ΒΙΒΛΙΟ

Κόντρες και Need for Speed στους δρόμους της Θεσσαλονίκης

Κάθε Δευτέρα βράδυ σε ένα πάρκινγκ στη Θεσσαλονίκη, εκατοντάδες τύποι πατάνε το γκάζι στα φτιαγμένα τους αυτοκίνητα. Δεν γινόταν να το χάσουμε.

Η Μαρίνα Καρπόζηλου εντόπισε κίνηση και γκάζια σε πάρκινγκ γνωστού σουπερμάρκετ της Θεσσαλονίκης και έσπευσε να καλύψει  τα τεκταινόμενα. Αυτά είναι τα τεκταινόμενα.

First Pit Stop

“Πού είναι η δράση;”. Δεν ξέρω τι είχε ο Ηλίας στο μυαλό του, εγώ πάντως όταν σήκωσα το κινητό μου για να τραβήξω και να του στείλω τη φωτογραφία από το parking γνωστού σουπερμάρκετ έξω από την πόλη, είχα σαφώς εντυπωσιαστεί από την εικόνα που απλωνόταν μπροστά μου. Εκατοντάδες άτομα, κυρίως ηλικίας 18 με 30, αραδιασμένα γύρω από τα αυτοκίνητα τους, σε μικρά πηγαδάκια από τα οποία ανάβλυζαν άγνωστες σε μένα λέξεις.

Μετά από λίγα λεπτά, όταν πλέον είχα συνηθίσει οπτικά και ηχητικά το σκηνικό που διαδραματιζόταν, άρχισα και εγώ με τη σειρά μου να αναρωτιέμαι τι θα γίνει στη συνέχεια. Ωραίο το χάζι και το socializing, αλλά δεν υποτίθεται πως θα έπρεπε να βλέπουμε ταχύτητες και καπνούς;

Ο Γιώργος και ο Κώστας, ή αλλιώς οι γνωστοί του γνωστού που β(α)ρέθηκαν να απαντάνε στις ερωτήσεις μου, μου εξήγησαν πως λόγω του περιορισμένου χώρου και της διαρρύθμισης το parking λειτουργεί αποκλειστικά για τη συγκέντρωση του κόσμου και πως μετά από κάποια ώρα μεταφέρονται πάνω στον δρόμο, όπου διαδραματίζονται τα “πατήματα”.

Το ραντεβού είναι κάθε Δευτέρα βράδυ. Παλιά πηγαίναμε σε άλλο parking, εκεί υπήρχε ο χώρος να κάνεις φιγούρες, βάζαμε δυνατή μουσική, μέχρι και χορεύτριες είχαν έρθει κάποτε. Πλέον βάλανε κολονάκια και ούτε εκεί μπορούν να γίνουν πολλά, άσε που έρχεται συνέχεια η αστυνομία. Εδώ μαζευόμαστε για να χαζέψουμε αμάξια και να μιλήσουμε. Αργότερα, περίπου κατά τις 12, συγκεντρωνόμαστε πάνω στον δρόμο και βλέπουμε αυτούς που τρέχουν. Δεν κάνουν όλοι κόντρες, αν θες ένα ποσοστό κατά προσέγγιση θα έλεγα λιγότεροι από 20 στους 100.

Όση ώρα μιλούσαμε έβλεπα διαρκώς καινούργια αυτοκίνητα να έρχονται στο parking και μετά από λίγη ώρα μπορούσα να ξεχωρίσω με σχετική ευκολία ποια από αυτά θα προσεγγίσουν τη δική μας πλευρά και ποια θα συνεχίσουν την πορεία τους προς το βάθος. Αφού λοιπόν είχα ενημερωθεί για το πρόγραμμα της βραδιάς, αποφάσισα πως αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να έρθω ξανά την επόμενη Δευτέρα, οργανωμένη αυτή τη φορά και μαζί με τον Κωνσταντίνο, ώστε να έχουμε φωτογραφίες της προκοπής και όχι από κινητό.

