OPINIONS

Κύριε Καστανιώτη, πόσοι Έλληνες διαβάζουν ένα βιβλίο το χρόνο;

Συναντήσαμε τον Αργύρη Καστανιώτη στο θρυλικό 11 της Ζαλόγγου στα Εξάρχεια για μια όχι και τόσο συνηθισμένη συνέντευξη που χώρεσε από Ζοζέ Σαραμάγκου μέχρι '50 Shades of Grey'.

Την ώρα που ο Θοδωρής φωτογράφιζε τον αναπάντεχα ευδιάθετο και συνεργάσιμο Αργύρη Καστανιώτη, το μοναχοπαίδι του Θανάση (σ.σ. μιας από τις ιστορικότερες κατά τη γνώμη μου φυσιογνωμίες της Αθήνας από πάντα), το κεφάλι μου είχε πλημμυρίσει με ερωτήσεις.

Όχι κάτι βαθύ απαραίτητα. Ερωτήσεις κανονικές και χρόνιες απορίες που είχα και έχω όσο αγοράζω βιβλία ή συζητάω με φίλους μου γι’ αυτά. Όπως το ‘γιατί ένα βιβλίο κάνει 12, 15 ή 18 ευρώ;’ ή το ‘πώς έφτασε το ’50 Shades of Grey’ στην εκδοτική αγκαλιά του Πατάκη’ ή το ‘πόσο διαβάζουν πια αυτοί οι Έλληνες’. Ο Αργύρης απαντούσε σε όλα, εγώ άνοιγα παρενθέσεις, ο Αργύρης απαντούσε ανοίγοντας παρενθέσεις μέσα στις παρενθέσεις, αλλά αυτό που έμενε απαράλλαχτο είναι το σκορ του ενδιαφέροντος όσων συζητούσαμε.

Είτε λέγαμε για τη ενιαία τιμή του βιβλίου είτε για το λόγο που οι μαθητές καίνε τα βιβλία τους όταν τελειώνουν το σχολείο, ο Αργύρης ήταν συνεπής στον τρόπο του. Πρώτα σκεφτόταν, μετά απαντούσε. Το ίδιο συνεπής ήμουν κι εγώ στο να στέλνω την κουβέντα από το Όσλο στην Αθήνα και από την Αθήνα στη Νέα Υόρκη.

Φωτογραφίες: Θοδωρής Μάρκου

Το γραφείο του στον τρίτο όροφο της Ζαλόγγου 11 ήταν γεμάτο βιβλία και περίεργα αντικείμενα όπως ένα εκκρεμές με μια μπίλια που άλλοτε καθόταν στο ‘ναι’, άλλοτε στο ‘όχι’ και άλλοτε στο ‘άλλη μέρα’. Δίπλα στο χέρι του ξεκουραζόταν το ‘Εγώ Ειμί Πτωχός και Πένης’ του Γιάννη Τσαρούχη. Μπροστά μου ξεκουραζόταν το εξώφυλλο του ‘Inherent Vice’ του Thomas Pynchon. Θυμήθηκα το έμφυτο ελάττωμά μου να σκέφτομαι τέσσερις ερωτήσεις μετά και ξεκινήσαμε.

Προς απογοήτευση των οπαδών μιας πιο κίτρινης προσέγγισης, όχι, δεν περάσαμε χρόνο αναλύοντας γιατί ξεπουλάει η ροζ λογοτεχνία. Δεν με ενδιέφερε να μάθω, δεν είναι δύσκολο να φανταστείς το γιατί και, ούτως ή άλλως, ο Αργύρης δεν θα έμπαινε ποτέ σε συγκρίσεις μεταξύ Ελλήνων συγγραφέων, είτε τους εκδίδει ο ίδιος είτε όχι.

Μεγαλώνοντας και μεγαλώνοντας με το Θανάση Καστανιώτη

“Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν πολύ μικρός, κι εγώ μεγάλωσα με τον πατέρα μου, οι δυο μας. Όπως φαντάζεσαι, έχουμε περάσει αρκετό από το χρόνο μας στο γραφείο. Με έπαιρνε από μικρό στις εκθέσεις, όπως παίρνω κι εγώ πια την κόρη μου (σ.σ. ο Αργύρης είναι χαζομπαμπάς μιας κόρης 20 μηνών). Με ρώτησε στα 15 αν θα με ενδιέφερε να συνεχίσω στις εκδόσεις. Ως επιλογή ήταν δεδομένο ότι υπήρχε, αλλά ως χαρακτήρας εκείνη την εποχή ήθελα να γίνω σκηνοθέτης. Τριγύριζα στο σχολείο με μια κάμερα”,

“Πηγαίνω στις διεθνείς εκθέσεις βιβλίου απ’ όταν θυμάμαι και μετέφραζα μάλιστα στον πατέρα μου από τα αγγλικά, γιατί δεν τα μιλούσε καλά. Αν δεν κάνω λάθος είμαστε από τους πρώτους εκδότες γενικότερα που συμμετείχαμε σε αυτές τις εκθέσεις”.

