ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Γιώργος Σιγάλας δεν παίζει καθόλου άμυνα πια

Ένας από τους πέντε-έξι Έλληνες που αποτελούν 'το μπάσκετ που μας μεγάλωσε' θυμάται το ξύλο από τον Ρέτζι Μίλερ και πολλές ανέκδοτες ιστορίες επίθεσης.

Πολύ πιο τακτικά απ’ όσο χρειάζεται, μιας και ούτε υπήρξα ούτε θα υπάρξω επαγγελματίας αθλητής, προσπαθώ να μπω στα παπούτσια ενός και να φανταστώ τη ζωή (ή μήπως το συμβιβασμό;) μετά από μια καριέρα γεμάτη ένταση. Πώς ξανασχεδιάζεις τη ζωή σου μακριά από τα γήπεδα; Πώς είναι να ξέρεις ότι δεν μπορείς να επιστρέψεις; Ότι είσαι μεγάλος πια για κάτι; Και πιο σημαντικά, τι κάνεις με όλες αυτές τις αναμνήσεις; Πού πάνε τα μεγάλα ματς, τα μεγάλα σουτ, τα αποδυτήρια, οι πλάκες στα αποδυτήρια; Μπρρρ, δεν ξέρω, θα μου έπαιρνε χρόνο, χρόνια να διαχειριστώ μια τέτοια προσγείωση.

Το καλό με τον Γιώργο Σιγάλα είναι ότι φοράει πενήντα νούμερο παπούτσι και οι πιθανότητες να τα καταφέρω ήταν αυξημένες.

Λίγα μέτρα μακριά από το φιλέ που η παρέα του κυρίου Ευάγγελου παίζει βόλεϊ τα πρωινά, ο Σιγάλας μαθαίνει τα βασικά μιας σειράς από σπορ σε λεφούσια από πιτσιρίκια που εκδράμουν στον Φωκιανό από διάφορα σχολεία της Αθήνας. Τις μέρες που δεν έχει επισκέψεις, ο κύριος Ευάγγελος ή ο κύριος Κώστας του φωνάζουν Γιώργο, έχουμε μια θέση κενή, θες να παίξεις; Σπάνια τους κάνει το χατήρι.

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Δεν ξέρω αν τον πέτυχα στην καλή του μέρα ή αν είναι πάντα τόσο ουσιαστικός αφηγητής. Οι αθλητές, ειδικά οι φτασμένοι αθλητές, είναι σύνηθες να βαριούνται τις βουτιές στο παρελθόν. Το ίδιο νόμιζα και για τον Παναγιώτη Φασούλα. Το ίδιο και για τον Σιγάλα. Με διέψευσαν αμφότεροι.

Ακολούθησα ευλαβικά τον βασικό κανόνα που διέπει κάθε συνέντευξη: αν ο τύπος απέναντί σου τα λέει, μπορείς να τον διακόψεις μόνο αν κινδυνεύει η ζωή σας. Ήταν στιγμές που στα μάτια του Γιώργου Σιγάλα ξαναπαίζονταν ματς, τζάμπολ, σκληρές άμυνες, ταξίδια, χαρές, απογοητεύσεις.

Ευτυχώς, για λίγες ώρες, δεν κινδύνεψε η ζωή κανενός.

Ράμπο: Το Πρώτο Αίμα

Το πρώτο μπάσκετ που έπαιξε ήταν στην πέμπτη δημοτικού. Μέχρι τότε έπαιζε ποδόσφαιρο με πλαστικά μπουκαλάκια που είχε γεμίσει με χαρτί. Την ίδια χρονιά έβγαινε στις αίθουσες η ταινία του Ted Kotcheff, ‘Το Πρώτο Αίμα’. Μια δεκαετία μετά, όλοι θα φώναζαν τον Σιγάλα όπως τον ήρωα της ταινίας. Στο δημοτικό, ήταν ένα κεφάλι πιο ψηλός απ’ όλους. Στην τρίτη γυμνασίου ήταν 1.87 και το καλοκαίρι πριν την πρώτη λυκείου πήρε δέκα πόντους. Δεν μπορούσε να περπατήσει. Έφτασε τα δύο μέτρα και μετά μεγάλωνε μόνο το πόδι.

“Δεν ήμουν τσαμπουκάς μικρός. Ήμουν προστατευτικός λόγω σωματοδομής, έχω φάει πολύ ξύλο προστατεύοντας άλλους”.

“Τότε είχαμε συμμορίες στον Πειραιά, αλλά με την έννοια την καθαρή. Ξύλο με τα χέρια, όχι μαχαιρώματα. Ήμασταν μια τεράστια παρέα είκοσι ατόμων, καμιά φορά κατέβαιναν στα στέκια μας, άλλες πηγαίναμε στα δικά τους. Πάντα έμπαινα για να βοηθήσω φίλους, αλλά τις έτρωγα γιατί πέφτανε πολλοί πάνω μου. Ποτέ δεν ήθελα να χτυπήσω πρώτος, γιατί φοβόμουν τη δύναμή μου και γιατί δεν το θεωρούσα σωστό. Δεν κερδίζεις τίποτα με τους τσαμπουκάδες”.

