ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Η ζωή του Ιλάν είναι τζαζ

Μιλήσαμε με τον ραδιοφωνικό παραγωγό που έχει μανατζάρει από την Μαρίζα Κωχ μέχρι τους Socrates.

Η δεύτερή μας συνάντηση έγινε την 1η Σεπτέμβρη, λίγο μετά τις 20:00, έξω από το Village Vanguard, στη Νέα Υόρκη. Βρεθήκαμε κάτω από το υπόστεγο, που δημιουργείται από το κόκκινο πανί που ξεκινά από την είσοδο του διάσημου jazz club και καταλήγει σε δύο λεπτές σιδερένιες κολώνες, δέκα εκατοστά από την άσφαλτο της 7th Avenue South του Greenwich Village. Ο Ιλάν φορούσε μαύρο υφασμάτινο παντελόνι, μια μαύρη μπλούζα, η οποία δεν μπορούσα να καταλάβω αν είχε μακρύ ή κοντό μανίκι, αφού καλυπτόταν από ένα ξεκούμπωτο μαύρο πουκάμισο, ενώ στο λαιμό του είχε περασμένο ένα μωβ φουλάρι. 

Κατεβήκαμε τις σκάλες που οδηγούν στο υπόγειο, το οποίο στο παρελθόν έχει φιλοξενήσει τεράστιες προσωπικότητες της τζαζ όπως ο Miles Davis και ο Thelonious Monk και λειτουργεί από το 1935, αφού όπως μας ενημέρωνε μια επιγραφή στον τοίχο ‘jazz functions better underground’ και καθίσαμε στο πιο μακρινό λευκό, στρογγυλό τραπέζι από τη σκηνή, το αγαπημένο του Ιλάν, όποτε επισκέπτεται τον συγκεκριμένο χώρο. Γέμισε τα ποτήρια μας με μπέρμπον και στην πρώτη νότα που βγήκε από το σαξόφωνο της Vanguard Jazz Orchestra διέκοψε απότομα την αφήγησή της ζωής του, η οποία είχε ξεκινήσει λίγες μέρες νωρίτερα στο στούντιο του ραδιοφώνου 24/7 στους 88.6. Κάθισε βαθύτερα στην ξύλινη καρέκλα, άρχισε να χτυπά τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού πάνω στο ποτήρι, το οποίο είχε ακουμπήσει πλέον στον δεξί του μηρό, στο ρυθμό της μουσικής και το βλέμμα του χάθηκε στην σκηνή.

Έτσι, φαντάστηκα τη δεύτερή μου συνάντηση με τον Ιλάν Σολομών, μόλις πάτησα το ‘stop’ στην ηχογράφηση της κουβέντας που προέκυψε την ημέρα της γνωριμίας μας στο ραδιόφωνο. Μιας κουβέντας που ξεκίνησε από τα κλαμπάκια της Φωκίωνος Νέγρη και τον Αρκουδέα, τον διάσημο αρχηγό των ΜΑΤ των ’80s για να φτάσει μέχρι τον Jazz FM, τη σύγχρονη Αριστερά και τον Γιώργο Νταλάρα.

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης με τον Ιλάν, τον διάσημο ραδιοφωνικό παραγωγό, πρώην οργανωτή συναυλιών και φεστιβάλ και κινητήριο μοχλό της αθηναϊκής νύχτας των ’70s και των ’80s, βαθύ γνώστη της μουσικής και λάτρη της jazz, πέρα από τις δύο αρχικές μου ερωτήσεις σχετικά με την προέλευση του ονόματός του και τα παιδικά του χρόνια, χρειάστηκε να παρέμβω και να διακόψω τον ειρμό του ελάχιστες φορές. Όσες φαντάζομαι θα χρειάζονταν και στη δεύτερή μας συνάντηση, στο Village Vanguard ή σε οποιοδήποτε jazz club ανά τον κόσμο.

‘Ιλάν’ είναι το όνομα ενός δέντρου που αποτέλεσε το σύμβολο της αναγέννησης του Ισραήλ. Ο πατέρας μου ήταν από την Καβάλα και η μάνα μου από την Θεσσαλονίκη. Έφυγαν και οι δύο μετανάστες στο Ισραήλ, λόγω της πείνας που είχε πέσει στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο και γνωρίστηκαν πάνω στο πλοίο. Όταν γεννήθηκα δεν ήξεραν τι όνομα να μου δώσουν, οπότε με έβγαλαν ‘Ιλάν’, το όνομα ενός δέντρου που το φυτεύουν στην έρημο, δεν έχει πολλά φύλα, αλλά βγάζει πολλές ρίζες και κάνει μεγάλη έκταση γύρω του εύφορη.