 

“Σπούδασα graphic media studies στο Λονδίνο. Ενώ στην Ελλάδα ακόμη δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο, οι Άγγλοι είχαν γύρω στα 6-7 πανεπιστήμια για να επιλέξεις”.

“Τα πρώτα βιβλία που σελιδοποιήθηκαν ψηφιακά in house τα είχα κάνει στα 16 με το πρώτο μου Mac. Όταν είδαμε αυτή την ευελιξία που προσφέρει η τεχνολογία, στήσαμε το δικό μας ατελιέ που τρέχει από το ’94”.

Πόσοι και ποιοι Έλληνες διαβάζουν τι και πόσο

“Το να αγαπάς το βιβλίο δεν είναι μόνο το να διαβάζεις. Οι άνθρωποι του βιβλίου μοιράζονται ένα κοινό πάθος. Κάθε βιβλίο, από το καλύτερο μέχρι το χειρότερο, είναι μια πλατφόρμα ανταλλαγής ιδεών που μπορεί να δώσει το πάτημα για να γίνει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Το ωραίο του βιβλίου είναι οι άνθρωποι που συμμετέχουν σ’ αυτό. Για τη συγγραφή, την έκδοση, την πώληση, την ανάγνωση”.

 

“Υπάρχουν και αυτοί που ονομάζω ‘επαγγελματίες αναγνώστες’. Αυτοί που όχι μόνο αφιερώνουν χρόνο απ’ τη ζωή τους στην ανάγνωση (διαβάζουν κατά μέσο όρο 10 βιβλία το μήνα), αλλά και στο να διαλέξουν ποιον θα διαβάσουν, να ανταλλάξουν συμβουλές μεταξύ τους και να τρέξουν τα βιβλιοφιλικά τους blogs. Δεν θεωρώ πως είναι πάνω από 3.000, αλλά αυτοί αποτελούν τον πυρήνα του αναγνωστικού μας κοινού. Με το διαδίκτυο έχουμε γνωριστεί με αρκετούς από αυτούς και έχουμε και επαφές”.

“Το 2011, το Ελληνικό Κέντρο Βιβλίου -πριν το κλείσει η προηγούμενη κυβέρνηση- έκανε μια έρευνα για την αναγνωσιμότητα, την οποία βρήκα μάλλον αισιόδοξη. Σύμφωνα με την έρευνα, ο 1 στους 4 Έλληνες διαβάζει ένα βιβλίο το χρόνο και ο 1 στους 16 διαβάζει πάνω από ένα στο ίδιο διάστημα.  Η ίδια έρευνα έκανε λόγο για 800.000 αναγνώστες, αλλά εγώ δεν πιστεύω ότι είναι πάνω από 300.000. Για μένα, δεν είναι αναγνώστες αυτοί που θα πιάσουν ένα βιβλίο στην παραλία και θα πουν ‘διάβασα’”.

 

“Υπάρχουν κάποιοι κλασικοί που έχουν αγαπηθεί από το ελληνικό κοινό, όπως ο Σαραμάγκου, ο Καμύ, ο Χέμινγουεϊ και άλλοι. Είχαμε βγάλει τη σειρά ‘Νόμπελ’ με τη FAQ και δώσαμε το ‘Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο’, το οποίο έφτασε σε σπίτια που δεν θα ασχολούνταν ποτέ με τον Σαραμάγκου. Μας πήρε, θυμάμαι, μια κυρία για να παραπονεθεί για την κακή επιμέλεια που κάναμε στο βιβλίο, γιατί δεν είχε σημεία στίξης (σ.σ. ο Σαραμάγκου βάζει σημεία στίξης περίπου δύο φορές σε κάθε κεφάλαιο). Τουλάχιστον όμως, διάβασε και αυτή η κυρία Σαραμάγκου”.

Το μέλλον του οικοσυστήματος του βιβλίου

“Ο Αντρέ Σιφρίν, γιος του ιδρυτή του θρυλικού εκδοτικού Pantheon Books της Νέας Υόρκης, είχε κάνει μια ωραία ανάλυση στο βιβλίο ‘Εκδόσεις χωρίς Εκδότες’. Εξηγούσε λοιπόν ότι άπαξ μεταφερθεί το bottom line από το ‘ποιον θα βγάλουμε’ στο ‘πόσα θα βγάλουμε απ’ αυτόν’ αλλοιώνεται όλη η εικόνα του πολιτισμού που παράγεται. Στο ‘Word for Money’ το πηγαίνει ένα βήμα παρακάτω λέγοντας ότι αν ένας εκδοτικός οίκος έχει ως στόχο το κέρδος, αλλοιώνεται όλο το οικοσύστημα. Μπορεί αυτή η πρακτική να σου επιφέρει κέρδος για ένα διάστημα, αλλά μακροπρόθεσμα έχεις καταστρέψει ένα οικοσύστημα που δε λειτουργεί με βάση το κέρδος.