“Ήμουν από μια οικογένεια που τα έβγαζε πέρα, αλλά με κόπο. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν ενός, η μητέρα μου ξαναπαντρεύτηκε και μεγάλωσα με τον πατριό μου. Είχαμε πολύ καλή σχέση, αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα”.

Το να έρχεται ο Κόκκαλης και να σου λέει θα πάρεις τόσα λεφτά είναι απευθείας άλλη ζωή

“Ήταν διαφορετικοί οι νόμοι τότε. Στα 21, ο νόμος με υποχρέωσε να υπογράψω για πέντε χρόνια στον Ολυμπιακό. Δεν μου έδινε το δικαίωμα να διαπραγματευτώ. Ο Ρεντζιάς δεν έπαιξε μπάσκετ για έναν χρόνο και ήταν στα δικαστήρια με τον ΠΑΟΚ για να πάει στην Μπαρτσελόνα. Εγώ δεν ήμουν το όνομα που ήταν ο Ρεντζιάς τότε, ακόμα φτιαχνόμουν. Ίσως έκανα λάθος, αλλά δεν είχα σχεδόν ποτέ μάνατζερ. Ένιωθα ευτυχισμένος στον Ολυμπιακό και δεν το σκέφτηκα ποτέ. Μου έλεγαν, Γιώργο θα πάρεις αυτά, έλεγα εντάξει, ευχαριστώ πάρα πολύ. Δεν ζήτησα ποτέ κάτι”.

“Σίγουρα πάντως δεν παίρναμε τα ποσά που φαντάζεται ο κόσμο ή τα ποσά που παίρνουν τώρα οι παίκτες. Άκου ένα περιστατικό. Είμαι στην Πειραιώς, οδηγώ ένα BMW. (Το πρώτο μου αυτοκίνητο ήταν ένα Fiat Tipo που πήρα στα 21 με τα πρώτα μου χρήματα με δόσεις. Στα 24 πήρα το BMW, γιατί ήθελα ένα καλό αυτοκίνητο, στιβαρό). Κάνει ένας κύριος μια στραβοτιμονιά και περνώντας του παίρνω τον καθρέφτη. Σταματάω μπροστά του και με βλέπει ένας νταλικέρης, με αναγνωρίζει και φωνάζει, έλα ρε Γιωργάρα, δεν πειράζει ρε φίλε, πάρ’ του ένα καινούργιο αμάξι. Το αντιλαμβάνεσαι; Πού να ήξερε ότι κι εγώ με δόσεις το είχα πάρει”

Ράμπο 2: Η Αποστολή

Το Πάσχα του ’82, ο Αλέκος Σπανουδάκης, μεγάλη μορφή του μπάσκετ του Ολυμπιακού, επισκέπτεται το σχολείο του και ενημερώνει ότι ξεκινούν οι εγγραφές για τις ακαδημίες του Ολυμπιακού στη Λέσχη στο Πασαλιμάνι. Ο Σιγάλας γράφεται στα προ μίνι. Είναι δέκα ετών. Με εξαίρεση έναν χρόνο που έπαιξε δανεικός στην Α2 με τον Παπάγου, η καριέρα του μέχρι τα 26 ήταν μόνο Ολυμπιακός.

“Θεωρώ ότι το μπάσκετ τότε ήταν καλύτερο. Μπορεί να ήταν πιο αργό γιατί έτσι επέβαλλε το σύστημα (επιθέσεις 30 δευτερολέπτων κλπ.), αλλά υπήρχαν περισσότεροι καλοί παίκτες σε αριθμό. Σήμερα οι παίκτες που ξέρουν καλό μπάσκετ είναι πιο λίγοι”.

“Ψάχνοντας παλιές στατιστικές, θα δεις ότι υπήρχαν καλοί Έλληνες παίκτες σε κάθε ομάδα. Είναι αυτοί που απάρτιζαν την εθνική μετά το ’89. Κάποτε υπήρχε στο Παγκράτι ο Μπακατσιάς, ο Καρατζάς που έπαιξαν και εθνική ομάδα. Ήταν ήδη μεγάλοι παίκτες πριν έρθουν στον Ολυμπιακό. Το Περιστέρι είχε Κορωνιό, Πεδουλάκη, Κασουρίδη. Το επίπεδο ήταν άλλο. Τώρα τι γίνεται;”

“Ο Ιωαννίδης ήθελε να τελειώνει τα παιχνίδια από νωρίς, κι έτσι όταν παίρναμε 20 πόντους διαφορά και καθαρίζαμε το ματς, δοκίμαζε όλη την ομάδα. Εγώ λοιπόν δεν προλάβαινα να πάρω σουτ κι έμενα χαμηλά στην επίθεση, αλλά έχοντας κάνει τη δουλειά στην άμυνα”.