Ο στόχος μας ήταν απλός: να βρούμε την απάντηση στο καυτό ερώτημα: “Πού είναι η δράση;”

Lap time: 0:38:20

Διερευνητικός γύρος

(Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Τσακαλίδης/SOOC.photos)

Second Pit Stop

Μέχρι να πάρουμε τη στροφή και να αντικρίσουμε το γνώριμο πλέον σκηνικό της ιδιόμορφης “έκθεσης αυτοκινήτων” όπως την ονόμασε ο Κωνσταντίνος, είχα το άγχος πως θα φτάναμε σε ένα κλασικό και ήρεμο parking που ο κόσμος απλά το χρησιμοποιεί για να αφήνει τα αυτοκίνητά του και όχι ως μέρος κοινωνικοποίησης. Το ρολόι στο αυτοκίνητο έδειχνε 22:02 και ευτυχώς το άτυπο ραντεβού ήταν σε ισχύ. Αποφύγαμε τις θέσεις πρώτης προβολής και παρκάραμε διακριτικά σε μία από τις σειρές “δεύτερης κατηγορίας”, δηλαδή σε μία σχετικά απόμερη άκρη του parking. Μάλλον ήμασταν το μοναδικό αυτοκίνητο που δεν είχε κάνει μπάνιο σήμερα.

Ήταν ακόμα σχετικά νωρίς, αλλά ήδη στον ευρύτερο χώρο υπήρχαν περίπου 100 άτομα και σαφώς λιγότερα οχήματα. Με μία πρώτη ματιά μπορεί να μην εντοπίσαμε απαραίτητα ακριβές μάρκες, ήταν όμως φανερό ακόμα και στον πιο ανίδεο (εμένα) πως οι ιδιοκτήτες τους είχαν επενδύσει χρόνο με σκοπό τη συντήρηση, αλλά και τη βελτίωσή τους. Χαμηλωμένα αμαξώματα, μεγάλες λαμπερές ζάντες, εντυπωσιακές αεροτομές, ποδιές, φτερά και χρωματιστά φώτα. Μπροστά τους τα συμβατικά αυτοκίνητα της άλλης πλευράς του parking φάνταζαν μάλλον βαρετά.

Σε ένα σημείο ήταν συγκεντρωμένες και αρκετές μηχανές.

Συμπρωταγωνιστές των αυτοκινήτων δεν ήταν οι οδηγοί αλλά οι παρέες, και όπως διαπιστώσαμε αργότερα είναι πολύς ο κόσμος που δεν έχει δικό του αυτοκίνητο ή ακόμα και δεν οδηγεί, αλλά παρ’όλα αυτά δίνει τακτικά το παρών στις συναθροίσεις.

“Αφού δεν τρέχεις και αφού δεν έχεις το δικό σου αμάξι για να μιλάς για αυτό, τότε τι είναι αυτό που σε κάνει να έρχεσαι κάθε εβδομάδα;” ρώτησα στην επόμενη μας επίσκεψη τον Χρήστο (ναι, spoiler alert, υπήρξε και 3η επίσκεψη, θα καταλάβεις παρακάτω γιατί). Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ο ήχος μιας πειραγμένης εξάτμισης. “Για αυτό. Για να ακούω αυτόν τον ήχο”.

Αφού κάναμε μια πρώτη βόλτα ανάμεσα σε ανθρώπους και αυτοκίνητα, και ενώ δεν είδα καμία γνώριμη “μούρη”, πήρα τηλέφωνο τον Γιώργο. Δεν θα ερχόταν σήμερα, ήταν πολύ κουρασμένος. Μου είχε εξάλλου εξηγήσει πως δεν είναι σταθερός καθώς φοβάται μήπως η αστυνομία σταμπάρει το αυτοκίνητό του και έχει αργότερα μπλεξίματα. Καθώς η ώρα περνούσε και δεν εντόπιζα ούτε τον Κώστα, αποφασίσαμε με τον Κωνσταντίνο να κοινωνικοποιηθούμε μόνοι μας.

