PUBLI

Τα πάθη του James McAvoy

Ο σκοτσέζος Charles Xavier των νέων “X-Men” έχει περπατήσει πολύ μακριά από την εποχή που ήταν ένας άγνωστος “α! ο τέτοιος!” με περίεργη φάτσα.

Χρειάστηκε πάνω από μια δεκαετία καριέρας για να αρχίσει ο κόσμος να αναγνωρίζει τον Τζέιμς Μάκαβοϊ, τον 35χρονο Γλασκωβέζο με την ακομπλεξάριστα βαριά προφορά και την περίεργη φάτσα, σαν μικρού αγοριού που έχει ζήσει μυστηριωδώς για πολλές δεκαετίες αλλά το κρύβει από τους κοινούς θνητούς.

“Δε νομίζω πως είμαι άσχημος, αλλά δεν είμαι ο κλασικός πρωταγωνιστής τύπου Μπραντ Πιτ,” δηλώνει ο Μάκαβοϊ δίχως η δήλωση να συνοδεύεται από υποψία humblebrag ή ανάγκης για “όχι μα τι λες!” αντιδράσεων. “Πάντα γκρινιάζω πως η ανθρωπότητα αντιπροσωπεύεται στο σινεμά ως τίποτα παρά τέλεια, οπότε αυτό είναι κάτι καλό,” εξηγεί. Και κάπως έτσι ο αυθάδης Σκωτσέζος ανέλαβε την εκπροσώπηση όλων εμάς των Νορμάλ Τυπάκων στην μεγάλη οθόνη των αστραφτερών σταρ και των αδιανόητων ανθρώπων, από αυτούς που μοιάζουν να κατασκευάστηκαν σε ένα εργαστήριο από σχεδιαστές που βαριόντουσαν υπερβολικά να βγουν έξω και να συναναστραφούν με κανονικούς ανθρώπους.

Ο Μάκαβοϊ, γεννημένος στη Γλασκώβη από ζευγάρι γονιών νοσοκόμα και οικοδόμο και μετέπειτα μεγαλωμένος από γιαγιά και παππού (όταν ο πατέρας έφυγε από το σπίτι και η μητέρα δεν ήταν καλά στην υγεία της), βλέπει τον εαυτό του ως πρέσβη της κανονικότητας. Και το ευχάριστο είναι πως στην καριέρα του παραμένει συνεπής απέναντι σε αυτή την λογική.

Καταρχάς, είχε ήδη μια αξιοσημείωτη προ-καριέρα για πάνω από μια δεκαετία. Ξεκίνησε το ‘95 και μέχρι το “Last King of Scotland” του 2006 είχει ήδη αποφοιτήσει από τη Royal Scottish Academy of Music and Drama, είχε παίξει σε σειρές σαν το “State of Play” και το “Shameless”, σε ταινίες σαν το “Wimbledon” και το πρώτο “Narnia”, και είχε κάνει αρκετό θέατρο ώστε να έχει τον σκηνοθέτη Τζο Ράιτ να τον παρακαλά να του δώσει ρόλο για χρόνια πριν ο Μάκαβοϊ πρωταγωνιστήσει εν τέλει στο “Atonement”.

Στο “Last King of Scotland” έπαιζε τον Τύπο Που Ήταν Δίπλα Στον Φόρεστ Γουίτακερ, εξ αρχής καταδικασμένος να χαθεί στην αφάνεια δίπλα σε μια αβανταδόρικη ερμηνεία-σίφουνα που εν τέλει χάρισε στον Γουίτακερ το Όσκαρ. Όταν είδαμε αυτή την ταινία ο Μάκαβοϊ ήταν η κλασική περίπτωση ενός “α! α! είναι αυτός ο τέτοιος μωρέ” ηθοποιού, που κάπου κάπως κάποτε τον πήρε το μάτι σου αλλά δε το τοποθετείς και με σιγουριά. Στα γυρίσματα του “King”, στην αναμφίβολα μεγάλη του σκηνή, εκεί όπου ο γιατρός τον οποίο υποδύεται υπόκειται μια σειρά βασανιστηρίων, ο θρύλος θέλει τον Μάκαβοϊ να λιποθυμά με το που ξεκίνησε το γύρισμα.

Έχει κάνει μεγάλη διαδρομή από τότε.

“Δε με νοιάζει να παίζω κάποιον αντιπαθή ή κάποιον που κάνει το κοινό να νιώθει σύγκρουση μέσα του,” είχε πει λίγο καιρό μετά, κοντά στην κυκλοφορία του “Atonement” του Τζο Ράιτ, της ταινίας που τον έβαλε ανεπιστρεπτί στη λίστα των ηθοποιών που πλέον τους ξέρεις με το όνομά τους.

