Πώς ο δημόσιος χώρος μάς μαθαίνει την ιστορία της Αθήνας
Μία συζήτηση με την Κωνσταντίνα Μαρκόγλου, δημιουργό της πολιτιστικής πλατφόρμας HERITAGEnt, για τη δημόσια ιστορία της αρχιτεκτονικής και την πολιτιστική κληρονομιά της Αθήνας.
- 14 ΙΟΥΛ 2025
Η Κωνσταντίνα Μαρκόγλου, αρχαιολόγος και δημιουργός του HERITAGEnt, μας ταξιδεύει στο αστικό παρελθόν μέσα από την αρχιτεκτονική και τη συλλογική μνήμη. Το πολιτιστικό αυτό project, λειτουργεί ως μία πλατφόρμα «δίχως αποκλεισμούς» για τη δημόσια ιστορία της αρχιτεκτονικής και της πολιτιστικής κληρονομιά της Αθήνας από την πρώιμη νεωτερικότητα έως σήμερα.
Στο πρόσφατο workshop που έλαβε χώρα στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης, η Κωνσταντίνα μας κάλεσε να σταθούμε μπροστά στην ίδια τη δημόσια ιστορία – να δούμε τους χώρους ως ζωντανούς φορείς αφηγήσεων, να ανιχνεύσουμε τα ίχνη του παρελθόντος στα κτίρια και να ενώσουμε τις φωνές των ανθρώπων που διαμόρφωσαν τον τόπο τους.
Πώς «διαβάζουμε» τον δημόσιο χώρο;
Με ανοιχτά μάτια, μυαλό, αυτιά και κυρίως με ενσυναίσθηση. Για να διαβάσουμε τον δημόσιο χώρο, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε το πολιτικό, κοινωνικό και ιστορικό δομικό του πλαίσιο, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις είναι κατασκευασμένο. Δηλαδή, πολλά από τα ίχνη που βλέπουμε γύρω μας έχουν τοποθετηθεί ηθελημένα, όπως π.χ.
τα οδωνύμια ή οι ανδριάντες, ενώ άλλα απλώς προέκυψαν από τυχαία γεγονότα και διατήρησαν μια απρόσμενη διαχρονία στη συλλογική μνήμη.
Ίσως λόγω της αρχαιολογικής μου ιδιότητας, προσεγγίζω τον δημόσιο χώρο σαν ένα παλίμψηστο / μια πολυεπίπεδη στρωματογραφία, όπου κάθε εποχή εγγράφει τα ίχνη της πάνω στις προηγούμενες. Άλλοτε υλικά (κτίρια, μνημεία, κελύφη), άλλοτε άυλα (προφορικές ιστορίες, συλλογικές μνήμες). Κάποιες από αυτές τις αφηγήσεις είναι
εμφανείς και κοινώς θαυμαστές, άλλες σιωπηλές και τραυματικές.
Για να «διαβάσεις» τον δημόσιο χώρο πρέπει να τον περπατήσεις επανειλημμένα, να του δώσεις τον χρόνο ώστε να ακούσεις τις ετερόκλιτες φωνές του, να ανακαλύψεις την αξία σε λεπτομέρειες που μοιάζουν αδιάφορες και βάθος σε μαρτυρίες που φαινομενικά παρουσιάζουν μεγαλείο. Λείπει κάπως αυτό το βάθος, το οποίο κατ’ εμέ μπορείς να το βρεις μόνο μέσω διεπιστημονικής ματιάς και εσωτερικής διεργασίας.
Υπάρχουν αφηγήσεις που έχεις ξεχωρίσει;
Ακούω και βλέπω καθημερινά πολλές. Είμαι τυχερή που ο τομέας των σπουδών και της εργασίας μου μού προσφέρει γνώσεις, εικόνες και σκέψεις. Ίσως γι’ αυτό δεν μπορώ να ξεχωρίσω μόνο μία. Θα μοιραστώ, ωστόσο, μια που αποτυπώνει την αλληλεπίδραση ανάμεσα στον άνθρωπο, τη μνήμη και την υλικότητα, δηλαδή ένα παζλ που βρίσκεται πολύ κοντά στα γενικότερα ζητούμενα αφηγήσεων της σελίδας.
Κάποια χρόνια πριν την έναρξη της HERITAGEnt και συγκεκριμένα το 2020, σε μια εκδήλωση αφιερωμένη στο περιοδικό Journal of Greek Media and Culture, ο δημοσιογράφος και μουσειολόγος Δημήτρης Τρίκας μάς μετέφερε νοητά στο Νοσοκομείο «Σωτηρία».
