ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Αυτά που έχει ζήσει ο Ματθαίος Γιωσαφάτ δεν χωράνε σε έναν τίτλο

Ο νούμερο ένα Έλληνας ψυχίατρος κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα του και άρχισε να μας λέει ιστορίες περί γυναικών, κατοχών, ταξιδιών και άλλων (ευ)δαιμόνιων.

Σε ένα παράλληλο σύμπαν, θα μπορούσε να τον λένε Γιάρομιλ και να είναι ήρωας του Μίλαν Κούντερα. Σε μία άλλη ζωή θα μπορούσε να είναι κάτι ανάμεσα στον Άγιο Βασίλη και τον Μπιλ Μάρεϊ. Εκείνο το απόγευμα, ο Ματθαίος Γιωσαφάτ ήταν απλά ένας συνεντευξιαζόμενος για τον οποίο μου πήρε περίπου μία ώρα γραψιμοσβησίματος για να καταλάβω ότι για τόσο ιδιαίτερους, υπέροχους ανθρώπους, δεν μπορούν να υπάρξουν και αντίστοιχοι πρόλογοι.

Γι αυτό και θα επικαλεστώ ένα ινδικό έθιμο που έμαθα πρόσφατα. Λένε ότι Ινδοί, έπειτα από κάθε συνεύρεση, φιλική, ερωτική, θρησκευτική, επαγγελματική, οικογενειακή, διδακτική αποχαιρετούν ο ένας τον άλλο με ένα ευχαριστώ. Για την ακρίβεια, ενώνουν τις παλάμες στο ύψος του στήθους τους, κατεβάζουν το κεφάλι εν είδη σεβασμού και κοιτάζουν στα μάτια τον συνομιλητή τους, ευχαριστώντας τον για όσα τους έδωσε ή δεν τους έδωσε.

Παρότι ούτε κατά διάνοια δεν με λες Ινδή, σήμερα έχω την ανάγκη να κάνω μία εξαίρεση.

Και να ξεκινήσω- κλείσω την συνέντευξή μου με το Ματθαίο Γιωσαφάτ, τον ψυχίατρο που πολλοί του αποδίδουν τις τιμές του επιστήμονα που άλλαξε τα δεδομένα στην Παιδοψυχιατρική και τους θεσμούς της Οικογένειας, με ένα ευχαριστώ. Και που μου μίλησε ενώ σπάνια δίνει συνεντεύξεις αλλά κυρίως, επειδή μοιράστηκε δύο ώρες από τον πολύτιμο (δίχως υπερβολή αν σκεφτούμε ότι ξέχωρα από τις συνεδρίες αυτό το διάστημα γράφει το 7ο βιβλίο του) χρόνο του, μαζί μου.

*rec*

Ο πιτσιρίκος Ματθαίος που δάγκωσε το χέρι ενός Γερμανού στην κατοχή

Θυμάμαι τους Γερμανούς να με στήνουν στον τοίχο για να με σκοτώσουν και εγώ να γυρνώ και να δαγκώνω το χέρι του ενός σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Ο πατέρας μου ήταν στον ΕΛΑΣ και είχαν έρθει για τον πατέρα μου.  Τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν πάντοτε τι γίνεται γύρω τους. Ασχολούνται με τους γονείς τους και τους φίλους τους. Ε εγώ, ήμουν παιδάκι μικρό, μπήκα στη μέση έχοντας άγνοια κινδύνου.

Τότε θα ένιωσα και τον φόβο, φαντάζομαι. Με τα χρόνια, όμως ο φόβος φεύγει, με καλό τρόπο. Με ‘καλό τρόπο’, εννοώ ανεκδοτολογικό, ότι ‘έχω περάσει και αυτό’.

Έζησα πολλούς πολέμους τότε. Έζησα και πολέμους Ελλήνων ενάντια σε Έλληνες. Είμαστε ένας λαός αρκετά επιθετικός και διηρημένος. Δεν κοιτάμε τον εαυτό μας αλλά προβάλουμε ό,τι στραβό έχουμε στον άλλο. Αυτό μπορεί κάποιος να το δει στα κόμματα: ‘όχι εσείς είστε προδότες’, ‘όχι εσείς είστε Γερμανοτσολιάδες’, ‘εσείς είστε κουμμούνια’ και σκοτώνονται. Αν όλο αυτό το κοιτάς απέξω, πιστεύεις ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές εχθρικές χώρες“.

