© Dimitris Kapantais / SOOC
ΙΣΤΟΡΙΑ

Οι λαϊκές αγορές της Αθήνας και η ιστορία τους

Πριν από 100 χρόνια περίπου, με τυμπανοκρουσίες και παρουσία του τότε πρωθυπουργού, εγκαινιάστηκε ο θεσμός της λαϊκής αγοράς στο Θησείο. Ένα στοιχείο που έγινε ταυτοτικό για τη ζωή στην πρωτεύουσα.

«Εγώ δεν έχω στο σπίτι, αλλά αν πωλούν εδώ ζεμπίλια, ευχαρίστως θα αγόραζα ένα να το γεμίσω», γράφτηκε στα φύλλα εφημερίδων της επομένης ως δήλωση του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Το ημερολόγιο έγραφε 18 Μαΐου του 1929 και ο πρωθυπουργός της χώρας είχε μεταβεί πρωί-πρωί στο Θησείο, συγκεκριμένα στην πλατεία Αγίων Ασωμάτων, για να εγκαινιάσει τον θεσμό των λαϊκών αγορών, μαζί με υπουργούς, τον δήμαρχο, τη φιλαρμονική, αλλά και μητροπολίτη για τον αγιασμό. Χιλιάδες κόσμου είχε καταφτάσει από τα πέρατα της μικρής ακόμη πρωτεύουσας.

Το ζεμπίλι, που ανέφερε, ήταν μεγάλος σάκος, τον οποίον χρησιμοποιούσαν τότε οι Αθηναίοι (αντί για καρότσι) κατά την αγορά των τροφίμων.

Στους πάγκους εκείνης της πρώτης λαϊκής αγοράς στη χώρα –τουλάχιστον, για την περίοδο μετά την ανεξαρτησία, αφού τα παζάρια ήταν γνωστά την περίοδο της Τουρκοκρατίας– έβρισκες τόνους πατάτες, κρεμμύδια, λεμόνια, ντομάτες και οπωρικά είδη αλλά και προϊόντα εκτός του φαγητού, όπως γυαλικά και άνθη. «Εδώ, οι αγκινάρες που ψώνισε ο Βενιζέλος!», φώναζε ένας πωλητής όπως έγραψε η εφημερίδα Ακρόπολης, τονίζοντας ότι μέχρι τις μεσημεριανές ώρες είχαν αδειάσει τα αποθέματα και η γιορτή είχε λήξει με μεγάλη επιτυχία, δίνοντας ελπίδα ανάσας στην αγορά.

Διότι, το πείραμα στόχευε πρωτίστως στην οικονομία: ήταν μια περίοδος ύφεσης και στρώματα πάλευαν με την εξαθλίωσης, έχοντας να διαχειριστούν φόρους, αύξηση στην τιμή του άρτου κ.ά., και οι λαϊκές αγορές αποτελούσαν ένα κυβερνητικό μέτρο ελάφρυνσης των ασθενέστερων τάξεων – κατά τον Ελ. Βενιζέλο, για τις αυξήσεις οφείλονταν οι μεταπράτες που μεσολαβούσαν στο εμπόριο, οπότε με το να γίνουν άμεσες οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ καταναλωτών και παραγωγών, θα έπεφταν οι τιμές.

«Ο πτωχός οικογενειάρχης κάθε συνοικίας θα μπορεί να προμηθεύεται ό,τι του χρειάζεται για όλη την εβδομάδα κερδίζων και την διαφοράν της τιμής αλλά και τον κόπον και τα μεταφορικά που εχρειάζοντο έως τώρα δια να πηγαίνει στην κεντρική αγορά», εξηγούσε η εφημερίδα Ακρόπολις, μεταφέροντας το μήνυμα του πρωθυπουργού. Ήταν ένα νέο αγοραστικό όργανα, το οποίο είχε θεσμοθετηθεί από τις αρχές εκείνου του έτους, με το διάταγμα «περί καθορισμού ημέρας και χώρου λαϊκών αγορών εν Αθήναις».

Οι πρώτες λαϊκές αγορές στην Αθήνα

Εκείνη την εποχή, μποστάνια υπήρχαν σε πάμπολλες περιοχές πέρα από το δομημένο κέντρο της πόλεις, όπως στις Τρεις Γέφυρες, την Κολοκυνθού (εξού και το όνομα) και στον Άγιο Σάββα. Με τον νέο θεσμό, τα προϊόντα έβρισκαν πολύ πιο εύκολα τον δρόμο τους προς τον καταναλωτή. Τα χαράματα, φορτώνονταν τα τρόφιμα στα κάρα και τις σούστες, με προορισμό τη λαϊκή αγορά που εκείνη την ημέρα λειτουργούσε.

Όπως αναγράφεται σε φύλλο της εφημερίδας Σκριπ, «οι λαϊκές θα γίνονται εκ περιτροπής ανά μία καθημερινώς, εις εκάστην συνοικίαν της Αθήνας»:

Τη Δευτέρα στην πλατεία Κολιάτσου, την Τρίτη στο τέρμα της Βεΐκου, την Τετάρτη στην πλατεία Παγκρατίου, την Πέμπτη στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και την Παρασκευή απέναντι από τον Σταθμό Λαρίσης, ενώ το Σάββατο ήταν η μεγάλη λαϊκή αγορά στην πλατεία Θησείον. Υπάλληλοι της αγορανομικής υπηρεσίας είχαν μεταβεί σε καθένα απ’ αυτά τα μέρη, σημειώνοντας με μπογιά τα τετραγωνικά μέτρα όπου μπορούσαν οι πωλητές να εκθέτουν την πραμάτεια τους, ενώ υπήρχε ξεχωριστός χώρος για τα οχήματα και τα ζωντανά.

Παράλληλα, βάσει νόμου, κάθε λαϊκή αγορά έπρεπε να διαθέτει αστίατρο (κρατικός γιατρός που φροντίζει για τη δημόσια υγεία στις πόλεις) όπως και χημικό με δυνατότητα λήψης δειγμάτων από τα τρόφιμα για να εξετάζεται η ποιότητα και η καταλληλότητά τους. Τα ίδια ελεγκτικά όργανα αναλάμβαναν να ελέγχουν τα ζύγια σε τυχαία ζεμπίλια για να διαπιστωθούν πιθανές παρατυπίες από τους πωλητές.