Εκεί, το 2016, ήρθαν στο φως δεκάδες βαλίτσες με έγγραφα, προσωπικά αντικείμενα και αλληλογραφία ανθρώπων που είχαν πεθάνει στον χώρο (κυρίως κατά τις δεκαετίες του 1940, του 1950 και του 1960) και που δεν αναζητήθηκαν ποτέ από τους οικείους τους. Τα υπάρχοντά τους είχαν εντοιχιστεί κάποια στιγμή από υπαλλήλους του νοσοκομείου και πέρασαν στη λήθη, μέχρι που ένα τυχαίο γεγονός τα επανέφερε στο φως.
Σήμερα, αυτή η συγκλονιστική ιστορία αναδεικνύεται μέσα από το ντοκιμαντέρ της σκηνοθέτριας Μαριάννας Οικονόμου με τίτλο Αζήτητοι, το οποίο αναδεικνύει όχι μόνο τη μνήμη αυτών των ανθρώπων, αλλά και σύγχρονες προφορικές μαρτυρίες.
Ως προς τα της σελίδας, η συγκεκριμένη ιστορία με γοητεύει, εκτός των άλλων, γιατί εντάσσεται σε ένα σύμπλεγμα νοσοκομειακών κτιρίων του 20ού αιώνα, με χαρακτηριστικότερο το διατηρητέο «Στρατιωτικό Περίπτερο» του 1913, το οποίο δρομολογείται να ανοίξει για το κοινό ως Μουσείο.
Κτιριολογικά, το «Σωτηρία» αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα εφαρμογής του μοντέρνου πνεύματος, εφαρμόζοντας το τρίπτυχο: καινούριο – καθαρό – λειτουργικό. Από την άλλη, στον περιβάλλοντα χώρο του νοσοκομείου, είναι θαμμένοι σε ομαδικούς τάφους οι αποκαλούμενοι «αζήτητοι νεκροί», μετατρέποντας όλη τη θέση τελικά σε ένα “lieu de mémoire”, έναν τόπο μνήμης.
Είναι το απόλυτο πεδίο ανάγνωσης της αρχαιολογίας του πρόσφατου/σύγχρονου παρελθόντος, αλλά και η μελέτη περίπτωσης για πολλούς άλλους κλάδους που ερευνούν τη μνήμη και την τραυματική ή/και δύσκολη κληρονομιά, σε ένα πιο κοινωνιολογικό επίπεδο. Δεν θα πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε πως η φυματίωση (όπως και κάθε άλλη μεταδιδόμενη ασθένεια) είχε και ένα βαθιά κοινωνικό στίγμα…
Από το 2023 που ξεκίνησες το project σου έως σήμερα, τι αλλαγές εντοπίζεις στον δημόσιο χώρο της πόλης; Θετικές και αρνητικές και ποιες θα έλεγες ότι υπερτερούν;
Είναι δύσκολο να το απαντήσω, γιατί όλα αλλάζουν τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνεις πάντα να τα αναλογιστείς. Αν έπρεπε, όμως, να σταθώ σε κάτι αρνητικό, θα έλεγα την έκρηξη του εξευγενισμού, του υπερτουρισμού και των “copy-paste” μαγαζιών.
Πιάνω τον εαυτό μου να μη βγαίνει πια σε περιοχές όπως το Μοναστηράκι, τη συνοικία του Ψυρρή ή το Θησείο. Κι όσο να πεις, αυτό είναι παράξενο, αν σκεφτεί κανείς την αρχιτεκτονική και πολιτιστική ποικιλομορφία τους και πως υπό άλλες συνθήκες θα ήταν η πρώτη μου επιλογή. Δεν αμφισβητώ τη διαχρονική τους ομορφιά, απλώς νιώθω πως ο τοπικός χαρακτήρας έχει ξεθωριάσει, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η τουριστική τους ταυτότητά, η οποία αποτυπώνεται στον δημόσιο χώρο και στην κίνηση αυτών των σημείων της πόλης.
Επίσης, θεωρώ πως ακόμα η Αθήνα δεν είναι μια συμπεριληπτική πόλη. Πολλοί δρόμοι που μου έρχονται στο μυαλό δεν είναι προσβάσιμοι ούτε για άτομα με αναπηρία (κινητική ή οπτική), αλλά ούτε και για έναν γονέα με παιδικό καροτσάκι.
