Eurokinissi
LONGREADS

Παίξαμε ποδόσφαιρο με τους κρατούμενους των Φυλακών Δομοκού

Και εννοείται ότι μας διέσυραν.

Είχα κλείσει καλά τη γωνία μου, είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι “αρκετά, δεν θα την ξαναπατήσω. Και τρίτο γκολ απ’ το ίδιο σημείο, πάει πολύ”.  Βλέπεις, όποτε πλησίαζε απ’ τα αριστερά μου εκείνος ο κρατούμενος με την μπλούζα της Barca, πάντα σούταρε στην κλειστή γωνία, περισσότερο από ένστικτο, παρά από μία καλά υπολογισμένη απόφαση και αυτή τη φορά νόμιζα ότι τον είχα. Τώρα όμως είχε σταματήσει στα τέσσερα μέτρα από μένα, με την μπάλα στα πόδια, είχε γυρίσει την πλάτη του στο τέρμα και εμπόδιζε με το άνοιγμα των χεριών του οποιονδήποτε να πλησιάσει. Κι όσο αναρωτιόμουν “θα βγάλει πάσα; Τι περιμένει;”, έκανε ένα ξαφνικό τακουνάκι και η μπάλα γλίστρησε κάτω απ’ τα πόδια του αμυντικού, προκαλώντας ένα μεγαλοπρεπέστατο “ΩΩΩΩ” στην ‘εξέδρα’ που συνεχίστηκε και για όσο αυτή κυλούσε κάτω και απ’ τα δικά μου πόδια.

Κάποια λεπτά αργότερα, όταν βγήκα να πάρω μερικές ανάσες (δύσκολο το καθισιό στο τέρμα, θέλει πνευμόνια) ένας απ’ τους κρατούμενους που παρακολουθούσε τον διασυρμό μας, μου είπε: “Θα έχεις να λες ότι έφαγες γκολ απ’ τον ‘…'”. Δεν κατάλαβα για ποιον από όλους τους παίκτες μιλούσε, πρέπει να είχα φάει 5-6 γκολ μέχρι εκείνο το σημείο, οπότε κοίταζα προσεκτικά όλους όσους είχαν σκοράρει κι έψαχνα να ανακαλύψω τον διάσημο Αλβανό κρατούμενο που μου είχε αναφέρει μόλις. “Αυτός με τη μπλούζα του Suarez είναι”, μου εξήγησε, αλλά μισό λεπτό τώρα. Πρέπει να εξηγήσω κι εγώ πού βρισκόμουν και για ποιο λόγο, και αυτό είναι το μόνο που μπορώ να κάνω, γιατί αν ρωτήσεις ποιος ήταν αυτός ο ‘διάσημος κρατούμενος’ δεν μπορώ να σου απαντήσω. Είναι κομμάτι της ‘συμφωνίας’ βλέπεις.

Την ιδέα να παίξουν δημοσιογράφοι ‘εναντίον’ κρατουμένων των φυλακών Δομοκού την είχε η ομάδα Pressing Team, μια παρέα αθλητικών δημοσιογράφων, που κανονίζει αγώνες με ανάλογες ειδικές κοινωνικές ομάδες. Στόχος; Να βγει προς τα έξω το μήνυμα ότι “κανένας άνθρωπος δεν περισσεύει”, ότι οι δεσμοί της κοινωνίας και των ανθρώπων πίσω απ’ τα σίδερα δεν παύουν ούτε στιγμή να υπάρχουν. Να δουν και οι ίδιοι ότι τους περιμένουμε να γυρίσουν και να ξεκινήσουν απ’ την αρχή, χωρίς τα λάθη που τους ανάγκασαν να πατήσουν αυτό το παρατεταμένο, αλλά προσωρινό pause στη ζωή τους.

Ο δικός μου σκοπός, ήταν απλώς να βιώσω από κοντά αυτήν την εμπειρία, χαζεύοντας τους υπόλοιπους να παίζουν και όχι να συμμετάσχω ενεργά (καθότι φύσει μεγάλος άμπαλος). Ωστόσο, η απόσταση του Δομοκού απ’ την Αθήνα, αποθάρρυνε αρκετούς απ’ το να έρθουν, με αποτέλεσμα εκείνο το πρωί της Τετάρτης, η ‘αποστολή’ μας να ξεκινήσει μισή.

Μετά από σχεδόν τρεις ώρες και κάτι, και αφού πια βρισκόμασταν στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας που λειτουργεί μέσα στις φυλακές του Δομοκού, είδαν ότι τα νούμερα δεν βγαίνουν, και προκειμένου να συμπληρωθεί εξάδα, θα έπρεπε να συμμετάσχει κι άλλος ένας. Μάντεψε ποιος. Με εντόπισαν στη μικρή γωνίτσα μου, με ξεβόλεψαν και τους ευχαριστώ γι’ αυτό.

