά ή αυθαιρεσίες από πλευράς συγκεκριμένων προσώπων. Ήταν ένα μεθοδευμένο σχέδιο από τη Δικτατορία της 21ης Απριλίου για την πνευματική και σωματική εξόντωση του εχθρού.

Σχέδιο το οποίο περιελάμβανε και την πρακτική της εξορίας για μέρος των κρατουμένων, των πιο «αλύγιστων», όπως στο νησί της Γυάρου, όπου συνέβαινε ένα πείραμα φρικαλεότητας –πληροφορίες για τα κύματα και τους τόπους εξοριών θα βρεις με μια επίσκεψη στο Μουσείο Πολιτικών Εξορίστων Άη Στράτη στο Θησείο–, αλλά οι περισσότερες σελίδες του σχεδίου αυτού αφορούσαν το αίσθημα φόβου και αστυνομοκρατίας μέσα στην πόλη, με το άντρο του Ευάγγελου Μάλλιου και του Πέτρου Μπάμπαλη να βρίσκεται δύο στενά από το παλιό Πολυτεχνείο.

Ο λόγος για το πολυόροφο κτίριο που υπήρχε στην οδό Μπουμπουλίνας 18, γωνία με Τοσίτσα, την αρχική (στην περίοδο της Χούντας) έδρα της Ασφάλειας, με τα κρατητήρια στα υπόγεια και τη διαβόητη ταράτσα επάνω, το «πιο γνωστό πλυσταριό του κόσμου», όπως είχε γράψει ο Περικλής Κοροβέσης στη συγκλονιστική μαρτυρία του.

[Να επισημάνουμε ότι επικρατεί μια παρανόηση και η έδρα της Ασφάλειας συγχέεται με το μπεζ κτίριο του αριθμού 20-22 της ίδιας οδού, όπου στεγάζεται σήμερα το Υπουργείο Πολιτισμού. Όπως είχε παραθέσει ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης στο βιβλίο του για τη δράση της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών κατά τα τελευταία χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας (1971-1974), το κτίριο της Μπουμπουλίνας είχε εγκαταληφθεί από τον Ιούλιο του 1971 και η Ασφάλεια μετεγκαταστάθηκε στη Μεσογείων 14-18. Το επίμαχο κτίριο κατεδαφίστηκε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.]

Η μαρτυρία του Περικλή Κοροβέση και της Κίττυς Αρσένη από την εμπειρία τους στην Μπουμπουλίνας (η Αρσένη είχε αποβάλλει από τον ξυλοδαρμό), δύο αγωνιστών που κατάφεραν και δραπέτευσαν από τα κρατητήρια, ήταν εκείνες που πυροδότησαν τη διεθνή καταδίκη του καθεστώτος των Συνταγματαρχών. Μέχρι να καταθέσουν μαζί με άλλους διωγμένους και βασανισμένους της Χούντας (στο σύνολο 23 άτομα), στο Συμβουλίου της Ευρώπης το 1969, επικρατούσε πλήρης άγνοια εκτός συνόρων για τη σκληρότητα του στρατιωτικού καθεστώτος. Από τον φάκελο εκείνης της έρευνας προέκυπταν πιστοποιημένα, από τα δύο πρώτα χρόνια της Δικτατορίας, 213 περιπτώσεις βασανισμών και 5 θάνατοι, μέρος των οποίων είχε τελεστεί στην Μπουμπουλίνας.

Σήμερα, στην ίδια διεύθυνση βρίσκεται μια πολυκατοικία από τις δεκαετίες της αντιπαροχής, με μια υπέροχη τοιχογραφία να κοσμεί την είσοδο. Για να ανατρέξουμε στο σκοτεινό παρελθόν του σημείου, οδηγός μας είναι οι μαρτυρίες όσων πέρασαν από εκεί και επέζησαν για να τα αφηγηθούν. Ζωντανά και επισκέψιμα ως ιστορικοί τόποι μνήμης από εκείνη την εποχή των βασανιστηρίων παραμένουν τα λιθόκτιστα κτίρια πίσω από το Πάρκο Ελευθερίας (σε ένα από αυτά στεγάζεται το Μουσείο Αντιδικτατορικού Αγώνα και σε ένα δεύτερο κτίριο ο Σύλλογος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών). Εκεί, βρισκόταν το αρχηγείο της ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου οδηγούνταν όσοι αρνούνταν να μετανοήσουν από τα βασανιστήρια της Ασφάλειας στην Μπουμπουλίνας.