Στα θετικά ωστόσο, βλέπω όλο και περισσότερη κινητοποίηση γύρω από συλλογικές και συμμετοχικές δράσεις με ουσιαστικό αποτύπωμα για την πόλη και τους πολίτες. Ομάδες προφορικής ιστορίας, πολυπολιτισμικά projects, περίπατοι δημόσια ιστορίας με εξαιρετικά μεγάλη συμμετοχή και πρωτοβουλίες που προωθούν την αστική βιωσιμότητα «από τα κάτω». Ένα παράδειγμα που ανακάλυψα πρόσφατα και με ενθουσίασε είναι το Green Kypseli.
Τέτοιες πρωτοβουλίες και μάλιστα με την ποιότητα που βλέπω στη συγκεκριμένη, δείχνουν ότι υπάρχει μια δυναμική επιθυμία για ουσιαστική αλλαγή του δημόσιου χώρου με την υιοθέτηση του «γίνε η αλλαγή, που θέλεις να δεις στον κόσμο».
Ποια είναι για εσένα τα πιο παραγκωνισμένα μνημεία ή αρχιτεκτονικά σύνολα της Αθήνας που αξίζουν ψηφιακή ανάδειξη;
Εκείνα που δεν αναγνωρίζονται εκ πρώτης ως «μνημεία». Τα σανατόρια (π.χ. αυτά της Πεντέλης), οι τόποι βασανιστηρίων που συνδέονται με δύσκολες και τραυματικές όψεις της σύγχρονης ιστορίας της Αθήνας, τα μνημεία των «Άλλων», που δεν εγγράφηκαν στην εθνική και πολιτισμική ταυτότητα, όπως τα οθωμανικά αρχιτεκτονήματα ή τα νεογοτθικά κτίρια κ.α.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα βιομηχανικά μνημεία, τα οποία τα τελευταία χρόνια αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο, τόσο αρχιτεκτονικά όσο και ιστορικά. Η βιομηχανική κληρονομιά είχε καθοριστική σημασία για την ταυτότητα της πόλης και των ανθρώπων της, από την ιστορία των εργατικών διεκδικήσεων μέχρι την οργάνωση του αστικού τοπίου.
Κάνοντας μια απλή βόλτα στην οδό Πειραιώς, έναν από τους σημαντικότερους βιομηχανικούς άξονες της Αθήνας στα μέσα της δεκαετίας του 1950, μπορείς να κατανοήσεις την εικόνα και τις ανάγκες της πόλης του 20ου αιώνα.
Η ψηφιακή ανάδειξη των παραπάνω μπορεί να λειτουργήσει όχι μόνο ως εργαλείο ορατότητας, αλλά και ως ένας ψηφιακός διαμεσολαβητής (digital mediator) προφορικών και υλικών ιχνών, τεκμηρίων και αφηγήσεων. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, φωτίζονται οι ξεχασμένες όψεις της αστικής μνήμης και καταγράφεται στην αρχειοθήκη της συλλογικής ψηφιακής μνήμης αυτό που «δεν πρέπει να ξεχάσουμε».
Πώς μπορεί να εμπλακεί ένας κάτοικος της πόλης στη HERITAGEnt;
Με πολλούς τρόπους, τόσο ψηφιακά όσο και φυσικά. Μπορεί να παρακολουθεί τις αναρτήσεις στο Instagram account @heritagent_, να σχολιάζει, να εκφράζει απορίες και σκέψεις. Παράλληλα, μπορεί να περιηγείται στο website heritagent.com, όπου οι δημοσιεύσεις ανατροφοδοτούνται και είναι προσβάσιμες και σε όσους δεν διαθέτουν λογαριασμό στο Instagram.
Σε φυσικό επίπεδο, διοργανώνονται δράσεις και εργαστήρια για την ιστορία της αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής κληρονομιάς. Δεν πρόκειται για στατικές ή «ξύλινες» αφηγήσεις γύρω από μνημεία, κτίρια και τόπους μνήμης, αλλά για συμμετοχικά, βιωματικά και διεπιστημονικά προγράμματα, με στόχο την ενεργοποίηση των συμμετεχόντων και την ουσιαστική τους επαφή με την αρχιτεκτονική και τις μνήμες της πόλης τους.
Η χρήση εποπτικών μέσων και η εξοικείωση με ερευνητικές μεθόδους διαμορφώνουν ένα πλαίσιο επιτόπιας έρευνας, το οποίο μπορούν να εφαρμόζουν και στις καθημερινές, ανεξάρτητες, βόλτες τους στην πόλη.
