ORIGINALS

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είδε και σχολιάζει το It

"Άντρας του μπελά και του κρασιού ο παλιάτσος, το 'Αυτό', όπως τον φώναζε η πιτσιρικαρία".

Έπιασε να σουρουπώνει και το φεγγαρόπουλο, βουβό και ασημένιο, κίνησε για την  άγια τσάρκα του στον παλιοντουνιά, όταν μαντάτο κακό έφερε στον μαχαλά μας ο ντελάλης ο Κοντομανωλιός.

Ο φίλος μου λέει, τ’ αδέρφι μου, ο Λετρονικολής ο κανατάς, αυτός ο γίγας, αυτός ο αητός είδε το καντηλάκι του να σβήνει, είδε το λαδάκι του να σώνεται και έφυγε για κόσμους άλλους, μακρινούς και αλλαργεμένους. Κι έτσι το πουρνό, σαν σηκώθηκε ο ήλιος ίσαμε δυο κοντάρια, κατηφορήσαμε μαζί με την κυρά και δυο φίλους καλούς και αγαπημένους για τους Ποδαράδες, να του πούμε το αντίο το στερνό το τελευταίο, να τον πικροφιλήσουμε.

Δάκρυ και μοιρολόι στο φτωχοκάλυβό του, μια στάλα παλιοκονιάκ και δυο δράμια παξιμάδι κριθαρένιο να πάει κάτω ο καημός και να ‘σου η Φρόσω η γριά η σαβανώτρα από την Μαγκουφάνα, να κάθεται στο τραπέζι αντίκρα μου, ξάγρυπνη και αναμαλλιάρα. 

“Τι τα θες Λεφθέρη μου. Λάσπη ο άνθρωπος, χώμα και νερό. Σαν αλλάξει το αέρι, σαν φυσήξει σοροκάδα, στάχτη θα σκορπίσουμε κι εμείς, σαν διαβατάρικα πουλιά που τα βρήκε ο Χάρος στο φτερό και τα μίσεψε”.

Φαρμάκι τα λόγια της, μαύρισαν τα μέσα μου, όρτσα τα μηνίγγια να χτυπούν σαν παλαβά, σαν τότες που αυτός ο δαιμονοπαρμένος, αυτός ο καταραμένος από θεούς κι ανθρώπους, ο Γιάννης ο Γρανίτσας, γκρέμισε το γήπεδο, γκρέμισε τον ναό τον αεκτσίδικο τον χιλιοτραγουδισμένο.

“Φεύγα μωρή κωλόγρια μη σου γαμ@#$% κανά σπιτάκι πρωί πρωί, παλιοπουτ@##$ που θα μας γκαντεμιάσεις κιόλας γαμημ@$%”, της λέω κι άρχισε κι αυτή η δόλια να ξεμακραίνει σιγά σιγά, σαν κάτι να γύρευε η καψερή.

Στο γυρισμό, βήμα βαρύ κι αντρίκιο, κάθε πατημασιά και θύμηση απ’ τον Λετρονικολή, τον ‘Κιτ’ όπως τον φώναζε χαϊδευτικά η κυρά του, επειδή πρώτος αυτός έφερε το βίντεο στον μαχαλά και έβλεπε ολημερίς μπομπίνες με τον Μάικ τον Νάιτ και κείνο το παλιάμαξο που λαλούσε με φωνή ανθρώπινη.

Θυμάμαι τότες, αρχή του ’90 θα ‘τανε, όταν μαζωχτήκαμε στο σπίτι του κάποιο δείλι να δούμε ταινία με παλιάτσους, το ‘Αυτό’ θαρρώ το λέγανε, παρέα με της φτωχογειτονιάς τα παλικάρια που ξαποσταίνανε απ’ της σκαλωσιάς τον κάματο.

“Τι έιναι αυτά ρε Νικολή” του είπαμε ευτύς, “τι κλόουν και μπαλόνια, πώς να φοβηθεί το ‘είναι’ μας, πώς να κοχλάσουν τα σωθικά μας με τούτον εδώ που είναι παρφουμαρισμένος σαν Σμυρνιά κοκκότα, μέσα στην μπογιά και τα κραγιόνια”;

“Μέριασε”, μου λέει ο σχωρεμένος, “μέριασε και μη με κακοκαρδίζεις, κι άσε με να βάλω την μπομπίνα μπρος και τότε θα ιδείς”.