Πολύ γρήγορα, ένα μακάβριο, σαδιστικό παιχνίδι φαίνεται να είχε αναπτυχθεί μεταξύ των δύο σωμάτων, για το ποιος είναι καλύτερος και πιο «αποτελεσματικός» στη δουλειά του. Να λυγίζει τον κρατούμενο.

Το κτίριο της Μπουμπουλίνας 18

Από τις αεροφωτογραφίες εκείνης της εποχής ξεχωρίζουν τα δύο παρόμοια σε επιβλητικότητα κτίρια στην Μπουμπουλίνας που συγχέονται: αμφότερα είχαν κατασκευαστεί για λογαριασμό του επιφανή γιατρού Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου, πρωτοπόρου στην ελληνική γυναικολογία που μετέπειτα αποδείχθηκε δοσίλογος και είχε μάλιστα διατελέσει πρωθυπουργός της χώρας την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Το κτίριο που παραμένει στη θέση του μέχρι σήμερα είναι η πολυκατοικία Λογοθετόπουλου, έργο του αρχιτέκτονα Κυπριανού Μπίρη, πρώιμο δείγμα εκλεκτικισμού, ενώ το δεύτερο στη συμβολή με την οδό Τοσίτσα ήταν το παλαιότερης κατασκευής Μέγαρο Λογοθετόπουλου.

Οικοδομήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα και σχεδιάστηκε αρχικά για να στεγάσει την ιδιωτική γυναικολογική και μαιευτική κλινική του γιατρού. Αργότερα, υπενοικιάστηκε και μετατράπηκε σε ξενοδοχείο με την επωνυμία White House και έπειτα χρησιμοποιήθηκε από κρατικές υπηρεσίες, ώσπου στεγάστηκε εκεί η Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών και έτσι το γνώρισαν εκατοντάδες αγωνιστές, ανάμεσά τους και οι πιο γνωστοί, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Ανδρέας Λεντάκης.

Ήταν ένα «βλοσυρό, πένθιμο κτίριο, τετραώροφο ίσως», όπως έχει μεταφέρει από την εμπειρία του ο Κώστας Γιούρης (Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας, εκδ. Ποταμός), στο δίπλα στενό από το Παλιό Πολυτεχνείο. Οι βαναυσότητες που συνέβαιναν συστηματικά πίσω από τις κλειστές πόρτες κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, και λέγεται ότι οι φοιτητές δεν περνούσαν ούτε απ’ έξω.

Τα κρατητήρια βρίσκονταν, φυσικά, κάτω στα υπόγεια.

«Στα κρατητήρια οδηγούν μερικά σκαλοπάτια μισοκρυμμένα πίσω από ένα κλιμακοστάσιο στο βάθος του ισογείου», όπως αναφέρει ο Κ. Γιούρης και «σταματούν μπροστά σε μια σιδερόπορτα», η οποία μέσω ενός διαδρόμου οδηγεί στα κελιά. Δυσωδία. Μερικά κελιά ήταν σχετικής απομόνωσης, «έξω», σε μια μικρή αυλή (αριθμοί 1-6) και τα υπόλοιπα ήταν απόλυτης απομόνωσης (αριθμοί 7-20). Στα πρώτα, η κατάσταση ήταν λιγότερο σκληρή. «Δεν βλέπεις, δεν σε βλέπουν, όμως τουλάχιστον ακούς αμυδρά τις ομιλίες των απ’ έξω, κάποτε και κάτι που μοιάζει με χαμηλόφωνο τραγούδι».

Όλα τα κελιά αυτά ήταν μικροσκοπικά, όσο περίπου το εμβαδόν ενός τραπεζιού (1×2 μ.) και άνοιγαν μια φορά την ημέρα για να καλύψουν οι κρατούμενοι τις σωματικές τους ανάγκες. «Για να πλυθείς, για να πας τουαλέτα». Όπως έχουν μεταφέρει κρατούμενοι από την Μπουμπουλίνας, «μετά από λίγο συνήθιζαν τα μάτια σου στο σκοτάδι και τα όρια του κελιού μεγάλωναν». Απ’ την πολλή υγρασία, έπεφταν σοβάδες.

