ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Paul Rudd: “Λατρεύω την αμηχανία”

Ο δημοφιλής κωμικός μιλάει την Τζένιφερ Άνιστον, τα “Φιλαράκια”, και την εμπειρία του να γυρίζεις μια γυμνή κωμωδία.

O Πολ Ραντ έχει εξελιχθεί αργά αλλά σταθερά, την τελευταία δεκαετία, σε μια από τις πιο αξιόλογες κωμικές παρουσίες του αμερικάνικου σινεμά – αν όχι, για πολλούς, ως και αρκετά ισχυρή ένδειξη για το αν μια κωμωδία αξίζει. Με ισχυρούς δεσμούς με το Εργοστάσιο Άπατοου (έχει εμφανιστεί σε μισή ντουζίνα ταινιών του διάσημου σκηνοθέτη/παραγωγού) αλλά και με πρωταγωνιστική παρουσία σε αδερφικές κωμωδίες όπως το “I Love You, Man” (το οποίο ο καθένας από εμάς οφείλει να δει κάποτε με τον κολλητό του), ο Ραντ είναι ξεκάθαρα μια απόλυτη περίπτωση φοβερά συμπαθούς κωμικού που θα σε κάνει να δεις μια ταινία απλώς και μόνο επειδή παίζε σε αυτή.

 

Στην κωμωδία “Wanderlust” (“Από Γιάπηδες… Χίπηδες”), ο Ραντ ενώνεται επί της μεγάλης οθόνης με τη φίλη του Τζένιφερ Άνιστον (δίπλα στην οποία, στα “Φιλαράκια”, είχε κάνει το ξεκίνημά του πριν καμιά δεκαριά χρόνια) για να παίξουν ένα τυπικό πολυάσχολο ζευγάρι τους μεγαλούπολης που η κρίση το αναγκάζει να μετακομίσει στην επαρχία – μόνο που εκεί θα πετύχουν ένα κοινόβιο, του οποίου ο εναλλακτικός τρόπος ζωής μοιάζει ειδυλλιακός. Εκεί δεν υπάρχουν χρήματα, δεν υπάρχουν καριέρες, δεν υπάρχει άγχος, δεν υπάρχουν, εχμ, ρούχα.

Το ΟΝΕΜΑΝ εξασφάλισε μια αποκλειστική συνέντευξη του Πολ Ραντ με αφορμή αυτή τη γυμνή κωμωδία, στην οποία μιλάει για τον Άπατοου, για την Τζένιφερ Άνιστον, για την κωμωδία που αγαπά, για τον Στιβ Μάρτιν, και για την θέλησή του να δημιουργεί κι όχι απλώς να ερμηνεύει.

 

Με την Τζένιφερ Άνιστον είστε φίλοι πολύ καιρό και στο “Από Γιάπηδες… Χίπηδες” δουλεύετε ξανά μαζί. Πώς ήταν;

Φοβερά. Η Τζένιφερ είναι πολύ αστεία και είμαστε φίλοι για χρόνια. Είναι ωραία όταν δουλεύεις με φίλους σου, το να κάνεις μια ταινία πρέπει να είναι πολύ διασκεδαστική εμπειρία, δε νομίζω πως θα πρέπει να είναι δύσκολο. Στην περίπτωση αυτής της ταινίας που ήμασταν σε ένα χωριό της Τζόρζια, παίρνει μήνες όλο αυτό, κανείς δεν πάει πουθενά, οπότε πρέπει να περνάς καλά εκεί.

Πώς ήταν η Μαλίν Άκερμαν;

Φοβερή και πολύ ταλαντούχα. Δε την γνώριζα προσωπικά, απλά ότι είναι αστεία, αφοπλιστική και όμορφη. Αλλά είναι και άφοβη, δηλαδή δεν έχει φόβο… Θεέ μου, θα πει τα πάντα, ότι της δώσεις, σε κάθε σκηνή, κάθε στιγμή, τρελάθηκα.

Θα πρέπει να ήταν πολ ή περίεργη η σκηνή που πήγες να την ξελογιάσεις στην ταινία, πολύ αμήχανη και αστεία.

Ναι, και μόνο όλα αυτά τα αηδιαστικά πράγματα που λέω, και στη Μαλίν κιόλας, ήταν πολύ άβολο. Αλλά λατρεύω την αμηχανία σε κάθε της μορφή.

