LONGREADS

Μια νύχτα στη Συγγρού

Ένα οδοιπορικό του Oneman στη λεωφόρο της εγκατάλειψης.

Κάθε λεωφόρος που σέβεται τον εαυτό της έχει ένα τουλάχιστον ποίημα, αρκετά τραγούδια και πολλές ιστορίες πίσω απ’ την ιστορία της. Αγάπης, μίσους, τρέλας, καριέρας, θανάτου. Και κάθε πόλη που σέβεται τον εαυτό της έχει μια τουλάχιστον τέτοια λεωφόρο.

Φαντάζομαι έναν διανοούμενο αρχιτέκτονα – κατά προτίμηση Σκανδιναβό – με μεταπτυχιακό στο πολύ πειστικό ‘urban planning’ να έχει κάνει ένα υπερδημοφιλές quote τύπου “οι λεωφόροι είναι οι συνειδησιακές ταυτότητες των μητροπόλεων, μας λένε πολλά περισσότερα από την μετακίνηση ανθρώπων και οχημάτων”. Όσο σκέφτομαι και φαντάζομαι διάφορα, φτάνω στην λεωφόρο Συγγρού. Είπαμε, με τον φωτογράφο Μενέλαο Μυρίλλα, να κάνουμε μια βόλτα από την αρχή ως το τέλος της Συγγρού (και τα δύο ρεύματα) εκείνος να φωτογραφήσει και εγώ να γράψω για μια από τις σημαντικότερες οδικές αρτηρίες της πόλης. Για τα ‘σκυλάδικα’, τα φαγάδικα, τα κορίτσια, του μπράβους, τη Στέγη, το Πάντειο και τα ‘ενοικιάζεται’. Συγγρού 2017.

Η Άνοδος: Από το Διογένης Παλλάς μέχρι την Αμαλίας

(Φωτογραφίες: Μενέλαος Μυρίλλας / Sooc)

Ξεκινήσαμε από το Διογένης Παλλάς. Δίπλα σε ένα διώροφο κόκκινο λεωφορείο του Λονδίνου που τα πρωινά φτιάχνει καφέδες. Θυμάμαι στα 1990s, Σάββατο βράδυ, είχε κίνηση ήδη από την Αμφιθέας για να βγεις στη Συγγρού. Τουλάχιστον δέκα άτομα δούλευαν παρκαδόροι στο Διογένης. Είχανε καβατζάρει όλες τις θέσεις στον παράδρομο και τα αυτοκίνητα σταμάταγαν το ένα μετά το άλλο για ένα mainstream ‘σκυλέ’ σαββατόβραδο. Με τη μαρκίζα και τις αφίσες των πρώτων ονομάτων να είναι μεγαλύτερες και από το ίδιο το κτίριο. Στον Διογένη έπαιζε επίσης και η must Χοροεσπερίδα των σχολείων των κοντινών περιοχών. Σήμερα όμως ο Διογένης είναι κλειστός. Κάνω το πρώτο τσιγάρο και περιμένω να δω πόσα αμάξια θα μπουν απ’ τον παράδρομο. Ο Μενέλαος οργανώνει τον εξοπλισμό του. Καβαλάμε την acrobaleno Vespa του και ξεκινάμε.

Λίγα μετά το Διογένης και αφού έχουμε περάσει μια σειρά από κλειστά, Β’ εθνικής σκυλάδικα, βλέπω το κτίριο της Εφορίας (σ.σ. ΔΟΥ Νέας Σμύρνης). Ακόμα πιο καταθλιπτικό και από τις ίδιες τις οφειλές, έχει ανοικτά φώτα στον πρώτο όροφο και τον σιδερένιο πάγκο της κυρίας που πουλάει κουλούρια για τους πρωινούς που θα πρέπει να εξοπλιστούν με τις θερμίδες του σουσαμιού για τις ατέλειωτες ουρές, τις φωνές, τις φωτοτυπίες και τα χαρτόσημα.

Σταματάμε στο Caissa Sex Theater. Πολύ φαντεζί για στριπτιτζάδικο. Ο κράχτης, ένας μεταμοντέρνος ξυλοπόδαρος με νίντζα στολή γεμάτη led φωτάκια, προσπαθεί να πείσει τους όποιους περαστικούς να σταματήσουν. Μάταια. Μας μιλάει και ποζάρει. Προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε αλλά δεν βγάζει το κράνος και ακούμε απλά βουητά. Μας χαιρετάει. Ακούγεται κάτι σαν “ελάτε μετά, θα σας κεράσω ποτό”.