Μεγάλωσα στην Αθήνα τη δεκαετία του ροκ εντ ρολ. Γεννήθηκα στην περιοχή της πλατείας Κουμουνδούρου, στα πέριξ της παλιάς Αθήνας με τα ωραία διώροφα, πριν γίνει μπορντελότσαρκα. Στην εφηβεία μου, παίρναμε τα κορίτσια και βγαίναμε στην περιοχή της Πατησίων, από Αγγελοπούλου μέχρι και μετά την Φωκίωνος Νέγρη, εκεί που γινόταν ο χαμός από τα κλαμπάκια, όπου έπαιζαν live τα ροκ συγκροτήματα της εποχής, όπως οι Juniors και οι Idols, φορώντας πάντα στενή γραβατούλα και χορεύαμε. Η γραβάτα και το κοστούμι ήταν υποχρεωτικό dress code της εποχής. Αν δεν τα φορούσες θεωρούσουν αλήτης και σε έπιανε η αστυνομία για τεντιμποϊσμό.

Σχολείο πήγα στο Βαρβάκειο, στην πλατεία Κάνιγγος, όπου βρίσκονταν τα καλά δισκάδικα της εποχής. Χρειάζονταν εξετάσεις για να μπεις στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Μπήκα πρώτος και τις δύο φορές, όχι επειδή ήμουν ο καλύτερος μαθητής, αλλά επειδή ήμουν ψύχραιμος στις εξετάσεις. Δεν ήθελα να σπουδάσω κάτι συγκεκριμένο. Άκουγα μουσική και μου άρεσε να ασχολούμαι με συγκροτήματα. Τελικά, πέρασα μηχανικός στο Πολυτεχνείο, το οποίο στην πορεία παράτησα.

 

Η πρώτη μου επαφή με τη μουσική ήρθε μέσω του φιλόμουσου πατέρα μου. Όταν δούλευε σε μια οικοδομή στο εξωτερικό, έτυχε να έχει για αρχιεργάτη έναν Γερμανό, Εβραίο μαρξιστή, ο οποίος ήταν λάτρης της κλασικής μουσικής και όσο δούλευαν οι εργάτες, τους έβαζε ν’ ακούν κλασική μουσική και τους έλεγε την ιστορία των συνθετών. Όταν, λοιπόν, ο πατέρας μου γύρισε στην Ελλάδα, άρχισε να ακούει μια ραδιοφωνική εκπομπή, η οποία έκανε έναν διαγωνισμό μουσικής. Έβαζε 20” από ένα δίσκο και ζητούσε από τους ακροατές ν’ αναγνωρίσουν το έργο. Ο πατέρας μου ήξερε το έργο, την ορχήστρα, αλλά και τον μαέστρο. Την τρίτη φορά που πήγε να πάρει μέρος στον διαγωνισμό του είπε ο παραγωγός της εκπομπής: ”Σε παρακαλώ μην ξανάρθεις, άσε να πάρει και κανένας άλλος τους δίσκους”.

Στο σπίτι μας υπήρχε από νωρίς πικ απ, μουσική και δίσκοι. Μεγάλωσα ακούγοντας από Ραχμάνινοφ μέχρι τζαζ. Μετά έπεσα στην έκρηξη του ροκ. Θυμάμαι την πρώτη φορά που ακούστηκε στην Ελλάδα κομμάτι των Beattles το 1963, ήταν το ‘I Feel Fine’. Και ακούω τη φωνή του Νίκου Μαστοράκη να λέει: ‘Kαι τώρα το συγκρότημα που κάνει πάταγο στο Λονδίνο, είναι τα σκαθάρια!”. Ακούγεται μια κιθαριά και μια γκρουπάρα που με τάραξε. Έσκασαν παραδίπλα οι Rolling Stones, ενώ εγώ την έβρισκα με Animals, αλλά και με την μαύρη μουσική και τα μπλουζ. Μετά πέρασα σε συγκροτήματα όπως οι Ten Years After και οι Iron Butterfly.