Άντρας του μπελά και του κρασιού ο παλιάτσος, το ‘Αυτό’, όπως τον εφώναζε η πιτσιρικαρία που του ‘κανε καζούρα και τον ράντιζε με λεμονόκουπες σαν τον πετύχαινε στο διάβα τους. Πάγαινε τότες ο δύστυχος και κρυβόταν κάτω από τη γης, μέσα στα λασπονέρια στους υπονόμους, μπαϊλντισμένος απ’τον πόνο και την αδικία, παρέα με τους απόκληρους και τους δυστυχισμένους, παρέα με της ζήσης τους καταφρονεμένους, παρέα με τον Μικελάτζελο και τ’ άλλα τα δόλια τα χελωνονιτζάκια που όλο γυρεύανε πίτσες ιταλιάνικες να γλυκοφάνε κάτω στα υπόγεια.

Θυμήθηκα τότε που έφτασε το τσίρκο στο φτωχό σοκάκι μας, στο πανηγύρι του Άη Μηνά και ο παπα-Παρθένης, άνθρωπος ψηλός και λιανοκόκκαλος, με αφορισμό μας φοβέρισε αν πατούσαμε το πόδι μας κάτω απ’ τα λιόπανα που στήναν για σκηνή οι θεατρίνοι. Πιτσιρικάδες εμείς, με τα κοντά παντελονάκια μας και τα ποδάρια μας ξυπόλυτα να ματώνουν πάνω στην πέτρα και την τσουκνίδα, κινούσαμε να ιδούμε από κοντά τα θάματα του κόσμου, τα θάματα που έρχονταν πέρα από τη Βενετιά την παινεμένη.

Παλιάτσοι και σαλτιμπάγκοι, ακροβάτες και μασίστες, που τρώγανε το σίδερο σάματις να ‘τανε μπαρμπουροφάσουλο μαγερεμένο στο πήλινο το τσουκάλι. Ακροβάτες να νυχοπατάνε απάνω στο καραβόσκοινο και θεριά ανήμερα, λιοντάρια και πιθήκια, φερμένα από την αραπιά, να ανοίγουν το στόμα τους, σάματις να θέλουν να καταπιούν τον κόσμο ολάκερο. “Και για περάστε να ιδείτε φώναζαν το μαλλιαρό κορίτσι, την κόρη με τα γένια, πώς ρίχνει το ανθόνερο απάνω της, μπας και μοσκοβολήσει μια στάλα η προβιά που έχει για αμασχάλη”.

Στον δρόμο για το τσαρδί μας, το πρωτοβρόχι το σιγανό μας πρόφτασε και κάτω από μια χαρουπιά, κάτω απ’ τα ολάνθιστα κλωναράκια της κουρνιάσαμε, γυρεύοντας απάγκιο κι απανέμι.

Κι απέναντι μας σαν θάμα, σαν να ‘τανε Δεκαπενταύγουστος και να μας βλόγισε η Παναγιά η Δέσποινα μπροστά στο κόνισμα, πρόβαλλε το σινεμαδάκι του Νταλούμη και ούτε που καταλάβαμε πώς βρεθήκαμε ως εκεί, έτσι σφαλισμένα που ήταν τα ματάκια μας, τα μαύρα ‘λυχναράκια’ μας, από το δάκρυ το πικρό το αρμυρωμένο.

Το έργο στη μαρκίζα γνώριμο, πάλι αυτός ο παλιάτσος, πάλι ετούτος ο σαλτιμπάγκος,  σαν να ξανάνιωσε, σαν να τον είχε ξεχάσει ο χρόνος και η μοίρα, έτσι νέο και ολόδροσο όπως τον είδαμε και την πρώτη φορά, όλοι μαζί τότες στο χαμόσπιτο του Λετρονικολή.

“Πάμε ρε παιδιά τους λέω, πάμε να δούμε το έργο να σχωρεθούν τα πεθαμένα μας. Πάμε να θυμηθούμε τον φίλο μας”.

Το έργο αρχινάει, σάμαλι και ντορίτος με τίμιο τσένταρ στο χέρι και μούσκεμα το μάγουλο, από τις αναμνήσεις και τα περασμένα. Αντίο Λετρονικολή, αντίο φίλε μου καλέ κι αγαπημένε, φίλα μου τον Μάνο, τη Μελίνα, φίλα μου τον γίγαντα, τον τεράστιο τον Στέλιο τον Καζαντζίδη και πες του το μαντάτο το καλό, πες του πως το γήπεδο, εκεί που χτυπάει η καρδιά η αεκτσίδικη, γίνεται ξανά, μπήκαν οι μπουλντόζες, μπήκαν τα πρωτοθεμέλια της Αγιασοφιάς και της ξεριζωμένης ρωμιοσύνης. Θα ζήσουμε αδερφέ μου, θα ζήσουμε.

 

Μετά από δυο χρόνια στο Provocateur, μετακόμισα πλέον μόνιμα στο Oneman. Θα τα λέμε από δω. Με λένε Κώστα και ήδη ανοίχτηκα πολύ.

(Κεντρική φωτογραφία: NPD)