© Dimitris Kapantais / SOOC
ΥΓΕΙΑ

Τι μπορεί να πάθει το ανθρώπινο σώμα σε συνθήκες πολυήμερου καύσωνα

Εν αναμονή του πρώτου «σοβαρού» καύσωνα που θα πλήξει τη χώρα, ανατρέχουμε σε έρευνες και ευρήματα για τα προβλήματα που δημιουργεί το πολυήμερο θερμικό στρες στο σώμα.

Να ξεκινήσουμε με μια κοινή εμπειρία: αυτή τη στιγμή, πλησιάζουμε τέλη Ιουλίου και ενώ θεωρούσαμε τους εαυτούς μας τυχερούς για τις μέχρι τώρα θερμοκρασίες του καλοκαιριού, μόλις έφτασαν τα μαντάτα για τον πρώτο «σοβαρό» καύσωνα, αυτομάτως εμφανίστηκε και μια μικρή σκοτοδίνη στην εγκεφαλική μας κατάσταση, ανακαλώντας τους μαρτυρικά ατελείωτους καύσωνες του περσινού θέρους – πόσο θα πρέπει να αντέξουμε φέτος;

Όπως ισχύει για πολλά πράγματα σε αυτή τη ζωή, έτσι και για τους καύσωνες, δεν παίζει ρόλο μόνο το μέγιστο νούμερο, αλλά και η διάρκεια. Κυρίως η διάρκεια. Σειρά μελετών έχει αποδείξει ότι έπειτα από πολυήμερο καύσωνα, δηλαδή έπειτα από συνεχόμενες ημέρες όπου το θερμόμετρο δεν πέφτει κάτω από 35°C, το ανθρώπινο σώμα βιώνει έντονη καταπόνηση και εμφανίζει προβλήματα λόγω του θερμικού στρες.

Πόσες μέρες είναι το όριο; Παρότι δεν υπάρχει ένα κοινό, οριζόντιο όριο για όλους τους οργανισμούς (και τους λαούς), έχουν διαμορφωθεί κατά προσέγγιση οι εξής κατηγορίες, ανάλογα με την ένταση του καύσωνα:

  • Στις 5-7 ημέρες των 32-38 °C: Μέτρια θερμική καταπόνηση.
  • Στις 3–5 ημέρες των >38 °C: Ισχυρή θερμική καταπόνηση.
  • Στις 1–3 ημέρες των >46 °C: Ακραία θερμική καταπόνηση.

Δυστυχώς, όλα δείχνουν ότι στη Μεσόγειο πρέπει να αρχίσουμε να προετοιμαζόμαστε για το πιο σκληρό και επικίνδυνο απ’ τα τρία αυτά σενάρια, όσο περνάνε τα χρόνια και πραγματώνονται οι συνέπειες των περιβαλλοντικών καταστροφών (βλέπε, εξορύξεις, βιομηχανικά απόβλητα κλπ.). Ακόμη μια απόδειξη (όπως και οι πλημμύρες, οι φωτιές) ότι το μεσογειακό μικροκλίμα ανήκει στις πιο ευάλωτες θέσεις της παγκόσμιας αλυσίδας: τα άλλοτε ανέμελα, ηλιοκαμένα καλοκαίρια μεταμορφώνονται σε περιόδους άγχους και υψηλότερων πρόωρων θανάτων.

Πόσο μεγαλύτεροι σε διάρκεια είναι πλέον οι καύσωνες


© SOOC

Το πόσο σημαντική είναι η διάρκεια στους καύσωνες αποτυπώνεται κι απ’ το αυξημένο επιστημονικό ενδιαφέρον των τελευταίων χρόνων για το θέμα, ειδικά σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Αττική, όπου η επίδραση είναι πιο έντονη εξαιτίας της θερμικής νησίδας.

Το 2024 εκπονήθηκε από ερευνητές του ΕΚΠΑ μια εκτενής ανάλυση δεδομένων για την περίοδο 1991–2020 στην πόλη της Αθήνας (με χρήση ωριαίων τιμών) και επιβεβαιώθηκε ότι η αύξηση της έκθεσης σε ακραίες (ή έστω, πολύ ισχυρές) θερμοκρασίες είναι πολύ γρήγορη: πιο συγκεκριμένα, μέσα σε μια εικοσαετία, όπως διαπιστώθηκε στην έρευνα, η έκθεση στο θερμικό στρες αυξήθηκε +13 ημέρες για τους ενήλικους και +18 μέρες για τους ηλικιωμένους, οι οποίοι ανήκουν στις πιο επικίνδυνες περιπτώσεις.