 

Στο Πολυτεχνείο φτιάξαμε μια μπάντα που την λέγαμε ‘Machine band’, γιατί τα περισσότερα μέλη της σπουδάζαμε μηχανικοί. Παίζαμε σε κλαμπάκια και σε μεγάλους χορούς που γίνονταν στο Hilton και σε άλλους χώρους από σχολεία και φροντιστήρια. Παίζαμε από Santana και Iron Butterfly μέχρι λάτιν και τζαζ. Εγώ, έκανα κυρίως το μάνατζμεντ και μερικές φορές έπαιζα κρουστά.

Προσπάθησα να τελειώσω το Πολυτεχνείο, αλλά δεν ήταν αυτό που μου άρεσε, οπότε το άφησα και ασχολήθηκα με τη μουσική. Πέρα από το μάνατζμεντ της μπάντας, άρχισα να στήνω κάποια φεστιβάλ που έκανε η νεολαία του ΚΚΕ Εξωτερικού, ο Ρήγας Φεραίος. Τα φεστιβαλάκια από μικρά τα κάναμε πολύ μεγάλα και εκεί άρχισα να γνωρίζω ακόμα περισσότερους μουσικούς. Την πρώτη χρονιά είχα στήσει 6ημερο φεστιβάλ με εφτά σκηνές δίπλα στο ΣΕΦ, με διάφορες μουσικές από τζαζ και ροκ μέχρι ρεμπέτικα. Εκείνη την εποχή είχε κάνει το ΠΑΣΟΚ ένα παραπλήσιο φεστιβάλ και τους είχε κοστίσει 76.000.000 δρχ, ενώ εμένα μου κόστισε 2.500.000 δρχ.. Έδινα σε κάθε συγκρότημα μόνο 10.000 δρχ, για τα ταξί και τα κουβαλήματα και έπαιζαν τσάμπα, γιατί γούσταραν να συμμετέχουν σε μια μεγάλη γιορτή της μουσικής.

Μετά τους ‘Machine band’ έκανα μάνατζμεντ στους Socrates, την Μαρίζα Κωχ και τον Νίκο Ξυλούρη. Δύο μέλη της μπάντας μας έπαιζαν σαν εισαγωγικό μπλουζ ντουέτο σε ένα μαγαζί που είχε η Μαρίζα Κωχ με τον Θάνο Μικρούτσικο και την μακαρίτισσα την Δημητριάδη. Πήγα να τους δω και εκεί γνωρίστηκα με την Μαρίζα. Πάνω στην κουβέντα της λέω ”έχεις βγει ποτέ από την Αθήνα;”, ”μπα πουθενά δεν έχω πάει, μόνο εδώ γύρω”, μου απαντά, αφού είχαμε χούντα τότε, οπότε συνεχίζω ”ξεκινάμε περιοδεία”. Της κλείνω περιοδεία, είχα εμπειρία από μια τριήμερη περιοδεία που είχαμε κάνει με το δικό μας γκρουπάκι στη Λαμία, στον Βόλο και στη Λάρισα. Έτσι, είχα μάθει πώς στηνόταν η δουλειά, από το να τυπώσεις την αφίσα, να βρεις τον άνθρωπο να την κολλήσει, να πας στην εφορία για τα εισιτήρια, να στα τρυπώσουν, να πληρώσεις, να κλείσεις τα πούλμαν, τα ξενοδοχεία και ό,τι άλλο προέκυπτε. Oneman show, βέβαια, όλα αυτά.

 

Μετά την Μαρίζα, μού πρότειναν να μανατζάρω τον Γιώργο Νταλάρα. Με ρωτάει η Μαρίζα προς το τέλος της συνεργασίας μας: ”Θα συνεχίσεις επαγγελματικά;”, της λέω ”δεν ξέρω”, γιατί μέχρι τότε το έκανα επειδή γούσταρα και μου πρότεινε να συνεργαστώ με τον Νταλάρα. Οπότε πήγαμε οι τρεις μας, ένα πρωί για καφέ στην Πλάκα. Ο Νταλάρας, ήταν ευγενέστατος, έχω λατρέψει τραγούδια του και περιόδους του, αλλά δεν μου έκανε σαν συνολική αισθητική. Επειδή, λοιπόν, δεν θα έδινα και την ψυχή μου, δεν ήθελα να συνεργαστούμε. Τετάρτη μου πρότεινε να συνεργαστούμε, του ζήτησα διορία μέχρι την Παρασκευή για να του απαντήσω και τελικά την Παρασκευή τον πήρα τηλέφωνο και του είπα ένα ψεματάκι, ότι τάχα μου ήθελα να συνεχίσω τις σπουδές μου στο Πολυτεχνείο.