Ενάμιση μήνα αργότερα, σήμανε τέλος η φάση της απομόνωσης για τους περισσότερους. Νέοι κρατούμενοι έμπαιναν στα μικρά κελιά, ενώ οι παλιοί μεταφέρονταν στο δεύτερο υπόγειο, στην «πηγάδα» όπως την αποκαλούσαν, (σε έναν χώρο που αναπτυσσόταν κάτω απ’ τα κελιά 1-6). Εκεί, οι κρατούμενοι συμβίωναν κατά δεκάδες, χωρισμένοι σε άνδρες και γυναίκες, «σε ένα παράξενο κοινόβιο όπου μοιραζόσαστε και την μπουκιά του αέρα». Ουσιαστικά, βρίσκονταν σε κατάσταση αναμονής για τη μεταγωγή τους σε άλλο σημείο, ίσως τις φυλακές Αβέρωφ, ίσως το ΕΑΤ-ΕΣΑ, ίσως το Νοσοκομείο 401. Κανείς δεν γνώριζε. Ο τρόμος ήταν μην οδηγηθούν στην «επάνω ταράτσα».

Η ταράτσα και τα φρικτά βασανιστήρια

«Μια πόρτα παλιά ξύλινη ήταν που οδηγούσε στην ταράτσα επάνω», είχε μεταφέρει σε τηλεοπτική συνέντευξη αγωνίστρια που είχε υποστεί βασανιστήρια στην Μπουμπουλίνας. «Πρέπει παλιά να ήταν πλυσταριά και τα δωμάτια αυτά είχαν γίνει δωμάτια βασανιστηρίων». Δωμάτια που είχαν γίνει γνωστά σε όλα τα άτομα της Αριστεράς, πριν τα δουν με τα μάτια τους. Ήταν το μέρος που «η ασφαλίτικη επινοητικότητα, με εντελώς μηδαμινά μέσα –έναν πάγκο, ένα σκοινί και μερικά στειλιάρια- δημιούργησε μια από τις πιο ένδοξες αίθουσες βασανιστηρίων της εποχής μας», όπως είχε πει ο Κοροβέσης.

Φάλαγγα, άγριο ξύλο, εξευτελισμοί, απειλές, ταπεινώσεις, μαρτύρια με κάθε πιθανό και απίθανο εργαλείο. Τις πιο πολλές φορές, το πρόγραμμα ξεκινούσε στα ανακριτικά γραφεία των αρχιφυλάκων, που βρίσκονταν στον τέταρτο όροφο. Έπειτα, στην ταράτσα με το χαλίκι και το δέσιμο στον πάγκο των βασανιστηρίων («το καλό δέσιμο πρέπει να είναι πολύ, πολύ σφιχτό»). Το πρώτο δίλημμα ήταν ξύλινο ή σιδερένιο στειλιάρι. Οι βασανιστές είχαν στη διάθεσή τους σφυριά, λουριά, θερμαινόμενα σίδερα, τανάλιες, λεκάνες με νερό για πνιγμό, λεκάνες με νερό για το μαρτύριο της σταγόνας, λοστάρια.

Ταυτόχρονα, πίεζαν ασφυκτικά και σε συναισθηματικό επίπεδο με απειλές και εικονικές εκτελέσεις.

«Σύντομα τα πόδια μου πρήστηκαν, ξηλώθηκαν οι σόλες και αυτοί συνέχιζαν να χτυπάν», είχε μεταφέρει άλλος κρατούμενος σε τηλεοπτική συνέντευξη. «Μόλις ακούμπησε [το στειλιάρι] στην πατούσα μου, σαν να έβλεπα μια αστραπή. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, η αστραπή γινόταν κεραυνός και ο κρότος του κεραυνού έπεφτε στο μυαλό σαν σουβλιά». Η λιποθυμία ήταν το σημείο που σταματούσε η ανάκριση, έπειτα σε μετέφεραν τυλιγμένο σε κουβέρτα και σε έβαζαν στην απομόνωση, άγνωστο για πόσο καιρό.

Οι κραυγές ακούγονταν σε όλο το κτίριο. Παρότι εκείνες τις ώρες έβαζαν επίτηδες μπροστά μια μοτοσικλέτα για να τις καλύπτει ο ήχος της εξάτμισης. Οι χτύποι από τα στειλιάρια έκαναν τους τοίχους να σείονται πολλές φορές. Το μόνο που έλειπε από την Μπουμπουλίνας ήταν τα μηχανήματα ηλεκτροσόκ – τέτοια είχε το ΕΑΤ-ΕΣΑ και το 401. Ουσιαστικά, αυτά ήταν τα επόμενα στάδια για τους αμετανόητους αγωνιστές. Μια διαδικασία χωρίς ημερομηνία λήξης που περιελάμβανε τα πάντα για να παραδώσει ο κρατούμενος σωματικά και ψυχικά.

«Το ζητούμενο ήταν να σε μετατρέψουν στο απόλυτο τίποτα μέχρι να μιλήσεις», είχε πει ο Κοροβέσης.