WOMEN

Οι επτά ζωές της Καίτης Γαρμπή

Η επικείμενη συνεργασία της με τον Γιώργο Μαζωνάκη, που σηματοδοτεί και την επιστροφή της στις μεγάλες πίστες, είναι μια χαρά αφορμή για να της ανοίξουμε την πόρτα του Hall of Femme.

Η πρώτη συναυλία που είδα στην ζωή μου ήταν η δική της, σε ένα χορταριασμένο γήπεδο έξω από την Ναύπακτο. Ήμουν μόνιμος θαμώνας στο Diogenis Palace, την εποχή που εμφανιζόταν εκεί με τον Ρέμο το 1997. Και η γυναίκα μου έχει τα μάτια της. Σόρι, αλλά όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορώ να είμαι ιδιαίτερα αντικειμενικός.

 

Το κορίτσι με τα τεράστια πράσινα μάτια και το χαρακτηριστικό κενό ανάμεσα στα δόντια που γεννήθηκε, πριν από 52 ολόκληρα χρόνια (σ.σ. σύμφωνα με την Wikipedia και άσχετο αν δεν της φαίνονται), στο Αιγάλεω θα έπρεπε να είναι εντελώς ανεπίκαιρη αυτή τη στιγμή. Όπως συνέβη σε όλες τις τραγουδίστριες της γενιάς της και σε σχεδόν όλες τις τραγουδίστριες πίστας της χρυσής εποχής του lifestyle.

 

Αλλά εκείνη παραμένει εδώ. Όχι μόνο επίκαιρη, αλλά επίκαιρη με τον πλέον σωστό τρόπο. Τη δουλειά της. Είτε αυτό μεταφράζεται σε ένα καινούργιο δίσκο που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, την επιλογή της να απομακρυνθεί για χρόνια από τις πίστες προκειμένου να κάνει κάτι διαφορετικό ή την απόφαση της να επιστρέψει στο πλευρό του Μαζωνάκη.

 

Προσοχή. Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι πρόκειται για τη νέα Χάρις Αλεξίου που έρχεται να αλλάξει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το λαϊκό τραγούδι. Η Καίτη ήταν και παραμένει μια τίμια και εργατική λαϊκή τραγουδίστρια με εμπειρία δεκαετιών (ανέβηκε στην πίστα για πρώτη φορά στα 15 της, ως ντουέτο με την αδελφή της, στο πλευρό του  Γιάννη Φλωρινιώτη) που σέβεται το κοινό της και το οποίο κοινό της το ανταποδίδει με αιώνια αφοσίωση.

 

 

Βλέπεις υπάρχει κάτι απροσδιόριστο στη Γαρμπή που σε προδιαθέτει, ακόμη και αν δεν τη ξέρεις, να την αποκαλέσεις Καιτούλα. Όχι υποτιμητικά, αλλά από οικειότητα, συμπάθεια και αγάπη. Κάτι, αν το σκεφτείς, εντελώς παράδοξο αν συνειδητοποιήσεις ότι πίσω από το γνήσιο χαμόγελο της κρύβεται μια εντυπωσιακή γυναίκα και φωνή που κατάφερε να γίνει σταρ και να γεμίζει ασφυκτικά κάθε μαγαζί στο οποίο έχει ποτέ εμφανισθεί.

 

Ουσιαστικά πρόκειται για μια σταρ ‘χαμηλών τόνων’ και υψηλής διάρκειας (όπως αποδεικνύει η πορεία της) που, αν εξαιρέσεις το περίφημο φόρεμα της Σήλιας Κριθαριώτη που φόρεσε κάποτε στη Eurovision, ποτέ δεν επένδυσε στην εξαλλοσύνη και την εκκεντρικότητα, ποτέ δεν έβγαλε φάτσα φόρα τους κοιλιακούς της και ποτέ δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να κατέβει από την οροφή στην πίστα ντυμένη χερουβείμ προκειμένου να κάνει το κοινό να συνεχίζει να ασχολείται μαζί της.

Εκείνη απλά έβγαινε, έπαιρνε το μικρόφωνο και τραγουδούσε. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

 

Στο μυαλό μου θα είναι πάντοτε το κορίτσι που το 1990 τραγουδούσε το ‘Φαντασματάκι’ και, δυο χρόνια αργότερα, το ‘Πες το μ’ ένα φιλί’. Εκείνη που δεν την ‘συγκρίνω, μάτια μου’, που ‘ξυπόλυτη χορεύει’ και με την οποία ούτε έχουμε ‘περασμένα ξεχασμένα’, ούτε σκοπεύω ποτέ να ‘αρχίσω πόλεμο’.

Ένα καλό παιδί που –αν και κουβαλούσε πολλές πλατίνες στις αποσκευές της- έμενε μαζί με τους γονείς της μέχρι που παντρεύτηκε τον Διονύση Σχοινά, αποδεχόμενη την πρόταση που της έκανε live, παραμονή πρωτοχρονιάς του 1997, στην εκπομπή της Ρούλας Κορομηλά.

 

Μια γυναίκα που δεν δίστασε να παραδεχτεί ότι η μια και μόνη πλαστική που έκανε στη ζωή της ήταν για χάρη του άντρα της ζωής της.

 

Ένα ζευγάρι πράσινα μάτια (και μια φωνή) που δύσκολα τα ξεχνάς και που ούτε ο χρόνος δεν τολμάει να τα αγγίξει και να τα αλλοιώσει.