ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Στον Νίκο Οικονόμου δεν χαρίστηκε τίποτα

Μια συζήτηση γεμάτη μπάσκετ, αναμνήσεις, παραδοχές και καθόλου δημόσιες σχέσεις.

Αν ένα πράγμα έκανε πολύ καλά η χώρα μας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘90, ήταν να δημιουργεί υπέροχες μπασκετικές ιστορίες. Ιστορίες γεμάτες θριάμβους, ‘τραγωδίες’, δάκρυα χαράς και λύπης και καντάρια ταλέντου από τους πρωταγωνιστές τους.

Σειρές τελικών που έμειναν στην ιστορία, χαμένα Final 4, ελληνικοί εμφύλιοι σε ευρωπαϊκούς ημιτελικούς, Παρίσι, Ρώμη, το καλύτερο πρωτάθλημα στην Ευρώπη, αστέρια και ομαδάρες που κάθε επίσκεψη στην έδρα τους μύριζε ήττα. Αλλά ταυτόχρονα, μπόλικος φανατισμός, υπερβολές, εξώφυλλα με τίτλους παροξυσμού. Ελλάδα.

Για όσους από εμάς μεγαλώσαμε και μάθαμε να αγαπάμε το μπάσκετ εκείνα τα χρόνια, κάποια πρόσωπα έχουν μοιραία συνδεθεί με αυτές τις αναμνήσεις. Και ο Νίκος Οικονόμου, είναι αναμφίβολα ένα από αυτά, ένας απ’ τους πρωταγωνιστές των απίθανων αυτών ιστοριών που συνθέτουν το ελληνικό μπάσκετ της πρώτης του ‘χρυσής’ εποχής.

Ο Παναθηναϊκός, η Εθνική ομάδα, η Κίντερ και η μετακίνηση στον Ολυμπιακό στις αρχές των‘00s, τα χρόνια στο εξωτερικό και η πρώτη θητεία στον Πανιώνιο. Το παιδί που στα 18 του χρόνια άφησε την γειτονιά του στη Νίκαια για τον μεγάλο Παναθηναϊκό που έχτιζαν οι Γιαννακόπουλοι, σίγουρα έγραψε τη δική του ιστορία στο ελληνικό μπάσκετ. Και συνεχίζει να τη γράφει και σήμερα, ως προπονητής πια. Αποφεύγοντας, όπως και τα χρόνια που φορούσε ακόμα σορτσάκια, τα μεγάλα λόγια και τις δημόσιες σχέσεις, σε βαθμό ίσως παρεξηγήσιμο.

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Μια συζήτηση με τον Νίκο Οικονόμου είναι βέβαιο ότι δεν θα ήταν αρκετή για να ξεδιπλωθεί ολόκληρο το κουβάρι της καριέρας του. Για να γίνει κάτι τέτοιο, χρειάζονται ημέρες και υλικό που θα γέμιζε μερικά βιβλία. Ήταν όμως υπέρ-αρκετή για να μας μεταφέρει για λίγο στο κλίμα εκείνης της εποχής και να με κάνει να ξαναζήσω εκείνους τους αγώνες που σήμερα έχουν λάβει θρυλικές διαστάσεις στο κεφάλι μου.

Στην επίσκεψή μου στο περίπτερο εκείνο το απόγευμα, οριακά δεν ζήτησα απ’ τον περιπτερά να μου δώσει το τελευταίο τεύχος του ‘Τριπόντου’.

Στα ανοιχτά γήπεδα της Νίκαιας

Τα πρώτα του σουτ, ο Νίκος Οικονόμου τα έβαλε στα ανοιχτά γηπεδάκια της γειτονιάς του. Και μπορεί να μην ήταν συγκρίσιμα με τα μεγάλα σουτ που θα έπαιρνε στη συνέχεια της καριέρας του, ήταν όμως αυτά που του έδωσαν το εισιτήριο για να παίξει δίπλα στους ‘μεγάλους’.

Πρωτοξεκίνησα το μπάσκετ όταν ήμουν 8-9 χρονών. Μέναμε στην Νίκαια τότε και γυρίζοντας από καλοκαιρινές διακοπές, είδα στην γέφυρα εκεί το ανοιχτό γηπεδάκι. Είχα ήδη δοκιμάσει ποδόσφαιρο και κολύμπι, οπότε έδωσα μια ευκαιρία και στο μπάσκετ. Γράφτηκα κι έτσι ξεκίνησε όλο αυτό το ταξίδι”.

Από την πρώτη μέρα το πήρα σοβαρά. Ο Ιωνικός Νικαίας ήταν μια ομάδα που είχε τότε καλούς παμπαίδες, εφηβικό κι ανδρικό. Κι επίσης δεν ήταν όπως σήμερα, που τα παιδιά έχουν τόσους πειρασμούς για να μην ασχοληθούν με τον αθλητισμό. Εμείς δεν είχαμε κάτι άλλο να κάνουμε, κάθε μέρα ήμασταν στο γήπεδο, μετά το σχολείο περπατούσαμε ώρα για να πάμε στην προπόνηση”.

Τότε ο κανόνας ήταν τα ανοιχτά γήπεδα, τρώγαμε πάρα πολύ κρύο, θυμάμαι βάζαμε οινόπνευμα στα χέρια μας, δεν μπορούσαμε να πιάσουμε την μπάλα. Όταν μπαίναμε στο κλειστό ήταν δώρο. Τα πρώτα μου παπούτσια ήταν κάτι all-star κόκκινα

Εκείνα τα χρόνια στον Ιωνικό ήταν ο Αλεξανδρίδης, ο Λαουτάρης, ο Περτέσης, ο συγχωρεμένος ο Κώστας ο Πετρίδης, με προπονητή τον Θόδωρα τον Μπολάτογλου. Οι μεγάλοι τότε με βλέπανε συνέχεια στο ανοιχτό με μία μπάλα και του είπαν του Μπολάτογλου πως είμαι καλός και πως πρέπει να με φέρει μέσα να προπονηθώ μαζί τους. Ήμουν 14 χρονών και κάπως έτσι ξεκίνησα σιγά-σιγά στο ανδρικό”. Δεν άργησε πάντως να δείξει ότι η θέση του ήταν ακριβώς εκεί, δίπλα στους άνδρες.