Το πιο όμορφο κτίριο της Συγγρού (στον παράδρομο, στο ρεύμα ανόδου προς Αθήνα) στέκεται μπροστά μας. Το Ιωσηφόγλειο ορφανοτροφείο, το κτίριο που κτίστηκε το 1920 με έξοδα του Μικρασιάτη Χαράλαμπου Ιωσηφόγλου για να φιλοξενήσει τα ορφανά που υπήρχαν μεταξύ της προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Σήμερα, εξακολουθεί και λειτουργεί ως κέντρο φιλοξενίας εφήβων κοριτσιών με εσωτερικές μαθήτριες οι οποίες είτε στερούνται οικογένειας, είτε αυτή αντιμετωπίζει προβλήματα.

Ο παράδρομος στην πίσω μεριά του Ιωσηφόγλειου και πίσω από το αστυνομικό τμήμα Νέας Σμύρνης είναι αρκετά υπερυψωμένος και έχεις μια καλή θέα της λεωφόρου. Στα εφηβικά μας χρόνια, η φάση ήταν παράνομα (ή μη) ζευγαράκια. Αμάξια με κουρτινάκια, ακόμα ακόμα και κάποια από τα ‘κορίτσια’ της απέναντι Συγγρού που έφερναν εκεί κάποιον πελάτη. Με τους αστυνομικούς στα 100 μέτρα, έχεις μια φυσική εύνοια και προστασία για μια δόση παρανομίας. Ο δρόμος από κάτω βουίζει, αλλά ο παράδρομος είναι ακόμα αδειανός.

Μερικά μέτρα πιο κάτω έχει ένα μεγάλο dojo για καράτε με τον πειστικό τίτλο Σο-το-καν (υποθέτω ότι σημαίνει τουλάχιστον ‘ρίχνω πολύ ξύλο’) και δίπλα του το πρώτο ‘σκυλάδικο’ που βλέπουμε και ακόμα δουλεύει. Η Vespa, σχεδόν χωρίς εξάτμιση, κάνει αρκετό θόρυβο και με το που φτάνουμε όλοι γυρνάνε και μας κοιτάνε. Η ‘πόρτα’ κοιτάει τη φωτογραφική μηχανή που κρέμεται από τον λαιμό του Μενέλαου, σαν εξάρτημα πολέμου. “Παιδιά τι θέλετε; Γιατί βγάζετε φωτογραφίες;” Εξηγούμε και απαντάει: “Κανένα πρόβλημα, αλλά να χαρείτε, δεν θέλουμε πρόσωπα. Βγάλε ταμπέλες, βγάλε τον δρόμο, βγάλε ό,τι γουστάρεις, αλλά όχι εμάς”.

Εμφανίζεται και το αφεντικό. Κουστούμι με ρίγες, πουκάμισο με λευκό κολάρο. Απόλυτα στερεοτυπική φιγούρα ιδιοκτήτη σκυλάδικου: “Εγώ το μαγαζί το δουλεύω τα τελευταία 5 χρόνια. Βγάλε φωτογραφίες αγόρι μου, ό,τι θες. Απλά μην πάρεις την πάνω ταμπέλα – τη μεγάλη – γιατί κάτι έχει γίνει με έναν νόμο σχετικά με τις λεωφόρους, μάλλον θα πρέπει να την ξηλώσω γιατί και καλά αποσπάει την προσοχή του κόσμου. Αυτά μας έλειπαν. Δουλεύω αυστηρά Πέμπτη με Σάββατο και δίνω αγώνα να το κρατήσω ανοιχτό”.

Σε όλη τη δεξιά μεριά της λεωφόρου, η Νέα Σμύρνη σε καλεί να μπεις στα ενδότερα. Ο Πατριάρχης της Σμύρνης (Χρυσόστομος) είναι η μεγαλοπρεπέστερη είσοδος στην ομορφότερη γειτονιά της Αθήνας. Η ‘Εστία’ αχνοφαίνεται και το σιντριβάνι ξεκινάει. Η acrobaleno κάνει μια παράκαμψη και φτάνει στην αρχή του πάρκου. Δύο βήματα απ’ τον παράδρομο και έχει κόσμο. Κάτι πιτσιρικάδες αράζουν στο πάρκο και τα skate της Εστίας ακούγονται.