Σε αντίθεση με τις εικόνες που είχα δημιουργήσει αυθαίρετα στο μυαλό μου, με αμίλητους, βλοσυρούς τύπους βγαλμένους από σκοτεινά γκαράζ και συνεργεία, στην πραγματικότητα όποια παρέα πλησιάζαμε μας θύμιζε την προηγούμενη. Γελαστοί, αμήχανοι, με πολλά πειράγματα μεταξύ τους και με κοινό σημείο αναφοράς την αγάπη τους για τα οχήματα, δεν δίσταζαν να ανεβάσουν τα καπό για να μας δείξουν τις μηχανές τους ή να ανοίξουν το πορτμπαγκάζ που συχνά φιλοξενούσε κάποιου είδους ηχοσύστημα.

Ήταν πολύ πρόθυμοι να μας απαντήσουν όταν ρωτούσαμε κάτι συγκεκριμένο για το αυτοκίνητο ή όταν ζητούσαμε να μας δείξουν κάτι. Μετά όμως από περίπου μισή ώρα και αφού είχαμε δει πλέον αρκετούς κινητήρες, διαπιστώσαμε πως οι συζητήσεις δεν προχωρούσαν και πολύ, ενώ ταυτόχρονα παρουσίαζαν και τις αναμενόμενες ομοιότητες: ο κεντρικός άξονας ήταν πως έχουν από μικροί πάθος με τα αυτοκίνητα, έχουν ρίξει πολλά λεφτά (ακούω ποσά από 2.000 έως 10.000 ευρώ), έρχονται κάθε εβδομάδα για να συναντηθούν με άλλους που έχουν την ίδια τρέλα, ξέρουν πως κάποιος που δεν συμμερίζεται το πάθος τους δύσκολα θα τους καταλάβει.

Σε μεγάλο βαθμό βέβαια έπαιξε και ο εξής διάλογος:

-Έρχεσαι καιρό;

-Χρόνια!

-Πόσο χρονών είσαι;

-19.

Όλα αυτά τα λέμε με διακοπές. Εξατμίσεις, σπινιαρίσματα, αλλά και πολλά γέλια που συνοδεύουν την κάθε μου ερώτηση. Χαμογελάω και εγώ με τη σειρά μου και προσπαθώ να μην πετάγομαι σε κάθε απότομο γκάζι που ακούω.

Αυτοί που καίνε και αυτοί που κοιτάνε τα λάστιχα

Λίγο πριν απελπιστώ για την πορεία της βραδιάς και ενώ ο Κωνσταντίνος με κοιτάει με βλέμμα “τι κάνουμε τώρα;” χτυπάει το τηλέφωνο μου. Είναι ο Κώστας που έχει φτάσει μαζί με την Ράνια και δύο φίλους του. Χαιρετάω την Ράνια με απολογητικό ύφος, ξέρω πως έχουν έρθει για δεύτερη συνεχόμενη Δευτέρα για τις ανάγκες του ρεπορτάζ, κανονικά ο Κώστας δεν είναι στους σταθερούς. Οι φίλοι του είναι πρόθυμοι να μου μιλήσουν.

Τους ρωτάω για τον ρόλο της Αστυνομίας, καθώς μοιάζει να είναι αναπόσπαστο μέρος, αλλά και να ορίζει τη διάρκεια των συναντήσεων. Εξηγούν πως κατανοούν πλήρως τη στάση και τις προθέσεις των αστυνομικών που προσπαθούν να προλάβουν τυχόν ατυχήματα, αλλά σημειώνουν πως δεν υπάρχει και κάποιος οργανωμένος χώρος για να πραγματοποιούνται αντίστοιχες συγκεντρώσεις. Τους ρωτάω αν εννοούν πίστα για τρέξιμο ή αν απλώς αναφέρονται σε χώρους συναντήσεων και καταλαβαίνω πως τους απασχολούν και τα δύο. Η βραδιά τους δηλαδή δεν φαίνεται να είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στο κομμάτι της κόντρας, αλλά τους ενδιαφέρει εξίσου και το κομμάτι που προηγείται.

Η συζήτηση προχωράει και πλέον μιλάνε για τα ίδια τα αυτοκίνητα, τις συνηθέστερες μετατροπές και τα χαρακτηριστικά που επιθυμούν για τα δικά τους. Σημειώνω όλα όσα μου λένε αλλά παράλληλα σκέφτομαι πως η άγνοια μου για τις τεχνικές λεπτομέρειες που μου αναφέρουν είναι το εμπόδιο για να τους κάνω την κατάλληλες ερωτήσεις και για να μάθω το κάτι παραπάνω.