Αργότερα, στα 16-17, απέκτησα πρωταγωνιστικό ρόλο, στα 17 τελείωσα τη χρονιά στους πρώτους σκόρερ και ήμουν και πρώτος ριμπάουντερ, είχε έρθει ο Απόστολος Κόντος πια προπονητής στο ανδρικό. Εκείνα τα χρόνια βέβαια δεν ήταν εύκολο να φύγεις από μια ομάδα με μεταγραφή. Το μπάσκετ ήδη είχε γίνει πολύ πιο δημοφιλές βέβαια μετά το 1987, όλη η ομάδα του Ιωνικού είχαμε πάει στο γήπεδο στον τελικό. Ήταν κι ο Γιαννάκης που ήταν από την Νίκαια, είχε την τιμητική του ο Ιωνικός”. Την τιμητική του την είχε όμως και ο ίδιος ο Νίκος, για αρχή τουλάχιστον στο περιβάλλον του σχολείου του.

Είχαμε πάρει το χρυσό μετάλλιο με την Παίδων το 1989  και με βλέπανε οι συμμαθητές μου στις εφημερίδες, τότε δεν υπήρχαν βέβαια κινητά και τέτοια. Πήγαινα πρώτη Λυκείου, είχαν ξεκινήσει τα μαθήματα κι εγώ ακόμα ήμουν στην Ισπανία με την εθνική, ρωτούσαν πότε θα γυρίσω. Τους φαινόταν περίεργο που διάβαζαν για μένα, όπως βέβαια και στους καθηγητές και τον διευθυντή μου. Και στο σχολείο βέβαια, πάλι μπάσκετ παίζαμε στα διαλείμματα. Μπάσκετ, μπάσκετ, μπάσκετ. Οι φίλοι μου έκαναν πλάκα, άλλος μου έλεγε να πάω στον Ολυμπιακό, άλλος στον Παναθηναϊκό κι άλλος στην ΑΕΚ. Εγώ τους έλεγα ότι δεν είναι τόσο εύκολο να πάω σε μία απ’ αυτές τις ομάδες ώστε να διαλέξω κιόλας”.  

Όταν μπαίνεις στον στόχο από τόσο μικρός χάνεις κάποια πράγματα, δεν τα ζεις, δεν ξέρεις πώς είναι. Όλη αυτή η προετοιμασία για ένα Πανεπιστήμιο, οι Πανελλαδικές εξετάσεις. Με το χρυσό είχαμε περάσει σε οποιαδήποτε σχολή θέλαμε”.

Μετά το σχολείο, Γκάλης

Μπορεί να μην είχε την ευκαιρία να ζήσει την εμπειρία των Πανελληνίων, όμως στα 18 του χρόνια ο Νίκος Οικονόμου πέρασε σε ένα άλλου είδους Πανεπιστήμιο, αυτό του μπασκετικού Παναθηναϊκού, με εντατικά μαθήματα πλάι στους κορυφαίους του μπάσκετ, όπως ο Γκάλης κι ο Γιαννάκης. Αποφοίτησε πάντως με άριστα.

Το καλοκαίρι του 1991 είχαν μπει πολλές ομάδες στην διεκδίκησή μου. Ο ΠΑΟΚ, ο Ολυμπιακός, ομάδες πολύ δυνατές που τότε ξεκινούσαν να επιστρέφουν στην κορυφή. Τότε στον Ολυμπιακό ήταν προπονητής ο Ιωαννίδης και είχα φτάσει κοντά, αλλά προτιμήθηκε ο Μπάμπης Παπαδάκης. Μου είχε έρθει και μια υποτροφία από το St. Paul στην Αμερική. Δεν ήξερα τι να κάνω, ακόμα δεν ξέρω τι θα έπρεπε να κάνω, όταν έρχεται κι ο Παναθηναϊκός βέβαια δεν μπορείς εύκολα να πεις ‘όχι’.  Βρέθηκε ο κύριος Παύλος ο Γιαννακόπουλος τότε, τους έκανε μια απίστευτη πρόταση, βοήθησαν ο Κόντος κι ο πατέρας μου κι έτσι το 1991 πήγα στον Παναθηναϊκό. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα γίνουν όλα αυτά τα πράγματα, απλά πήγαινα στην προπόνηση, ήταν η καθημερινότητά μου. Δεν το έβλεπα σαν δουλειά”. 

“Ο Παναθηναϊκός τότε είχε πάρα πολλούς Έλληνες, τον Ανδρίτσο, τον Πεδουλάκη, τον Σκροπολίθα, τον Παπαπέτρου. Είχαμε μόνο δύο ξένους, στην Ελλάδα ήταν ο Αντόνιο Ντέιβις που μετά έκανε καριέρα στο ΝΒΑ και στην Ευρώπη ο Σκοτ. Παίζαμε στον ‘Τάφο του Ινδού’ ακόμα

Και κάπου εκεί, άρχισαν να μπαίνουν οι βάσεις της εκτόξευσης, της αλλαγής επιπέδου. “Την επόμενη χρονιά, το καλοκαίρι του 1992, ήρθαν οι μεγάλες κινήσεις, με Γκάλη, Κόμαζετς, Βράνκοβιτς, Σοκ. Ήμασταν κι εμείς οι μικροί, ο ‘Φράνκι’, ο Μυριούνης, ο Γεωργικόπουλος, αλλά και άλλοι Έλληνες, όπως ο Παπαπέτρου που έμεινε στην ομάδα, γιατί από το 1991 και μετά έφυγαν πάρα πολλοί, ο Ανδρίτσος, ο Πεδουλάκης. Ήταν τεράστια μετάβαση. Από τον ‘Τάφο του Ινδού’, ένα γήπεδο δύσκολο για όποιον ερχόταν, στη Γλυφάδα, με τρομερούς παίκτες”.

Για μένα ήταν πρωτόγνωρες καταστάσεις, ήμουν μόλις 18 χρονών και βρέθηκα να έχω συμπαίκτη τον Γκάλη, έλεγα ‘τι συμβαίνει τώρα’. Εμείς οι τότε μικροί δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ κανένα πρόβλημα από τους μεγαλύτερους. Και μόνο που βλέπαμε τον τρόπο που δούλευαν ή έκαναν προπόνηση, μαθαίναμε, ξέραμε τι πρέπει να κάνουμε για να τους μοιάσουμε και να πετύχουμε, δεν χρειαζόταν να μας πουν κάτι”.