Ξαναβγαίνουμε στον παράδρομο και ανηφορίζουμε. Υπάρχει ένα ξενοδοχείο που λέγεται ‘Hellinis’. Ψάχνουμε ανθρώπους και δοκιμάζουμε να μπούμε. Ο κύριος Παναγιώτης έχει βάρδια και με υποδέχεται. Δεν μπορεί ακριβώς να καταλάβει τι ψάχνω, αλλά έχει διάθεση για κουβέντα: “Είμαι εδώ 30 χρόνια. Δουλεύω βράδυ, 01.00-08.00. Είναι δύσκολο το βράδυ αλλά μ’ αρέσει. Πρέπει να προσέχω γιατί συνέχεια μπαίνουν περίεργοι. Κάτι φάτσες φίλε μου… Τους βλέπω και λέω τώρα αυτός θα με φάει λάχανο. Αλλά αυτή είναι η δουλειά. Για κάποια χρόνια το ξενοδοχείο είχε κλείσει. Μετά βρέθηκαν κάτι επενδυτές και ξανανοίξαμε. Δουλεύουμε με ξένους, με Έλληνες, με τουρίστες με σχολεία, με ζευγαράκια. Δεν κάνουμε διακρίσεις. Αρκεί να έχουμε δουλειά. Υπάρχει και κόσμος που απλά έρχεται να πιει ένα ποτό στο μπαρ μας. Οδηγοί ταξί που κάνουν ένα διάλειμμα από τη δουλειά, περαστικοί, κόσμος που βγαίνει απ’ τα μαγαζιά. Άμα έχουν σχολάσει τα παιδιά, τους σερβίρω εγώ”. 

Έξω απ’ το Γυάλινο Μουσικό Θέατρο έχει μια πιάτσα ταξί. Όταν ανοίγει η πόρτα, ακούγεται ο ήχος μιας ακουστικής κιθάρας. Το ίδιο το Γυάλινο είναι μια ακουστική κιθάρα, ο ναός του έντεχνου στη Συγγρού. Οι ταξιτζήδες παραπονιούνται για αναδουλειά και ο Μενέλαος φωτογραφίζει έναν άστεγο που ανεβαίνει τη Συγγρού με ένα καρότσι από σουπερμάρκετ και γεμίζει τιμαλφή από τα σκουπίδια. Στις στάσεις των λεωφορείων δεν υπάρχει ψυχή.

Προσπερνάμε πολλά ‘Ενοικιάζεται» ή ‘Διατίθεται προς χρήση’. Πολλά από αυτά έχουν ξεθωριάσει – δείγμα του πόσο καιρό είναι σε αυτή την κατάσταση. Εγκαταλελειμμένα κτίρια και παλιά γραφεία. Fail γκραφίτι, συνθήματα, υπόγειες διαβάσεις. Εταιρείες, μαγαζιά, πολυεθνικές και αντιπροσωπείες αυτοκινήτων.

Όλα πρώην. Η Συγγρού είναι πρώην.

Η ταμπέλα του Bio Bio είναι το μόνο που έχει απομείνει από το ξακουστό στέκι. Δίπλα το Αλκατράζ με δυνατές μουσικές και ένα κίτρινο Hummer που ξεφορτώνει κορίτσια την ώρα που περνάμε. “Βγάλε όσες φωτογραφίες θέλεις μου λέει ένας μικρός που κάθεται στην πόρτα”. Έχει έναν διάκοσμο με κάτι Βούδες και μπουρμπουλήθρες. Είναι κάπου 01.00 το βράδυ και υπάρχει κόσμος που μπαίνει στο μαγαζί. Δύο βήματα δίπλα, το ξενυχτάδικο Ciao είναι φίσκα. Άλλοι τρώνε, άλλοι πίνουν καφέ, παρέες κάθονται έξω. Άλλοι περαστικοί και άλλοι το διαλέγουν για την έξοδό τους και προσπαθώ να σκεφτώ ποιος θα πει Σάββατο βράδυ “πάμε να αράξουμε στο Ciao, να φάμε μακαρόνια ή κρουασάν και να πιούμε σοκολάτα, γρεναδίνη ή blue Curacao”.

Στη γωνία του Άγιου Σώστη κάποιος χρησιμοποιεί το καρτοτηλέφωνο. Είναι σίγουρα 2017;

Αφήνουμε τη Vespa και περπατάμε. Σ’ ένα στενάκι, ένα μπλε led που γράφει ‘Studio’ αναβοσβήνει. Το Athens Ledra είναι κλειστό, όμως έχει κόσμο στο ισόγειο. Κάτι κοστουμαρισμένοι τύποι συζητάνε στο lobby του ξενοδοχείου. Τα πανό των εργαζομένων έχουν ξεθωριάσει και τα λουλούδια στις ζαρντινιέρες έχουν ξεραθεί. Περνάνε από δίπλα μας δύο πιτσιρικάδες με τα ποδήλατά τους. “Τι λες; Πάμε μέχρι Παγκράτι; Ή να γυρίσουμε πίσω προς Φάληρο;” “Μπα, καλύτερα Παγκράτι”.