Κάπως έτσι φτάσαμε στην κατάσταση της αμερικάνικης αγοράς, που μπορεί μεν να αγοράσεις Dan Brown με 5 δολάρια, αλλά δεν έχεις πρόσβαση σε άπειρους μη Αγγλοσάξονες συγγραφείς, επειδή δεν τους μεταφράζει κανείς. Στην Ελλάδα είμαστε τυχεροί που έχουμε πρόσβαση σε βιβλία χιλιάδων συγγραφέων απ’ όλο τον πλανήτη”.

Η αβάσταχτη πολυπλοκότητα του να είσαι εκδότης

“Ο κύριος ρόλος του εκδότη είναι το management των δημιουργών. Ο εκδότης δεν είναι αυτός που θα τυπώσει, θα διανείμει και θα πουλήσει το βιβλίο. Ο τυπογράφος το τυπώνει, η εταιρία logistics το διανέμει και ο βιβλιοπώλης το πουλάει. Πριν 15-20 χρόνια τα έκανε όντως όλα ο εκδότης. Σήμερα, το έργο του είναι η υπηρεσία προς τον δημιουργό και η ανάδειξη νέων λογοτεχνών και κειμένων στο αναγνωστικό κοινό”.

“Ο εκδότης είναι ο άνθρωπος του (σ.σ. συγγραφέα). Η διαχείριση του δημιουργού είναι το πιο δύσκολο κομμάτι της δουλειάς. Είσαι η νταντά του παιδιού του. Σου φέρνει το δημιούργημά του ώστε να το επιμεληθείς σωστά και στο εμπιστεύεται ώστε να βρει τον αναγνώστη”.

 

“Όπως λέει και ο Αντρέ Σιφρίν, εκδότης είναι επάγγελμα για gentlemen, το οποίο αν διαχειριστείς σωστά, θα σου επιφέρει και ένα κέρδος για να ζήσεις. Τη δεκαετία του ’90 είχαν γίνει βήματα στην αγορά και μπορούσαμε να λειτουργούμε πολύ πιο άνετα. Τα τελευταία χρόνια μας το κάνουν όλο και πιο δύσκολο. Δε θέλουμε οικονομική υποστήριξη από το κράτος, αλλά ένα πλαίσιο για να μπορούμε να λειτουργούμε. Αυτό το πλαίσιο όλο και καταστρέφεται”.

“Λαμβάνουμε 2000 χειρόγραφα το χρόνο και παίρνουμε το ρίσκο να εκδώσουμε μόνο μερικά από αυτά”.

“Μια από τις υπηρεσίες που προσφέρουμε στους συγγραφείς είναι να επικοινωνούμε το βιβλίο του και σε ξένους εκδότες και έχουμε σημειώσει και πολλές επιτυχίες”.

Ματιές στην inside μαγεία της βιομηχανίας του βιβλίου

 

“Είχε κάνει μια έρευνα ο Bookseller, το κορυφαίο έντυπο του κλάδου, και την παρουσίασε σε μια ημερίδα που είχα παρακολουθήσει. Το νούμερο 1 selling point ενός βιβλίου είναι ο συγγραφέας. Αν είναι αναγνωρισμένος, είτε από τη λογοτεχνία είτε επειδή είναι δημόσιο πρόσωπο, το όνομά του είναι ο βασικός λόγος που θα διαβαστεί το βιβλίο του. Μετά έρχεται η περίληψη στο οπισθόφυλλο, το blurb όπως λέγεται στα αγγλικά. Για κάποιον άγνωστο συγγραφέα αυτό που πουλάει είναι το blurb, η περίληψη. Για να φτάσει όμως εκεί ο αναγνώστης, πρέπει να του τραβήξει την προσοχή το εξώφυλλο. Αφού πιάσεις ένα βιβλίο και το γυρίσεις, ξεκινάει η σχέση του μαζί του. Με αυτήν την έννοια παίζει ρόλο το εξώφυλλο”.