Τότε ήταν πιο εύκολο να σου δοθεί η ευκαιρία, μας δόθηκαν κι εμείς τις αρπάξαμε και κάποια στιγμή βγήκαμε μπροστά. Αλλά κι εμείς ήμασταν έτοιμοι, δεν μας χαρίστηκε τίποτα. Περάσανε εποχές στον Παναθηναϊκό που είχα στην ίδια θέση τον Βολκόφ, τον Χριστοδούλου, υπήρχε πάντα ανταγωνισμός στο κορυφαίο επίπεδο. Έπρεπε λοιπόν να κάνω υπομονή και να προσπαθώ περισσότερο. Όταν κάνεις προπόνηση με τους καλύτερους, γίνεσαι καλύτερος, είναι απλά τα πράγματα”.

Είχαμε τον Παβλίσεβιτς προπονητή και μετά ήρθε ο Κώστας Πολίτης, ο οποίος βοήθησε πάρα πολύ όλους τους μικρούς κι εμένα προσωπικά. Στιγμές απίστευτης δουλειάς με τον γυμναστή, τον Σισμανίδη. Νομίζω ότι ο Πολίτης μας έδωσε αυτό το κάτι παραπάνω για να καταφέρουμε να μπούμε στην ομάδα. Μας βοήθησε, αντεπεξήλθαμε κι έτσι ξεκίνησε όλο αυτό”.  Ο Νίκος βγήκε μπροστά και το όνομά του δεν άργησε να γίνει σύνθημα από τον κόσμο του Παναθηναϊκού.

Υπήρχε ένα δέσιμο με τον κόσμο, υπήρξαν μεγάλες χαρές αλλά και λύπες. Όταν κερδίζεις, είσαι χαρούμενος, όταν χάνεις στεναχωριέσαι, έτσι πάνε αυτά. Παίζεις, δεν παίζεις, τραυματισμοί, η ψυχολογία αλλάζει συνέχεια

Αν δεν υπήρχε η οικογένεια των Γιαννακόπουλων δεν θα γινόταν ο Παναθηναϊκός αυτό που είναι σήμερα. Αγαπούσαν τον Παναθηναϊκό, δεν τους ένοιαζε η προβολή τους, ήταν απλοί άνθρωποι. Η αγάπη τους για το σύλλογο τους οδήγησε να κάνουν τόσα πράγματα όλα αυτά τα χρόνια. Δεν κέρδιζαν κάτι, δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη στο μυαλό τους, όλα τα έκαναν για τον Παναθηναϊκό”.

Όταν κατακτήσαμε την Ευρωλίγκα στο Παρίσι, δεν περιμέναμε ότι τόσα χρόνια μετά ακόμα θα ρωτάνε για εκείνη την επιτυχία. Η αίσθηση τότε ήταν ότι καταφέραμε κάτι πολύ μεγάλο, γιατί κι εμείς ζήσαμε την εποχή που παρακολουθούσαμε Άρη και ΠΑΟΚ στα Final 4. Αυτή είναι η χαρά του αθλητισμού. Τέτοια παιχνίδια είναι η επιβράβευση όσων έχεις καταφέρει όλο το χρόνο. Υπάρχει τεράστια πίεση, τεράστιο άγχος. Ξεχνάς ότι έχεις παίξει άλλα 30 παιχνίδια, όλα κρίνονται σε ένα και μόνο παιχνίδι, όποιος το πάρει. Σε έναν αγώνα μπορούν να συμβούν τα πάντα.. Οι κόποι μιας χρονιάς μπορούν να κριθούν σε ένα λάθος, ένα κλέψιμο, μια τάπα και τελικά, έτσι γράφεται η ιστορία. Αυτά τα 40 λεπτά ενός παιχνιδιού είναι η ιστορία και σ’ αυτά μπορεί να μην είσαι σε καλή μέρα, ή να βρεθεί σε καλύτερη μέρα ο αντίπαλος”.

Περισσότερο σου μένουν τα παιχνίδια που έχασες, οι ήττες είναι που πονάνε, τις νίκες τις καταλαβαίνουμε τώρα πιο πολύ

Το ‘πρέπει’ υπάρχει πάντα σ’ αυτό το επίπεδο. Όταν φτιάχνεται μια ομάδα με τέτοιους παίκτες, ξέρεις ότι στόχος είναι η κορυφή, ο πρώτος είναι πρώτος κι ο δεύτερος τίποτα σε αυτή τη χώρα. Μπορεί να κάναμε μια καταπληκτική χρονιά και στο τέλος να χάναμε το πρωτάθλημα, κανείς δεν θα θυμόταν τι είχε συμβεί μέσα στη σεζόν. Ήρθε το πρώτο κύπελλο, μετά το ευρωπαϊκό, τα δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα, μπήκε ο Παναθηναϊκός σιγά-σιγά στο δρόμο και τη νοοτροπία των τίτλων. Χρειάζεται τεράστια προσπάθεια όμως και ξαναλέω ότι αν δεν υπήρχαν οι Γιαννακόπουλοι, δεν θα έκανε τίποτα αυτή η ομάδα, δεν υπάρχει κανένας προπονητής να φέρεις αν δεν υπάρχει το υλικό. Στο λέω και ως προπονητής, δεν γίνονται θαύματα, θα γίνουν μία φορά μόνο”. Καλό υλικό πάντως, δεν είχε μόνο ο Παναθηναϊκός εκείνα τα χρόνια.

Ήταν άκρως ανταγωνιστικό το πρωτάθλημα στην Ελλάδα. Όταν έχεις τον Τάρπλεϊ, τον Μπέρι, τον Μπακ Τζόνσον και τόσες δυνατές ομάδες. Στην Ευρώπη, υπήρχε η Ρεάλ του Αρλάουκας και του Σαμπόνις, η Μπαρτσελόνα του Χιμένεθ, του Σαν Επιφάνιο, ο Τζάμσι, ο Σάβιτς, ο Ρέμπρατσα, ο Πίτις, υπήρχαν πολλοί καλοί παίκτες”. Παίκτες τους οποίους ο Νίκος αντιμετώπιζε κάθε εβδομάδα.