“Εκείνη την εποχή, κάθε ομάδα χρειαζόταν έναν καλό αμυντικό γιατί κάθε εβδομάδα είχες να αντιμετωπίσεις έναν μεγάλο σκόρερ. Διακρίνονταν 2-3 παιδιά για τις αμυντικές τους ικανότητες. Ο Ισπανός Ίσμαελ Σάντος, εγώ, ο Μπουντούρης ανάλογα με το πού έπαιζε…”

“Την εποχή της Λιμόζ, η ταυτότητα που ήθελε να δώσει η Ευρωλίγκα ήταν το ξύλο. Έβγαινες ματωμένος από το παρκέ. Η Λιμόζ, παρότι ομάδα με καλούς παίκτες στην επίθεση, είχε έναν προπονητή που αντιλήφθηκε αμέσως ότι πρέπει να παίξει άμυνα. Κι εμείς με τον Ιωαννίδη κερδίζαμε ομάδες με μεγάλο ταλέντο όπως η Μπενετόν του Κούκοτς, ο ΠΑΟΚ του Πρέλεβιτς με όλους τους παιχταράδες, η Ρεάλ Μαδρίτης”.

Όταν έληξε το συμβόλαιο με τον Ολυμπιακό, περίμενα την ανανέωση η οποία δεν ήρθε ποτέ. Ήμασταν στο τέλος της χρονιάς του triple crown. Είχα μια πρόταση 700.000 δολαρίων από το Μιλάνο, αλλά περίμενα τον Ολυμπιακό μέχρι τελευταία στιγμή

“Καλώς ή κακώς, η πραγματικότητα στον επαγγελματικό αθλητισμό λέει ότι πρέπει να προστατέψεις τον εαυτό σου. Χάθηκε όλος ο ρομαντισμός. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα φύγω από τον Ολυμπιακό. Ήμουν Ολυμπιακός, γεννήθηκα μες στη λέσχη, γι’ αυτό μου κόστισε ίσως. Αν υπήρχε παράπονο, θα έπρεπε να μου το πουν. Δεν γίνεται στα καλύτερα μου χρόνια, MVP του πρωταθλήματος και συνέχεια στις εθνικές ομάδες, να υπάρχει παράπονο. Γράφτηκαν διάφορα, ότι είχα κλείσει στην ΑΕΚ με 1 δισ. δραχμές και με έβριζαν όλοι. Αποδείχτηκε ότι το μυαλό μου ήταν στον Ολυμπιακό”.

“Ναι, θα πήγαινα στον Παναθηναϊκό, γιατί όταν αντιλαμβάνεσαι ότι κάποια πράγματα δεν αλλάζουν, κοιτάζεις το συμφέρον σου. Συνέβη κατά κόρον στην πορεία το να φύγει ένας παίκτης από τον έναν αιώνιο και να πάει στον άλλον. Το έκανε πρώτος ο Οικονόμου που ήρθε στον Ολυμπιακό. Νομίζω ότι το υπέρ σου τίμημα είναι πολύ μεγαλύτερο από το κατά. Κανείς δεν θα ενοχλήσει τον Νίκο ή τον Βασίλη (σ.σ. Σπανούλη) μετά από τόσα χρόνια”.

“Ο Παναθηναϊκός πρόσφερε την ηρεμία στον Αλβέρτη, από τότε που τον πήρε παιδάκι και ο Αλβέρτης πρόσφερε στην ομάδα, γιατί δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος. Ο Παναθηναϊκός φέρθηκε καλύτερα στους παίκτες του, το έχω ξαναπεί αυτό”.

Ράμπο 3: Η πολυθρύλητη σχέση με τον Ιωαννίδη

 

Για πολλά χρόνια, σίγουρα μέχρι και σήμερα, ο Σιγάλας ζούσε και πέθαινε με το επίκτητο βαφτιστικό ‘το παιδί του Ιωαννίδη’. Παρότι δεν το ασπάζεται, παραδέχεται αυτό που πιστεύουν όσοι έχουν κάνει έστω και ένα μπάσιμο στη ζωή τους: ότι ο Ιωαννίδης είχε τη μεγαλύτερη επίδραση στο παιχνίδι του από οποιονδήποτε άλλο.

“Η σχέση με τον Ιωαννίδη έχει μια αρχή: ότι υπάρχει σεβασμός στην ταυτότητα του. Πολλοί λένε ‘είσαι το παιδί του Ιωαννίδη’. Κάνουν μεγάλο λάθος. Ο Ιωαννίδης ήθελε να κάνει κάποια συγκεκριμένα πράγματα τότε στον Ολυμπιακό, προσπάθησαν αρκετοί να τα  εφαρμόσουν και απλά ήμουν κάποιος που τα κατάφερε”.

