LONGREADS

Για τον Νίκο και την οικογένεια που έχτισε γύρω μας

Ο Γρηγόρης Μπάτης αποχαιρετά τον αγαπημένο του Νίκο με ένα κείμενο που αποδεικνύει ότι καμιά φορά δεν διαλέγεις μόνο τους φίλους, αλλά και την οικογένεια.

Το πρώτο πράγμα που κάνεις μόνος σου, όταν έρχεσαι στη ζωή είναι ν’ αναπνέεις. Όλα τ’ άλλα τα μαθαίνεις στην πορεία, μέσα από εμπειρίες, κανόνες και οδηγίες που αποτυπώνονται με λέξεις. Από τις πρώτες μέρες σου λοιπόν καταλαβαίνεις την βαρύνουσα σημασία που έχουν οι λέξεις και πόσο καλό ή κακό μπορεί να προκαλέσουν. Στο δρόμο της ζωής αντιλαμβάνεσαι πως υπάρχουν λέξεις που έχουν άλλη έννοια για σένα και άλλη για κάποιον άλλον. Και κάπου εκεί, φτάνεις στο συμπέρασμα πως τελικά λίγη σημασία έχουν οι λέξεις και αν τις βάλεις στη ζυγαριά με τις πράξεις, θα είναι πάντα πιο κοντά στον ουρανό και όχι στη γη.

Μια απ’ αυτές τις λέξεις που διαφέρουν από μυαλό σε μυαλό, από καρδιά σε καρδιά και από στόμα σε στόμα, είναι η ‘οικογένεια’. Μου πήρε περίπου 15 χρόνια για να καταλάβω πως τον όρο οικογένεια όπως τον εννoούσε (καπηλεύτηκε) η χούντα και κάθε λογής ακροδεξιοί παράφρονες τον απεχθάνομαι και άλλα τόσα, για να καταλάβω ότι δεν έχει σχέση με δεσμούς αίματος, dna κτλ. Κι εκείνη την ημέρα, όσο μακρινή κι αν γίνει με τα χρόνια, δεν θα την ξεχάσω.

Του Γρηγόρη Μπάτη

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017. Τρίτη μέρα που το ξυπνητήρι επέστρεψε στην κανονικότητα της λειτουργίας του. Έχω να μιλήσω 3-4 μέρες με τον Μιχάλη και πρώτη σκέψη είναι να μάθω τι κάνει ο πατέρας του. Θα τον πάρω. Στο γραφείο, οι ώρες τρέχουν σαν χάμστερ σε κλουβί και κάπου ενδιάμεσα καταφέρνω να θυμηθώ την πρώτη μου σκέψη: “Μάικ τι κάνεις φίλε; Πως είναι ο κύριος Νίκος;”. Δεν το είχα ξαναρωτήσει ποτέ σε μήνυμα πως ήταν ο πατέρας του αυτά τα δύο χρόνια που πάλευε με την πιο άτιμη αρρώστια, όχι γιατί δεν το σκεφτόμουν, αλλά ακριβώς για το αντίθετο. Επειδή σκεφτόμουν, σκεφτόμουν και είχα καταλήξει πως οι επίμονες ερωτήσεις αυτού του τύπου, βγάζουν από την ασφάλεια της κανονικότητας τον συνομιλητή στην άλλη άκρη της γραμμής. Αυτή τη φορά όμως, δεν ήταν σαν τις άλλες. Τρία λεπτά αργότερα ο Μιχάλης μου τηλεφωνεί και μου λέει πως τα πράγματα δεν πάνε καλά.

Έπειτα από δύο ημέρες, την Παρασκευή στις 13, εκεί κοντά στην ώρα που ο ήλιος δύει, ο κύριος Νίκος ‘φεύγει’. Μικρός (57), αλλά τόσο γεμάτος και τόσο ωραίος. Δεν μπορώ να περιγράψω με λέξεις, πόσο ωραίος άνθρωπος. Πριν φύγει μου άφησε ένα φίλο καρδιακό, σκέτο διαμάντι και μου έμαθε πολλές λέξεις και κυρίως έννοιες. Σίγουρα περισσότερες απ’ όσες τα 12 χρόνια στα θρανία και σίγουρα σε περισσότερους ανθρώπους απ’ όσους χωράει ένα σχολείο. Μου ‘μαθε να ακούω καλή μουσική. Μου ‘μαθε τον Frank Zappa, τον Δημήτρη Πουλικάκο, τον Ζωρζ Πιλαλί και άλλους αμέτρητους. Μου ‘μαθε να αγαπώ τη μουσική και πως κι εκείνη θα μ’ αγαπά το ίδιο και θα με συντροφεύει στα καλά και στα άσχημα όπως τώρα, που γράφω και ακούω το Shine on you crazy diamond των Pink Floyd. Μου ‘μαθε να συμπαθώ τους Σαλονικιούς και τον Άρη. Την κιτρινόμαυρη αγάπη του, έστω κι αν δεν είχε σχέση με Βόρεια Ελλάδα. Αρειανάρα, ύψωσε το Κύπελλο..