Ελάχιστα πιο ζωντανό το διπλανό σινεμά, το Odean Starcity. Τα μαγαζιά που υπήρχαν μέσα είναι όλα κλειστά. Είναι αργά και μια παρέα βγαίνει. Ένας πιτσιρικάς λέει στον Μενέλαο: “Φοβηθήκαμε να βγούμε σε είδαμε με τη μηχανή και λέμε τώρα αυτός εμάς θέλει να τραβήξει;”

 

 

 

 

Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών με το κόκκινο led σλόγκαν ‘All we have is words, all we have is worlds’ – το ξεκάθαρο φετινό hit του ελληνικού Instagram (νομίζω μαζί με τo playmobil installation του Ανδρέα στα GR80s) – είναι το πρώτο κτίριο που δεν μυρίζει παρακμή. Ο φύλακας μας αφήνει να μπούμε. Ανεβαίνουμε στον έβδομο όροφο για την θέα απ’ τη Χύτρα. Παίρνουμε άδεια και πάμε στην ταράτσα που ακόμα δεν έχει ανοίξει. Αράζουμε και κοιτάω τις σημειώσεις μου για την ιστορία της λεωφόρου Συγγρού.

Η Συγγρού έχει κατασκευαστεί στην ίδια ευθεία που βρισκόταν κατά την αρχαιότητα πλατιά οδός, και κατά τα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους καρόδρομος που κάλυπτε τις ανάγκες μεταφοράς από και προς το λιμάνι του Φαλήρου. Έργο επί ημερών πρωθυπουργίας Χαριλάου Τρικούπη, ξεκίνησε το 1898 και το μεγαλύτερο τμήμα της χρηματοδοτήθηκε από κληροδότημα του τραπεζίτη Ανδρέα Συγγρού, εξ ου και το όνομά της. Ανάμεσα σε πολλά γεγονότα που έχουν λάβει χώρα πέριξ της λεωφόρου, στις 14 Φεβρουαρίου 1898, πραγματοποιήθηκε αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Βασιλιά Γεωργίου Α’. Γι’ αυτόν τον λόγο, στον τόπο της αποτυχημένης απόπειρας χτίστηκε ο Ιερός Ναός του Αγίου Σώστη.

Το μάθημα Ιστορίας βαστάει περίπου όσο ένα τσιγάρο. Λέμε να συνεχίσουμε με τη Vespa προς τα πάνω. Σχεδόν φτάνουμε στη διασταύρωση με την Αμαλίας, έχοντας προσπεράσει το παλιό ΦΙΞ – νυν Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – το μετρό, εταιρείες με ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα και τη Νομαρχία Αθηνών.

Η Κάθοδος: Από την Αμαλίας μέχρι το Ωνάσειο

Πριν κάνουμε την αναστροφή, έχουμε ήδη μπει στην απέναντι διάθεση. Στην κάθοδο της λεωφόρου, που από το Πάντειο και μετά αποκτάει και εκείνη παράδρομο. Η κάθοδος αυτή ξεκινάει όσο στερεοτυπικά την περιμέναμε. Δύο ‘κορίτσια’ που κάνουν πεζοδρόμιο. Έχω αποφασίσει να τα πω ‘κορίτσια’, γιατί αφού αυτό αισθάνονται, αυτό είναι. Έχουν εξάλλου αρκετά γυναικεία χαρακτηριστικά και πρέπει να τα πλησιάσεις πολύ για να δεις ή να ακούσεις κάτι που θυμίζει επί της ουσίας βιολογικά άντρα. Φαντάζομαι πως το να τα βάζεις με τις ορμόνες δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Η πρώτη μου χαμογελάει και ευγενικά αρνείται να μου μιλήσει. Γυρνάει την πλάτη της και συνεχίζει να ψάχνει για το αμάξι που θα σταματήσει. Η δεύτερη έχει περισσότερη όρεξη για κουβέντα. Ή μάλλον έχει περισσότερη όρεξη να με κράξει. “Θα μου δώσεις 20 ευρώ, θα σου πω ό,τι θες και θα βγάλω 1-2 φωτογραφίες”. Απαντώ κάπως στιγμιαία: “Δεν έχω λεφτά και είναι τελείως αντιδεοντολογικό”. “Αγάπη μου είσαι δημοσιογράφος της ψωροκώσταινας, στο εξωτερικό παίρνουν πολλά λεφτά για να μιλήσουμε οι τρανς, τι σκατά έχεις στο μυαλό σου;” Ήθελα της να πω “ξέρεις, δεν είμαι δημοσιογράφος” αλλά απλά έφυγα.

Ανέβηκα στην acrobaleno με τον Μενέλαο να μου λέει “μην κατσουφιάζεις, κατάλαβέ το, δεν πρόκειται να σου μιλήσει καμία”.