 

Πώς ήταν το τόσο πολύ γυμνό στο σετ;

Α, με τον γυμνό που έφτιαχνε το κρασί τα βρήκαμε γρήγορα, δεν ταράχτηκα καθόλου. Αλλά ήταν περίεργο να δουλεύω γύρω από τόσους γυμνούς ανθρώπους. Όλοι αυτοί οι γυμνιστές που ήταν στο σετ, αισθανόμουν άσχημα γι’αυτούς γιατί έκανε ψοφόκρυο! Άσε που πρέπει να εστιάζεις στην οπτική επαφή για να μην το κάνεις άβολο.

Μερικές από τις πιο αστείες σου σκηνές στην ταινία είναι με τον Κεν Μαρίνο, ο οποίος λέει πως υπάρχουν μερικά πραγματικά εξωφρενικά σκηνικά που βρίσκονται μόνο στο DVD.

Ναι, υπάρχει πρακτικά άλλη μία ταινία εκεί μέσα. Επίσης ο Κεν είναι τρελός. Και τρελά αστείος. Είναι πολύ διασκεδαστικό να παίζει μαλάκες ο Κεν, είναι πολύ καλός σε αυτό! Κάναμε μια σειρά, το “Party Down”, όπου έπαιζε το ανίδεο αφεντικό. Είναι φοβερός.

Λένε πως δεν υπάρχει ματαιοδοξία στην κωμωδία. Το να μην παίρνεις τον εαυτό σου στα σοβαρά είναι σημαντικό και στη ζωή αλλά και στη βιομηχανία, σωστά;

Ό,τι κι αν κάνεις, δεν πρέπει να το πάρεις στα σοβαρά. Δεν μπορούμε να πάρουμε τους εαυτούς μας σοβαρά, αυτό εννοώ. Μπορείς να πάρεις τη δουλειά σοπυ στα σοβαρά, ΟΚ. Αλλά τον εαυτό σου; Μπλιαχ.

Σε πρωτοείδαμε στα “Φιλαράκια”, όλος ο πλανήτης στην πραγματικότητα, ήταν η μεγαλύτερη σειρά στον κόσμο. Πώς ήταν η εμπειρία;

Σουρεάλ. Υποτίθεται πως θα έκανα μόνο δυο επεισόδια, και μετά γράφαν άλλο ένα κι ήταν σε φάση “έχουν αυτή την ιδέα για ένα επεισόδιο με σένα σε δυο βδομάδες”, οπότε σταδιακά έγινε περισσότερο από όσο περίμενα. Υπό μία έννοια, ήταν σα να ακουμπάω το δάχτυλό μου σε μια πισίνα και να συνηθίζω τη θερμοκρασία, τέτοιο πράγμα. Το καλό είναι ότι ήξερα ήδη τη Τζένιφερ και τον Ντέιβιντ Σουίμερ, οπότε αυτό τα έκανε όλα πιο εύκολα. Αλλά ήθελα απλά να αράξω, να κάνω πίσω, η σειρά ήταν γι’αυτούς. Κι ενώ το διασκέδασα, η όλη εμπειρία ήταν κάπως σα μια θολούρα. Και σουρεάλ.

Ποτέ δεν ξεπέρασα το γεγονός ότι έκανα ας πούμε το 10 επεισόδιο μου ξερωγώ, και ακόμα σκεφτόμουν “Δε το πιστεύω ότι κάθομαι στο Central Perk. Είναι τόσο περίεργο.” Και στο τελευταίο επεισόδιο της σειράς, καθόμουν εκεί και κοίταζα αυτό το γαλλικό πόστερ που είχαν στο διαμέρισμα, που έγραφε ‘Jouets’ και σκεφτόμουν, “Αυτό είναι το πράγμα που βλέπω συνέχεια στην τηλεόραση. Είναι αυτό το πόστερ!” Και τώρα το είχα μπροστά μου. Αυτό, το ίδιο πόστερ.

 

Η γνωριμία με τον Τζαντ Άπατοου ήταν άλλος ένας σταθμός για σένα;

Σίγουρα έπαιξε τεράστιο ρόλο -τον μεγαλύτερο, υποθέτω- στην καριέρα μου. Ο στόχος μου πάντα ήταν να έχω ως επάγγελμα το να είμαι ηθοποιός και πολλά από τα πράγματα που έχω κάνει δεν είναι πραγματικά κωμωδία, αν και πάντα ήμουν φαν της κωμωδίας. Δεν είμαι κωμικός, δεν προέρχομαι από το χώρο των σκετς, τίποτα τέτοιο. Αλλά γνώρισα τον Τζαντ κάνοντας το “Anchorman” και μετά κάναμε το “40 Year Old Virgin” και το” Knocked Up” και μόλις τελείωσα και το “This Is 40” με τον Τζαντ, οπότε έχω δουλέψει πολύ με τον τύπο. Είναι πάρα πολύ καλός.

