ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

O Χρήστος Χωμενίδης έχει περπατήσει το Κυψέλη-Μαβίλη με μια άσπρη κελεμπία

Ένας δημοσιογράφος του Oneman πήγε στο σπίτι του Χρήστου Χωμενίδη και διαπίστωσε πως το να συζητά μαζί του για τους "αδερφούς Καραμάζοφ" του Ντοστογιέφσκι είναι εξίσου ενδιαφέρον με το να αναλύουν την παρουσία του Τόλη Βοσκόπουλου σε κάποια νυχτερινή πίστα.

Τα μόνα λογοτεχνικά events που είχα στο μυαλό μου πριν φτάσω στο Public την Τρίτη, 12 Ιανουαρίου ήταν κάποιες απαγγελίες τραγελαφικών στίχων από ήρωες σειρών όπως οι «Απαράδεκτοι» και «Οι Μεν και Οι Δεν», σε βραδινά σουαρέ, στο σπίτι κάποιου εκ των πρωταγωνιστών. Με γνώμονα αυτή την τηλεοπτική μου εμπειρία μπήκα στην αίθουσα του 5ου ορόφου, πλάι στο καφέ του πολυκαταστήματος, περιμένοντας να συναντήσω 4-5 περίεργους τύπους με κοκάλινα γυαλιά, οι οποίοι θα έμπλεκαν τα δάχτυλα τους στα μακριά τους γένια, καθώς θα άκουγαν τον Χρήστο Χωμενίδη να μιλά για το «Σύννεφο με παντελόνια» του Μαγιακόφκσι και τις εμπειρίες του Σολζενίτσιν από τα Γκουλάγκ της Σιβηρίας.

“Όλα για το βιβλίο: Ρωσική λογοτεχνία”

Προς έκπληξη δική μου, αλλά και του Χωμενίδη, όπως θα μου έλεγε μια μέρα μετά, με δυσκολία βρήκα θέση στην αίθουσα, αν και είχα φτάσει είκοσι λεπτά νωρίτερα από την έναρξη του event το οποίο ξεκινούσε στις 19:00. Η βασική μου έννοια ήταν να ξεμοναχιάσω το γνωστό συγγραφέα, θυμίζοντας του πως είχαμε συμφωνήσει τηλεφωνικά να κάνουμε μια συνέντευξη μετά το event, αλλά και να συγκρατήσω μερικά πράγματα από την εκδήλωση, ώστε να μπορέσω να του κάνω τις ανάλογες ερωτήσεις.

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

Λίγα λεπτά μετά τις εφτά, η αίθουσα είχε γεμίσει και ο Χρήστος Χωμενίδης, μαζί με τον έτερο συντονιστή της κουβέντας, Μάκη Προβατά, καλωσόριζαν τον Δημήτρη Τριανταφυλλίδη, καλεσμένο της βραδιάς και μεγάλο γνώστη της ρωσικής λογοτεχνίας και πραγματικότητας και μας ανακοίνωναν τα επί μέρους θέματα που θα αναλύονταν κατά τη διάρκεια της συνάντησης για την ρωσική λογοτεχνία.

Όσο οι συντονιστές αράδιαζαν ονόματα Ρώσων λογοτεχνών όπως αυτά του Ντοστογιέφσκι, του Μπουλγκάκοφ, του Γκόγκολ και του Πούσκιν, επεξεργαζόμουν το χώρο. Οι θέσεις ήταν γεμάτες, ενώ περίπου είκοσι άτομα παρακολουθούσαν όρθια την συζήτηση. Προς απογοήτευση μου, κανείς από τους παρευρισκόμενους δεν κάπνιζε πίπα, ούτε φορούσε πολύχρωμα φουλάρια.