Δίπλα μου ο Κωνσταντίνος φωτογραφίζει το πολύχρωμο εσωτερικό ενός αυτοκινήτου, ενώ ο Κώστας ανοίγει το πορτ μπαγκάζ του αποκαλύπτοντας το εντυπωσιακό του ηχοσύστημα και φωνάζει πως θα βάλει δυνατά μουσική ώστε να μαζευτεί κόσμος. Πράγματι, μέσα σε λίγα λεπτά διακρίνω δύο νεαρά κορίτσια, σίγουρα όχι πάνω από 20, που έχουν στριμωχτεί με την παρέα τους στην πίσω πλευρά του αυτοκινήτου. Τις πλησιάζω, συστήνομαι, και ρωτάω αυτήν που μου έδειξε τη λιγότερη αδιαφορία αν μπορώ να της κάνω κάποιες ερωτήσεις. Αν και διστακτική, δέχεται. Εκείνη τη στιγμή η μουσική από το αυτοκίνητο γίνεται τόσο δυνατή που ξέρω πως δεν έχω καμία ελπίδα ούτε να συνομιλήσω και πόσο μάλλον να κάνω ηχογράφηση. Για να της ζητήσω να μετακινηθούμε ούτε λόγος.

Για την τιμή των όπλων της κάνω την κλασική πλέον ερώτηση αν δηλαδή έρχεται συχνά και μου απαντάει πως ναι, αν και παλιότερα ήταν με τους μηχανόβιους και γέρνει ελαφρώς το κεφάλι της προς τα πίσω. Γυρνάω και βλέπω καμιά δεκαριά μηχανές. Πριν προλάβω να σκεφτώ κάποια άλλη ερώτηση μου εξηγεί πως είχε σχέση με έναν από “αυτούς” και πως τώρα χώρισε και έρχεται με “άλλους”, με αυτοκίνητα. Ανίκανη, για μία ακόμα φορά, να σκεφτώ κάποια ερώτηση -με είχε ξεκάθαρα αιφνιδιάσει- τη βλέπω να παρατηρεί την καινούργια της παρέα που ήταν μπροστά μας και μετά ταραγμένη να σκουντάει διακριτικά τη φίλη της. Κοιτάζονται με νόημα -προφανώς έβλεπαν κάποια βλέμματα που δεν μπορούσα να διακρίνω- και ξαφνικά σαν να με θυμήθηκε γυρίζει και μου λέει “να μου το θυμηθείς, θα πέσει ξύλο”.

Τότε επιτέλους κατάλαβα η ανίδεη πως είμαι μάρτυρας μιας ερωτικής ιστορίας, από αυτές με τους πρώην και τους νυν, και πως η έστω και απειροελάχιστη προσοχή που είχα καταφέρει να κερδίσω είχε μόλις εξαφανιστεί.  

Στη δεύτερη κυκλική βόλτα που κάνουμε με τον Κωνσταντίνο αρχίζουμε να συναντάμε ένα δεύτερο μοτίβο: αντί για μικρές ηλικίες που έρχονται για το ‘οπτικό’ όπως συχνά μου το ανέφεραν  -καθώς πολλοί από αυτούς δεν είχαν αυτοκίνητο οπότε χάνουν το κομμάτι της “επίδειξης”- γνωρίσαμε πολλούς επαγγελματίες που έρχονται για δικτύωση, αλλά και για να δείξουν τη δουλειά τους. Ηλεκτρολογεία, Διαγνωστικά Κέντρα, εφαρμογές αυτοκόλλητων μεμβρανών, η τσάντα μου γεμίζει με επαγγελματικές κάρτες.

“Φυσικά και έχουμε εβδομαδιαία παρουσία, εδώ είναι το κοινό μας”, μου εξηγεί ο Βασίλης.