Ο Σάβιτς ήταν πολύ δύσκολος αντίπαλος, ο Αρλάουσκας, ο Μπέρι, ο Πάσπαλι, ο Τάρπλεϊ, ο Φάνης, ποιον να πρωτοπώ, θα ξεχάσω πολλούς. Ακόμη κι ο Σπόρτιγκ κι ο Μίλωνας τότε είχαν πολύ καλές ομάδες, πολύ καλούς ξένους, για να κερδίσεις τον ΠΑΟΚ και τον Άρη έπρεπε να μοχθήσεις”.  

Είχα την τύχη όμως σε κάποιες ομάδες να συνεργαστώ με τέτοιους παίκτες. Ποιον να πρωτοξεχωρίσω, τον Μπάιρον Σκοτ, τον Ντομινίκ. Το μπάσκετ είναι ένα παιχνίδι κι εκείνοι το χαιρόντουσαν, απλά κάναμε κάτι καλύτερα απ’ τους υπόλοιπους, όλοι μπορούν να πάρουν μια μπάλα και να παίξουν. Κι ο Στόγιαν κι ο Μποντίρογκα έτσι ήταν, όταν είμαστε συμπαίκτες όλοι ενώνονται για έναν κοινό στόχο, για να πετύχει η ομάδα. Υπάρχουν και οι εξαιρέσεις όμως. Ο Ντανίλοβιτς όταν ήμασταν στην Κίντερ ήταν ντίβα, ο Ριγκοντό επίσης, ήταν σταρ, το έδειχνε σε όλες τις πτυχές της ζωής του”.

Για πολλά χρόνια, Παναθηναϊκός σήμαινε Αλβέρτης-Οικονόμου. Ποια ήταν η σχέση που είχαν οι δυο τους; “Στο ξενοδοχείο έμενα συνήθως με τον Φράνκι. Είχαμε πολύ καλές σχέσεις. Τώρα δεν τον βλέπω συχνά αλλά μόλις τον δω θα είναι σαν ήμασταν χθες μαζί, έχουμε περάσει πάρα πολλά. Ποτέ δεν υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ μας, βλέπουμε τη ζωή εντελώς διαφορετικά”. Και ξαφνικά, το καλοκαίρι του 1999, μετά το δεύτερο σερί πρωτάθλημα και εκείνο το αξέχαστο -και για τον ίδιο όπως παραδέχεται- τρίποντο και τον έξαλλο πανηγυρισμό μέσα στο ΣΕΦ, έρχεται το διαζύγιο με την ομάδα στην οποία μεγάλωσε μπασκετικά.

Η απόφαση να χωρίσουμε τους δρόμους μας με τον Παναθηναϊκό ήταν κοινή. Πάντα φταίνε κι οι δύο πλευρές, μπορεί να είχε γίνει λάθος χειρισμός κι απ’ τους δύο. Από εκεί και πέρα, όταν έφυγα, πάντα είχα στο μυαλό μου να γυρίσω στον Παναθηναϊκό, αυτή ήταν η σκέψη μου. Εγώ είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι θα φύγω από την ομάδα επειδή δεν έβλεπα και τρομερές προσπάθειες για να μείνω. Όπως και δεν έγινε καμία προσπάθεια απολύτως για να γυρίσω”.

“Δεν μπορεί κανείς να ξέρει τι θα γινόταν αν είχα μείνει στον Παναθηναϊκό. Λένε πολλοί, δεν έζησες αυτό κι εκείνο. Ξέρω τι έχω ζήσει, δεν ξέρω τι θα γινόταν υποθετικά, μπορεί ένας προπονητής να μην με ήθελε, μπορεί να χτυπούσα. Δεν σκέφτομαι ποτέ τι θα γινόταν αν είχα μείνει, δεν είμαι μάντης, δεν μπορώ να το ξέρω”.

“Στον Ολυμπιακό πήγα για να κάτσω χρόνια”

Με τον Παναθηναϊκό να αποτελεί παρελθόν, ο Οικονόμου αποφασίζει να περάσει ένα χρόνο στο τότε ευρωπαϊκό μεγαθήριο της Κίντερ. Δεν στεριώνει όμως, και το καλοκαίρι του 2000 επιστρέφει στα μέρη μας, επιλέγοντας να φορέσει τη φανέλα του ‘αιώνιου’ αντιπάλου, Ολυμπιακού. Σοκ.

Ήταν περίεργα εκείνα τα χρόνια, δεν γινόταν συχνά μια τέτοια μετακίνηση. Είχε ξεκινήσει κι απ’ τους ξένους, με τον Πάσπαλι, τον Βολκόφ, μερικά χρόνια πριν. Δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια, αυτό που έλεγα και τότε στους ανθρώπους, είναι πως μπορεί εσείς να μισείτε κάτι, αλλά εμένα είναι η δουλειά μου. Όταν βλέπεις μια πόρτα κλειστή, ότι δεν σε θέλουν και δεν έχει γίνει καμία προσέγγιση και τα περιθώρια είναι στενά από ομάδες, δεν έχεις και πολλές επιλογές. Λένε πολλοί γιατί δεν πήγες στην μία ομάδα και στην άλλη. Γιατί δεν κάνατε εσείς κάτι για να έρθω στην ομάδα σας αφού με αγαπούσατε τόσο πολύ, είναι η δική μου απάντηση. Γιατί δεν βγήκατε να πείτε, ‘εμείς τον Οικονόμου τον θέλουμε πίσω’; Ούτε απ’ τον κόσμο, ούτε απ’ τη διοίκηση είπε κανείς κάτι. Ο κόσμος του Παναθηναϊκού συνέχεια με ρωτούσε γιατί πήγα στον Ολυμπιακό. Στη ζωή έρχονται κάποιες αποφάσεις που εκείνη τη στιγμή κρίνεις πως είναι οι σωστές. Και για μένα δεν ήταν εύκολο, υπήρχε μεγάλη αντιπαλότητα”.

“Υπήρχε τότε μια φήμη πως είχα ένα τατουάζ με το τριφύλλι. Ποτέ δεν ίσχυε αυτό το πράγμα. Θυμάμαι στα αποδυτήρια του Ολυμπιακού είχε μαζευτεί κόσμος και περίμεναν να βγάλω τη μπλούζα για να δουν αν έχω το τατουάζ. Τους είπα να μην αγχώνονται και πως ποτέ δεν το είχα”. Εκτός απ’ τη φήμη για το τατουάζ, θρυλική υπήρξε και η φήμη πως παρακολούθησε μαζί με τον Αλβέρτη τον τελικό του Τελ Αβίβ ανάμεσα σε Ολυμπιακό και Μπανταλόνα.