«Θέλω να είμαι από την αρχή ξεκάθαρος μαζί σου. Στο event περίμενα ότι θα πιαστεί η μασέλα μου από τα χασμουρητά. Αντ’ αυτού με βρήκα να παρακολουθώ με αμείωτο ενδιαφέρον για μιάμιση ώρα τα όσα λέγατε», ήταν από τις πρώτες ατάκες που είπα την επομένη στον Χωμενίδη, ο οποίος μου αποκρίθηκε: «Δεν είναι καταπληκτικό αυτό; Σκέψου ότι ανάλογες εκδηλώσεις θα μπορούσαν να γίνουν για το σινεμά, για τις εικαστικές τέχνες και για οποιαδήποτε άλλη καλλιτεχνική δράση»

Δεν προσπαθούσα να κερδίσω την εύνοια του για την συνέχεια της συνέντευξης. Ήμουν ειλικρινής μαζί του. Φεύγοντας από τη βραδιά «Όλα για το βιβλίο: Ρωσική λογοτεχνία» του Public, είχα μάθει, μεταξύ άλλων, ότι ο Ντοστογιέφσκι δεν έγραφε ο ίδιος τα κείμενά του, αλλά τα υπαγόρευε στην γυναίκα του, ο Τολστόι είχε 40.000 δουλοπάροικους, ο Μπουλγκάκοφ έστελνε κεφάλαιο κεφάλαιο το βιβλίο του «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» στον Στάλιν για να το ελέγχει ο Ρώσος ηγέτης και εκείνος με τη σειρά του μόλις τελείωσε την ανάγνωση και του τελευταίου κεφαλαίου απάντησε στον Μπουλγκάκοφ «Αριστούργημα! Να μην δημοσιευθεί ποτέ» και ότι ο Μαγιακόφσκι στα 22 του φλέρταρε μια παντρεμένη γυναίκα και για μήνες αργότερα βρέθηκε να κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με εκείνη και τον σύζυγό της.

Αποκόμισα διόλου ευκαταφρόνητες πληροφορίες, αν σκεφτείς τη διάθεση με την οποία είχα ξεκινήσει από το σπίτι. Το πρόβλημα της βραδιάς ήρθε από αλλού. Όταν, στο τέλος της κουβέντας, πλησίασα τον Χωμενίδη για να του πω ποιος ήμουν και να πάμε κάπου να κάνουμε την συνέντευξη, μου απάντησε εντελώς ανέμελα πως με είχε ξεχάσει και ότι είχε κανονίσει κάτι άλλο. Ευτυχώς, η λύση βρέθηκε γρήγορα, αφού μου ζήτησε συγγνώμη και μου έδωσε ραντεβού για την επομένη στο σπίτι του, στην Κυψέλη.

Στο διαμέρισμα του Χωμενίδη

«Σε έβλεπα να φεύγεις με το καρό σακάκι, το σκαρπίνι και το 1.90 μπόι σου και μου έμοιαζες απόκοσμος, βγαλμένος από κάποιο βιβλίο. Έτσι κυκλοφορείς; Δεν σε κοιτάνε περίεργα στο δρόμο;» τον ρώτησα καθισμένος σε έναν καναπέ, κάτω από τρία πελώρια ράφια που κουβαλούσαν συνολικά πάνω από πεντακόσια βιβλία.

 

Μου είπε πως είχε ντυθεί έτσι για την περίσταση, όσο έπαιρνε ρουφηξιές από το ηλεκτρονικό του τσιγάρο και θυμήθηκε να μου αφηγηθεί μια σχετική ιστορία. «Κάποια στιγμή ήμασταν εδώ οι δυο μας (εκείνος και η κόρη του η Νίκη) και της έλεγα μια ιστορία για την Αίγυπτο και τις πυραμίδες. Πριν δεκαπέντε χρόνια που είχα πάει στην Αίγυπτο, είχα αγοράσει μια άσπρη κελεμπία. Εκεί που συζητούσαμε την έβγαλα και την φόρεσα. Είχε πάει εφτά και μισή και έπρεπε να την πάω στην μαμά της, η οποία μένει στην πλατεία Μαβίλη. Έκανα όλη την διαδρομή Κυψέλη-πλατεία Μαβίλη, φορώντας την κελεμπία. Αγόρασα τσιγάρα, καφέ, άφησα την Νίκη στην Αλεξάνδρα (την μητέρα της), ξαναπήγα στην πλατεία και πήρα μια εφημερίδα. Το πιστεύεις πως ο μόνος άνθρωπος που με κοίταξε παράξενα ήταν ένας παπάς ο οποίος με ρώτησε αν δούλευα στον «Ερυθρό Σταυρό», γιατί νόμισε ότι ήμουν γιατρός. Το συμπέρασμα που αποκόμισα είναι ότι ο κόσμος δεν εντυπωσιάζεται με τίποτα».