Πάνω που η κουβέντα έχει ζεσταθεί (μου ήρθε μια παρόρμηση να γράψω «πάνω που οι κινητήρες άρχισαν να ζεσταίνονται» αλλά την αγνόησα. Σχεδόν.) το parking αρχίζει ξαφνικά να αδειάζει. Κοιτάω την ώρα, είναι μόνο 23:30. “Πηγαίνουν να τρέξουν” μας εξηγούν. Είμαστε έτοιμοι να ακολουθήσουμε τη γραμμή αυτοκινήτων που αποχωρεί μαζικά, όταν γνωρίσαμε τον Δημήτρη και την Ιωάννα, 26 και 22 χρονών αντίστοιχα. Το αυτοκίνητό τους είναι κατά κάποιο τρόπο το παιδί τους και όπως μου εξηγούν υπήρχε εποχή που εκτός από τη συνάντηση της Δευτέρας πήγαιναν σε αντίστοιχες και την Πέμπτη και την Παρασκευή.

“Γνωρίζουμε κόσμο, χαζεύουμε άλλα αμάξια, συνομιλούμε με ανθρώπους που έχουν την ίδια τρέλα με εμάς”, μου εξηγεί η Ιωάννα, ενώ μια μικρή ομάδα έχει μαζευτεί μπροστά από το ανοιχτό καπό του αυτοκινήτου τους. Η μηχανή του έπιανε τα 300 άλογα και ο στόχος του Δημήτρη ήταν τα 500. Τον ρωτάμε πόσο θα το πουλούσε και απαντάει πως με 8.000 ευρώ θα το έδινε. Η Ιωάννα γνωρίζει πλήρως όλη την ανατομία του αυτοκινήτου, τις δυνατότητες και τις αποδόσεις του, οπότε τη ρωτάω αν το οδηγεί και η ίδια. Μου εξηγεί πως δεν έχει βγάλει δίπλωμα και πως θα προτιμούσε να ξεκινήσει με ένα «μανίσιο και όχι ένα πειραγμένο που μπορεί να είναι επικίνδυνο για έναν αρχάριο».

Όταν ο Δημήτρης πριν λίγα χρόνια της ανακοίνωσε την απόφαση του να ασχοληθεί με το αυτοκίνητο για να το φέρει στην κατάσταση που είναι σήμερα, το πρώτο που τον ρώτησε είναι αν αντιλαμβάνεται το μέγεθος της δέσμευσης που θέτει στον εαυτό του.

“Μου απάντησε πως ναι”.

Όση ώρα μιλάμε επιστρέφουν στο parking διάφορα αυτοκίνητα και όπως λένε οι οδηγοί τους δεν έχει μαζευτεί πολύς κόσμος στον δρόμο όπου γίνονται οι κόντρες. Δεν πτοούμαστε και μέσα σε λίγα λεπτά είμαστε και εμείς εκεί. Εδώ τα αυτοκίνητα είναι άναρχα αφημένα και όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στον δρόμο. Παρατηρώ τα αυτοκίνητα περνάνε πηγαίνοντας στον προορισμό τους και τους συνεπιβάτες που μας κοιτάζουν με απορία. Μόλις που προλάβαμε να δούμε μία ολοκληρωμένη κόντρα και πριν προλάβουμε να το σχολιάσουμε ο κόσμος αρχίζει με γρήγορες κινήσεις να διαλύεται. Καταλαβαίνουμε πως έρχεται κάποιο περιπολικό.

Από τις συζητήσεις που κάναμε νωρίτερα ξέρουμε πως η εμφάνιση της αστυνομίας δεν είναι κάτι έκτακτο, αντιθέτως φαίνεται να είναι μέσα στο πρόγραμμα, κάτι σαν ένα παιχνίδι κλέφτες και αστυνόμοι. Στην επιστροφή συμφωνούμε με τον Κωνσταντίνο πως αυτή μας η επίσκεψη είναι απλά και μόνο η πρόγευση και ανανεώνουμε το ραντεβού για την επόμενη Δευτέρα. Λίγο ακόμα και θα αρχίσουμε να θεωρούμαστε τακτικοί. Μήπως να κάνουμε μία στάση και σε ένα πλυντήριο αυτοκινήτων; 