Όταν έχεις χαμηλή αυτοεκτίμηση, ηρωοποιείς. Είτε την Ελλάδα, ‘είμαστε η καλύτερη χώρα του κόσμου και όλοι μας ζηλεύουν’ ή όπως έλεγε και ο Πρωθυπουργός στην αρχή: ‘θα χτυπάω το νταούλι και θα χορεύει όλος ο κόσμος’. Ε, τώρα χορεύει αυτός, χτυπάει ο κόσμος το νταούλι“.

Κέντρο Αθήνας, Δεκέμβρης 2008

Τάχα η φτώχεια, τάχα οι αριστεροί κάνουν τις φασαρίες. Αλλά το ’08, εκείνοι που έκαψαν την Αθήνα ήταν τα πλούσια παιδιά. Εκείνα που ζουν στα Βόρεια Προάστια. Τα παιδιά αυτά από τον πρώτο τους χρόνο μεγαλώνουν με Φιλιππινέζες. Πώς να μην είναι επιθετικά; Πώς θα ξέρουν πώς να αγαπήσουν;

Οι γυναίκες δεν δίνουν στα παιδιά την απόλυτη αγάπη που χρειάζονται γιατί δουλεύουν και αυτό έχει ως αποτέλεσμα αυτά να μένουν με ένα κενό. Αυτό το κενό το γεμίζουν είτε με σεξ (όπως κάνουν τα νέα κοριτσάκια) είτε με επιθετικότητα (πας στο ποδόσφαιρο και βρίζεις) είτε με τη θρησκεία είτε με τον πόλεμο“.

Τι κάνουν οι Ισλαμιστές; Προσφέρουν φαγητό και δεν θυμάμαι πόσες παρθένες ως υποκατάστατο της αγάπης. Γι αυτό και μαζεύουν βλαμμένα παιδιά, στερημένα, νευρωτικά που πείθονται να πάνε να σκοτωθούν.

Η κατά Ματθαίον, Γυναίκα: Η μάνα, η εργαζόμενη, το 13χρονο κορίτσι που έχει κάνει ηδη σεξ

Αν με αγαπούσε η μάνα μου και σε παντρευόμουνα, δεν θα σκοτωνόμαστε όπως κάνουν σήμερα τα περισσότερα ζευγάρια. Η μάνα είναι το πρωτότυπο του ‘τι νιώθω για μία γυναίκα’. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι άντρες είναι επιθετικοί απέναντι στις γυναίκες σημαίνει ότι επαναλαμβάνουν μία κακή σχέση.

Οι μανάδες είναι υπερπροστατευτικές και ιδίως παλαιότερα, κολλούσαν στον πρώτο γιο και γιατί ήταν ο προστάτης και γιατί δεν τα πήγαιναν καλά με τον άντρα τους. Τότε οι γυναίκες δεν είχαν ούτε οικονομική ούτε κοινωνική ισχύ. Τις πέταγε ο άντρας έξω από το σπίτι και έπρεπε να γίνουν ή πουτάνες ή καθαρίστριες. Όταν άρχισαν να δουλεύουν οι γυναίκες άλλαξε λίγο το σκηνικό“.

Σήμερα, τα οκτώ στα δέκα διαζύγια τα ζητούν οι γυναίκες. Ενώ παλιά η γυναίκα που θα ζητούσε διαζύγιο ήταν μία στις 20. Γιατί δεν είχε πού να πάει. Ειδικά σε μία μικρή πόλη, ήταν η πόρνη της πόλης. Θεωρείτο η εύκολη

Οι άντρες στο βάθος πάντοτε φοβούνται τις γυναίκες. Γιατί η γυναίκα κρύβει ένα μυστήριο. Αυτή μας φέρνει στη ζωή. Φοβούνται τον κόλπο, είναι κάτι το μυστηριακό, το κρυμμένο. Δημιουργούν φαντασιώσεις ευνουχισμού ότι ο μπαμπάς τους θα τους κόψει το πουλί αν επιθυμήσουν μία γυναίκα γιατί όταν είσαι μικρός η γυναίκα που επιθυμείς είναι η μάνα σου. Άντε, και καμιά αδερφή. Οπότε, όταν βλέπουν μία γυναίκα που δεν έχει πουλί, φοβούνται. Μετά οι γυναίκες, βγάζουν και αίματα. Άρα, τα αγόρια σκέφτονται ότι υπήρχε πουλί εκεί και κάποιος τους το έκοψε επειδή είχαν κακές ιδέες“.