Υπάρχουν πολλές φήμες, δεν έχει νόημα να βγαίνουμε να απαντάμε σε όλες. Στον τελικό του Τελ Αβίβ δεν πήγα μόνο εγώ με τον Αλβέρτη, πήγε όλη η ομάδα. Είχανε φτάσει στα αυτιά μου όλα αυτά αλλά δεν ασχολιόμουν. Υπήρχε φανατισμός τότε, σήμερα ο κόσμος έχει αληθινά προβλήματα, δεν ασχολείται με τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό. Όλη αυτή την έχθρα δεν την κατάλαβα ποτέ, ούτε τον φανατισμό. Και να πέσει τώρα ο Παναθηναϊκός στην Γ’ Εθνική δηλαδή τι θα γίνει, θα αλλάξει η ζωή κάποιου;” Η δική του αθλητική ζωή πάντως άλλαξε, αφού ξαφνικά έγινε εχθρός στο παλιό του σπίτι.

Η επιστροφή στο ΟΑΚΑ ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Όπως δύσκολο ήταν κι όταν ήρθε ο Παναθηναϊκός στο ΣΕΦ. Αυτό που δεν καταλαβαίνει εύκολα ο κόσμος, είναι πως πρόκειται για δουλειά. Όταν κάπου δεν σε θέλουν, θα κοιτάξεις να πας αλλού κι εγώ πήγα κάπου πολύ καλά. Κι όταν πας κάπου, θες να πετύχεις κι ας είναι σε κόντρα με αυτό που μεγάλωσες. Δεν το βλέπει έτσι ο κόσμος

Με τον κόσμο του Ολυμπιακού δεν είχα ποτέ το παραμικρό πρόβλημα. Κι ο Κόκκαλης, άλλος απίστευτος άνθρωπος, πολύ βαριά ονόματα οι τότε παράγοντες, ήταν συγκλονιστική εμπειρία η συνεργασία μαζί τους. Ωριμάζεις δουλεύοντας μαζί τους. Όταν ήμουν στον Παναθηναϊκό είχα κάνει ένα συμβόλαιο για οκτώ χρόνια, η οικογένεια Γιαννακόπουλου είχε δώσει πολλά χρήματα για την εποχή στον Ιωνικό. Όταν η ομάδα δίνει πολλά για να σε πάρει βέβαια, αυτό σημαίνει ότι εσύ θα παίρνεις λίγα, μετά τα 26-27 άρχισα να κάνω τα καλά συμβόλαια κι ένα τέτοιο ήταν και με τον Ολυμπιακό”.

Ήταν περίεργη εκείνη η χρονιά, ενώ είχαμε ξεκινήσει καλά στο τέλος δεν τα καταφέραμε. Όταν κάνεις έναν απολογισμό, καλό είναι πάντα να κοιτάζεις τα δικά σου τα λάθη πρώτα και να τα βελτιώνεις. Κάποια λάθη θα είχα κάνει κι εγώ για να μην πετύχω στον Ολυμπιακό. Κι όταν πήγα στον Ολυμπιακό, δεν ήθελα να πάω για ένα χρόνο, δεν ήθελα να αλλάξω άλλη ομάδα. Πήγα για να κάτσω, όπως έκατσα 8 χρόνια στον Παναθηναϊκό, να κάτσω άλλα τόσα στον Ολυμπιακό και να σταματήσω εκεί το μπάσκετ”.

Αναζητώντας μπασκετική Ιθάκη

Τελικά, όχι μόνο δεν στέριωσε στο λιμάνι, αλλά έμοιαζε αδύνατο να στεριώσει σε οποιαδήποτε ομάδα, αλλάζοντας σχεδόν κάθε χρόνο φανέλα και πολλές φορές χώρα.

Αυτές οι αλλαγές ήρθαν γιατί έπρεπε να γίνουν αλλαγές, τι να κάνεις, έτσι είναι το επάγγελμά μας. Εμένα το σκεπτικό μου ήταν να μείνω στον Ολυμπιακό χρόνια, δεν πέτυχε, όλο αυτό με επηρέασε πάρα πολύ. Ωραία ήταν όλα αυτά όμως, είδα πολλά πρωταθλήματα, πολλές εμπειρίες”.

Η Μπαρτσελόνα: Όταν σε θέλει η Μπαρτσελόνα δεν λες ‘όχι’, ήταν κι ο Ρεντζιάς τότε στην ομάδα, ο Ναβάρο μικρός, τα αδέρφια Γκασόλ πιτσιρικάδες. Ο Πάου φαινότανε από τότε, ο Μαρκ ήταν μικρός πολύ. Ο ‘Σάρας’ ήταν επίσης, ο Καρνισόβας, ήμασταν καλοί”.     

Η Ντιναμό Μόσχας: Η Ντιναμό Μόσχας τότε άρχισε να δημιουργείται, δεν υπήρχε. Ο Σερφ ήταν προπονητής στην αρχή, μετά ανέλαβε ο Ίβκοβιτς, πήγαν ο Παπαδόπουλος κι ο Φώτσης. Εμείς είχαμε βάλει ένα μικρό λιθαράκι ώστε να δημιουργηθεί όλο αυτό το πράγμα”.

Ο Πανιώνιος:Έχω περάσει τρομερά χρόνια στον Πανιώνιο, είναι ένα πολύ δυνατό σημείο στην μπασκετική μου ζωή. Πάντα ο Πανιώνιος δυσκόλευε όλες τις ομάδες, είναι βαριά η φανέλα του. Είχαμε κάνει φοβερή ομάδα, την πρώτη χρονιά είχαμε καταφέρει κάτι τρομερό, κερδίσαμε τον Παναθηναϊκό δύο φορές σε ημιτελικό, αυτό δεν είχε ξαναγίνει, τα καθάριζε όλα με 3-0, άντε να έχανε ένα παιχνίδι στον τελικό. Εκείνη τη χρονιά είχα βγει πρώτος σκόρερ και MVP του πρωταθλήματος”.