“Για μένα, είναι στην τριάδα των κορυφαίων Ευρωπαίων προπονητών όλων των εποχών. Δεν μπορούν οι σκληρές του στιγμές να καλύψουν την πραγματικότητα”.

Εννοείται πως με ενοχλούσε ο τρόπος του πολλές φορές, αλλά άντεξα. Ήθελα να παίξω μπάσκετ. Αν δεν είχα δυο ανθρώπους να με ηρεμούν, δεν θα τα κατάφερνα

“Ο Ιωαννίδης δεν είχε πρόβλημα να σε προσβάλλει, ήταν της σχολής Bobby Knight. Δεν μπορεί όμως κανείς να παραγνωρίσει ότι ήταν δίκαιος με τους αθλητές του. Ήξερε γιατί έπαιρνε έναν αθλητή και πώς τον χρησιμοποιούσε. Μετά ήταν και η τεχνική του κατάρτιση που τον έκανε πλήρη. Μπορούσε να συνδυάσει σε βάθος χρόνου το να επανέρχεσαι στα βασικά, να κάνει επαναλήψεις, να βελτιώνει τους παίκτες του και να κάνει και scouting. Ήμασταν από τις ομάδες που είχαν δουλέψει πολύ στα βασικά. Βλέπεις σήμερα ομάδες που δεν ξέρουν πώς να στηθούν στο γήπεδο, δεν ξέρουν τι είναι weak side”.

“Τον θεωρώ καλύτερο από τον Ομπράντοβιτς. Αν ο Ομπράντοβιτς δεν είχε και λίγη τύχη, πιθανόν να μην ήταν αυτός που είναι. Μην ξεχνάς ότι τα δύο πρώτα ευρωπαϊκά τα πήρε με ένα τυχαίο σουτ συν ότι απ’ όπου έφυγε άφησε διαλυμένο τοπίο πίσω. Ο Ιωαννίδης δεν άφησε ποτέ διαλυμένο τοπίο”.

“Μάλιστα, δεν πήρε ευρωπαϊκό, αλλά έφτασε σε έξι Final-4. Ούτε ο Γκάλης πήρε ευρωπαϊκό. Θα αμφισβητήσει κανείς τον Γκάλη;”

“Ο Ιωαννίδης δεν απολογούνταν ποτέ. Η μόνη φορά που ένιωσε άσχημα ήταν που δεν πίστευε για μέρες ότι είχα έναν σοβαρό τραυματισμό, ένα κάταγμα κόπωσης. Στο κάταγμα κόπωσης, δεν σπάει το κόκαλο, αλλά φεύγει ο φλοιός του. Μόλις έμαθε το μέγεθος του τραυματισμού μου είπε, πάρε την κοπέλα σου κι ελάτε για φαγητό στο σπίτι. Μου έκανε, θυμάμαι, η γυναίκα του ένα εκπληκτικό προφιτερόλ. Σαν παρέα, ο Ιωαννίδης είναι εκπληκτικός. Περνάς καλά. Είναι πολύ καλός οικοδεσπότης και καθόλου μίζερος”.

“Μιλάμε ακόμα, έχουμε καλή επαφή. Του είπα δύο φορές ότι έκανε μεγάλο λάθος που άφησε το μπάσκετ για την πολιτική. Θα μπορούσε να είναι το νούμερο ένα για πολλά χρόνια, να πάρει τίτλους, χρήματα και να δημιουργήσει μια σειρά μετά από αυτόν”.

Ράμπο 4: Η ζωή μακριά από τον Ολυμπιακό

Το 1994, οι Νιου Γιορκ Νικς ήρθαν στην Ελλάδα για λογαριασμό του. Δεν μεσολάβησε κανένας μάνατζερ για τη μετακίνησή του. Ο Σιγάλας ταξίδεψε το επόμενο καλοκαίρι στην Αμερική και ήταν έτοιμος να υπογράψει ως free agent. Το πρώτο λοκ-άουτ στην ιστορία του ΝΒΑ είχε άλλα σχέδια.

“Έμεινα στην Αμερική δεκαπέντε μέρες. Ήταν το καλοκαίρι του ’95. Πήγα στο Georgetown, έκανα πάσες και σουτ με τον Iverson όταν είχε ήδη τη φήμη του πιο γρήγορου παίκτη με την μπάλα. Εκεί με είχε αναλάβει άτυπα o Charles Smith (σ.σ. Αμερικάνος που μετά πέρασε από τον Ηρακλή) που ήταν παιδί της γειτονιάς. Θα επέστρεφα για το veteran camp λίγες μέρες μετά και θα υπέγραφα προσυμφωνητικό. Οι Νικς μου είχαν κλείσει και διαφήμιση με εταιρία αθλητικών ειδών για να συμπληρωθεί το συμβόλαιο. Ήταν οργανωμένο το σχέδιο, αλλά μας τα χάλασε το λοκ-άουτ. Την επόμενη χρονιά δεν μπορούσαν να μου προσφέρουν τα ίδια χρήματα, γιατί είχαν ανανεώσει τον Starks και τον Ewing, οπότε θα έπαιρνα το μίνιμουμ”.