Η αρχική απειρία μου στην διοργάνωση συναυλιών με έκανε να κλείσω συναυλία των Socrates στον Βόλο, ανήμερα Πρωτομαγιάς. Φτάσαμε στην πόλη με λιακάδα έχοντας προπουλήσει μόνο 212 εισιτήρια και εκεί μείναμε, γιατί οι ουρές στα λεωφορεία προς Πήλιο ήταν ατελείωτες. Τις είδα μπαίνοντας στον Βόλο και ούρλιαξα με συντριβή: ”Μια βροχή μας σώνει ρεεεεεε”. Έχει τύχει να γυρίσω από περιοδεία και όχι μόνο να μην έχω βγάλει λεφτά, αλλά και να χρωστάω στους ανθρώπους που κουβαλούσαν τα μηχανήματα. Τους ξεχρέωσα με δισκάκια. Μία άλλη φορά, σε περιοδεία με τους ‘Machine band’ στην Λαμία, μόλις φτάσαμε έξω από το δημοτικό θέατρο όπου θα γινόταν η συναυλία έπαιζαν μπάλα κάποιοι ξυπόλυτοι, πιτσιρικάδες με κουρεμένα κεφάλια. Ένας από αυτούς, είδε εμάς τους μακρυμάλληδες στο πούλμαν, που τότε δεν υπήρχαν πολλοί στην επαρχία, και φώναξε στους άλλους:”Ρε ήρθαν οι χίπηδες”.

Το μακρύ μαλλί εκείνη την εποχή αποτελούσε τρόπο αναγνώρισης, μόδα αλλά και σύμβολο. Όποιος είχε μακρύ μαλλί ήταν αντιχουντικός ή αντικαθεστωτικός. Οι χουντικοί δεν άφηναν μακρύ μαλλί, μόνο οι ασφαλίτες. Αν και Εβραίος δεν είχα ιδιαίτερα προβλήματα την περίοδο της χούντας. Μόνο στο στρατό είχα θέμα, λόγω γεμάτου φακέλου. Έκανα τη θητεία μου λίγο πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και με θυμάμαι να φυλάω σκοπιά στο Σιδηρόκαστρο με 60 πόντους χιόνι ανήμερα της εξέγερσης και να ακούω τα νέα από ένα τρανζιστοράκι που είχα κρυμμένο κάτω από την επωμίδα.

Έζησα για πολλά χρόνια στα Εξάρχεια, όταν είχαν ήδη αρχίσει τα ναρκωτικά και το βρωμόξυλο. Αρχηγός των ΜΑΤ στα ’80s ήταν ο Αρκουδέας, ο οποίος αποτελούσε μεγάλη φίρμα της εποχής. Έριχνε τα καλύτερα δακρυγόνα και όχι ληγμένα. Εγώ, τότε, έμενα στην Τσαμαδού, οπότε με το που έσκαγε ο Αρκουδέας με τους δικούς του στην πλατεία και έριχναν δακρυγόνα, έρχονταν 30-40 άτομα σ’ εμένα, κλείναμε γρήγορα τα παντζούρια και ακούγαμε απέξω τα ΜΑΤ να χτυπάνε σκυλιασμένα τα παντζούρια και να μας ψάχνουν, ενώ εμείς ψιθυρίζαμε στο σκοτάδι.

 

Η σημερινή κυβέρνηση είναι μια Αριστερά που προσαρμόζεται στις συνθήκες της χώρας. Αναγκάστηκε να κάνει ένα χοντρό συμβιβασμό. Η ελπίδα είναι ότι αυτή η Αριστερά έχει δυνατότητες να βελτιώσει τα πράγματα όταν θα ξεπεραστεί η κρίση. Την ορίζω ως Αριστερά ξέροντας τα μειονεκτήματα και τα προβλήματα της, έχοντας τους φόβους και τις αμφιβολίες μου, αλλά πιστεύω ότι κάποια μέρα θα βρεθεί το ζύγι και θα μπορέσει να βοηθήσει τον κόσμο. Το να είσαι στον ‘Ανταρσύα’ ή αναρχικός είναι σεβαστό και αγαπητό. Κάποτε λέγαμε στους φίλους μας τους αναρχικούς ”βαράτε εσείς, επειδή η δικιά μας ιδεολογία δεν το επιτρέπει, αλλά κάπου κοντά είμαστε και εμείς”. Γιατί καλές ήταν και τα αριστερά κινήματα της εποχής μας και το ΚΚΕ, αλλά αν δεν πάρεις την εξουσία δεν έχεις κάνει τίποτα για τον κόσμο της χώρας. Πρέπει να κυνηγήσεις την εξουσία και να μην είσαι μονίμως κόμμα διαμαρτυρίας.