Οι δημόσιες σχέσεις (που δεν έκανε)

Όπως ανέφερα και στην εισαγωγή, ο Νίκος Οικονόμου δεν ήταν ποτέ ο ορισμός του δημοσιογραφικού παίκτη. Δεν έδινε πολλές συνεντεύξεις, δεν είχε τις κατάλληλες ‘φιλίες’, δεν μιλούσε αν δεν υπήρχε λόγος. Κάτι που δεν δείχνει να έχει αλλάξει τόσα χρόνια μετά.

Ποτέ δεν ήμουν καλός στις δημόσιες σχέσεις, ακόμα δεν είμαι. Θα μπορούσα να είχα κάνει διαφορετικά πράγματα στη ζωή μου αν ήμουν καλύτερος σε αυτό το κομμάτι, έχω μαλώσει και με δημοσιογράφους. Τα θυμάμαι καμιά φορά και λέω ‘γιατί;’ Ποτέ δεν διάβαζα αυτά που γράφονταν στις εφημερίδες, αλλά αν κάποιος έκανε κάτι λάθος εις βάρος της ομάδας και το μάθαινα, τότε ήμουν εναντίον του. Ο καθένας έχει τον χαρακτήρα του όμως, δεν θα μπορούσα να μιλάω περισσότερο, για να μην το έκανα σημαίνει ότι δεν το είχα”.

Στα δικά μου τα χρόνια, όταν έπαιζες καλά έγραφαν ότι είσαι καλός παίκτης, όταν όμως έκανες ένα κακό παιχνίδι ξεχνούσαν τα καλά σου. Σήμερα εκτιμούν κάποιες αξίες, αλλά έχει ανοίξει πολύ το πράγμα, ο καθένας μπορεί να γράψει και κάτι. Τότε υπήρχαν 5-6 δημοσιογράφοι, οι οποίοι υπάρχουν και τώρα δηλαδή, απλά έχουν μπει και πιο νέα παιδιά στο χώρο. Υπήρχαν όμως ο Φίλιππας ο Συρίγος, ο Αντωνόπουλος, απίστευτοι δημοσιογράφοι, σε έπαιρναν τηλέφωνο και ανατρίχιαζες και μόνο που τους άκουγες. Ήταν πιο λίγοι οι δημοσιογράφοι τότε, είχαμε τις καλές μας στιγμές, θα μαλώναμε βέβαια κιόλας”.

Πρέπει οι άνθρωποι του μπάσκετ να μιλάνε για το μπάσκετ. Βλέπω ότι εμφανίζονται στις εκπομπές οι ίδιοι κι οι ίδιοι, πρέπει να κάνουμε όλοι το βήμα μπροστά για να βοηθήσουμε το άθλημα”. 

Το δέσιμο με την Εθνική κι ο μεγάλος καημός

Μόλις 16 ετών, ο Νίκος Οικονόμου κατέκτησε το πρώτο του χρυσό μετάλλιο. Φορώντας την φανέλα της εθνικής Παίδων, ξεδίπλωσε το ταλέντο του στα γήπεδα της Ισπανίας και η όρεξή του άνοιγε. Δυστυχώς, έμελλε να συνδέσει το όνομά του με μια γενιά που έφτανε πάντα κοντά, αλλά δεν ανέβηκε ποτέ στο βάθρο.

Μετά το Ευρωμπάσκετ του 1987, η επόμενη μεγάλη επιτυχία ήταν το χρυσό της Παίδων το 1989. Ήταν μια τεράστια επιτυχία. Στην ομάδα τότε ήταν ο Θόδωρος ο Χατζησμάλης, ο Βάιος Γιώρας, ο Θοδωρής Αστεριάδης, ο Κώστας Πολίτης και πολλοί ακόμα”.

Η εθνική ομάδα ήταν ένα πολύ περίεργο, δύσκολο αλλά και όμορφο κεφάλαιο, μια φοβερή παρέα, φοβεροί άνθρωποι, συμπαίκτες τρομεροί. Ήμασταν καλή φουρνιά αλλά είχαν κι οι άλλοι παιχταράδες. Αυτό το μετάλλιο με την εθνική ανδρών είναι μεγάλος καημός. Σε όλες τις διοργανώσεις βγαίναμε τέταρτοι, χάναμε στις λεπτομέρειες στον ημιτελικό, πηγαίναμε αδιάφοροι και απογοητευμένοι στον μικρό τελικό και τρώγαμε 30. Ωραία χρόνια όμως, η εθνική ομάδα είναι πολύ έντονα χαραγμένη στο μυαλό μου, ακριβώς επειδή είναι η εθνική ομάδα. Σταμάτησε κι αυτό απότομα όμως, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί”.

Στα 32, σαν πρώτος σκόρερ και MVP με τον Πανιώνιο, περίμενα ότι θα κληθώ στην εθνική. Ήταν το 2005 τότε με προπονητή τον Γιαννάκη. Εγώ ήθελα πολύ να παίξω, το περίμενα, αλλά από τη στιγμή που η ομάδα πήρε το χρυσό, τι να πεις και τι να ρωτήσεις. Αφού δεν έγινε κι εκεί, μπορεί να μην έβγαλα επίσημη ανακοίνωση αλλά κατάλαβα ότι αυτό το κεφάλαιο έκλεισε για μένα”.

Όσο για το παιχνίδι που δεν θα ξεχάσει ποτέ: “Το παιχνίδι που θυμάμαι πιο έντονα ήταν ο ημιτελικός με τη Σερβία στο Παγκόσμιο μέσα στο ΟΑΚΑ, που ήμασταν μπροστά με 12 πόντους και χάσαμε και τόσες βολές. Ήταν περίεργο πολύ”. Καμία εντύπωση που επέλεξε ήττα, με είχε ήδη προετοιμάσει για κάτι τέτοιο. Κρατάει όμως και τα ευχάριστα.

(Στον αξέχαστο ημιτελικό του ΟΑΚΑ, ο Νίκος Οικονόμου σταμάτησε στους 25 πόντους)

Θυμάμαι φυσικά και την Ολυμπιάδα το 1996, είναι μια συγκλονιστική εμπειρία οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Τις προάλλες βρήκα σε κάτι παλιές τσάντες τα ρούχα από την Ολυμπιάδα και μόνο που τα είδα σκέφτηκα πόσο συγκλονιστικό είναι που έχω λάβει μέρος σε κάτι τέτοιο. Ό,τι έχει σχέση με την εθνική ομάδα είναι μοναδικό γιατί είναι η εθνική ομάδα”.  Γιατί σήμερα δεν το βλέπουν ακριβώς όλοι έτσι τότε και κλείνουν την πόρτα της εθνικής ή σταματάνε πρόωρα; Η απάντησή του ήρθε σχεδόν μηχανικά, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, όπως και όλες οι απαντήσεις του.