Στο ’24ωρο’ είχε ήδη κόσμο. Δεν είδα κανέναν να τρώει πατσά ή σούπα και το μαγαζί έχει αλλάξει τελείως από την τελευταία φορά που το είχα επισκεφτεί. Η κοπέλα που κάθεται στο ταμείο μου μιλάει. “Πάνε αυτά που ξέραμε. Δουλεύουμε πολύ Πέμπτη έως Σάββατο βράδυ και μετά delivery με τις εταιρίες καθημερινά. Δεν μπορώ να πω, το μαγαζί έχει ακόμα δουλειά και νομίζω ότι βοηθάει που είμαστε ανοιχτά 24ωρο. Μας κάνει καλό και η Πλάκα γιατί πολλές φορές έρχονται τουρίστες που ζητάνε παραδοσιακά. Μουσακά, παστίτσιο, μαγειρευτά, καμιά μπριζόλα”.

Παίρνουμε την κατηφόρα. Έξω από το μετρό έχει κόσμο. Η πιάτσα ταξί (που είναι και παράνομη) δουλεύει. Στις στάσεις κόσμος περιμένει τα λεωφορεία. Ο πεζόδρομος είναι γεμάτος κόσμο. Το Κουκάκι είναι σε hype. Όσο περπατάς τη Συγγρού παράλληλα με τη Δημητρακοπούλου και στρέφεις το βλέμμα σου προς τα στενά βλέπεις κόσμο.

Τα παλιά γραφεία της Ολυμπιακής έχουν γίνει ζαχαροπλαστείο. Η Citroen είναι ακόμα εκεί, στη γωνία με τη Φραντζή, ενώ ακριβώς απέναντι βρίσκεται ένα από τα ιστορικότερα sex shops της Συγγρού. Δεν ξέρω γιατί αλλά είμαι σίγουρος ότι παλιά ήταν video club. Μια παρέα κοιτάει κάτι σε μια κολόνα και γελάει. Περιμένω να φύγουν και πάω διακριτικά να δω τι κοίταζαν. Αυτοσχέδιο αφισάκι γράφει ‘Περιστέρια; Τέλος. Όχι φάρμακα’. Γωνία Μπουνιουέλ και Μεγακλή Βιντιάδη.

Το σινεμά Μικρόκοσμος είναι κλειστό και μια παρέα περιμένει το λεωφορείο στη στάση. Στην έξοδο προς Καλλιθέα, το περίπτερο έχει ουρά. Δυο τρία αμάξια είναι σταματημένα και ανεφοδιάζονται για την βραδινή τους έξοδο.

Έχουμε κιόλας φτάσει στο Πάντειο που κάνει μάλλον οικονομίες και δεν είναι μεγαλοπρεπώς φωτισμένο (πέρα από τους προβολείς στον κήπο). Η καντίνα προετοιμάζεται για την πρώτες πρωινές ώρες που θα γεμίσει με ξενύχτηδες. Καθόμαστε να φάμε ένα σάντουιτς. Μια παρέα συζητάει δίπλα μας και μιλάει για το φαγητό: “Είναι χρόνια εδώ αλλά δεν είχα σταματήσει ποτέ. Την ανακάλυψα λόγω δουλειάς όταν ξημεροβραδιαζόμασταν έξω από το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, τότε με τις τηλεοπτικές άδειες. Είχε φάει ένας συνάδελφος ένα hot dog, μας είπε ότι γαμάει και για τρεις μέρες τρώγαμε όλοι εδώ”. Μυρίζει τηγανητό κρεμμύδι και πίκλα.

Κατεβαίνουμε στη διάβαση. Το πρωί είναι γεμάτη φοιτητές του Παντείου που πηγαινοέρχονται, πλανόδιους πωλητές, πάγκους με μεταχειρισμένα βιβλία. Εικαστικά, πρέπει να γίνονται πενήντα graffiti τη βδομάδα. Δεν θυμάμαι ποτέ να είναι ίδια η συγκεκριμένη υπόγεια διάβαση. Μάλλον όλοι οι γκραφιτάδες της Αθήνας δοκιμάζουν το χέρι τους εδώ.

Έξω από το Kinky Opera η ‘πόρτα’ και ένας πελάτης συζητάνε σε φιλικό κλίμα. Ο πελάτης φοράει καπαρντίνα, κουστούμι, κίτρινη γραβάτα και ένα φανταχτερό καπέλο που γράφει κάτι που δεν καταλαβαίνω. Κάνω αμάν να μου μιλήσει και να φωτογραφηθεί. “Έρχομαι συνέχεια εδώ, μιλάμε για τις καλύτερες κοπέλες. Παλιά να δεις κόσμο. Τώρα δεν έχουν λεφτά. Ή μπορεί και να τα φυλάνε για το Πάσχα”, μου λέει ο  κύριος Μάκης, που όμως επιμένει να μην φωτογραφηθεί.