Μάλιστα, σε θέμα ημερών, το καλοκαίρι του 2021 έσπασε κάθε προηγούμενο ρεκόρ: τότε, βιώσαμε τη μεγαλύτερη διάρκεια (10 ημέρες) καύσωνα, αλλά και τις υψηλότερες νυχτερινές θερμοκρασίες στην Αθήνα.

Και αυτή η τάση που περιγράφουμε με βάση τα επιστημονικά δεδομένα, δεν έχει επιστροφή. Μελλοντικά, οι καύσωνες στην πρωτεύουσα, προβλέπονται όχι απλώς πιο καυτοί, όχι απλώς πιο συχνοί, αλλά και πιο ατελείωτοι. Τα επικαιροποιημένα στοιχεία που συνέλεξαν και επεξεργάστηκαν πρόσφατα μελετητές σε σχέση με την πόλη μας, δείχνουν ότι σε μερικές δεκαετίες (π.χ. 2050, 2060), θα είναι αυξημένη έως και +2,3°C η μέση θερμοκρασία του έτους, ενώ οι ημέρες με άνω των 35°C θα πληθύνουν (+17 ημέρες).

Οι κίνδυνοι της συνεχόμενης καταπόνησης


© ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ / EUROKINISS

Η πηγή του προβλήματος από έναν πολυήμερο καύσωνα είναι σχεδόν αυτονόητη: από τη στιγμή που (είτε λόγω της θερμοκρασιακής έντασης ή και λόγω του ότι η θερμοκρασία δεν πέφτει τη νύχτα στα αστικά κέντρα) το σώμα δεν ανακάμπτει θερμοκρασιακά και το στρες συνεχίζεται χωρίς «διάλειμμα», η κόπωση λειτουργεί τελικά συσσωρευτικά.

Ακόμη και σε έναν ήπιο ή θεωρητικά διαχειρίσιμο πολυήμερο καύσωνα όπως αυτός τον οποίο προβλέπουν οι μετεωρολόγοι για όλη τη χώρα, κίνδυνοι υπάρχουν και, μάλιστα, δεν είναι αμελητέοι. Μελέτες όπως αυτές του Pennsylvania State University έχουν δείξει ότι έπειτα από συνεχή έκθεση 3–5 ημερών σε θερμό (π.χ. >35 °C) και υγρό περιβάλλον, ο ανθρώπινος οργανισμός κουράζεται, εκδηλώνονται θερμορύθμιση και αυξημένος καρδιακός ρυθμός, ακόμα και σε κατάσταση ηρεμίας.

Ως αποτέλεσμα, βιώνουμε μια απορρύθμιση. Αυτή η κατάσταση ενδέχεται να συνοδεύεται από μικρά ή μεγάλα σημάδια τα οποία όμως αγνοούμε: π.χ. αίσθηση κόπωσης, πονοκέφαλο, δυσκολία συγκέντρωσης, αφυδάτωση. Το αμέσως επόμενο στάδιο μετά το «καμπανάκι» του οργανισμού είναι οι συνέπειες: έπειτα από συνεχόμενο θερμικό στρες, το ανθρώπινο σώμα είναι πιθανό να οδηγηθεί σε θερμική εξάντληση (το σώμα δεν καταφέρνει να μειώσει τη συνολική θερμοκρασία), έως και θερμοπληξία (διακοπή εφίδρωσης, σύγχυση ή κώμα), σε σημείο ίσως και οργανικής ανεπάρκειας.

Όπως είναι λογικό, καταπονείται πρωτογενώς το νεφρικό και καρδιαγγειακό σύστημα, δευτερογενώς οι γνωστικές λειτουργίες. Μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν οι ηλικιωμένοι (λόγω μειωμένης αγγειοδιαστολής), τα άτομα με σχετικές παθήσεις και τα παιδιά.

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.

Exit mobile version