“Θα μου άρεσε να ισχυριστώ πως είναι θέμα επιλογών μου, αλλά νομίζω πως έχει να κάνει με ρόλους που είχαν δυσκολία να δώσουν σε άλλους ηθοποιούς επειδή ήταν εριστικοί ή επιθετικοί ή τίποτα τέτοιο. Και ήμουν τυχερός,” εξηγεί. “Φτάνω αργά στη διαδικασία, όταν πια σκέφτονται ‘Δε ξέρουμε πώς να βρούμε ηθοποιό για αυτό το γαμημένο ρόλο’ και εγώ έχω εντοπίσει το πρόβλημα.”

Κοινώς, αγκαλιάζοντας την κανονικότητά του, του ηθοποιού που για τόσα χρόνια ήταν “εκείνος ο τύπος”, που δεν μοιάζει ούτε όμορφος ούτε άσχημος, ο Μάκαβοϊ κατάφερε να πιάσει ένα σερί από ενδιαφέροντες ρόλους που η βιομηχανία δεν ήταν απαραιτήτως σίγουρη τι να τους κάνει. “Πάντα προσπαθώ να είμαι καλός, πάντα προσπαθώ να είμαι διαφορετικός, να μην παίρνω τον εύκολο δρόμο.” Ναι, αυτό.

Η τριετία που ακολούθησε τη “Narnia” ήταν κάπως καταιγιστική, όπως αναμενόταν για κάποιον με τη διάθεση του Μάκαβοϊ. Ο ρόλος του ως Τούμνους σε εκείνη την μετριότατη μεταφορά ενός αγαπημένου παιδικού παραμυθιού, έδωσε πάσα σε ένα σερί ρόλων, από οσκαρικά δράματα όπως το “King of Scotland” και το “Atonement” μέχρι το άκρως απαιτητικό “Last Station” (για τις τελευταίες μέρες του Λίο Τολστόι) ή την πρώτη του πρωταγωνιστική βουτιά στον κόσμο των μπλοκμπάστερ περιπετειών, με το κομιξικό “Wanted” δίπλα στην Αντζελίνα Τζολί.

Ίσως επειδή έκανε πολλά μαζεμένα, ίσως επειδή μόλις είχε παντρευτεί και ήθελε λίγη ιδιωτικότητα, ο Μάκαβοϊ δεν πίεσε υπερβολικά τις καταστάσεις τα αμέσως επόμενα χρόνια. “Παίρνεις ό,τι σου έρχεται,” είχε πει στο Esquire. “Σου προσφέρουν μια δουλειά και την τελειώνεις και μετά σου προσφέρουν άλλη μία και λες, ‘Α, καλύτερα να το πάρω αυτό επειδή μπορεί να μη δουλέψω για αρκετό καιρό’. Το κάνεις αυτό και μετά σου προσφέρουν άλλη μία δουλειά και λες, “Ε, αυτή θα ήταν απλώς η τρίτη συνεχόμενη δουλειά μου, οπότε καλύτερα να την πάρω γιατί μπορεί να μη δουλέψω για κάμποσο καιρό.” Και κάπου στην πέμπτη δουλειά σκέφτεσαι, ‘Ωχ όχι. Σκατά. Κάπως υπερεκτέθηκα’ και ο κόσμος λέει, ‘Πω διάολε, νά’τος πάλι αυτός’.”

Κάπου εκεί γύρω, το 2006, παντρεύτηκε την Αν-Μαρί Νταφ, συμπρωταγωνίστριά του στο “Shameless”, 9 χρόνια μεγαλύτερή του, με την οποία έχουν κι ένα παιδί μαζί- και πέραν αυτών, τίποτα δεν είναι γνωστό για το γάμο τους επειδή ο Μάκαβοϊ προστατεύει την προσωπική του ζωή και θέλει να τη ζει σα να ήταν ένας κανονικός άνθρωπος. Σαν αυτούς που του αρέσει να εξερευνά με τους διαφορετικούς ρόλους του.

Ακόμα κι όταν, αναπόφευκτα για διάσημο ηθοποιό πλέον, κλήθηκε να ερμηνεύσει έναν υπερήρωα, ήταν ο πλέον πληγωμένος και ανθρώπινος που βάζει ο νους. Έπαιξε τον Τσαρλς Εξέιβιερ, τον Καθηγητή Χ, στο πρίκουελ/reboot “X-Men: First Class” του 2011, μια νεότερη βερσιόν του ρόλου που κάποτε αποθέωσε με την μαγνητιστική του περσόνα ο εμβληματικός Πάτρικ Στιούαρτ.

Ο Μάκαβοϊ δεν επιχείρησε να πατήσει πάνω στη θεατρικότητα και τη βαρύτητα που έφερε στο ρόλο ο Στιούαρτ. Εξάλλου στο “First Class”, ο Καθηγητής δεν ήταν ακόμα η σεβάσμια φιγούρα που όλοι υπακούν, αλλά ένας νέος με δυνάμεις που δεν καταλαβαίνει, καθώς προσπαθεί να εφαρμόσει την αυστηρή του ηθική σε έναν κόσμο που αλλάζει. Έτσι, ο Μάκαβοϊ έπαιξε τον Τσαρλς ως έναν παντελώς αβέβαιο άντρα γεμάτο πάθη. Η χημεία του με τον Magneto του Φασμπέντερ ήταν εκπληκτική και κουβαλούσε αυτή την ταινία απόλυτα.