Lap time: 2:19:07

“Σε είδα, με είδες, πάμε να τρέξουμε”

Third Pit Stop

22:05 και είχαμε ήδη παρκάρει. Εξοικειωμένοι με το περιβάλλον δεν χάσαμε καθόλου χρόνο και μέσα σε λίγα λεπτά συνομιλούσαμε με τους δύο Γιώργηδες, τον Χρήστο και τον Ηλία. Μου εξηγούν πώς γίνονται τα πατήματα: είτε από στάση, είτε roll – ενώ δηλαδή έχουν ήδη αναπτύξει ταχύτητα. Όταν μου συλλάβισαν το “από στάση” διευκρινίζοντας πως δεν εννοούν “απόσταση” κατάλαβα πως οι απορίες μου τους φαίνονται μάλλον απλοϊκές. Παρηγορήθηκα όταν λίγα λεπτά αργότερα με ρώτησαν με τη σειρά τους αν τους βλέπω ως τρελούς. Απάντησα “όχι” και το εννοούσα απόλυτα. Καταλάβαινα όλο και περισσότερο τι είναι αυτό που τους κάνει να ανανεώνουν το εβδομαδιαίο ραντεβού τους και ίσως βοηθούσε το γεγονός πως πλέον δεν πεταγόμουν με κάθε ήχο πειραγμένης εξάτμισης.

Πίσω στο φροντιστήριο, μαθαίνω πως την κόντρα την κερδίζει αυτός που περνάει μπροστά από τον κόσμο. Ο κόσμος είναι απαραίτητος λένε “για να γουστάρουν όλοι”. Η κόντρα, ή αλλιώς το ‘πάτημα’ γίνεται ανάμεσα σε ισοδύναμα αμάξια και διανύουν περίπου 400 μέτρα.

Όταν είναι από στάση, ο οδηγός παίζει περισσότερο ρόλο, ενώ όταν είναι roll θεωρούν πως κρίνεται περισσότερο το αυτοκίνητο. Το συνθηματικό για να ξεκινήσει μια κόντρα από roll είναι τα 3 κορναρίσματα. 

Από τους τέσσερις, μόνο ο Ηλίας τρέχει. Θυμάται την πρώτη του φορά: “Φυσικά και είχα άγχος, όπως και κάθε φορά άλλωστε ανεβαίνουν οι σφυγμοί και η αδρεναλίνη. Κέρδισα όμως. Εδώ τρέχουμε χωρίς στοιχήματα, περισσότερο για να τεστάρουμε τα αμάξια μας, να δούμε πόσο γρήγορα πηγαίνουμε. Σε είδα, με είδες, πάμε να τα δοκιμάσουμε”. Οι ταχύτητες που πιάνουν εξαρτώνται από το αυτοκίνητο. Η μεσαία κατηγορία φτάνει στα 180 ή ακόμα και τα 200km.

Από αυτά που ακούω καταλαβαίνω πως τα αυτοκίνητα που συγκεντρώνονται εδώ τις Δευτέρες δεν είναι κατ’ ανάγκη γρήγορα.

Θυμάμαι ότι ο πρώτος μου ξεναγός, ο 3ος  Γιώργος, μου είχε διευκρινίσει πως οι συγκεκριμένοι οδηγοί χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που θέλουν τα αμάξια τους όμορφα και σε αυτούς που τα θέλουν γρήγορα. Αυτός ανήκει στην πρώτη κατηγορία.

Ολοκληρώνω την εκπαίδευσή μου μαθαίνοντας τι είναι το πριόνι (σ.σ. το πολύ γρήγορο αμάξι) και τι είναι το sleeper (σ.σ: αυτό που δείχνει μανίσιο και στη μηχανή είναι πριόνι πειραγμένο, υπάρχει και σχετικό λήμμα στην wikipedia).  