Καταρχήν, όλη αυτή η κόντρα Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού, μπορεί να υπήρχε και τότε, αλλά δεν έβγαινε στην εθνική. Πλέον, άρχισε να βγαίνει κι εκεί. Επίσης, είναι τελείως διαφορετικές οι υποχρεώσεις σήμερα. Όλα τα παιδιά παίζουν από την Παίδων, φτάνουν μέχρι την Ανδρών, οι επιβαρύνσεις είναι πάρα πολλές. Εγώ αυτό που αναρωτιέμαι είναι γιατί όταν κάνει κάποιος μια συνέντευξη, δεν ρωτάει τους αθλητές γιατί σταμάτησαν. Κι όταν τους ρωτάνε,τι έχουν απαντήσει; Δεν είναι ότι δεν αγαπάνε την εθνική ομάδα, αυτό αισθάνονται, αυτό κάνουν. Όσο παίζανε δεν αγαπούσαν την ομάδα; Υπάρχει αναγνώριση απ’ όλους για τα παιδιά αυτά. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που δεν θέλει να παίξει στην εθνική ομάδα κι αν δεν θέλει, καλό θα είναι να το αντιληφθούν όλοι όσο πιο νωρίς γίνεται και να μην ξαναπάει. Υπάρχουν όμως κάποιοι άνθρωποι που έχουν προσφέρει τα πάντα κι αναζητάμε γιατί σταμάτησαν. Σταμάτησαν ρε παιδιά, τι να κάνουμε τώρα;” Πλέον, τι πρέπει να κάνει η εθνική για να επιστρέψει στις επιτυχίες;

Πρέπει να φτιάξουμε ξανά την εθνική από το μηδέν. Η Σερβία για χρόνια ήταν εξαφανισμένη, η εθνική Ιταλίας το ίδιο, η Ρωσία τώρα ξαναβγήκε, τι να κάνουμε, δεν μπορείς σε κάθε τουρνουά να βγαίνεις πρώτος. Αυτό που έγινε φέτος πάλι με την εθνική ήταν απίστευτο. Πιστεύει κανείς ότι δεν ξέρανε από την εθνική μέσα ότι η εικόνα τους κακή; Λέτε να γυρνούσαν στο ξενοδοχείο και να έλεγαν ότι έπαιξαν καλά; Πιστεύω ότι μέσω του Μίσσα χτυπάγανε τον Βασιλακόπουλο και πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί έγινε αυτό. Ο Μίσσας είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος κι όταν τελείωσε το Ευρωμπάσκετ ανακουφίστηκε. Οι παίκτες δηλαδή δεν ήξεραν ότι δεν παίζουν καλά; Κι όλο αυτό το θέμα με τον Αντετοκούνμπο δυστυχώς έφερε μια αναστάτωση”. Όσο για το αν ο ίδιος θα εργαζόταν στην επίσημη αγαπημένη, δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρος:

Η εθνική ομάδα θα με ενδιέφερε πάρα πολύ, να δουλέψω σε κάποιο κομμάτι μέσα στην ομοσπονδία, σαν προπονητής πάντα. Γιατί ξέρω τι είναι η εθνική ομάδα. Είμαι ένας προπονητής που απ’ αυτούς που ξεκινήσαμε μαζί έχει μείνει στο χώρο, νομίζω ότι θα μου έκανε πολύ καλό η εθνική, όπως κι εγώ στην εθνική. Η διοίκηση δεν με ενδιαφέρει, δεν με έχει απασχολήσει ποτέ, εγώ είμαι προπονητής

Η προπονητική και η χαρμολύπη του Πανιωνίου

Μετά τη λαμπρή μπασκετική του καριέρα, ο Νίκος Οικονόμου αποφάσισε να παραμείνει στα παρκέ, τη φορά αυτή από την πλευρά του προπονητή. Ξεκινώντας μάλιστα από τα χαμηλά.

Καταλαβαίνεις κάτι μόνο όταν το κάνεις. Ξεκίνησα σιγά-σιγά την προπονητική, η πρώτη μου ομάδα ήταν τα Σπάτα, κατάλαβα αμέσως ότι μ’ αρέσει. Έχω περάσει από διάφορες κατηγορίες, το πήγα βήμα-βήμα. Πριν από τέσσερα χρόνια μου δόθηκε η ευκαιρία να βρεθώ στην Α1, να κάνω το μεγάλο άλμα κατευθείαν, αλλά έκρινα ότι δεν ήμουν έτοιμος, ότι πρέπει να το χτίσω. Τώρα αισθάνομαι μέσα μου έτοιμος, το ξέρω. Έχω περάσει από πολλές ομάδες, σε άλλες με επιτυχία και σε άλλες όχι, πάντα όμως υπήρχε πολλή δουλειά από πίσω. Όμως, το επάγγελμα του προπονητή κρίνεται απ’ το αποτέλεσμα”.

Είναι πολύ δύσκολη η προπονητική, δεν έχει καμία σχέση με το να είσαι παίκτης, είναι δέκα φορές πιο δύσκολο. Η ευθύνη δεν με ενοχλεί, από μικρός την αποζητούσα, όμως πρέπει να στήσεις κάτι. Ξεκινάς από το μηδέν, έχεις να κάνεις με διαφορετικούς χαρακτήρες, μπορεί να πετύχεις και να φύγεις την επόμενη ημέρα και να πας σε μια άλλη ομάδα. Κι εκεί, άντε πάλι απ’ την αρχή το στήσιμο. Δεν βαριέσαι ποτέ σ’ αυτή τη δουλειά. Έχεις να κάνεις με ανθρώπους, με ψυχές, τις οποίες πρέπει να κουμαντάρεις. Ο καθένας έχει κάτι διαφορετικό στο μυαλό του. Όλοι θέλουν να παίζουν, όμως αναγκαστικά κάποιοι δεν θα παίξουν. Θα πρέπει να τους έχεις όμως έτοιμους για να παίξουν όταν η ομάδα τους χρειαστεί. Αυτοί που παίζουν πάλι, θέλουν να έχουν περισσότερο χρόνο. Αυτή η δυσκολία με εξιτάρει απίστευτα”. Μπορεί να μην έχει κοουτσάρει ακόμη ως πρώτος προπονητής ομάδα της Α1, όμως έζησε την εμπειρία της ανόδου με την περσινή ομάδα του Πανιωνίου.