“Ένα μεγάλο ποσοστό των γυναικών δεν έχουν οργασμό. Ο οργασμός δείχνει την ψυχική υγεία. Το ίδιο και η στύση. Βλέπεις τον άλλο στα 25 του, να του πέφτει. Αυτό υποδηλώνει μία διαταραχή“.

Τα νέα παιδιά, τα νέα αγόρια έχουν φοβηθεί. Γι αυτό δεν κάνουν και σεξ. Έρχονται εδώ ζευγάρια και οι κοπέλες μου παραπονιούνται ‘δεν με θέλει, δεν κάνουμε σεξ’ και οι άντρες δικαιολογούν τον εαυτό τους με ένα ‘πώς δεν κάνουμε. Μία φορά το μήνα, κάνουμε. Όλοι οι φίλοι μου το ίδιο κάνουν’. Ε, μία φορά το μήνα άμα είσαι 20 χρονών δεν είναι φυσιολογικό“.

Παλαιότερα πήγαινες σε μία κοπέλα, της έλεγες ‘σ’αγαπώ’ για να κάνεις σεξ. Για να κάνεις σεξ, χρειάζεται να πουλήσεις και λίγο συναίσθημα. ‘Σ αγαπώ’, ‘σε θέλω’, ‘είσαι καταπληκτική’. Τώρα, τα μικρά κορίτσια πηδιούνται από δώδεκα χρονών. Τώρα τα κορίτσια πάνε στον άλλο στο μπαρ και του λένε ‘θες να πάμε τουαλέτα;’“.

Έρχονται 13 χρονών κοριτσάκια, μου μιλούν για το σεξ και εγώ τους απαντώ: ‘Βρε παιδί μου, δεν είναι το σώμα σου έτοιμο ακόμα. Περίμενε λίγο’, ‘Δεν θες να ζήσεις και κάτι ρομαντικό’; Συνήθως η απάντηση είναι ‘όλα τα κορίτσια στην τάξη το έχουν κάνει, θέλω και εγώ’. Έχω κορίτσι που μου είπε ότι στα 15 του έχει ήδη πάει με πενήντα άντρες. Πενήντα!“.

Ο έφηβος Ματθαίος, ο ποιητής, ο απατημένος από τη μητέρα του

Όταν ήμασταν εμείς έφηβοι, στα 13, 14, όλοι είχαμε τις τσέπες γεμάτες προφυλακτικά που αφήναμε δήθεν τυχαία να πέσουν. Που τότε για να πιάσεις το χέρι μίας κοπέλας έπρεπε να περάσουν δύο χρόνια. Ήμασταν μία παρέα σε επαρχιακή πόλη, καταλαβαίνεις τώρα, ε και κάθε λίγο και λιγάκι σηκωνόταν κάποιος από την παρέα και έλεγε ‘συγγνώμη θα φύγω για λίγο, καταλαβαίνετε’ ότι και καλά πάει να πηδήξει και θα έρθει. Σκάγαμε εμείς, ‘άραγε να έχει όντως κοπέλα;’. Μία φορά αφού είχε φύγει ένας έτσι μετά από δέκα λεπτά είχα σκάσει και εγώ, σηκώθηκα από τη θέση μου, και έκανα ότι δήθεν ψάχνω να σιγουρευτώ ότι έχω προφυλακτικά, ότι είμαι ετοιμοπόλεμος και έφυγα και καλά αθόρυβα. Στο επόμενο στενό, πέτυχα εκείνον που είχε σηκωθεί πρώτος (βλέπεις ήμαστε και στην ίδια γειτονιά) να τρώει μία φέτα μαρμελάδα. ‘Ρε Λάκη’, του είπα ‘αυτή ήταν η δουλειά που είχες;’. ‘Σταμάτα’, μου λέει, ‘τώρα είσαι και εσύ εδώ, θα γίνουμε ρεζίλι’. Έτσι ήταν το σεξ τότε“.

