OPINIONS

Η γενιά του ζαμανφού πέθανε

Ας κρατήσουμε μόνο αυτό από τις ημέρες που διανύουμε. Και ας το χρησιμοποιήσουμε στα χρόνια που θα έρθουν.

Έμαθα αυτή τη λέξη στη λατρεμένη για τη γενιά μου δεκαετία του ’90. Βασικά, την έζησα αυτή τη λέξη, όχι απλά την έμαθα. Μέσα σε παρέες, σχολεία, εξόδους. Και στα χρόνια των παχυλών αγελάδων και των ατελείωτων κονδυλίων της Ε.Ε. από τα οποία έτρωγαν όσοι ήξεραν πού σερβίρεται το φαγητό, είδα ανθρώπους να κάνουν το ζαμανφού σημαία όσον αφορά οτιδήποτε γινόταν τριγύρω.

 

Μόνο που πότε σταματά ένας άνθρωπος να αδιαφορεί; Πότε σταματά ένας άνθρωπος να κάνει στο πλάι ένα πρόβλημα το οποίο τον ζεσταίνει αλλά δεν τον καίει; Όταν αρχίζει να τον καίει κανονικά. Όταν αρχίζει να τον επηρεάζει στην καθημερινότητά του. Όταν είναι πια πολύ μεγάλο και του κόβει το δρόμο. Όταν δεν μπορεί πια να αδιαφορήσει.

Τα τελευταία 4 χρόνια, τα χρόνια της κρίσης, ο ελληνικός λαός πέρασε από διάφορα στάδια, από πολλά κύματα και από ζυμώσεις πρωτόγνωρες για πολλούς από εμάς. Και μέσα σε αυτά τα χρόνια, θεωρώ ότι εξ ανάγκης έμαθε να νοιάζεται λιγάκι παραπάνω, να ασχολείται λίγο περισσότερο, να σκέφτεται τα κοινά λίγο συχνότερα. Να αδιαφορεί εμφανώς λιγότερο.

Αλλά ας πάμε στις αρχές του προβλήματος. Κουοτάρω Wikipedia. “Ως ωχαδερφισμός εννοείται η παθητική στάση κάποιου με σκοπό την αποφυγή των ευθυνών του ή του καθήκοντός του. Προέρχεται από τη φράση Ωχ αδερφέ! που δηλώνει αδιαφορία και αναλγησία για τα γενικότερα προβλήματα. Παραβάλλεται με τον όρο ζαμανφουτισμός, ο οποίος προέρχεται από τη γαλλική έκφραση je m’ en fous (στα παλιά μου τα παπούτσια). Η έκφραση αυτή, έγινε γνωστή στους Έλληνες πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν τα Γαλλικά ήταν η πιο κοινή ξένη γλώσσα στην Ελλάδα. Αργότερα μπήκε στο ελληνικό καθημερινό λεξιλόγιο και δηλώνει την ανεμελιά ή συνειδητή και αφ’ υψηλού περιφρόνηση προς οτιδήποτε θα έπρεπε θεωρητικά να απασχολεί κάποιον”.

Είναι καθήκον μου να ασχολούμαι με όσα πολιτικά συμβαίνουν στη χώρα; Εγώ, θα σου πω όχι. Δεν το θεωρώ καθήκον ούτε υποχρέωση. Είμαι άλλωστε από εκείνους που θεωρούν ότι η πολιτική στάση υπαγορεύεται μέσα από καθημερινές πράξεις επιλογές. Μου κάνει εξίσου σημαντικό το να κατέβεις σε μια πορεία με το να επιλέγεις καθημερινά εισαγώμενα προϊόντα από την Μοζαμβίκη και να τα ποστάρεις στο Instagram. Στην σημερινή κοινωνία της πληροφορίας, ακόμα περισσότερο από ποτέ, ο καθένας από εμάς έχει την ευκαιρία να διατυμπανίζει τις μικρές και μεγάλες πολιτικές του επιλογές, χωρίς αυτές να αφορούν απαραίτητα την επιλογή κόμματος ή πολιτικής γραμμής.

 

Μόνο που οι καιροί πλέον απαίτησαν την εγρήγορσή μας. Οι εκλογές του Ιουνίου του 2012 ήταν το πρώτο δείγμα. Φτάνοντας στις εκλογές του 2015 ήταν πλέον προφανές ότι ο κόσμος όχι απλά είχε σταματήσει να φοβάται, όπως γράφω σε άλλο κείμενο περί φόβου, αλλά είχε ισχυρή άποψη για το τι έπρεπε να συμβεί στη χώρα. Κι ακόμα κι αν τα ποσοστά αποχής στις εκλογές παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, αυτό το 30% (αυθαίρετα το λέω) του κόσμου που δεν ψηφίζει νοιάζεται και με το παραπάνω για όσα συμβαίνουν γύρω του απλά βρίσκει άλλες διεξόδους και άλλους τρόπους έκφρασης από το να ρίξει μια ψήφο στην κάλπη.