Τα γκάζια κάποτε τερματίζουν

Τον Δημήτρη, ή αλλιώς τον Καλώδιο, τον είχαμε γνωρίσει φευγαλέα την προηγούμενη Δευτέρα, όχι στο parking αλλά στο σημείο που συγκεντρώνονται για τις κόντρες. Επίσης είχα ακούσει δύο τρεις φορές το όνομά του από άλλες παρέες, οπότε τον αναζήτησα για να μιλήσουμε αυτή τη φορά με την ησυχία μας. Στην πρώτη κιόλας γύρα που κάναμε τον εντοπίσαμε. Τον πρώτο που τον ρωτάω είναι για τον κόσμο που συγκεντρώνεται και αν θεωρεί πως έχει αλλάξει κάτι από το παρελθόν. Είναι 32 χρονών και πλέον έχει μέτρο σύγκρισης με προηγούμενες εποχές. Μου εξηγεί πως την περίοδο πριν το 2004 μαζευόταν ο τετραπλάσιος κόσμος.

“Ήταν διαφορετική η ψυχολογία μας επειδή ήμασταν πάρα πολλοί. Τώρα στις καλές μέρες που μαζεύονται 300 με 400 άτομα, μπορεί να έρθει ένα μόνο περιπολικό και να διαλυθούν οι πάντες. Εμείς αν δεν πήγαινε πρωί δεν γυρνούσαμε σπίτι, κάναμε γύρες σε όλη τη Θεσσαλονίκη μέχρι τις 4:00 – 5:00. Κάναμε κόντρες μέχρι και στην παραλιακή. Στα σημεία που συγκεντρωνόμασταν πάρκαρες και ήταν τόσος πολύς ο κόσμος που δεν μπορούσες να φύγεις. Βάζανε σαμαράκια τη μία μέρα και την επόμενη δεν υπήρχαν. Θυμάμαι μια φορά που μας είχαν κλείσει τις εξόδους και στην είσοδο από όπου έπρεπε υποχρεωτικά να φύγουμε μας περίμεναν 10 με 15 περιπολικά. Οι πιο γρήγοροι έφυγαν, τους άλλους τους καταδίωκαν. Τι να έκανα, παράτησα το αμάξι σε ένα χωράφι και έφυγα με τα πόδια.

Οι σημερινοί πιτσιρικάδες φοβούνται να βγουν έξω από το parking. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κυνηγητό από την πλευρά της αστυνομίας, πρέπει  να έχεις κάνει κάτι πολύ χοντρό για να σε κυνηγήσουν.  Βέβαια τότε ήταν και διαφορετικές και οι σχέσεις μεταξύ μας, ήμασταν μια κοινότητα. Είχε πρόβλημα το αμάξι του ενός και σπεύδαμε όλοι να βοηθήσουμε. Πλέον λειτουργούν περισσότερο οι κλίκες. Έρχομαι κάθε Δευτέρα, είναι και μέρος της δουλειάς μου φυσικά, από τον κόσμο που βλέπω βέβαια γνωρίζω πλέον μόνο τους παλιούς, δεν ξέρω και τόσο τη νέα γενιά”.

Τον ρωτάω τι ισχύει για τις κόντρες και μου εξηγεί πως οι κάτοχοι των πραγματικά γρήγορων και ακριβών αυτοκινήτων δεν λαμβάνουν μέρος σε τέτοιου είδους συναντήσεις, καθώς φοβούνται για κλοπές.

Έχει συμβεί σε πελάτη μου να έρθει, να τον σταμπάρουν, και την επόμενη μέρα κιόλας μέρα να του κλέψουν το αμάξι.

Για τον ίδιο λόγο είναι και ιδιαίτερα προσεκτικοί στις κόντρες στις οποίες θα λάβουν, ενώ το μέρος όπως και τα ραντεβού τους δεν είναι ποτέ σταθερά.