«Αν σου αρέσει κάτι, θέλεις να φορέσεις ή να κάνεις κάτι, να μην συγκρατείς τον εαυτό σου, γιατί η ζωή είναι μικρή και είναι ωραίο οι άνθρωποι όταν είναι νέοι και μπορούν, να κάνουν ό,τι τους κατεβαίνει στο κεφάλι».

Με αφορμή την παραπάνω συμβουλή, του είπα πως έχω όνειρο να γράψω κάποια στιγμή ένα βιβλίο και ζήτησα τη γνώμη του.

 

«Για να τα καταφέρεις χρειάζεσαι περιέργεια, παρατηρητικότητα και πάθος με τις λέξεις. Αν κάποιος θέλει πάρα πολύ να γίνει κάτι -και δε το λέω σαν μικρός Κοέλιο- θα το καταφέρει ή θα του φύγει τουλάχιστον η καύλα».

Ο Χωμενίδης εξέδωσε το «Σοφό παιδί», το πρώτο του βιβλίο, στα 23 του και δεν θα ήταν καθόλου παράξενο να την ψωνίσει σε μια τέτοια ηλικία. «Την ψώνισα για έξι μήνες και μετά πήγα φαντάρος. Δεν έκανα κάτι τρελό, απλώς είχα αρχίσει να μιλάω επί παντός του επιστητού. Για παράδειγμα, με είχε πάρει ένας δημοσιογράφος και με ρώτησε την γνώμη μου για τα λαχεία και εγώ αφού είπα την γνώμη μου για την κοινωνική σημασία των λαχείων, κατάλαβα ότι δεν είχα κανένα λόγο να έχω γνώμη για τα λαχεία και μάλιστα να την εκφράζω δημόσια. Κάπου εκεί λέω στον εαυτό μου «παιδί μου την έχεις ψωνίσει, πήγαινε φαντάρος να στρώσεις».

 

Παρά την γεμάτη αίθουσα στα Public την Τρίτη, πιστεύω πως ο κόσμος δεν διαβάζει. Ο Χωμενίδης γέμισε ένα ποτήρι λευκό κρασί και μου ανέλυσε γιατί δεν συμμερίζεται την άποψη μου: «Μιλάς με έναν άνθρωπο ο οποίος εδώ και 25 χρόνια ζει από τα βιβλία και έχει πουλήσει 600.000 αντίτυπα. Οπότε, θεωρώ ότι ο κόσμος διαβάζει». «Ναι, αλλά στην Ελλάδα είστε μετρημένοι στα δάχτυλα αυτοί που ζείτε από τα βιβλία σας», συνέχισα για να μου δώσει την δική του εκδοχή: «Και στην Αμερική είναι μετρημένοι στα δάχτυλα οι αντίστοιχοι συγγραφείς, αναλογικά με τον πληθυσμό. Όταν ήμουν στην Αμερική και έλεγα ότι ζω από βιβλία τα οποία είναι fiction και δεν είναι pulp fiction, δηλαδή αυτό που λέμε ροζ μυθιστορήματα, έμεναν όλοι άναυδοι. Υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα. Στα εκατομμύρια των βιβλίων που πωλούνται στην Αμερική δεν είναι όλα υψηλή λογοτεχνία. Pulp είναι. Να στο πω διαφορετικά. Από τον χώρο του σινεμά. Νομίζεις ότι ο Γούντι Άλεν είναι δημοφιλής στην Αμερική; Καθόλου».