Όταν με ρωτούν τι πρέπει να κάνουμε για να βρούμε έναν σωστό σύντροφο, η απάντησή που τους δίνω είναι ‘να βρείτε μία καλή μαμά’. Μπορείς να πας με 150 γυναίκες, αν δεν έχεις λάβει αγάπη από τη μάνα σου, δεν πρόκειται να πιστέψεις καμία. Όλες ψεύτρες θα τις βρεις

Τώρα πια και εδώ ειδικά, είναι υπερβολικά εύκολο. Πιο εύκολο από το εξωτερικό. Έχω πάει στη Σουηδία. Και εκεί το κάνουν οι κοπέλες αλλά πιο εύκολες από τις Ελληνίδες, ιδίως τις μικρές, δεν υπάρχουν.

Όταν δεν υπάρχει ικανοποιητική σεξουαλική επαφή συχνά γίνεσαι ρομαντικός. Όπως με τη μαμά σου. Γράφεις ποιήματα. Εγώ δώδεκα χρονών, που δεν είχα δει γυναίκα όχι απλά δεν είχα ακουμπήσει, έγραφα ‘με άφησες’ και ‘με έκανες’. Στο βάθος, τα έγραφα για τη μάνα μου. Γιατί με πρόδωσε και πήγε με άλλον άντρα“.

Οι άντρες απατούν, οι άντρες κάνουν αλλά εκείνο που υπερισχύει είναι η ‘μαμά είναι που εμένα με πρόδωσε’, τη μαμά είναι ‘που την έπιασα με άλλον άντρα’ τον πατέρα μου“.

Όλα τα λαϊκά τραγούδια μιλούν για μία γυναίκα που προδίδει τον άντρα. Πίσω από αυτήν τη γυναίκα, είναι η μαμά“.

Ο μυστηριώδης συγγραφέας που δεν ήθελε να υπογράφει ως Γιωσαφάτ αλλά να ερωτεύεται

Ξεκίνησα από το γράψιμο όπως σου είπα. Άρχισα να γράφω ποιήματα τα οποία δημοσιεύονταν κάθε εβδομάδα στην τοπική εφημερίδα της Κατερίνης. Πώς έγινε; Ε να είχε έρθει ένας εκδότης εκεί στην πόλη που ήταν λίγο κουλτουριάρης κτλ και μιλάγαμε. Από τη συζήτηση, προέκυψε ότι ήξερα πολλά από ποίηση και εκείνος απόρησε ‘γιατί δεν γράφεις;’. Του πήγα λοιπόν, 2-3, του άρεσαν πολύ και άρχισε να τα δημοσιεύει κάθε εβδομάδα στην εφημερίδα του. Έγραφα με ψευδώνυμο. Έλεγαν ότι είμαι ο Βενέζης και άλλοι διάφοροι“.

Στη δική μας εποχή, η λέξη γκόμενος ήταν βρώμικη

Έπειτα, άρχισα να καταπιάνομαι με δοκίμια. Έγραφα με τρόπο μεγαλοπρεπή: ‘Επήλθε το τέλος του δυτικού πολιτισμού’, ‘η γυναίκα και ο κόσμος’. Δεν είχα ιδέα για όλα αυτά, αλλά έγραφα. Τους άρεσαν. Κυκλοφορούσε λοιπόν η φήμη του ‘ξένου μεγάλου συγγραφέα’. Έπειτα κάποιος, ανακάλυψε ποιος είμαι και έγραψε ένα άρθρο στην εφημερίδα ότι πρέπει να προσέχουμε αυτόν τον μεγαλοφυή νέο κτλ. Και μου το χάλασε. Δημιουργήθηκε ένας κύκλος θαυμαστών που ήταν και καλό και κακό.

Οι κοπέλες μου έβαζαν ραβασάκια στις τσέπες ‘είσαι των ονείρων μου πρωταγωνιστής’ εν τω μεταξύ εγώ έγραφα ότι ένιωθα βαρύς και μόνος στα ποιήματα. Μετά, γνώρισα μία κοπέλα που με ερωτεύθηκε θανασίμως, εγώ δεν πολυήθελα, οι δικοί της την πήγαν στο γιατρό γιατί είχε πάθει μελαγχολία που εγώ έβλεπα και μία άλλη τότε. Με την οποία άλλη, είχα προχωρήσει. Είχα πιάσει τρία δάχτυλα θυμάμαι. Εκείνη δε, μου είχε χαϊδέψει τα μαλλιά“.