Μια μέρα με πήρε τηλέφωνο ένας φίλος δημοσιογράφος που με βοηθούσε στα φεστιβάλ του Ρήγα Φεραίου και με έπεισε να κάνω εκπομπή στον Star Radio. O Star Radio ήταν ένας πειρατικός σταθμός, σε μία ταράτσα στο Μενίδι που έφτιαξε ένα ‘κατσαβιδάκιας’ (άνθρωπος που ήξερε να στήνει κεραίες και σταθμούς) και σε αυτόν συμμετείχαν κυρίως φοιτητές. Εκεί οργανώθηκε ένας από τους καλύτερους σταθμούς της εποχής, του οποίου η ακροαματικότητα έφτασε το 11,3 %. Μία μέρα είχα συναντήσει σε μία εφημερίδα, όπου είχα πάει για να αφήσω ένα δελτίο τύπου, τον Γιάννη Τζανετάκο, τότε διευθυντή του Αθήνα 9,84 (και νυν παραγωγό του Ραδιοφώνου 24/7), που μόλις έμαθε ότι ήμουν από το Star Radio είπε:”Τι έχετε κάνει ρε τσογλάνια! 11,3 %; Διψήφια ακροαματικότητα;”. Σε μια εποχή που ο 9,84 είχε 46,5% και τον πλησίασε μόνο κάποτε ο ΣΚΑΪ του Κακαουνάκη και του Τράγκα στο 41% επί κόντρας Παπανδρέου-Μητσοτάκη, μετά το βρώμικο ’89.

Το ’87, κάποια άτομα από τον Star Radio, φύγαμε και στήσαμε τον ΗΧΩ FM. Ο σταθμός δημιουργήθηκε σ’ ένα θεοσκότεινο υπόγειο στον Βύρωνα, στο 107 της Αγίας Σοφίας. Το ’89 καταφέραμε και πήραμε την άδεια. Την ημέρα που παραιτούνταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ πήγα και την πήρα από τον υπουργό με το ζόρι, λέγοντάς του ”υπογράψτε εδώ”. Ευτυχώς, γιατί την επομένη ήρθε το χάος που κράτησε 18 μήνες και θα μέναμε χωρίς άδεια. Εκεί, επειδή ήμουν 30άρης και οι περισσότεροι γύρω στα 20, μου φόρτωσαν τη διεύθυνση του σταθμού, εφορία, λογιστήρια, ΑΕΠΙ. Ο σταθμός δεν πήγε όσο καλά θα θέλαμε, για αυτό κάποια στιγμή με την πίεση του μακαρίτη του Κώστα Γιαννουλόπουλου, ραδιοφωνικού παραγωγού, συγγραφέα και οργανωτή του φεστιβάλ ‘Praxis’, μετατράπηκε σε Jazz Fm.

 

Ο Jazz Fm ήταν ο πρώτος και μοναδικός τζαζ σταθμός στην Ελλάδα. Άντεξε από το 1991 μέχρι το 1996, όταν ήρθε μια προσφορά από τον Πέτρο Κωστόπουλο και τελικά πουλήθηκε στην ΙΜΑΚΟ. Το αντίτιμο ήταν το μισό από όσο πρόσφερε στον Πολυχρονίου για ν’ αγοράσει τον δικό του σταθμό, αλλά δυστυχώς όσοι διαφωνούσαμε με την πώληση ήμασταν μειοψηφία. Έκανα την τελευταία εκπομπή στον Jazz Fm και την έκλεισα με ένα νοσταλγικό ανατολίτικο τραγούδι ενός Τούρκου μουσικού, του Omar Faruk Tekbilek και ακριβώς τα μεσάνυχτα που έγινε το switch, ακούστηκε ο θόρυβος αλλαγής της συχνότητας και μπήκε μια διασκευή του ‘I Will Survive’, την οποία διέκοψε ένα καταχαρούμενος παραγωγός λέγοντας: ”Αχ αδέρφια, εδώ είμαστε όλοι; Περνάμε καλάάάάά”; Έκλεισα την πόρτα και δεν ξαναπάτησα εκεί. Ήταν το βράδυ που πήρε ο Πύρρος Δήμας το χρυσό μετάλλιο στην Ατλάντα.