Δεν μπορούσα να αφήσω ανεκμετάλλευτη την «πάσα» για τα «αισθηματογραφήματα» και ζήτησα να μου αναλύσει τον όρο. «Τα αισθηματογραφήματα τα κατατάσσω στην κατηγορία της «παρηγορητικής λογοτεχνίας». Τι είναι «παρηγορητική» λογοτεχνία; Διαβάζει η αναγνώστρια ένα βιβλίο και ταυτίζεται με την ηρωίδα. Στην ηρωίδα συμβαίνουν πράγματα και θαύματα, τα οποία διαδραματίζονται σε ωραία περιβάλλοντα, υπάρχει ερωτικό πάθος, ίντριγκα και ένα happy-end. Πολύ παρηγορητικό. Αυτό είναι. Δεν είναι ο Φίλιπ Ροθ το best seller στην Αμερική. Δεν είναι ο Πολ Όστερ. Δεν είναι καν αυτός ο καταπληκτικός ο Σεντάρις που είναι πιο εύθυμος. Είναι άλλα πράγματα».

Ακούγοντας για ροζ λογοτεχνία, “αισθηματογραφήματα” και “παρηγορητική” λογοτεχνία, θέλησα να μάθω τον ορισμό της λογοτεχνίας.

 

Κάναμε ολιγόλεπτη διακοπή, γιατί το «παπί» όπως λέει χαϊδευτικά την πεντάχρονη κόρη του, ήθελε να αλλάξει κινούμενο σχέδιο στο laptop, στο οποίο είχε αφοσιωθεί στον διπλανό καναπέ όσο εμείς συζητούσαμε. Μέχρι ο Χωμενίδης να επιστρέψει στην πολυθρόνα του, η κουβέντα είχε πάει στον ελεύθερο του χρόνο: «Πέρα από το διάβασμα, βλέπω πολλές ταινίες. Τις σειρές δεν τις μπορώ. Ξεκίνησα το Breaking Bad, αλλά το άφησα στην μέση. Δεν μπορώ να παρακολουθήσω μια ιστορία που κρατάει 37 ώρες».

«Νοικιάζω ταινίες από το video club. Μου έμαθε μια φίλη να κατεβάζω, αλλά δεν το κάνω, νιώθω τύψεις”. «Αν έβλεπες την “Νίκη” – το τελευταίο του βιβλίο- να κυκλοφορεί σε pdf στο ίντερνετ τι θα έκανες», τον ρώτησα; «Δεν θα μου άρεσε καθόλου. Θα γινόμουν έξαλλος. Εμείς οι καημένοι ζούμε από αυτό. Μας βγαίνουν τα μάτια έξω. Στύβουμε το κεφάλι μας, δίνουμε την ψυχή μας και περνάμε ώρες επί ωρών μπροστά σε ένα υπολογιστή. Γιατί αυτό δεν θα έπρεπε να εκτιμάται και να πληρώνεται; Αντιστοίχως και ο κόπος των μουσικών και των σκηνοθετών».

 

Αφού μιλήσαμε για τον ελεύθερο του χρόνο, ήρθε η ώρα να μιλήσουμε και για το πρόγραμμα του όταν γράφει κάποιο βιβλίο. «Πριν δύο χρόνια εξέδωσα την Νίκη, αλλά έχω ήδη ένα έτοιμο βιβλίο που θα βγει τον Μάρτιο. Αυτή την εποχή δεν γράφω, γιατί το προηγούμενο το τελείωσα τον Δεκέμβριο. Είναι μία από τις ελάχιστες περιόδους της ζωής μου που περνάω τελείως χαλαρά».

«Αν γράψω 500 λέξεις σε μια μέρα νιώθω ότι έχω υπάρξει τρομερά παραγωγικός. Συνήθως 300 είναι μια χαρά. Δεν μπορώ παραπάνω. Θα ανησυχούσα αν έγραφα 5.000 λέξεις. Αποκλείεται να ήταν της ποιότητας που εγώ θέλω. Αγαπημένο, άλλωστε, πλήκτρο ενός συγγραφέα είναι το «delete». Σβήνουμε μέχρι να φτάσουμε στο σημείο να αρθρώσουμε την φράση όπως ακριβώς την θέλουμε»