Αυτήν την κοπέλα (τη δεύτερη) όταν την είδα μετά από χρόνια και της πρότεινα να πάμε έξω να πιούμε έναν καφέ να τα πούμε, μου είπε ‘το θέλω πάρα πολύ, αλλά ξέρεις πώς είναι ο κόσμος εδώ. Επειδή νομίζανε ότι παλαιά είχαμε κάτι’, το οποίο για μένα αυτό το κάτι ήταν μεγίστης σημασίας“.

Ο δρόμος προς το ντιβάνι ήταν μακρύς και υπέροχος

Τέλος πάντων, ήθελα να γίνω συγγραφέας. Ο συγγραφέας όμως δεν έχει λεφτά. Ειδικότερα εκείνης της εποχής. Σκέφτηκα λοιπόν, να γίνω φιλόλογος και άρχισα να προετοιμάζομαι για τις εξετάσεις. Ήμουν καλός. Διάβαζαν τις εκθέσεις μου στην τάξη, τις έδιναν στα σχολεία της Μακεδονίας. Είχα γίνει ας το πούμε γνωστός. Έπειτα σκέφτηκα ότι το να γίνεις φιλόλογος τότε ήταν μία ταλαιπωρία. Έπρεπε να πας στο Διδυμότειχο, κτλ, και δεν μου άρεσε. Κάπως έτσι, ήρθε στο προσκήνιο η δεύτερή μου επιλογή η ιατρική. Το ‘να σώσω τον κόσμο αφού δεν με αγαπάει καμιά γυναίκα’ όπως έγραφα“.

Όταν ήρθα στην Αθήνα, φοιτητής, επειδή δεν είχα λεφτά και πάντα έγραφα έγινα δημοσιογράφος. Πέντε χρόνια ζούσα από εκεί. Έγραφα για εξωτερική πολιτική, κριτικές κινηματογράφου“.

Τελείωσα τις σπουδές μου στην Ελλάδα και έφυγα στην Αγγλία για να γνωρίσω τον κόσμο. Έκατσα πολλά χρόνια εκεί. Έγινα καθηγητής, διευθυντής, γνώρισα αρκετές γυναίκες. Εκεί παρεμπιπτόντως, οι γυναίκες ήταν πιο έντιμες σου έλεγαν ‘μου αρέσεις, θέλεις να βγούμε έξω;’ Στην αρχή εγώ κουφάθηκα. Ποια γυναίκα στην Ελλάδα τότε, θα έλεγε τέτοιο πράγμα. Τέλος πάντων. Κάθισα έξω 17 χρόνια. Έπειτα με έπιασε να γυρίσω στην Ελλάδα και για τους γονείς μου που θα πέθαιναν και γιατί ήθελα να προσφέρω και κάτι. Ξέρεις, όταν είσαι έξω, αισθάνεσαι πιο πατριώτης“.

Οι Ελληνίδες έχουν ομορφύνει. Παλιά ήταν ταλαίπωρες. Τώρα, ντύνονται καλύτερα, τρώνε καλύτερα, κάνουν γυμναστική. Τότε, ήταν με μία μεγάλη περιφέρεια

Εκεί είχαν σαν και μένα έναν σωρό. Εδώ όταν ήρθα δεν υπήρχε σχεδόν κανείς. Κάπως έτσι λοιπόν, όταν γύρισα, ίδρυσα την Παιδοψυχιατρική Εταιρεία, την Εταιρεία ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας μαζί με άλλους και μετά, την Εταιρεία Ομαδικής Ανάλυσης και Οικογενειακής Θεραπείας που όλα αυτά εκπαιδεύουν και έχουν εκπαιδεύσει αρκετό κόσμο. Ήταν μία προσφορά ας την πούμε έτσι“.  

Η κατά Ματθαίον ψυχιατρική: Ο άντρας που δεν ξέρει να αγαπά και να ερωτεύεται αλλά αλλάζει

Ψυχίατρος εν μέρει, είναι ο άνθρωπος που θα σου δώσει χάπια γιατί αυτό το έχει σπουδάσει. Από την άλλη υπάρχουν οι ψυχολόγοι που έχουν σπουδάσει 3-4 χρόνια και οι περισσότεροι είναι τελείως άσχετοι. Ωστόσο επειδή ο κόσμος έχει ανάγκη πηγαίνει στους ψυχολόγους“.