Οπότε όταν ήσουν νέος δε σε ενδιέφερε απαραιτητα να γίνεις κωμικός. Όμως τι ήταν αυτό που τελικά σε ενέπνευσε;

Λάτρευα τους κωμικούς και πάντα μου άρεσε η κωμωδία, αλλά ως φαν. Χρησιμοποιούσα το χιούμορ για να ανταπεξέλθω των πιο τραυματικών εμπειριών στη ζωή μου -κι ακόμα το χρησιμοποιώ- αλλά ένα από τα πρώτα πράγματα που θυμάμαι είναι ο Στιβ Μάρτιν. Άκουγα τις ηχογραφημένες κωμωδίες του όλη την ώρα. Πολλοί από τους ανθρώπους που μπήκαν στο χώρο και με τους οποίους συνεργάστηκα (Τζαντ Άπατοου, Στιβ Καρέλ, Έιμι Πόλερ), επηρεάστηκαν πραγματικά από αυτές τις ηχογραφήσεις του Στιβ Μάρτιν. Τους άκουγα ξανά και ξανά και την πρώτη φορά θυμάμαι να σκέφτομαι, “Θεέ μου, τι φοβερή δουλειά!”

Εκτός του ίδιου του υλικού, το οποίο ήταν φρέσκο, καινούριο και σπουδαίο, είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε έναν ώριμο άνθρωπο να γίνεται εντελώς σαχλός. Ήταν οι πρώτοι κωμικοί δίσκοι που αγάπησα και τους άκουγα συνέχεια και σκεφτόμουν, “Θεέ μου, βγάζει λεφτά μιλώντας και κάνοντας αστεία,” και νομίζω πως αυτό είχε τρομερή επιρροή πάνω μου. Και σκε΄φτηκα, “Το stand-up comedy θα ήταν κάτι που θα με ενδιέφερε;” Επειδή λάτρευα να παρακολουθώ κωμικούς, αναζήτησα την ίδια την κωμωδία.

 

Και τι συμβαίνει με το θέατρο; Προφανώς έχεις βρεθεί στη σκηνή, αλλά η Τζένιφερ είπε ότι την έκανες να μη θέλει να κάνει θέατρο…

Τι; Πώς το έκανα αυτό;

Λέγοντάς της πως ουσιαστικά δεν μπορείς να έχεις ζωή όταν κάνεις θέατρο.

Δεν το έθεσα έτσι ακριβώς, δε θα έδιωχνα ποτέ κάποιον από το θέατρο, αλλά το πρόγραμμα είναι όντως εξουθενωτικό. 8 παραστάσεις τη βδομάδα είναι κάτι πολύ έντονο. Και από τη φύση αυτού του πράγματος, πρέπει να βάλεις όλο σου το είναι. Αυτή είναι η ειλικρινής μου γνώμη.

Είσαι επίσης και παραγωγός, οπότε είναι αυτό ένας τρόπος για σένα ως ηθοποιός να αισθάνεσαι πως έχεις μεγαλύτερο έλεγχο πάνω σε αυτό που κάνεις;

Είναι ωραίο να εμπλέκεσαι δημιουργικά. Πάντα ζήλευα τους μουσικούς, τους συγγραφείς και τους ζωγράφους -ίσως και να ήμουν λίγο αφελής- που μπορούσαν να κάνουν αυτό που κάνουν, και μπορούσε να είναι κάτι εντελώς δικό τους, χωρίς επιρροή άλλων. Ένας συνθέτης μπορεί να κάτσει και να γράψει ακριβώς το τραγούδι που έχει στο μυαλό του και μετά να το παίξει. Ένας ζωγράφος μπορεί να ζωγραφίσει ό,τι θέλει, ένας συγγραφέας να γράψει ένα βιβλίο – και ναι, έχει εκδότες και όλα αυτά τα πράγματα, αλλά σε μια ταινία είναι τόσοι οι παράγοντες, είναι ομαδική δουλειά.

Ως παραγωγός, είναι ωραίο να μπορώ να δω αρκετές λήψεις και να πω, “Α, νομίζω πως αν κάνεις αυτό, τότε αυτή είναι η σωστή λήψη”, αντί απλώς να φτάνω στο σετ, να στέκομαι εκεί που πρέπει, να λέω τις ατάκες μου και να πηγαίνω σπίτι.

 

Το “Από Γιάπηδες… Χίπηδες” κυκλοφορεί σε DVD & Blu-ray από τη Sony Pictures Home Entertainment Hellas.