Όταν τον ρώτησα αν παρατάει τις παρέες τους στα καλά καθούμενα, για χάρη της έμπνευσης, ώστε να τρέξει στο σπίτι του και να την αποτυπώσει στο χαρτί, μου απάντησε:

 

Σηκώθηκε για να αλλάξει ταινία στην Νίκη και με ρώτησε αν είχα πάρει το τελευταίο του βιβλίο. Του έγνεψα αρνητικά και εκείνος μου έκανε δώρο την «Νίκη». «Η «Νίκη» δεν είναι ένα βιβλίο για την μητέρα μου (σ.σ. Νίκη έλεγαν και την μητέρα του). Είναι ένα βιβλίο που αναπλάθει ένα ολόκληρο κόσμο στον οποίο υπήρξα εγώ ως παιδάκι και ρούφηξα τις ιστορίες του. Επίκεντρο ήταν η μάνα μου, αλλά δεν ήταν μόνο η μάνα μου. Το βιβλίο ξεκίνησε επειδή είχα την διακαή επιθυμία αυτές τις ιστορίες να τις μεταβιβάσω στην Νίκη (σ.σ. την κόρη του) και αποφάσισα να τις της γράψω κιόλας. Είναι ένα βιβλίο με απεύθυνση».

 

Μεγάλο μέρος της «Νίκης» εκτυλίσσεται στον εμφύλιο πόλεμο. «Νομίζω ότι είναι της μόδας τελευταία ο εμφύλιος», είπα φωναχτά την σκέψη μου. «Κι εγώ και έχει ευτελισθεί. Ποτέ δεν συνάντησα κάποιον άνθρωπο που να συμμετείχε στ’ αλήθεια στον εμφύλιο και να μην μου πει ότι ήταν ό,τι χειρότερο έχει ζήσει. Ότι η φρίκη ήταν απείρως μεγαλύτερη από τον ηρωισμό ή το έπος και ότι πρέπει να ευχόμαστε να μην ξανασυμβεί ποτέ και για κανένα λόγο εμφύλιος. Στην ουσία μόδα δεν έγινε ο εμφύλιος, αλλά μια καρικατούρα του».

«Τους συγγενείς μου που βίωσαν τον εμφύλιο τους έζησα. Τον παππού μου, που ήταν γραμματέας του ΚΚΕ προπολεμικά τον είχα γνωρίσει πάρα πολύ καλά, γιατί όταν γεννήθηκα εγώ εκείνος ήταν μεν εξήντα, αλλά έζησε εκατό χρόνια. Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον και πολύτιμο να έχεις στην οικογένεια σου τέτοια άτομα. Για αυτό και υπάρχει μια κρητική παροιμία που λέει “όποιος δεν έχει γέρο, πάει και αγοράζει”. Φαντάζομαι και ελπίζω τα παιδιά της Νίκης να θέλουν να ακούν από εμένα πώς ήταν το δημοψήφισμα ή η ελληνική “belle époque” από το 1990 μέχρι το 2009».

«Γράφτηκε ιστορία από το 2009 μέχρι σήμερα»; τον ρώτησα. «Ναι, πάντα γράφεται ιστορία. Απλώς, αυτή την περίοδο επιταχύνθηκε η ζωή. Ο εμφύλιος είναι εξέχον κομμάτι της ιστορίας μας, γιατί ετέθησαν δύο ερωτήματα τα οποία είναι αλληλένδετα και τα οποία απαντήθηκαν. Ίσως άδικα ίσως στρεβλά, σίγουρα διά της βίας. Τα ερωτήματα ήταν τι κοινωνικοπολιτικό σύστημα θέλαμε να επικρατήσει στη χώρα μας και σε ποιο γεωπολιτικό στρατόπεδο θέλαμε να ανήκουμε. Απαντήθηκαν γιατί κέρδισαν οι αστικές δυνάμεις, το κοινωνικοπολιτικό σύστημα ήταν η αστική δημοκρατία κι ήμασταν στο ΝΑΤΟ. Αν είχε κερδίσει ο δημοκρατικός στρατός της Ελλάδας, θα είχαμε αυτό που λεγόταν λαϊκή δημοκρατία και θα ήμασταν στο σύμφωνο Βαρσοβίας».