Ο ψυχοθεραπευτής ή ψυχαναλυτής θέλει άλλη εκπαίδευση. Εγώ έκανα ψυχοθεραπεία επί 6 χρόνια πέντε φορές την εβδομάδα. Είχα ευαισθησίες, είχα ανασφάλειες, ότι ‘δεν με θέλει καμία γυναίκα’. Πάντοτε ήμουν πρώτος μαθητής και πρόεδρος κτλ αλλά με τις γυναίκες ήταν άλλο πράγμα“.

Βλέπεις κόσμο που δεν μπορούν να κάνουν μία σχέση, που νιώθουν ότι δεν τους αγαπάει κανείς, που αισθάνονται άσχημοι. Βλέπεις κόσμο που δεν καταλαβαίνει ότι επειδή αύριο δεν ξέρεις τι θα σου συμβεί, πρέπει να ζήσεις το τώρα. Και αυτό δεν είναι ένα μότο σαν αυτά που ζητάτε εσείς οι δημοσιογράφοι για να βγάλετε τίτλο

Όλοι οι άνθρωποι έχουμε ελαττώματα. Εγώ και επειδή είμαι μεγάλος πια και επειδή είμαι αναλυμένος δεν φοβάμαι. Δεν είμαι κακός άνθρωπος, δεν έχω βλάψει ποτέ κανέναν, το ότι μου αρέσει να κοιτώ μία κοπέλα δεν είναι αδίκημα. Αυτό μαθαίνω και στους ανθρώπους. Να χαίρονται τη ζωή, τον έρωτα“.

Υπάρχουν τρία πράγματα:

Ένα είναι το σεξ, θα το έχεις ακουστά. Είναι ωραίο και καλό κτλ αλλά δεν συνδέεται με τη σχέση. Ιδιαιτέρως για τους άντρες. Ένας άντρας μπορεί να αγαπάει πάρα πολύ μία γυναίκα αλλά αν του παρουσιαστεί μία ευκαιρία, θα ξενοπηδήξει. Δεν είναι τίποτα το σεξ για τον άντρα.

Το 92% των αντρών απατά μία ή περισσότερες φορές. Οι γυναίκες συγχωρούν την απάτη αρκεί να μην νιώθουν ότι κινδυνεύουν να φύγει ο άλλος. Οι άντρες τη συγχωρούν πιο δύσκολα. Μην ξεχνάς όμως ότι πλέον το 70% των γυναικών απατά

Ο έρωτας είναι άλλο πράγμα. Έχει να κάνει με τη σχέση σου με τη μάνα σου, με την αδερφή σου. Είναι ένα πολύ έντονο συναίσθημα. Όταν είσαι τριών ετών είσαι τρελά ερωτευμένος με τη μάνα σου. Και σεξουαλικά. Την πασπατεύεις, την κάνεις, έτσι είναι η φύση. Κάπως έτσι είναι και το κορίτσι με το μπαμπά του.

Όταν είναι πολύ έντονος, σημαίνει ότι ήσουν στερημένος από τη μάνα σου και κρατάει πολύ λίγο. Γιατί εξιδανικεύεις τον άλλο. Σε βλέπω, μου θυμίζεις κάπως τη μάνα μου, οπότε επειδή το έχω ανάγκη και θέλω να αγαπηθώ, και αν εσύ με κοιτάς και έχεις το ίδιο ενδιαφέρον τότε μάλλον θέλεις και εσύ να αγαπηθείς. Έχουμε και οι δύο το ίδιο πρόβλημα, να αγαπηθούμε από ένα άτομο εξιδανικευμένο όπως είναι η μαμά και ο μπαμπάς.

Εξιδανικευμένος έρωτας, παράφορος έρωτας ο οποίος το πολύ πολύ κρατάει ένα χρόνο“.

Γνωρίζεις μία κοπέλα, σου αρέσει σωματικά, πάτε για έναν καφέ, μιλάτε, σου αρέσει και άμα της αρέσεις και εκείνης, κάνετε και σεξ δυναμώσει δηλαδή η σχέση σας. Έπειτα είσαι εσύ στεναχωρημένος, έρχεται αυτή, σου χαϊδεύει τα μαλλάκια, το ίδιο μπορεί να κάνεις και εσύ με αυτήν. Δένεσαι. Τρως μαζί, μένεις μαζί. Κάπως έτσι, δημιουργείται ένας άλλος έρωτας που μπορεί να κρατήσει μία ζωή. Και το σεξ ακόμα κρατάει. Μην ακούς τα παραμύθια που λένε ‘βαρέθηκα, είμαστε τρία χρόνια παντρεμένοι κτλ’. Τον ξέρεις τον άλλο, ξέρεις ότι σε θέλει, ξέρει το σώμα σου. Το σεξ είναι πιο έντονο ακόμα και αν δεν έχει την πρώτη σπίθα.