Τώρα, 3 χρόνια αργότερα, ο Μάκαβοϊ επιστρέφει στον ίδιο ρόλο με το “X-Men: Days of Future Past”, όμως αυτή τη φορά ο Εξέιβιερ είναι ένας άντρας ακόμα πιο προβληματικός. Έχει βυθιστεί στην κατάθλιψη και τις καταχρήσεις, καμία σχέση με την φιγούρα που ξέρουμε πως θα γίνει κάποτε. Στην ουσία η ταινία, η οποία επιχειρεί να ισορροπήσει ιστορίες δύο διαφορετικών franchise, δύο διαφορετικών καστ και δεκάδων χαρακτήρων, στηρίζεται πάνω του- κι αυτός κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, βυθίζεται στα πάθη του ήρωά του και αναδεικνύει τον απλό άνθρωπο πίσω από τα ‘χαρισματικά’ γονίδια.

Την ίδια ώρα, παίζει στο “Filth” έναν ακόμα πιο βρώμικο χαρακτήρα (έναν μισανθρωπικό ντετέκτιβ στα όρια της αυτοκαταστροφής) για τον οποίο, ως ηθοποιός που γουστάρει τη διαφορετικότητα και την πρόκληση, μιλάει με θαυμασμό: “Φοβάται τους μαύρους, φοβάται τους Γιαπωνέζους, φοβάται τις γυναίκες, φοβάται τους άντρες -φοβάται τους άντρες! Και τους φοβάται επειδή πιθανώς είναι γκέι. Φοβάται το χρώμα του χαλιού, φοβάται τα ζώα, φοβάται μη γίνει ο ίδιος ζώο. Τρελαίνεται από τους φόβους του, επειδή οι φόβοι, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει με εμάς ελπίζω, παίρνουν τον έλεγχο.”

Γιατί να μη θες να παίξεις έναν τόσο χαλασμένο άνθρωπο αν είσαι ηθοποιός;

Πάρε μια ιστορία από την προετοιμασία του Μάκαβοϊ για το ρόλο του στα γυρίσματα του “Filth” και αντιπαράβαλέ τη με τη λιποθυμία από τα γυρίσματα του “Last King of Scotland”:

“Έπινα μισό μπουκάλι ουίσκι κάθε νύχτα για όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων. Το οποίο ήταν τέλειο! Όχι όσο γυρίζαμε, αλλά τη νύχτα. Δεν έβγαινα έξω να πίνω, απλά έπινα μόνος σπίτι μου, με τον πιο θλιβερό τρόπο που γινόταν. Σίγουρα θα έκλαιγα. Και έτρωγα άθλιο φαγητό. Οπότε πάχυνα. Το πρόσωπό μου άλλαξε από το αλκοόλ. Άφησα μούσι. Επίσης πριν κάθε λήψη στα γυρίσματα, έτριβα τα μούτρα μου και τα μάτια μου μέχρι να πονέσει το δέρμα μου, απλά για να κάνω το πρόσωπό μου να μοιάζει διαρκώς πρησμένο.” Το αποτέλεσμα; “Έπρεπε να το σταματήσω αυτό κάποια στιγμή γιατί έσκισα το μάτι μου από το πολύ τρίψιμο.”

Αυτή η αφοσίωση σε συνδυασμό με τη διαδρομή που έχει διανύσει ο Μάκαβοϊ, και με το ενδιαφέρον που συνεχίζουν να παρουσιάζουν οι επιλογές του (οι δύο επόμενες δουλειές του είναι το “Eleanor Rigby”, η ιστορία της διάλυσης ενός γάμου παρουσιασμένη σε δύο ταινίες, μία για την οπτική Εκείνου και μία Εκείνης, και μια νέα διασκευή του “Frankenstein” από τον πολύ καλό σκηνοθέτη Πολ Μαγκάιγκαν), μας κάνουν να εξακολουθούμε να κοιτάζουμε την καριέρα του με ενδιαφέρον, ακόμα και τώρα που αντί για “εκείνος ο τύπος”, είναι ο “νέος Καθηγητής Χ”. Ακριβώς επειδή είναι τόσα παραπάνω από τον νέο Καθηγητή Χ.

“Οι ηθοποιοί είναι ικανοί για πολύ περισσότερα από όσα τους αφήνουν να κάνουν κάποιες φορές,” λέει στο GQ μιλώντας για τον ακραίο, απαιτητικό ρόλο του στο “Filth”. “Εξεπλάγην και που ήθελαν να με δουν. Αναρωτήθηκα αν είχαν προηγουμένως δει κάθε άλλον γνωστό Σκωτσέζο ηθοποιό,” γελάει. Βρήκαν σίγουρα τον σωστό Σκωτσέζο.

 

*Το “X-Men: Days of Future Past” βγαίνει αύριο Πέμπτη 22 Μαϊου στις αίθουσες από την Odeon. To “Filth” αναμένεται σύντομα στις αίθουσες από τη Seven.