 

«Οπότε, η έξοδος από την Ευρώπη ταυτίζεται με το ΚΚΕ»; συνέχισα. Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο στον ήχο μια πάπιας. Ήταν η φίλη του, την οποία αφού ενημέρωσε πως έδινε συνέντευξη, βρήκε την ευκαιρία να την ρωτήσει πώς μαγειρεύεται το σαγανάκι, μιας και είχε τάξει στην Νίκη να της φτιάξει μόλις θα έφευγα.

Έκλεισε το τηλέφωνο και του θύμισα πού είχαμε αφήσει την συζήτησή μας. «Το ΚΚΕ έχει μια συγκροτημένη πάγια και σοβαρή θέση για το τι θα σήμαινε η πραγματοποίηση των στρατιωτικών του στόχων. Μάλιστα η πρώην γραμματέας του, η κυρία Παπαρήγα το είχε πει πολύ καθαρά «εμένα το ιδεώδες μου ως χώρα ήταν η σοσιαλιστική δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας». Και αν ρωτήσεις ανθρώπους που έχουν ζήσει εκεί, θα σου πουν ότι υπήρχαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Δεν υπήρχε ελευθερία όπως την εννοούμε εμείς. Δεν θα μπορούσες να λες την γνώμη σου. Δεν θα μπορούσα να σκέφτεται η Νίκη μου αν θα φορέσει μπλε ή ροζ καλσόν και να πηγαίνει στα «ΗΜ» να αγοράζει ό,τι θέλει.

Από την άλλη μεριά η υγεία θα ήταν δωρεάν και θα ήταν πραγματικά υγεία. Η παιδεία θα ήταν δωρεάν και θα ήταν πραγματική παιδεία. Η ανεργία θα ήταν στο μηδέν και θα τρώγαμε ωραιότατα βασικά πράγματα. Θα ζούσαμε λιτά. Θα καθόμασταν στις αυλές. Θα πίναμε ρετσίνα και θα τραγουδάγαμε με μια κιθαρίτσα. Αν μας αρέσει αυτό ας το πούμε καθαρά. Από το 62% που ψήφισε στο δημοψήφισμα «ΟΧΙ» δεν υπήρξε ούτε ένα 3% για να βάλει την ΛΑΕ μέσα στη βουλή; Δεν είμαι μαζί τους, αλλά το βρίσκω έντιμο να λένε ότι θέλουν να βγουν από την Ευρώπη».

 

Η κουβέντα συνεχίστηκε στην κουζίνα όπου του ανέλυσα και την δική μου άποψη. Κάναμε μια αναδρομή στα χρόνια του μνημονίου και στον ένα χρόνο ΣΥΡΙΖΑ. Πώς από τον ΓΑΠ μόλις επιστρέψαμε στο σαλόνι, είχαμε φτάσει να μιλάμε για τον Μίκη Θεοδωράκη, δεν το κατάλαβα. «Εγώ, μου λέει ο Μίκης, έγραφα τραγουδάκια για να χορεύει ο μπαμπάς μου και η μαμά μου κι η μεγάλη μου επιτυχία ήταν όταν αυτά που έπαιζα τους έκαναν να σηκώνονται από τον καναπέ και να χορεύουν βαλς. Όλα αυτά που έχω κάνει, δεν συγκρίνονταν με την χαρά που είχα πάρει όταν ήμουν μικρός και έβλεπα αυτούς τους ανθρώπους, με τα πρώτα μου κομμάτια, να σηκώνονται και να χορεύουν. Όταν θα πεθάνω θα βρεθώ σε ένα άλλο κόσμο που θα υπάρχει ένα άλλο πιάνο, θα τους παίζω και αυτοί θα χορεύουν αιώνια».

 

Συζητώντας για τον Θεοδωράκη, μου ήρθε συνειρμικά, λόγω ηλικίας, στο μυαλό ο Μητσοτάκης. “Ο Θεοδωράκης και ο Μητσοτάκης είναι η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Τι θα γίνει άραγε όταν πεθάνουν;” αναρωτήθηκα.