Πέρασα από αρκετούς σταθμούς μέχρι να πάω στο Τρίτο Πρόγραμμα. Από τον Εν Λευκώ μέχρι τον Galaxy, αλλά έφευγα γρήγορα γιατί δεν ήμουν για να βάζω διαφημίσεις και μουσικούλες και είχα και ειδικά, για τους περισσότερους σταθμούς, μουσικά γούστα. Μία, λοιπόν, των ημερών με κάλεσαν να παρουσιάσω μια εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα. Μπήκα στο στούντιο να κάνω ραδιόφωνο και βλέπω προβολείς, γερανούς, ανακλαστήρες και μου λέει ο σκηνοθέτης: ”Θα σταθείτε δίπλα στον Βασιλάκη, τον σαξοφωνίστα”, αυτός ψηλός εγώ κοντός, οπότε του λέω ”να πάω δίπλα στον Βασιλάκη, να παραστείνω τι; Την αλατιέρα; Δεν είσαι καλά, εγώ θα κάτσω στο τραπεζάκι του ραδιοφωνικού παραγωγού που ξέρω καλά, την πρώτη μέρα δεν θα πω κουβέντα, δεν θα με πάρει η κάμερα και θα βγαίνει μόνο η φωνή μου. Τα υπόλοιπα ξεχάστε τα”. Τον φακό τον κοίταξα την 4η εβδομάδα.

 

Τα μουσικά μου γούστα μού έχουν κοστίσει στην κυριολεξία. Πέρα από το ότι δεν διεκδικώ εκπομπή σε ώρα αιχμής ενός σταθμού, μου έχουν κοστίσει γιατί την μουσική που παίζω πάντα την αγόραζα, αφού δεν υπήρχε κάπου για να την ‘κλέψω’. Επίσης, μέχρι πρότινος δεν μπορούσα να παίξω πουθενά εκτός από το Τρίτο Πρόγραμμα, αφού ήταν ο μοναδικός σταθμός που δεν λειτουργούσε με playlist. Εγώ δεν παίζω με στικάκια και τα συναφή. Σε κάθε εκπομπή φέρνω τα δικά μου cd.

Ο Σαββόπουλος ήταν το σύμβολο της γενιάς μου. Τον εκτιμώ μουσικά, αλλά με έχει απογοητεύσει με τις θέσεις του. Δεν παράγει μουσική από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 που έκανε τα τελευταία καλά πράγματα. Θα ήθελα να είχα τη δυνατότητα να είχα δουλέψει με τον Χατζηδάκι ή τον Θεοδωράκη. Οι σύγχρονοι τραγουδοποιοί δεν έχουν αντίστοιχο αντίκτυπο στην κουλτούρα της χώρας. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός πως σε περιόδους εορτών ‘το Χαμόγελο της Τζοκόντας’ του Χατζηδάκι είναι σταθερά στο Top-20 των ευπώλητων δίσκων. Όλοι λυπήθηκαν όταν πέθανε ο Χατζηδάκις, αλλά όταν φύγει ο Θεοδωράκης δεν θα πενθεί μόνο η Ελλάδα αλλά ολόκληρο το ελληνικό έθνος, γιατί πρόκειται για τον άνθρωπο που έκανε τους Έλληνες να σηκώσουν κεφάλι.

 

Η εκπομπή μου στο Ραδιόφωνο 24/7 στους 88.6, λέγεται ‘Round Midnight’. O τίτλος προέρχεται από μία σύνθεση του κορυφαίου πιανίστα Thelonius Monk. Στο ‘Round Midnight’ παίζω μουσικές του κόσμου, λίγη κλασική και ελαφριά ως καλή τζαζ, αλλά ποτέ κουραστική. Δεν μου αρέσει ο άσκοπος αυτοσχεδιασμός, δεν μου αρέσει η τζαζ που αυτοεπιδεικνύεται. Μου αρέσει η τζαζ με ουσία και ψυχή. Τρελαίνομαι για τα μπλουζ, μου αρέσει η μαύρη μουσική, το φανκ, οτιδήποτε έχει και λίγο μπιτάκι παραπάνω. Βέβαια, βραδινή είναι η εκπομπή, οπότε δεν θα ακούσεις κάτι αγριεμένα μπιτάτο. Σου υπόσχομαι, όμως, ότι δεν θα ακούσεις μουσική που θα σε στείλει για ύπνο.

Μπορείς ν’ ακούσεις καθημερινά, 00:00 με 02:00, την εκπομπή ‘Round Midnight’ στο Ραδιόφωνο 24/7 στους 88.6.