Τα νέα ζευγάρια έρχονται εδώ και για να τα βρουν αλλά και για να χωρίσουν. Συνήθως η γυναίκα στο κινητό του άλλου ‘ωραία με ξέσκισες’

Μετά, υπάρχει και η αγάπη. Αγάπη σημαίνει ότι αρχίζεις να νοιάζεσαι για τον άλλον. Είναι σπάνιο το αίσθημα της αγάπης. Πρέπει να το έχεις πάρει από τη μάνα σου καταρχήν, αλλιώς πρέπει να κάνεις θεραπεία. Άλλο να νοιάζομαι για σένα πραγματικά. Άλλο να είμαι τρελά ερωτευμένος και άλλο να θέλω απλά να πηδήξω. Το πρώτο αν το πετύχεις είσαι ευτυχισμένος.

Δένεσαι με την κοινή ζωή. Όταν το βράδυ είμαι εγώ φοβισμένος, εσύ θα με αγκαλιάσεις και θα μου πεις ‘εγώ είμαι εδώ’. Και θα είσαι. Όλοι θέλουμε χάδια. Οι άντρες ιδίως. Αλλά δεν γίνεται να είσαι συνέχεια παιδάκι. Πρέπει σε κάποιες φάσεις να είσαι και άντρας. Πρέπει τη γυναίκα να την προσέχεις, να της κάνεις σεξ, να της κάνεις παιδιά. Δεν γίνεται να είσαι μόνο το παιδί της. Πρέπει να εναλλάσσονται οι ρόλοι.

Αλλάζουν οι άνθρωποι. Αλλά για να το κάνουν πρέπει να βρουν έναν καλό θεραπευτή, να τους νοιάζεται και να είναι εκπαιδευμένος. Πράγμα σπάνιο“.

Ο Ματθαίος που μεγάλωσε, πέτυχε και έγινε ο Γιωσαφάτ ο πολυταξιδεμένος

Σκέφτομαι ώρες ώρες ‘έχεις μεγαλώσει, έχεις κάνει λεφτά, έχεις κάνει την καριέρα σου’ όσα μπορούσα έκανα τέλος πάντων, ‘τι θες; πού θες να πας;’. Δεν μπορώ να σκεφτώ. Σε αυτήν την ηλικία που έχω κάνει θεραπείες, ομάδες, διδασκαλίες, συνεντεύξεις, νιώθω πλήρης“.

Θέλω να είμαι γερός. Να μπορώ να δίνω. Να με αγαπούν οι άνθρωποι και να τους αγαπώ. Και τους αρρώστους μου τους αγαπώ, ακόμη και αν είναι δύσκολοι άνθρωποι“.

Μπαλί, 2004

Ήταν πολύ ωραία μέχρι που ήρθε το τσουνάμι και σκότωσε 400 χιλιάδες ανθρώπους. Στην αρχή, επειδή είναι και λίγο πέρα βρέχει στο Μπαλί δεν συνειδητοποιήσαμε το μέγεθος του προβλήματος. Σημειωτέον ότι ήμασταν πάνω στην ακτή, αν ερχόταν προς τα εμάς, είχε τελειώσει το θέμα. Ανοίξαμε θυμάμαι την τηλεόραση όταν οι νεκροί ήταν μόλις δύο. Πέντε λεπτά αργότερα, είμαστε δυο είμαστε τρεις είμαστε χίλιοι δεκατρείς. Το ίδιο βράδυ ήμασταν στους 5000. Φτάσαμε τους 400 χιλιάδες. Ε, εκεί φοβηθήκαμε. Μας πήραν και μας πήγαν στην Μπανκόνγκ, που είχε σεισμούς και μας έβαλαν να μείνουμε στον τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου.