«Το θέμα με αυτούς τους δύο είναι ότι έζησαν πάρα πολλά χρόνια. Όταν πέθανε ο Χατζηδάκις δεν έγινε κάτι, γιατί ήταν 68 ετών. Ο Μητσοτάκης είναι κάτι σαν ένας αρχέγονος αρχηγός φυλής. Από την άλλη, ο Θεοδωράκης είναι μια κατηγορία καλλιτέχνη που ήταν και πατέρας του έθνους. Άσχετο που ο ίδιος έκανε κατάχρηση αυτού του πράγματος και κάποιες φορές έχασαν την βαρύτητα τους τα λόγια του. Έδινε την κατεύθυνση στο έθνος. Πριν από αυτόν ήταν ο Παλαμάς. Ό,τι έλεγε στην μεσοπολεμική Ελλάδα ήταν σημαντικό. Αυτή η αντίληψη ότι υπάρχει ένας καλλιτέχνης ο οποίος είναι ο πατέρας του λαού ή του έθνους νομίζω ότι δεν χρειάζεται πλέον. Είναι δείγμα προνεωτερισμού. Ο Βέρντι ήταν κάτι αντίστοιχο στην Ιταλία. Ο Ντέιβιντ Μπάουι δεν ήταν πατέρας κανενός έθνους. Η σημερινή κοινωνία δεν έχει ανάγκη από κάτι τέτοιο. Θέλουμε ένα μπαμπά να μας καθοδηγεί»;

Για να ελαφρύνουμε το κλίμα επιστρέψαμε την κουβέντα στην μουσική. Μου ανέφερε πως του αρέσει ο Άκης Πάνου, ο Ζαμπέτας, ο Χιώτης και πως δυστυχώς δεν έχουν ακόμα ξεπεραστεί, ενώ μου είπε πως επί δέκα χρόνια πήγαινε τρεις φορές την εβδομάδα στα μπουζούκια και του άρεσε να βλέπει ζωντανά τον Βοσκόπουλο. Όταν του εξέφρασα τις αμφιβολίες μου για το κατά πόσο ο Βοσκόπουλος μπορεί ακόμη να τραγουδάει μου απάντησε:

 

Είχαμε μιλήσει για θέματα από τον εμφύλιο μέχρι τον Βοσκόπουλο. Δεν είχα να ρωτήσω κάτι άλλο. Πριν κλείσω το κασετοφωνάκι και αφήσω την Νίκη να φάει το σαγανάκι που θα της έφτιαχνε ο μπαμπάς της, ζήτησα μόνο κάποιες επιπλέον πληροφορίες για τις συναντήσεις στο Public. «Κάναμε μια δοκιμαστική συνάντηση την 1η Δεκεμβρίου για την αμερικάνικη λογοτεχνία με επίκεντρο την Νέα Υόρκη και είχαμε για γκεστ τον Κωνσταντίνο Τζούμα, ο οποίος έχει ζήσει πολύ στην Νέα Υόρκη και είναι φανατικός αναγνώστης βιβλίων και την Κατερίνα Καφετζή, τη διευθύντρια του «Εν Λευκώ». Στο δεύτερο event μιλήσαμε για την γαλλική λογοτεχνία και ήταν μαζί μας η Ζυράννα Ζατέλη. Η επόμενη συνάντηση θα είναι στις 2 Φλεβάρη με θέμα τον Καβάφη και θα είναι παρών ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ο πιο σπουδαίος εν ζωή «καβαφολόγος».

Έκλεισα το κασετοφωνάκι, ο Χρήστος πήρε αγκαλιά την Νίκη και με ξεπροβόδισαν. Το επόμενο ραντεβού μας δόθηκε για αυτή την Τρίτη (2/2) στο Public. Μέχρι τότε θα έχω τελειώσει την «Νίκη». Τις όποιες γνώσεις μου στην ποίηση του Καβάφη δεν θα τις «ξεσκονίσω», προτιμώ να αφεθώ στα «χέρια» των ειδικών.