Δεδομένου ότι βρέθηκες στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης, θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας κάποιες ανακαλύψεις που ξεχωρίζεις;
Θα σταθώ σε δύο στοιχεία που εντόπισα μέσα από αρχειακή έρευνα και σε μεγάλο βαθμό μπορεί να δει ο καθένας και μέσα από την Έκθεση της Δημοτικής Αγοράς Κυψέλης. Τα ξεχωρίζω ανάμεσα σε άλλα, γιατί αποτυπώνουν τη σχέση της αρχιτεκτονικής με την πολιτική, με την τελευταία να καθορίζει, πολλές φορές αθόρυβα, το αφήγημα της πρώτης, ειδικά όταν πρόκειται για δημόσια έργα.
Το πρώτο αφορά την εξωτερική μορφολογία του κτηρίου και βασίζεται σε μια Πράξη του Δημοτικού Συμβουλίου με ημερομηνία 02/07/1937, στην οποία αναφέρεται η απόφαση τροποποίησης της Αγοράς «επί το κλασικότερον».
Παρότι η Δημοτική Αγορά Κυψέλης αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του μοντέρνου κινήματος, αυτή η απόφαση «διαβάζεται» δημόσια, αν παρατηρήσει κανείς τα διάφορα κλασικιστικά στοιχεία που φέρει ο χώρος, όπως ορθομαρμάρωση στη βάση του κτηρίου, διακοσμητικά γείσα στις όψεις του και κιονόκρανα ανάμεσα στα ανοίγματα των
καταστημάτων.
Το δεύτερο στοιχείο συνδέεται άμεσα με την ιστορική μνήμη και θυμίζει έντονα την περίπτωση με τις «βαλίτσες» που προανέφερα. Κατά τις εργασίες συντήρησης του κτιρίου ήρθαν στο φως δύο τοιχογραφίες που είχαν καλυφθεί και αποτυπώνουν δύο σφυροδρέπανα που ζωγραφίστηκαν τον Νοέμβριο του 1944, λίγο μετά την Απελευθέρωση, στο πλαίσιο εορτασμού των 26 χρόνων από την ίδρυση του ΚΚΕ. Την περίοδο εκείνη, χιλιάδες αγωνιστές, μαζί με ειδικά συνεργεία καλλιτεχνών, γέμισαν την πόλη με συνθήματα, τοιχογραφίες και κατασκευές.
Παρατηρείς μια αύξηση του ενδιαφέροντος των Αθηναίων για την πόλη τους;
Θα έλεγα πως ναι. Το διαπιστώνω βιωματικά μέσα από την άμεση και πολυπληθή ανταπόκριση που λαμβάνω στις δικές μου δράσεις και τα εργαστήρια. Το ίδιο παρατηρείται και σε εκδηλώσεις που διοργανώνονται από άλλους φορείς ή ερευνητές/ιστορικούς.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι δράσεις της αρχαιολόγου Ειρήνης Γρατσία (Monumenta) σε συνεργασία με τον δημοσιογράφο Νίκο Βατόπουλο, καθώς και οι περίπατοι για την πολιτική, προσφυγική και βιομηχανική ιστορία της Αθήνας, από ιστορικούς όπως ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης, η Ελένη Κυραμαριού και η Μαρία Μαυροειδή.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η συμμετοχή του κόσμου είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Κάτι λέει σίγουρα αυτό για την ανάγκη των Αθηναίων να γνωρίσουν την πόλη τους και την ιστορία που φέρει. Αντίστοιχα και στον ψηφιακό χώρο, τα σχόλια κάτω από τις αναρτήσεις φανερώνουν τη σύνδεση των κατοίκων με την πόλη τους.
Τα συχνότερα εκφράζουν στεναχώρια ή θυμό για όσα κτήρια είναι εγκαταλελειμμένα, αλλά θα υπάρξουν και προσωπικές ιστορίες, με αναμνήσεις από τα ψώνια στο Μινιόν ή ενθυμίσεις κτηρίων που δεν υπάρχουν πια, όπως η Βίλα Μαργαρίτα. Νομίζω πως όσοι μένουμε στην Αθήνα, την αγαπάμε βαθιά, δίχως απαραίτητα να την εξιδανικεύουμε. Η Αθήνα έχει γοητεία, αντιθέσεις, χάος, δυσαρέσκεια, απογοήτευση, φως, σκοτάδι, φασαρία, ένταση, αντίδραση, ρομαντισμό, ενδιαφέρον… όπως και οι άνθρωποί της.
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.