 

“Η ‘ενιαία τιμή’ προστατεύει το βιβλίο απ’ το να γίνει προϊόν πολέμου τιμών και ορίζει ότι για δύο χρόνια από την έκδοσή του, η μέγιστη έκπτωση που μπορεί να του κάνει ο λιανέμπορος είναι μέχρι 10%. Ο νόμος ψηφίστηκε στην Ελλάδα το 1997 και πέρυσι ο Χατζηδάκης πήγε να την καταργήσει. Προσπαθήσαμε ως κλάδος να ανακόψουμε την κατάργηση, τα καταφέραμε, αλλά πλέον η ενιαία τιμή βιβλίου προστατεύει μόνο την πρώτη εκτύπωση. Αν κάνεις ανατύπωση του βιβλίου, παύει να ισχύει”

“Δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ τον όρο ‘ανταγωνιστές’ για τους συνάδελφους εκδότες διότι παράγουμε πολιτισμό”.

Η πικρή αλήθεια

“Παγκοσμίως είναι μικρό το ποσοστό των συγγραφέων που ζουν από τα βιβλία τους. Υπάρχει ένα παγκόσμιο μονοπώλιο των Αγγλοσαξόνων συγγραφέων επειδή τα βιβλία τους μπορούν να διαβαστούν και από το πρωτότυπο”.

Τι συνέβη και φτάσαμε στις ντάνες με βιβλία που κοστίζουν 1 ευρώ

“Έχει συμβεί μια κρίση. Έχουν ξεπηδήσει παντού καταστήματα με μπαζάρ βιβλίων. Το 2012 η αγορά του βιβλίου μειώθηκε κατά 50%. Οι εκδότες αδειάζουν τις αποθήκες τους από αζήτητα καλά παλαιότερα βιβλία για να μην τα πολτοποιήσουν”.

 

Πώς ρυθμίζεται η τιμή ενός βιβλίου

“Η τιμή έχει να κάνει με την προσδοκόμενη ενός βιβλίου. Καταφέραμε και εκδώσαμε το ‘Σμήνος’ του Φρανκ Σέτσινγκ, ένα βιβλίο 1200 σελίδων, και το δίναμε μόνο 22 ευρώ, γιατί είχαμε υπολογίσει ότι θα πουλήσει 20.000 αντίτυπα και ότι θα γίνει μπεστ σέλερ. Γνωρίζοντας ότι θα απορροφηθούν τόσα αντίτυπα, έχεις τη δυνατότητα να χαμηλώσεις και την τιμή ανάλογα”

Τα eBooks που ήρθαν, αλλά δεν ‘ήρθαν’

“Τα eΒooks είναι ακόμη ένας τρόπος να προσφέρουμε το κείμενο στον αναγνώστη. Μόνο καλό μπορεί να κάνει αυτό στην αγορά του βιβλίου. Δεν ήρθαν για να αντικαταστήσουν κάτι, αλλά για να συμπληρώσουν. Ήμασταν οι πρώτοι που προσφέραμε τίτλους online. Δυστυχώς, η αγορά των eBooks δεν έχει αγγίξει ούτε το 1% των Ελλήνων αναγνωστών”

Η πολιτιστική κρίση που πρόλαβε την οικονομική

“Μεγαλώνοντας θυμάμαι ότι υπήρχε μεγάλη προσφορά από χειρόγραφα από συγγραφείς. Υπήρχαν πολλοί που είχαν να πουν και να σχολιάσουν και να συνεισφέρουν με τις απόψεις τους, και υπήρχε και δίψα από το κοινό για να τους διαβάσει. Από ένα σημείο και μετά, ο κόσμος σταμάτησε να έχει ανησυχίες και στράφηκε στο πιο εμπορικό και εύπεπτο. Δεν είναι τυχαίο που λέμε ότι η κρίση έγινε πρώτα πολιτιστική και μετά οικονομική”

 

“Το εκπαιδευτικό σύστημα έχει την μεγάλη ευθύνη. Τελειώνεις το λύκειο και καις τα βιβλία σου γιατί σε έχουν βάλει να παπαγαλίσεις τόμους, κάτι που σε αποξενώνει από το αντικείμενο, το θεωρείς εχθρό σου. Ο στόχος της εκπαίδευσης δεν πρέπει να είναι η αποστήθιση. Πλέον έχεις το Google στην τσέπη σου, πρέπει να μάθεις να συνδυάζεις τη γνώση, να αναπτύξεις την κριτική σκέψη. Στην Αγγλία γράφαμε με ανοιχτά τα βιβλία. Δεν σε βοηθούσε να έχεις το κείμενο δίπλα”

“Την αναγνωσιμότητα δεν τη δημιουργεί η τιμή, αλλά ο καλός βιβλιοπώλης που θα σε κατευθύνει να διαβάσεις αυτό που σε ενδιαφέρει. Η ανάγνωση είναι συνήθεια, αν δεν την αναπτύξεις από μικρός, δεν θα πεις στα 30 κάτσε να δω τι γράφει ο τάδε συγγραφέας”.