Η ομάδα του Πανιωνίου φτιάχτηκε για να ανέβει, τέλος. Το είπαμε από τον Αύγουστο αυτό. Είχα απίστευτους συνεργάτες, απίστευτα παιδιά στην ομάδα, υπήρχαν όμως πάρα πολλά θέματα τα οποία κρυφτήκανε για το καλό της ομάδας. Όλοι μας βάλαμε την ομάδα πάνω απ’ όλα, έπρεπε πάση θυσία να ανέβει. Φαντάζεσαι να μην ανέβαινε ο Πανιώνιος πέρσι; Θα ήταν ξανά στην Α2; Πολύ δύσκολα”.

Έχω περάσει πολύ μεγάλες χαρές και πολύ μεγάλες στεναχώριες στον Πανιώνιο και σαν παίκτης και σαν προπονητής. Όχι απ’ τον κόσμο, ο κόσμος με έχει αγκαλιάσει πάρα πολύ και χαίρομαι που τους έδωσα αυτή τη χαρά σαν προπονητής. Ήταν μια εξαντλητική χρονιά, κάποιοι πίστευαν ότι ο Πανιώνιος δεν θα χάσει από κανέναν, δεν γίνεται αυτό, ήταν ένα άκρως ανταγωνιστικό πρωτάθλημα, ο Ηρακλής ήταν συνέχεια πίσω μας. Πάρα πολλοί καλοί παίκτες, προπονητές, το επίπεδο έχει ανέβει πάρα πολύ στην Α2, απλώς δεν έχει την προβολή που πρέπει. Πιστεύω ότι το επίπεδο της Α2 είναι υψηλότερο από την Α1. Ο περσινός Πανιώνιος με 3 καλούς ξένους θα έβγαινε στην εξάδα της Α1. Για να ανέβεις στην κατηγορία που θέλεις, πρέπει να πάρεις καλούς παίκτες από αυτήν την κατηγορία”. Τι ακριβώς συνέβη και οδήγησε στην διάλυση της παρέας που έφερε τον Πανιώνιο ξανά στην Α1; Και πώς είναι να μην σου δίνεται η ευκαιρία να προπονήσεις την ομάδα που εσύ οδήγησες -μαζί με τους παίκτες σου- στην πρώτη κατηγορία;

Έγιναν πολλά άσχημα πράγματα. Μείωση της προσωπικότητας των παικτών μου από τον τότε πρόεδρο, μέχρι το σημείο να χειρουργείται παιδί και να πληρώνει μόνο του τα έξοδα. Μείναμε ενωμένοι, ήταν πάρα πολύ συγκινητικό αυτό που καταφέραμε γιατί στο γήπεδο ήμασταν εμείς, δεν είχαμε κανέναν άλλον. Η ομάδα έμεινε απλήρωτη, δεν γίνεται να καλείς ξανά αυτόν τον άνθρωπο να βοηθήσει, πρέπει πρώτα να τον καλέσεις να καλύψει τα χρέη του. Άκουσα ευχαριστίες για τον άνθρωπο αυτό αλλά κανείς δεν ευχαρίστησε την ομάδα. Όντως, τον ευχαριστούμε για τα λεφτά που έβαλε, αλλά να ευχαριστήσουμε κι αυτούς που έφερε για αυτά που πέτυχαν”.

Το καλοκαίρι συνέβησαν πάρα πολλά πράγματα. Δείξαμε όλοι ότι ήμασταν πάρα πολύ ενωμένοι. Ζημιωθήκαμε απ’ αυτό, ίσως όχι τόσο οικονομικά. Είχαμε βάλει σαν στόχο να συνεχίσουμε και την επόμενη χρονιά όλοι μαζί και πληγωθήκαμε που αυτό δεν έγινε. Άλλαξαν τα δεδομένα στον Πανιώνιο, δεν ξέραμε αν μπορούσαν να κρατήσουν κάποια παιδιά απ’ την περσινή ομάδα. Τα οικονομικά της νέας διοίκησης δεν τα γνωρίζω, εγώ μετά τις 6 Μαΐου έχω μιλήσει με κάποιους ανθρώπους της νέας διοίκησης αλλά μόνο για υποθέσεις που αφορούν την περσινή ομάδα. Για να συνεχίσω δεν έγινε καμία κουβέντα ποτέ, έτσι είναι η ζωή του προπονητή. Ο άνθρωπος που βάζει τα λεφτά δεν με ήθελε, όπως κι ο άνθρωπος που ανέλαβε πριν δεν ήθελε τον Ζιάγκο που είχε ανεβάσει την ομάδα στην Α2. Εγώ ό,τι είχα να κάνω το έκανα”.

Μακάρι να τα καταφέρει ο Πανιώνιος, χαίρομαι να τα πηγαίνει καλά και μπράβο γι’ αυτό που πέτυχε, αξίζουν συγχαρητήρια στον κόσμο του, ξέρει μπάσκετ. Απλά θα πρέπει, όταν βρεθεί ξανά ένας άνθρωπος να βάλει λεφτά, να βοηθάνε όλοι. Η χρονιά θα είναι δύσκολη για τον Πανιώνιο, για να μπορέσει να μείνει στην Α1    

Δείξαμε ότι όταν ενώνεσαι μπορείς να καταφέρεις πολλά πράγματα. Και πιστεύω ότι αυτό που ζήσαμε την τελευταία αγωνιστική με τον Δούκα, σε κάποια παιδιά που δεν είχανε δει την Νέα Σμύρνη έτσι, θα μείνει για πάντα χαραγμένο στο μυαλό τους. Μια τέτοια γιορτή. Ή άνοδος με τον Πανιώνιο θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό μου, πήραμε ένα πρωτάθλημα, έστω κι αν δεν έχουμε ένα ενθύμιο από αυτό”.