“Φάνηκε σε όλη την καριέρα μου πως ήμουν παίκτης που η παραμονή σε μια ομάδα με έκανε καλύτερο, δεν με έκανε χειρότερο ή τεμπέλη. Αναγκάστηκα όμως να αλλάζω ομάδες κυρίως λόγω οικονομικών προβλημάτων“.

“Ήμουν τυχερός που γύρισα στον Άρη, γιατί έζησα τα δύο τελευταία χρόνια της μπασκετικής μου καριέρας όσο καλύτερα μπορούσα, έπαιξα έναν ευρωπαϊκό τελικό, το ευχαριστήθηκα. Δυστυχώς η Ντιναμό του Ίβκοβιτς με Φώτση, Παπαδόπουλο ήταν καλύτερη. Παίξαμε μετά από πολλά χρόνια Ευρωλίγκα, είδαμε στα ίσα τους μεγάλους, έζησα καταστάσεις στο Αλεξάνδρειο που δεν είχα ζήσει τις πρώτες χρονιές, ήταν μαγεία”.

 

“Είχα πει ότι θα τελειώσω την καριέρα μου το 2008. 37 χρονών. Δεν είχα πρόταση ανανέωσης από τον Άρη και λέω ΟΚ, θα σταματήσω νωρίτερα. Ήμουν συνειδητοποιημένος όταν σταμάτησα και άρχισα να ασχολούμαι με την προπονητική”.

“Κάποιος σκέφτηκε να αναλάβω την εθνική Νέων το 2009, φαντάζομαι θα ήμουν η τελευταία επιλογή. Κακώς πετάχτηκε αυτή η ιδέα, γιατί απλά ήθελαν να δώσουν κάπου μια ομάδα που δεν την ήθελε κανείς. Έγινε ένας πληρωμένος χαμός γιατί δεν είχα φέρει τον Κουφό. Ο Κουφός δεν είχε τόση ανάγκη την εθνική, είχε ήδη υπογράψει το πρώτο του συμβόλαιο στο ΝΒΑ. Πράγματι δεν τον έφερα, αλλά επέλεξα τον Μπόγρη και τον Τσαϊρέλλη, παιδιά που δεν ήξερε κανείς και χαίρομαι πολύ που κάνουν καριέρα τώρα”.

“Εγώ έπεισα τον πατέρα του Νικ Καλάθη να παίξει στη Νέων για να πάρει μια εικόνα για το τι συμβαίνει στην Ευρώπη. Αυτά τότε δεν εκτιμήθηκαν γιατί ο Σιγάλας είχε προσωπικότητα ενώ δεν θα έπρεπε”. 

“Στον Ερμή Λαγκαδά θεώρησα ότι πρέπει να δείξω όλα αυτά που είχα στο μυαλό μου για να δω κι εγώ ο ίδιος αν μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη. Ήταν μεγάλη εμπειρία για μένα. Γνώρισα εξαιρετικούς ανθρώπους, έχω ακόμα φίλους εκεί. Μετά τον Λαγκαδά, δηλαδή από το 2010 και μετά, δεν υπάρχω στον χάρτη προπονητικά”.

Ράμπο και πάσης Ελλάδος

 

Αν υπάρχει μια στιγμή στην πορεία του Γιώργου Σιγάλα ως διεθνή πιο αξέχαστη από την αδιάκοπη παρουσία του στην εθνική ανδρών, δεν είναι άλλη από τη βολή που έπρεπε να στείλει στο σίδερο στο ματς με το Πουέρτο Ρίκο για την τελευταία αγωνιστική του ομίλου της εθνικής στο Μουντομπάσκετ του ’94 στον Καναδά. Ο Σιγάλας έστειλε την μπάλα στο ταμπλό, αλλά εκείνη κατέληξε μέσα.

“Η βολή είναι ζήτημα συνήθειας. Αν συνηθίσεις να τις βάζεις, δύσκολα αστοχείς. Μου φωνάζει ο συγχωρεμένος ο Δενδρινός από τον πάγκο, Γιώργο έξω. Προσπαθώ να βρω ταμπλό και στεφάνι, μπαίνει όμως η μπάλα και επικρατεί πλήρης απογοήτευση. Κακώς όπως αποδείχτηκε μετά με τη νίκη της Κίνας επί της Ισπανίας”.