Φοβόμουν. Στο αεροπλάνο φοβόμουν τόσο που τσακώθηκαμε με μία κοπέλα. Είχε μία θέση ελεύθερη που ξάπλωνες, σηκώθηκα λίγο και ήρθε αυτή και μου την έπιασε. Δεν ήταν ούτε δική της ούτε δική μου, ήταν μία κανονική θέση άδεια. Από το φόβο, είχα πάρει και ένα ηρεμιστικό μπας και κοιμηθούμε λίγο, επιστρέφω στη θέση και βλέπω μια κοπέλα με ευγενική όψη να κάθεται. Της λέω,’εγώ καθόμουν εδώ’ και εκείνη μου απαντά ‘η θέση δεν είναι ούτε δική σας ούτε δική μου, η θέση είναι κενή. Προλάβατε πρώτα, τώρα πρόλαβα εγώ’. Ήταν τα νεύρα τεταμένα. Τσακωθήκαμε. Μου είπε ‘θα πάω στον πιλότο’, της είπα ‘να πας’. Σε κάποια φάση εκείνη ηρέμησε και μου λέει ‘ας μην τσακωνόμαστε άδικα, ας ξαπλώσουμε μαζί’. Ήταν η μόνη φορά που ξάπλωσα με γυναίκα και δεν σκέφτηκα τίποτα το ερωτικό. Από το φόβο μου, κοιμήθηκα αμέσως. Κάθε φορά που πεταγόταν αυτή, πεταγόμουν και εγώ, νόμιζα ότι γίνεται σεισμός“.

Η κατά Ματθαίον συμβουλή και ο πρόλογος με τα βεγγαλικά από εκείνο το απόγευμα

Όπως έγραψε μία άρρωστή μου στο Facebook, ‘Οι άνθρωποι έχουμε δύο ζωές. Η πρώτη είναι όταν καταλαβαίνουμε ότι η δεύτερη είναι σύντομη και μοναδική’“. Σε αυτήν τη φράση το μαγνητοφωνάκι σταμάτησε να γράφει. Τις τελευταίες δύο ώρες είμαι καθισμένη σε μία άνετη vintage πολυθρόνα απέναντι από έναν άνθρωπο που δεν σταμάτησε λεπτό να χαμογελάει. Δίπλα του έχει ένα ντιβάνι. Κενό, καλοστρωμένο. Πριν βρεθώ σε εκείνο το δωμάτιο και πριν σφίξω το χέρι ενός εκ των πιο ισορροπημένων ανθρώπων που έχω γνωρίσει μέχρι τώρα, ένα ζευγάρι τελείωνε τη θεραπεία του. Ήταν νέοι, γύρω στα 30. Παρότι περίεργη, ξέχασα εντελώς να ρωτήσω αν ήταν από αυτούς που πηγαίνουν εκεί για να τα βρουν ή για να χωρίσουν. Δεν με ένοιαζε. Αν ποτέ βρεθείς απέναντι στο Ματθαίο Γιωσαφάτ, αν σου χαμογελάσει με τον τρόπο που το έκανε σε μένα και αν σου μιλήσει με την ηρεμία που θα ζήλευαν 100 βάλιουμ, είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι ούτε εσένα θα σε ενδιαφέρει ο οποιοσδήποτε εξωγενής παράγοντας. Ούτε καν το γεγονός ότι τους ασθενείς του, τους αποκαλεί αρρώστους.

Με μία μικρή κοκκινίλα στα μάγουλα μιας και ξέρω πως θα διαβάσει το παρόν κείμενο, (για την ακρίβεια έχω ρητή εντολή να του το παραδώσω τυπωμένο στο ίδιο μέρος, την ίδια ώρα όταν θα είναι έτοιμο) πρέπει να ομολογήσω ότι αν ποτέ μάθω ότι ο Ματθαίος Γιωσαφάτ έχει το μονοπώλιο του περιβόητου ‘νοήματος της ζωής’, δεν θα μου κάνει καμία απολύτως εντύπωση. Γιατί απλά, το έχει βρει.

υ.γ.: Δίστασα να μοιραστώ μαζί του ότι η ζωή του, σε ορισμένα κομμάτια της μου θύμισε τόσο πολύ τον Γιάρομιλ από το Η Ζωή είναι Αλλού του Μίλαν Κούντερα, που μετά τη συνάντησή μας, θέλησα να το ξαναδιαβάσω για να βρω τις διαφορές.