Καθώς φεύγουμε από την παρέα του Δημήτρη μας σταματάνε κάποια παιδιά που θέλουν να μας μιλήσουν για τη δουλειά τους. Εφαρμόζουν αυτοκόλλητες μεμβράνες, για αλλαγή του χρώματος του αυτοκινήτου ή και διαφημιστικούς σκοπούς. Καθώς πιάνουμε την κουβέντα μας δείχνουν την τεχνική πάνω στα δικά τους αμάξια. Μας εξηγούν πως η αντοχή της μεμβράνης εξαρτάται από τη συντήρηση του αυτοκινήτου: «Αν δηλαδή κάποιος δεν προσέχει και πλένει το αυτοκίνητό του μια φορά τον μήνα σίγουρα η διάρκεια ζωής θα μειωθεί». Στο μυαλό μου το «μια φορά τον μήνα» μου ηχεί μια χαρά, οπότε τους ρωτάω απορημένη ποια είναι η ενδεδειγμένη συχνότητα πλυσίματος: «Εντάξει, εγώ πλένω το αυτοκίνητό μου κάθε μέρα. Έχει συμβεί να το πλύνω και δυο φορές την ίδια μέρα επειδή έβρεξε».

Lap time: 2:44:19

“Δεν είσαι από τη Θεσσαλονίκη, ε;”

Είναι κοινό μυστικό πως όταν το αυτοκίνητο, από κύριο μέσο μεταφοράς, μετατρέπεται σε βασικό χόμπι τότε μπορεί πολύ εύκολα να εξελιχθεί σε full time απασχόληση. “Δεν σταματάει ποτέ, φτιάχνεις ή αλλάζεις κάτι και στη συνέχεια θες να αγοράσεις κάτι ακόμα, να προσθέσεις ένα νέο αξεσουάρ, να αναβαθμίσεις ή να βελτιώσεις την απόδοση και την εμφάνιση”. Τα παιδιά με τα οποία μίλησα στην πλειονότητα τους δεν ήταν πάνω από 25 χρονών. Αρκετοί από αυτούς εργάζονται στον χώρο των αυτοκινήτων, οπότε πολλές από τις υπηρεσίες ή τα ανταλλακτικά τα αγοράζουν σε καλύτερες τιμές, ανατροφοδοτώντας με τον τρόπο τους την αγορά.

Τα συνεργεία που ειδικεύονται στις  μετατροπές είναι γνωστά, συγκεκριμένα και έχουν το δικό τους σταθερό κοινό που ορισμένες φορές λειτουργεί και ως κοινότητα. “Δεν είναι απαραίτητο πως κάνουμε παρέα μεταξύ μας, αλλά μπορεί να κανονίσουμε να πάμε μια βόλτα με τα αυτοκίνητα, να κυκλοφορήσουμε δηλαδή μαζί”.

Από την πλευρά τους η πιο συχνή ερώτηση που μου έκαναν δεν ήταν σχετικά με το ρεπορτάζ, όπως πού θα δημοσιευτεί ή πότε, αλλά η απορία τους που σε έναν βαθμό ηχούσε και ως διαπίστωση, ήταν “Δεν είσαι από Θεσσαλονίκη, ε;”. Τους φαίνονταν πολύ περίεργο που ρωτούσα πόσο καιρό έχει που μαζεύονται και ποιο ήταν το προηγούμενο μέρος συνάντησης. Η αλήθεια είναι πως ακόμα και αν δεν τα είχα επισκεφτεί στο παρελθόν γνώριζα λίγο πολύ για τα ανοιχτά αυτά ραντεβού, η εικόνα όμως που είχα στο μυαλό μου ήταν αρκετά διαφορετική από την τρέχουσα πραγματικότητα, καθώς είχα υποτιμήσει τον οπτικό παράγοντα και νόμιζα πως το ζητούμενο όλων ήταν ο ανταγωνισμός και η ταχύτητα.

Τα σαμαράκια, τα κολονάκια και οι τακτικοί έφοδοι της αστυνομίας μπορεί να τους ενοχλούν και να τους κάνουν να αλλάζουν μέρη συνάντησης, φαίνεται όπως πως διαμορφώνουν σταδιακά και ένα μεταβατικό κλίμα όπου ο ρόλος της εμφάνισης και της στατικής επίδειξης κερδίζει διαρκώς έδαφος. Ακόμα όμως και αν η σχέση των περισσοτέρων με την ταχύτητα παραμένει στο επίπεδο του άγριου φλερτ, όπως και τα όριά τους μεταξύ νόμιμου και παράνομου, οφείλουμε να θυμόμαστε -και να υπενθυμίζουμε – πως στους πραγματικούς δρόμους δεν υπάρχει safety car.