“Ποτέ δεν κατηγόρησα κάποιον που δεν ήρθε στην εθνική. Δεν μπορείς να επιβάλλεις σε κάποιον να κάνει κάτι. Πρώτα απ’ όλα, δεν θα το κάνει καλά. Κι όταν στη Σουηδία (σ.σ. η εθνική αποκλείστηκε στο χιαστί από την Ιταλία και έμεινε εκτός μεταλλίων) μίλησα γιατί ένιωσα ότι κάποιοι ήρθαν με το ζόρι κι εγώ έχασα μια ευκαιρία, βγήκα αληθινός. Τότε με κατηγόρησαν. Όταν μιλάω, ξέρω ότι μπορώ να προμηνύω το μέλλον. Όταν είπα ‘το πρώτο!’ τη χρονιά του triple crown με τον Ολυμπιακό, ήξερα και πίστευα στην ομάδα μου”.

Το ελληνικό μπάσκετ δεν έχει ανάγκη από κανέναν

“Αν σταματήσει κάποιος από την εθνική στα 30, σημαίνει ότι δεν μπορούσε να δώσει άλλο. Δεν είναι εύκολο να πεις σταματάω από την εθνική. Αν μου ‘λεγες να πάω τώρα, θα πήγαινα. Είναι πολλοί που θα το έκαναν. Ο Φάνης -που σημειωτέον δεν ήταν της προπόνησης- δεν υπήρχε περίπτωση να πει όχι στην εθνική ομάδα, τη γούσταρε, την ήθελε. Ο Φασούλας το ίδιο. Όλο αυτό που λέγεται εθνική ήταν για μας διακοπές χωρίς να είναι διακοπές”.

“Ο Γιάννης (σ.σ. Αντετοκούνμπο) δουλεύει σαν το μουλάρι στα χωράφια, γι’ αυτό πιστεύω ότι θα έχει και συνέχεια. Πάμε σε τεχνικές λεπτομέρειες. Όλοι το λένε, πρέπει να φτιάξει το σουτ του από μακριά, γιατί μπορεί να γίνει καλύτερος αμυντικός από τον Ντουράντ. Είναι ήδη καλύτερος πασέρ, απλά πρέπει λίγο να προσεγγίσουμε το σουτ του Ντουράντ που είναι εκπληκτικό”.

“Από αυτόν που θαυμάζεις, θες πάντα το κάτι παραπάνω, έχεις απαιτήσεις, ονειρεύεσαι γιατί σου δίνει το δικαίωμα”.

Ιστορίες γι’ αγρίους από παρκέ και αποδυτήρια

“Ό,τι θυμάται ένας αθλητής, ειδικά σε ομαδικά αθλήματα είναι τα αποδυτήρια και τα ταξίδια. Κανείς δεν θα μιλήσει για ένα παιχνίδι. Όταν βρισκόμαστε με τους άλλους, δεν λέμε, α, τότε που ο Φράνκο έβαλε το τελευταίο καλάθι με τη Ρεάλ και κερδίσαμε. Όλοι λέμε, ρε συ ο Θύμιος στις προετοιμασίες είχε όλα τα ρούχα του στην εντέλεια, θυμάσαι τότε που ο Παναγιώτης του πείραξε ένα μπλουζάκι;”

“Την εποχή Ίβκοβιτς στον Ολυμπιακό, ο Παπανικολάου έχει φέρει στα αποδυτήρια ένα κουκλάκι παπαγάλο που ηχογραφούσε όσα έλεγες και τα ‘λεγε μετά με τη φωνή του. Το είχε αφήσει ανοιχτό λοιπόν και πάνω που πάει να μιλήσει ο Ίβκοβιτς ακούμε ξαφνικά τον παπαγάλο. Ε, έγινε της κακομοίρας. Αυτά είναι που μένουν στους αθλητές”.

“Οι πιο χαβαλέδες συμπαίκτες που είχα; Σίγουρα πρώτος ο Δημήτρης Παπανικολάου. Δεύτερος ο Χρήστος Τσέκος. Ήμασταν δωμάτιο δύο χρόνια στην εθνική. Δεν υπάρχει, είναι η παρέα, περνάς καλά μαζί του. Τρίτος ο Γιάννης Παπαγιάννης από την Πάτρα που έπαιξε στον Παναθηναϊκό. Πέρασα δύο βράδια μαζί του με την εθνική. Έφυγα με αγκύλωση στο στόμα. Τέταρτος, ο Νίκος Οικονόμου. Είναι πολύ καλό παιδί αλλά ‘άξεστος’, καταλαβαίνεις την έννοια της λέξης; Έχει πάει για παράδειγμα στο σουπερμάρκετ και η ταμίας είναι Παναθηναϊκός. Εκείνοι έχουν μόλις χάσει από εμάς. Όπως ‘χτυπάει’ λοιπόν τα πράγματα η ταμίας, του λέει, α ρε Νίκο τι μας κάνατε χθες βράδυ, μας στεναχωρήσατε, και ο Νίκος γυρνάει και της λέει, έλα σε παρακαλώ χτύπα τα πλήκτρα να τελειώνουμε”.