-Τι γράφει το καπέλο σου;

‘Οι Φουνταριστοί’. Είναι δύο φίλοι μου που κάνουν ραδιοφωνική εκπομπή (σ.σ. 8-10 το πρωί, στον Sport24 Radio βεβαίως). Έτσι λέγονται. Μιλάμε για φοβερή εκπομπή, τους ακούω κάθε μέρα.

Η ‘πόρτα’ μου λέει αν θέλουμε να μπούμε μέσα ή να φέρει έξω μια κοπέλα να τη φωτογραφήσουμε. Μέχρι να κοιταχτώ με τον Μενέλαο, το κορίτσι έχει βγει έξω. Της λένε να ποζάρει, να στηθεί, να περπατήσει στη σκάλα. Μου φαίνεται λες και είμαστε στη Βαρβάκειο και διαλέγουμε μπριζόλες. Η Εβελίνα από τη Ρουμανία δείχνει να το διασκεδάζει. Μάλλον έτσι έχει μάθει. Να δείχνει ό,τι θέλει ο πελάτης, το αφεντικό, ο δημοσιογράφος, ο φωτογράφος. Ο κάθε κύριος Μάκης. Μάλλον αυτή είναι η άμυνά της. Όπως άλλωστε και η ίδια η Συγγρού. Της αρέσει να δείχνει. Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει, ίσως κάπως προφητικά σε ποίημα του για τη Συγγρού (που ήταν κάτι ιδιαίτερα συμβολικό για την γενικά του 1930):

“Όταν αφήσεις τα κορμιά τα πελεκημένα επίτηδες για να μετρούν και για να θησαυρίζουν, την ψυχή που δεν εξισώνεται, ό,τι και να κάνεις, με την ψυχή σου το χέρι του φόρου, το γυναικείο εκείνο προσωπάκι στο λίκνο που λάμπει στον ήλιο”.

Συνεχίζουμε την κατηφόρα. Περνάμε κάτω από το στρατηγείο της 24Media. Τα ‘κορίτσια’ έχουν αρχίσει και πυκνώνουν. Άρνηση να μιλήσουν ή να φωτογραφηθούν χωρίς λεφτά. Γυρνάνε την πλάτη τους στην κάμερα ή την προσελκύουν με χειρονομίες και σκέρτσα. Πάντα όμως μιλάνε για φράγκα.

– Πώς σε λένε;

– Έχω δύο ονόματα. Όλη μου τη ζωή έχω δύο ονόματα. Έλα ομορφούλη, με 20 ευρώ βγάζουμε ό,τι φωτογραφία θες. Μην είσαι τσιγκούνης.

Σε μια διασταύρωση κάτω από τα γραφεία ασφαλιστικής έχει πολλά ‘κορίτσια’ μαζεμένα γύρω από ένα αμάξι. Η βραδιά τους ή μάλλον καλύτερα η βάρδια δείχνει να έχει μόλις ξεκινήσει. Ρούχα, έντονα βαψίματα, τακούνια. Τα ‘κορίτσια’ που για πολλά χρόνια εκτός απ’ τους πελάτες προσέλκυαν την ανίκητη εφηβική βλακεία που ήθελε ως καθιερωμένη βόλτα το πείραγμα και την πλάκα – στα όρια της παρενόχλησης. Ως Νεοσμυρνιώτης θυμάμαι πολλές φορές αυτό το χαζό “πάμε στα τραβέλια, να σπάσουμε πλάκα” και τις ιστορίες του συγκεκαλυμμένου και πολλές φορές δήθεν αθώου ρατσισμού που μας αφορά όλους.

Θυμάμαι όμως και μια ιστορία απ’ αυτές που δεν ξεχνιούνται. Φίλος χάνει τον σκύλο του. Ο Μπίλης, ένας εξαιρετικά μεγαλόσωμος ελληνικός ποιμενικός, αποφασίζει σε μια βόλτα να φλερτάρει με μια σκυλίτσα. Με τα 60+ κιλά του, σπάει το λουρί του και χάνεται. Όλοι αρχίζουν το κυνηγητό για να τον βρουν, οι ώρες περνάνε και έρχεται το βράδυ. Εν τέλει, σε μια από τις πολλές βόλτες τόσο ο Μπίλυ όσο και η σκυλίτσα βρίσκονται σε μια παρέα από ‘κορίτσια’ στη Συγγρού. Εκείνες τα μάζεψαν, τα τάισαν και τα πότισαν. Ο τσομπάνης Μπίλης επιβεβαίωσε τον ρόλο της φυλής του. Άραξε δίπλα στην ‘κοπέλα’ που τον τάισε και δεν άφηνε άνθρωπο να πλησιάσει. Έτσι, τα ‘κορίτσια’ είπαν στην οικογένεια όταν μάζευε τον Μπίλη: “Δικό σας είναι; Όλο το βράδυ δεν έχει πλησιάσει πελάτης. Γρυλίζει στους πάντες”.