Φτάνοντας στο δημοψήφισμα των ημερών και όσα έχουν προηγηθεί αυτού, θεωρώ πολύ σημαντικό το ότι ο κόσμος, έστω ασχολείται. Ότι αφήσαμε μια και καλή πίσω μας το ζαμανφού. Θα ήθελα βέβαια να το έχουμε κάνει πριν αρπάξει φωτιά ο κώλος μας.

Κι αν το περίμενες από την Αριστερά να είναι στους δρόμους για το όχι, περίμενε κανείς αλήθεια τέτοια εγρήγορση για το ναι; Οι μισοί από εκείνους που ανέβαζαν φωτογραφίες από το Σύνταγμα τις προάλλες με πλακάτ για το ναι, δεν έχουν κατέβει ποτέ ξανά σε πορεία. Και για να μην παρεξηγηθώ, γενιά του ζαμανφού δεν θεωρώ εκείνους που στήριζαν τις κυβερνήσεις που πέρασαν. Γενιά του ζαμανφού θεωρώ όλους ανεξαρτήτως που τα τελευταία 35 χρόνια αδιαφορούσαν για τα κοινά, Αριστερούς και Δεξιούς, Ευρωπαϊστές και μη. Κι αδιαφορούσαν γιατί με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, δεν είχαμε φτάσει ποτέ να φοβόμαστε για τις καταθέσεις μας, να έχουμε όρια αναλήψεων, να μην ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει τη Δευτέρα. Το γιατί φτάσαμε ως εδώ, θα το δούμε νηφάλια από βδομάδα.

Είναι όμως αυτή η εγρήγορση που πρέπει να κρατήσουμε από αυτή την ιστορία. Έχουμε ένα (ανύπαρκτο αν θες και την άποψή μου) δίλημμα το οποίο έχει πολώσει τη χώρα περισσότερο από οποιοδήποτε δίλημμα της μεταπολίτευσης. Εδώ δεν έχουμε δεξιούς κι αριστερούς. Δεν έχουμε Πασοκτζήδες και Νεοδημοκράτες, δεν έχουμε Παναθηναϊκούς και Ολυμπιακούς. Έχουμε φανατικούς του NAI που βάζουν profile pics τη σημαία της Ευρώπης, έχουμε φανατικούς του ΟΧΙ που υψώνουν το λάβαρο της επανάστασης και έχουμε και εκείνους που στέκουν στη μέση προβληματισμένοι αλλά διατυμπανίζουν την άγνοιά τους, την σύγχυσή τους, αυτό το “πείτε μου ρε παιδιά, ποιο ακριβώς είναι το ερώτημα”.

Μπορεί να θεωρείς αυτονόητο το να ασχολείται τώρα ο κόσμος. Και εν μέρει είναι.

 

Είναι ξεκάθαρα διαστροφικό το να προσπαθείς να βρεις το καλό σε όλα. Αλλά αν μπορούσαν να εξετάσουν τις σημερινές κοινωνικές ζυμώσεις οι Habermas και Outram, θα έτριβαν τα χέρια τους με τους Έλληνες σε διαρκή συζήτηση, σε διαρκή διάλογο, ακόμα και σε διαρκή τσακωμό. Κι αν αυτοί οι δύο θεωρητικοί περιέγραφαν τις κοινωνικές ζυμώσεις ανάμεσα στους ευγενείς και τους προύχοντες της Αγγλίας του Διαφωτισμού, στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, μετέχουν στον κοινωνικό διάλογο όλοι, χωρίς εξαιρέσεις.

Είναι πράγματι λυπηρό το να στεκόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλον. Είναι λυπηρό να παρακολουθείς φίλους να εκτίθενται δημόσια και να γίνονται βορά στα όρνια που τους ακολουθούν και δεν σκέφτονται ούτε ένα δευτερόλεπτο πριν τους κατασπαράξουν. Είναι λυπηρό να χτίζονται όπως μιλάμε αντιπάθειες οι οποίες σίγουρα θα κρατήσουν για χρόνια.

Αλλά είναι κάτι παραπάνω από θετικό ότι μαζί με την όποια λανθάνουσα ευημερία θάψαμε και τον ωχαδερφισμό μας. Ελπίζοντας όταν ξαναβρούμε το δρόμο της ανάπτυξης να αφήσουμε τη γενιά του ζαμανφού καλά θαμμένη.