 

“Υπάρχει ένα ιστορικό (σ.σ. στο σκηνικό με τον Γκαγκαλούδη) που δεν το γνωρίζει ο κόσμος. Επί μία βδομάδα πριν το ντέρμπι, ο Γκαγκαλούδης έβγαινε στα ραδιόφωνα και προκαλούσε. Το ματς ήταν πράγματι ντέρμπι και όλη η ένταση βγήκε σ’ εκείνη τη στιγμή. Ήταν ξεκάθαρα ‘ή σε νικάω ή με νικάς’. Παραδέχτηκε και ο ίδιος μετά ότι δεν τον έβρισα καθόλου. Είναι η στιγμή του αθλήματος που έχει μια άλλη μορφή, που δεν προσβάλλει κανέναν. Τον αναγνωρίζω σαν έναν από τους πιο έξυπνους παίκτες που γνώρισα. Παίζει μόνο με μυαλό και τεχνική και παίζει ακόμα μπάσκετ, είναι τρομερό”.

“Οι μπουνιές με τον Αλβέρτη ήταν της στιγμής. Παίζαμε στη Γλυφάδα, έγινε ένα σπρώξιμο και αρχίσαμε να βαράμε ο ένας τον άλλον σαν τα κοκόρια. Βλακείες. Το απόγευμα ήμασταν μαζί, θα μπορούσαμε να το ‘χουμε αποφύγει”.

“Κόκκινο πανί για μένα ήταν ο Λυπηρίδης, μέχρι που τον γνώρισα πραγματικά. Πρώτα απ’ όλα τον φοβόμουν. Ήταν σκληρός παίκτης και επειδή μου είχε κάνει μια ζημιά, τον είχα πάρει λίγο περίεργα. Όταν τον γνώρισα, κατάλαβα ότι είναι ένα εκπληκτικό παιδί . Δεν φοβήθηκα κανέναν άλλον”.

“Καλύτερη πεντάδα παικτών όπως τους έζησα. Στον άσο ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Τον έζησα στα τελευταία του στην εθνική. Στο δύο θα έβαζα τον Φορντ. Τρομερά εγωιστής, αλλά αναγνώριζε τις αξίες και είχε πολύ χιούμορ. Στο τρία, τον Φάνη. Ο Πάσπαλι στο τέσσερα και ο Φασούλας στο πέντε”.

“Άγχος είχα με πολλούς επιθετικούς, αλλά φόβο με κανέναν. Δύσκολος ήταν ο Γιανγκ της Λιμόζ. Και ο Πρέλεβιτς. Τον Φάνη δεν μπορούσες να τον μαρκάρεις, έκανε εκατό χιλιάδες πράγματα μέσα στο γήπεδο και ανά πάσα στιγμή σου έβαζε καλάθι. Με τον Γκάλη έπρεπε να είσαι τυχερός. Εγώ προσπαθούσα να μην πάρει την μπάλα”.

“Τον Γκάλη δεν θα τον βάλω πουθενά, γιατί είναι μια κατηγορία μόνος του. Δυστυχώς δεν είχα την τύχη να παίξουμε συμπαίκτες. Θεωρώ ότι σαν συμπαίκτης, ειδικά στα τελευταία του, δεν θα σκόραρε πολύ, αλλά θα μπορούσε να πασάρει την μπάλα όπως ήθελε και θα σε έκανε μάγκα. Δε θέλω να τον εντάξω σε μια πεντάδα, είναι σαν τον Ντράζεν, μια κατηγορία μόνος του”.

Ο τελευταίος των αμυντικών

 

Το λιγότερο που θα όφειλε να κάνει ένας δημοσιογράφος με τον Γιώργο Σιγάλα απέναντι είναι να τον βάλει να αναλύσει τι είναι αυτό που το λένε ντίφενς και αν οι προπονητές στις ομάδες της γειτονιάς μας είχαν δίκιο όταν έλεγαν ότι η άμυνα είναι μόνο θέμα διάθεσης.

“Πρώτα απ’ όλα πρέπει να ‘χεις ικανότητα σωματική και αθλητική. Αν κοιτάξεις δικές μου άμυνες, θα δεις ότι ο κώλος μου στο man-to-man φτάνει στο πάτωμα. Δεύτερον, έχει να κάνει με ποιον παίκτη μαρκάρεις. Υπήρχαν παίκτες που ήξερες ότι αν πάρουν την μπάλα, είσαι τελειωμένος, τι άμυνα και μαλακίες. Ο επιθετικός έχει πάντα το πρώτο βήμα, τέρμα τελείωσε. Επίσης υπήρχαν παίκτες που κινούνταν πάρα πολύ, αυτούς έπρεπε οπωσδήποτε να τους πηγαίνεις από πίσω, τρένο, βαγόνι”.