Τουλάχιστον εκείνο το βράδυ κανένας δεν θα κορόιδεψε τα ‘κορίτσια’. Και στον απόηχο της ευτυχούς κατάληξης για την οικογένεια του Μπίλη, η μητέρα του φίλου, πήγε την επόμενη μέρα να αφήσει φανουρόπιτα στα ‘κορίτσια’ που περιμάζεψαν και φρόντισαν τον τριχωτό κανακάρη. Ακόμα και στη Συγγρού, ή ίσως ειδικά στη Συγγρού, θα βρεις μια κάποια αλληλεγγύη.

Οι κλειστές αντιπροσωπείες αυτοκινήτων και τα ‘Ενοικιάζεται’ πυκνώνουν και αυτά όσο συνεχίζουμε την κατηφόρα. Οι στάσεις των λεωφορείων είναι πιο άδειες. Μια παρέα αράζει μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο και μας κοιτάει περίεργα καθώς η acrobaleno τους προσπερνάει. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα καταλαβαίνω γιατί. Είναι αυτή η ανυπόφορη αροξολική μπόχα της skunk, ή του haze ή γενικότερα του κακού χόρτου που έχει γίνει της μόδας. Για την ιστορία στα αγγλικά skunk είναι και ο ασβός. Μάλλον έχω γεράσει πολύ ή θέλω σε κάθε επίπεδο να επιβεβαιώσω αυτό το ‘παλιά ήταν όλα καλύτερα (ακόμα και το χόρτο)’ που άκουγα κι εγώ όταν ήμουν πιτσιρικάς και πίστευα ακράδαντα πώς δεν θα μου συμβεί αν ποτέ δραπέτευα από τα 20s.

Το Κέντρο Θεραπείας και Αποκατάστασης Θησέας βάζει λίγο χρώμα στην μέση της Συγγρού. Το βράδυ μοιάζει ακόμα πιο όμορφο και τραβάει το μάτι σου με αυτά τα πολύχρωμα πάνελ σε έναν δρόμο που δεν έχει χρώμα. Φτάνουμε στο παρκάκι με το Μνημείο του Σοβιετικού στρατιώτη, που στήθηκε το 2005 προς τιμήν του ποντιακού ελληνισμού και των παλιννοστούντων που ήρθαν από τη Σοβιετική Ένωση στην Ελλάδα και ζουν στην Καλλιθέα. Πίσω από τον παράδρομο έχει εργατικές πολυκατοικίες, οι νεραντζιές μοσχοβολούν και για λίγο νομίζεις ότι είσαι στα ’50s. Αράζουμε τη Vespa δίπλα σε ένα τρίκυκλο και καθόμαστε στο παγκάκι. Ένας τοξικομανής έχει βγάλει βόλτα τον σκύλο του. Κοιτάει την κάμερα καχύποπτα και μουρμουράει κάτι. Μια από τις ‘κοπέλες’ είναι στο πόστο της και συχνά πυκνά αμάξια σταματάνε. Εκείνη σκύβει και μιλάνε αλλά για όση ώρα είμαστε εκεί δεν καταφέρνει να βγάλει πελάτη.

Στην άλλη γωνιά του πάρκου είναι το θερινό σινεμά Διονύσια. Τα καλοκαίρια μυρίζει νυχτολούλουδο και απ’ όσο θυμάμαι (γιατί πάνε χρόνια), οι ταινίες με τα χαμηλά ντεσιμπέλ και τους αργόσυρτους διαλόγους υποφέρουν από την κατηφόρα της Συγγρού και τις μεγάλες ταχύτητες. Κάπως κινηματογραφικά στήνω στο μυαλό μου σκηνές που θα μπορούσαν να αλλοιωθούν από βαλβίδες, καδένες, ιμάντες και αμορτισέρ:

1) Η Ρόουζ δεν κάνει έναν κώλο πιο πέρα και ο Τζακ πεθαίνει απ’ το κρύο. Στο κορύφωμα του Τιτανικού περνάει ένα καθαρόαιμο XT και δεν ακούς καλά τα αποχαιρετιστήρια τρυφερά λόγια εν μέσω κλαψ και λυγμ.