Μου ‘μαθε πως ζωή είναι να ζεις και όχι να αφήνεις τις μέρες να περνάνε. Μου ‘μαθε να γελάω στα δύσκολα και να μην τα παίρνω όλα τοις μετρητοίς. Μου ‘μαθε πως για να κάνεις όμορφα (στη ψυχή) παιδιά όπως ο Μιχάλης και η Χριστίνα, θέλει μόνο δύο συστατικά: αγάπη και ελευθερία. Μου ‘μαθε πως πρέπει να σέβεσαι κάθε γυναίκα και φυσικά τη γυναίκα σου και να την αγαπάς, όπως λάτρευε εκείνος την κυρά του. Tην χαμογελαστή και πάντα γλυκιά με όλους μας, κυρία Δέσποινα. Μου ‘μαθε πως δεν χρειάζεται να λες πολλά, αλλά να πράττεις. Μου ‘μαθε ότι καλύτερα είναι να ζεις λίγα χρόνια όπως θες, παρά πολλά όπως θέλουν οι άλλοι. Μου ‘μαθε ότι ο πραγματικός ροκάς, δεν είναι εκείνος που ακούω απλά ροκ, αλλά αυτός που ακόμα και τη τελευταία μέρα της ζωής του μ ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη, απολαμβάνει ένα καφέ κι ένα τσιγάρο, σαν να είναι μια απλή Πέμπτη. Μου ‘μαθε πως πρέπει να ζω με αξιοπρέπεια κι αυτό να μην το ξεχάσω, ούτε στη τελευταία μου ανάσα. Μου ‘μαθε πως η αγάπη είναι ανιδιοτελής και πολλές φορές πρέπει να βάζουμε τους αγαπημένους μας ανθρώπους πάνω από τον εαυτό μας. Σ’ αυτό μάλιστα έβαλε και τη τελευταία του υπογραφή, για να το μάθουμε όλοι πολύ καλά.

Μα αν συνεχίσω, δεν θα έχει τελειωμό. Είναι τόσα πολλά αυτά που έμαθε στον Μιχάλη, στην Χριστίνα, στην Δέσποινα και σε τόσους άλλους που βρέθηκαν στο ίδιο τραπέζι μαζί του για μπύρα ή τσικουδιά, χωρίς καν να χρειαστεί να τα εκφράσει με λέξεις. Ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που μου ‘δειξαν, πως αν τα λόγια μοιάζουν μεγάλα σαν μπαλόνι, έρχονται οι πράξεις τα τρυπούν και ξεφουσκώνουν. Κι αλήθεια, δεν ξέρω αν κάθε μάθημά του το έχω περάσει ή σε κάποια είμαι ακόμη αδιάβαστος, όμως εκείνος το έκανε το καθήκον του, χωρίς ποτέ να είχε αυτή την υποχρέωση.

Κι εκείνη την Παρασκευή και 13 του Γενάρη, την ίδια ημέρα που η μητέρα μου είχε τα γενέθλιά της (τι περίεργα παιχνίδια παίζει η πουτάνα η μοίρα), μου έμαθε “φεύγοντας” πως οικογένεια, είναι όσοι σ’ αγαπάνε και όσοι αγαπάς. Όσοι σου έχουν δώσει, δίχως να σου ‘χουν ζητήσει. Όσους πονάς και όσοι δεν θα ξεχάσεις ποτέ σου. Κι αυτό το “ποτέ” είναι το πιο αληθινό, απ’ όσα έχω ξεστομίσει μέχρι τώρα.

Το αγαπημένο του. “Θάνο, θα έρθω να τα π(ι)ούμε μαζί”, είχε πει πριν λίγους μήνες. Κι όπως έκανε πάντα, τον κράτησε τον λόγο του.

Θα τα ξαναπ(ι)ούμε κύριε Νίκο…