“Υπάρχει ένα μυστικό που μετά προσπάθησα να εφαρμόσω και το δούλευα στην προπόνηση με τον Έντι Τζόνσον. Αν ο σουτέρ απασφαλίσει, είναι τελειωμένη υπόθεση. Το θέμα είναι να βγάλεις το σουτ του από την ισορροπία. Να τον βγάλεις από το χέρι του, από τη θέση του. Πρέπει να είσαι ένα βήμα πιο γρήγορος από αυτόν”.

“Είχα την τύχη να μαρκάρω τον Ρέτζι Μίλερ, το τι ξύλο έφαγα δε λέγεται. Πρώτη φορά έφαγα ξύλο από επιθετικό. Ήταν τόσο σκληρός παίκτης γιατί έπρεπε να πάει στο σημείο που ήθελε. Ξύλο, αγκωνιές, κλωτσιές, γονατιές, σπρώξιμο για να βγει από τα σκριν και να σουτάρει”.

“Λένε, τι έκανες στο Τελ Αβίβ με τον Γκάλη, έβαλε μόνο 8 πόντους. Ό,τι έκανα, δεν το έκανα μόνος μου γιατί η άμυνα είναι ομαδική δουλειά, ειδικά στον Ολυμπιακό εκείνης της εποχής. Έχω παίξει και με τον Γκάλη στη Γλυφάδα και μου έχει βάλει 7/7. Το ένα ήταν καλάθι και φάουλ και πήγα και του έδωσα το χέρι. 7/7! Τι σκάουτινγκ μου λες… Αν θέλει ο άλλος, όσο καλός και να ‘σαι, σ’ έχει στο πρώτο βήμα. Αν είναι και στη μέρα του, είσαι τελειωμένος. Άρα η άμυνα έχει να κάνει με το ‘προσπαθώ να βγάλω τον επιθετικό από τις συνήθειές του’”.

Λίγο μετά τα 40, ο Γιώργος Σιγάλας άρχισε να ξαναδιαβάζει για τη Νομική, στην οποία είχε πάρει μεταγραφή από τα ΤΕΦΑΑ. Πέρασε μερικά μαθήματα του πρώτου έτους, αλλά δεν γινόταν να ακολουθήσει τις απαιτήσεις της σχολής. Παρότι ο Φωκιανός έχει τέσσερις ψηλές μπασκέτες, αρνείται να ρίξει κάνα σουτάκι. “Παίξαμε αυτό που μας αναλογούσε να παίξουμε”, μου λέει.

“Και μόνο που ασχολούμαι με τα παιδιά στον Φωκιανό και έχω και το ελιξήριο στο παιδικό της Ελευθερίας Μοσχάτου (σ.σ. του οποίου είναι πλέον ο προπονητής), είμαι εντάξει. Είναι πολλές ώρες, ΟΚ, αλλά δεν σκάβω. Κοιμάμαι 3,5 ώρες τη μέρα και 9 ώρες Σάββατο προς Κυριακή. Αυτή είναι η πραγματικότητα”.

“Οι γιοι μου είναι 13,5 και 7,5 ετών. Κάνουν καράτε και οι δύο. Τον μεγάλο τον έστειλα στον Αλβέρτη στα 8 και πήρε μια εικόνα για το μπάσκετ. Την επόμενη χρόνια συνέχισε να παίζει και μπάλα και του λέω, τώρα αποφασίζεις, ποδόσφαιρο ή μπάσκετ. Αποφάσισε το μπάσκετ. Καλός είναι, τώρα έχει λίγο τα γόνατά του και δεν παίζει”.

“Το μόνο που εύχομαι για τους γιους μου είναι να μπορέσουν μέσα από τον αθλητισμό να βγάλουν τις σπουδές τους. Για μένα πρέπει να φύγουν κατευθείαν Αμερική. Ένας αθλητής, για να μη μείνει στουρνάρι ή αιώνιος φοιτητής όπως εγώ στη Νομική, πρέπει να είναι σε πρόγραμμα. Και πρόγραμμα προσφέρει μόνο η Αμερική. Αν μπορέσουν να κερδίσουν έστω και μισή υποτροφία, θα αλλάξει η ζωή τους”.

Μου έβγαζαν διάφορα παρατσούκλια. ‘Καλύτερος συμπαίκτης’, ‘προπονητής στις τέσσερις γραμμές’. Το Ράμπο ήταν άσχετο, αλλά δεν ήταν κακό. Μια χαρά ήτανε

“Δεν γίνεται να μένεις πίσω. Πολλές φορές νομίζω ότι ήταν ένα όνειρο που τελείωσε, γιατί ζούμε πια σε εποχές που η πραγματικότητα είναι πολύ έντονη. Πρέπει να είσαι συνεπής σε αυτό που δημιούργησες, τι να το σκέφτεσαι τώρα το πίσω…”