2) Έξω απ’ τη Μίνας Τίριθ, τα Ορκ του Σάουρον δείχνουν ότι μπορούν να πυρπολήσουν την πόλη. Εμφανίζονται οι αλογατάρηδες του Ρόχαν και μετά τον τουλάχιστον υπέροχο λόγο του Θέοντεν παίρνουν την κατηφόρα. Τον ήχο των αλόγων έρχεται να ενισχύσει προσπέραση μερσέντας ML 350 -που μεταξύ μας έχει όσα άλογα είχε και το Ρόχαν-  σε σκαραβαίο του 1960 και η σκηνή κυριολεκτικά τερματίζεται.

3) Μονολογεί ο μεγάλος Nick Hornby στο High Fidelity: “Τι μας ήρθε πρώτα; Η μουσική ή η μιζέρια; Ακούω μουσική επειδή ήμουν μίζερος; Ή ήμουν μίζερος επειδή άκουγα μουσική; Μήπως τελικά όλοι αυτοί οι δίσκοι σε κάνουν μελαγχολικό”; Περνάει στη δεξιά λωρίδα δικάβαλο Honda Innova με Καλλιθεώτες που πάνε για ποτό στο Ιγκουάνα στο Μικρολίμανο. Ο θόρυβος της αλυσίδας τρυπάει το χωροχρόνο και η σοφία του Hornby σοδομίζεται βάναυσα.

Στη γωνία του Διονύσια, το γκρι κτίριο της αστυνομίας. Αυτό της Διοικητικής Υποστήριξης με το Πρατήριο Καυσίμων για τα περιπολικά. Στο τραγούδι του Μπάτη ‘Μάγκες Καραβοτσακισμένοι’ υπάρχει ο στίχος “ήρθαν μπάτσοι βρε και μας πήραν, και στου Συγγρού καλέ μας πήγαν”. Όμως δεν αναφέρεται σε αυτό το κτίριο. Ο ευεργέτης Ανδρέας Συγγρός, όταν δεν χρηματοδοτούσε λεωφόρους, έχτιζε φυλακές και οι ξακουστές φυλακές Συγγρού βρίσκονταν στον Ταύρο πολύ πριν την λεωφόρο.

Φτάνουμε προς το τέλος και σταματάω στο Funsports, ίσως το καλύτερο μαγαζί της περιοχής με εξοπλισμό για surf. Κολλητά είναι το στριπτιτζάδικο Ανατολή. Κοιτάω τα όρθια σερφοσάνιδα και δίπλα τους μια γυναικεία φιγούρα σε στένσιλ.

Η Συγγρού φυσάει. Λίγα μέτρα πιο πέρα, δίπλα στο κτίριο του Βωβού που ήταν τα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας, το τελευταίο σημείο σταθμός της λεωφόρου, η καντίνα με το διάσημο hot dog. Αριστερά και δεξιά αυτοκίνητα με αλάρμ. Ένα αυτοκίνητο μπαίνει προς Αμφιθέας με μεγάλη ταχύτητα. Τα παράθυρα είναι ανοιχτά, η συνοδηγός έχει το χέρι έξω και κρατάει τσιγάρο.

Ακούγεται το ‘Majesty’ των Madrugada και εγώ περπατάω προς το αυτοκίνητό μου. Ίσως αυτό να είναι η Συγγρού. Ένα διαρκές ‘ήταν’, το μόνο σταθερό στοιχείο απέναντι σε οτιδήποτε ‘ταχείας κυκλοφορίας’.

“Oh, you were majesty / Your roads were heavy / And your longing was cut from bone”

*Ολόκληρο το ποίημα του Σεφέρη για την Συγγρού

Λεωφόρος Συγγρού, 1930 (στον Γιώργο Θεοτοκά που την ανακάλυψε)

“Όταν σε νικήσει

το χαμόγελο που ανασαίνει πλάι σου, πάει να σκύψει και δε συγκατανεύει

όταν η ζάλη που σου απόμεινε αρμενίζοντας στα βιβλία ξεκολλήσει από το μυαλό σου στις πιπεριές δεξιά κι αριστερά

όταν αφήσεις το πετρωμένο καράβι που ταξιδεύει προς το βυθό μ’ άρμενα συντριμμένα

την καμάρα με τα χρυσαφικά της

τις κολόνες με την έννοια τους που τις στενεύει

όταν αφήσεις τα κορμιά τα πελεκημένα επίτηδες για να μετρούν και για να θησαυρίζουν,

την ψυχή που δεν εξισώνεται, ό,τι και να κάνεις, με την ψυχή σου

το χέρι του φόρου, το γυναικείο εκείνο προσωπάκι στο λίκνο που λάμπει στον ήλιο

όταν αφήσεις την καρδιά σου και τη σκέψη σου να γίνουν ένα

με το μαυριδερό ποτάμι που τεντώνει ξυλιάζει και φεύγει:

Σπάσε το νήμα της Αριάδνης και νά!

Το γαλάζιο κορμί της γοργόνας”.