iStock
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Πότε έγινε viral το να είσαι Χριστιανός;

Christfluencers, προσευχή σε livestream και θρησκευτικά vlogs, αναβιώνουν μία τάση για μια πιο pop προσέγγιση του χριστιανικού λόγου.

Αν έχεις μεγαλώσει στα 90s, έχεις υπάρξει αν όχι θιασώτης, τουλάχιστον θεατής, μιας απόπειρας της εκκλησίας να πλησιάσει νεότερο κόσμο, υιοθετώντας μια πιο pop προσέγγισή στο πώς επιλέγει να κηρύττει τον λόγο του Θεού: Τα «παιδιά σας πάω» του Αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου, αλλά και Οι Παπαροκάδες, το ελληνικό, χριστιανικό ροκ συγκρότημα που ιδρύθηκε την ίδια εποχή, μας καλούσαν να «κρατήσουμε την πίστη σφιχτά, στα μεγάλα ιδανικά» και παρόλο που το αν «η πατρίδα πουλιέται», είναι πλέον συζητήσιμο, μπορώ να πω μετά βεβαιότητας πως «η εκκλησία δεν πεθαίνει». Κι αυτό γιατί αναβιώνει μέσα από τα trends.

YouTube video player

 

Μετά από εκείνη την καινοτόμο, επιθετική, αλλά και ομολογουμένως διασκεδαστική – για τα ελληνικά δεδομένα – απόπειρα της χριστιανοσύνης να γίνει πιο δημοφιλής και να μπει σε περισσότερα σπίτια, η «κραυγή» για περισσότερους πιστούς, είχε για δύο και κάτι δεκαετίες σιγήσει. Τουλάχιστον δεν την ακούγαμε με τρόπο που να μπαίνει στα cult κατάστιχα λίγο καιρό μετά, όπως έγινε με τις προαναφερθείσες περιπτώσεις.

Η κατάσταση σήμερα είναι κάπως διαφορετική για δύο λόγους: το διαδίκτυο και η έννοια του virality έχουν μπει στη ζωή μας (πόσο αξιόλογο content του τότε έχει πάει χαμένο) δημιουργώντας νέα κανάλια για την αύξηση της δημοτικότητας. Eνώ επίσης, παρατηρώ πως η ανάγκη ενίσχυσης και διάδοσης της χριστιανοσύνης δεν προέρχεται τόσο από του εκπροσώπους και τους επίσημους φορείς της, αλλά από τους ίδιους τους πιστούς.

Κάνοντας μια βόλτα στα σοσιαλμιντιακά σοκάκια, εύκολα πέφτει κανείς σε «χριστιανικό περιεχόμενο] που αν μη τι άλλο, προκαλεί εντύπωση: vlogs επισκέψεων στην εκκλησία, σκέψεις βασισμένες σε διδαχές της Βίβλου, ζωντανές προσευχές, livestreams και προσωπικές μαρτυρίες, οδηγίες για το πώς να ζήσεις μια ζωή ως καλός χριστιανός, ή ακόμα και πώς να είσαι μια «σωστή γυναίκα», σύμφωνα με το #biblical femininity.

Όλο και περισσότεροι χρήστες των κοινωνικών δικτύων χρησιμοποιούν τις πλατφόρμες τους για να μοιραστούν τα πιστεύω τους ή να κάνουν unboxing των τελευταίων αγιογραφιών που αγόρασαν από κάποιο μοναστήρι. Το φαινόμενο των “Christfluencers” – ατόμων που χρησιμοποιούν τα social media για να προβάλλουν το μήνυμα του χριστιανισμού – έχει κάνει την εμφάνισή του και στην Ελλάδα και αν κρίνω από την απήχηση των σελίδων αυτών, δεν θα έλεγα πως η προσέγγιση είναι αποτυχημένη.

Δεν είμαστε εδώ για να εξετάσουμε αν αυτό είναι καλό ή κακό, σωστό ή λάθος, αλλά περισσότερο να το παρατηρήσουμε ως κοινωνικό φαινόμενο. Πότε κάτι τόσο προσωπικό όσο (θεωρώ πως είναι) η πίστη, έγινε θέαμα για τις προβολές και τους ακολούθους και βορρά στα trolls του διαδικτύου; Τι αποτέλεσμα έχει τελικά το να «ταΐζεις» τον αλγόριθμο θρησκευτικό περιεχόμενο;

Δημιουργεί ή διευρύνει μια κοινότητα ομοϊδεατών, ή μήπως απομακρύνει δυνητικούς πιστούς με αναρτήσεις που ενδεχομένως να προκαλούν ετεροντροπή; Είναι η ιερότητα και η πίστη δύο έννοιες που μπορούν να «μεταδοθούν ζωντανά»; Πόσο θολά μπορούν να γίνουν πλέον τα όρια ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα «με την ευλογία Του»;

Στην απρόσκοπτη ενασχόλησή μου με το dating τους τελευταίους (αρκετούς) μήνες, έχω επίσης έρθει αντιμέτωπη με περιπτώσεις ανθρώπων των οποίων την ύπαρξη παλιότερα αγνοούσα. Δεν είχε τύχει να τους γνωρίσω ή μήπως δεν ήταν έκδηλη η πίστη τους και η αφοσίωσή τους στην εκκλησία; Η «διαδικτυακή ζαριά» που ακούει στο όνομα «αλγόριθμος», έχει φέρει στις άκρες των δαχτύλων μου προφίλ ανθρώπων που δηλώνουν ρητά: «μην μπεις στον κόπο να κάνεις swipe right, αν δεν πιστεύεις».

Κι ενόσω παρατηρώ το φαινόμενο διαδικτυακά, βλέπω την επίδρασή του να φτάνει και στην offline ζωή (μου), όταν βγήκα ραντεβού με κάποιον που έμαθα στη συνέχεια ότι πιστεύει και πάει στην εκκλησία ευλαβικά κάθε Κυριακή. Τότε συνειδητοποίησα ότι αυτή δεν είναι πια μια συνήθεια μόνο των γιαγιάδων – αυτή ήταν η εικόνα που είχα όταν η γιαγιά μου με πήγαινε στην ενορία της γειτονιάς να μεταλάβω.

Πλέον παρατηρώ όλο και νεότερο ηλικιακά κόσμο, όχι απαραίτητα να ζει τη ζωή του με βάση όλα όσα λέει η Παλαιά ή η Καινή Διαθήκη, αλλά να έχει ανάγκη από καθοδήγηση, αυτή την ηρεμία που υποστηρίζουν ότι νιώθουν όσοι πιστεύουν ή/και επισκέπτονται τον οίκο του Θεού, καθώς και να μιλούν ανοιχτά για την πίστη τους. Και κάπως έτσι, η πίστη ρομαντικοποιείται και από μια απολύτως προσωπική ανάγκη και επιλογή, μετατρέπεται σε «προσόν» που αναζητάμε σε δυνητικούς συντρόφους.

Προφανώς, ο καθένας επιλέγει τον τρόπο με τον οποίο πιστεύει και πώς/αν αυτή του η επιλογή επηρεάζει το πώς ζει τη ζωή του. Εκείνος ο άντρας που με συνόδευε εκείνο το βράδυ πάντως, έκλεισε το τηλέφωνο μετά από σύντομη συνομιλία με φίλο του, με τον χαιρετισμό “God Bless”.

Ίσως τελικά αυτό που ζούμε να είναι μέρος μιας ευρύτερης πολιτισμικής μετατόπισης. Σε μια εποχή που όλα εκτίθενται – από το τι τρώμε, τι φοράμε και τι νιώθουμε – ήταν μάλλον αναμενόμενο να πάμε κάποια στιγμή στην εκκλησία «μαζί με κοινό», με την κάμερα σε selfie mode.

Δεν αλλάζει όμως μόνο η θρησκευτικότητα∙ αλλά ανακατευθύνεται και η ανάγκη των ανθρώπων να ανήκουν κάπου. Αυτό το «κάπου» είναι πλέον και η ψηφιακή κοινότητα των πιστών που συναντιούνται κάτω από hashtags και εδάφια της Αγίας Γραφής ως σχόλια σε posts. Είναι αυτό ένα είδος σύγχρονης, ψηφιακής πνευματικής καθοδήγησης; Ίσως. Απλά τώρα απαντάται με scroll αντί για μετάνοια.

Αυτό που βρίσκω πιο εντυπωσιακό απ’ όλα, δεν είναι η ύπαρξη θρήσκων χρηστών στα dating apps και τα social media, αλλά το ότι το δηλώνουν εξαρχής, με τρόπο που παλιότερα θα έμοιαζε σχεδόν προκλητικός. Κάπως έτσι, ανάμεσα σε αγιογραφίες, ευχές, αποχή από το σεξ και το κρέας, σταθερές επισκέψεις στον Πνευματικό και την εκκλησία, είναι ξεκάθαρο ότι για κάποιους η πίστη δεν είναι απλά πτυχή τους, αλλά θεμέλιο της ταυτότητάς τους.

Ίσως εκεί βρίσκεται και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο: ότι η πίστη, από μια βαθιά προσωπική ανάγκη, μετατρέπεται σταδιακά σε δημόσιο σήμα ταυτότητας, σε κοινωνικό αντικείμενο παρατήρησης και – γιατί όχι – σε κριτήριο επιλογής συντρόφου. Ίσως λοιπόν το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν «πρέπει» να πιστεύεις δημόσια, αλλά τι κρύβεται πίσω από αυτή τη δημόσια πράξη. Τίποτα; Ένα ακόμα trendy κύμα που «καβαλούν» όσοι θέλουν virality; Ανάγκη για επιβράβευση; Ή απλώς ένας τρόπος να πεις ότι είσαι εδώ και ότι κάπου θέλεις να ανήκεις;

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.