Βγήκαμε στο καλοφτιαγμένο 5×5, κομπλαρισμένοι, μη γνωρίζοντας τι θα συναντήσουμε, αν θα μας αποδεχτούν ή αν θα μας απορρίψουν αμέσως, ως 6 καλοζωισμένα και υπεροπτικά όντα της έξω ζωής που ήρθαν να προσφέρουν λίγη ‘φιλανθρωπία’. Αυτός ήταν και ο μεγαλύτερος μου φόβος απ’ την αρχή. Μη συναντήσουμε στο βλέμμα τους -και ακόμα χειρότερα στα λόγια τους- την κατηγορία, ότι η παρουσία μας ήταν δηθενιά, μία ματαιόδοξη επίδειξη αλληλεγγύης. Έπεσα τραγικά έξω (όπως άλλωστε μου συμβαίνει συχνά για τα πάντα).

Περιμετρικά του γηπέδου βρίσκονταν δεκάδες κρατούμενοι μαζεμένοι σε παρέες, όρθιοι ή καθιστοί, με τον ήλιο να πέφτει στα πρόσωπά τους και με τις χαρακτηριστικές οκνηρές κινήσεις του ανθρώπου που μόλις έκατσε σε ένα καφενείο. Περίμεναν.

Η ομάδα των κρατούμενων ήταν ήδη μέσα στο γήπεδο και ζεσταινόταν για τον διασυρμό που μας επιφύλασσε.

Ξέρω ποιες είναι οι πρώτες ειρωνικές σκέψεις που περνάνε απ’ το μυαλό σου για το παιχνίδι που ακολούθησε, γιατί πρώτα περασαν κι απ’ το δικό μας. “Φάγατε ξύλο”; “Σας έσπασαν κανά πόδι”; “Έπεσε καμιά αγκωνιά δήθεν μέσα στο παιχνίδι”; Έτσι όπως μπήκαμε εμείς με τα ολόλευκα μπλουζάκια και σορτσάκια μας, όντως μοιάζαμε σαν παρθένες μπροστά στους τατουαζάτους και γεροδεμένους τύπους, αλλά οποιαδήποτε τέτοια μίζερη και ‘μικρή’ σκέψη, διαλύθηκε γρήγορα.

Οι κρατούμενοι πίεζαν σχεδόν μόνο με τα μάτια και γενικά ήταν πολύ φιλικοί απ’ την πρώτη στιγμή, στις κουβέντες που ανταλλάζαμε, στις παρατηρήσεις, στα αστεία. Άλλωστε ήταν πολύ καλύτεροι, ο ‘αγώνας’ σε κάποιες στιγμές έμοιαζε σαν να παίζουν παιδιά του Δημοτικού (εμείς) με παιδιά του Λυκείου (εκείνοι), που για κάποιο λόγο βρέθηκαν να έχουν την ίδια ώρα κενό και έστησαν δύο πρόχειρα τέρματα, πετώντας τις τσάντες τους κάτω.

Το ανάμεικτο ‘κοινό’ από κρατούμενους και φύλακες έδειχνε να διασκεδάζει. Κάποιοι  χειροκροτούσαν, άλλοι φώναζαν, άλλοι έδιναν οδηγίες, όλοι όμως χωρίς να προσβάλουν κανέναν, ούτε τους συγκρατούμενούς τους, ούτε εμάς.

Μας φέρθηκαν όπως σε έναν φίλο που έρχεται επίσκεψη, που θέλουν να τον δουν, αλλά να μην τους ζαλίσει με το πόσο όμορφα είναι έξω, απλά να τους το θυμίσει διακριτικά. Μας το είπαν αργότερα και οι ίδιοι αυτό, η παρουσία μας εκεί τους θύμισε λίγο την προηγούμενη ζωή τους.

Ο ίδιος άνθρωπος που στην αρχή της ιστορίας μου έδειξε από ποιον ‘διαβόητο κρατούμενο’ έφαγα τακουνάκι, μου είπε και στη συνέχεια το μυθικό “όπως λες ότι ένα στάδιο έχει 30.000 κόσμο, έτσι κι εδώ, αν προσθέσεις τα ισόβια που έχουν φάει όλοι αυτοί που παίζουν, είναι σαν να παίζεις μπροστά σε εκατομμύρια”. Γέλασα, ωστόσο εμείς δεν το νιώσαμε ούτε για μια στιγμή αυτό, δεν νιώσαμε ότι παίζουμε με φυλακισμένους.

Ευτυχώς στη συνέχεια, στις αλλαγές μας προστέθηκαν και μερικοί απ’ τους δικούς τους κι έτσι ανέβηκε κάπως το επίπεδο της ομάδας μας. Ειδικά ένας 30χρονος Μαροκινός, τον οποίο μας έκανε δωράκι η ‘διοίκηση’ και ο οποίος θα αποφυλακιστεί σε μερικές εβδομάδες, έκανε φοβερή δουλειά απ’ τα δεξιά.

Το δεύτερο ημίχρονο σταμάτησε πρόωρα, γιατί είχε αρχίσει να πέφτει με δύναμη η βροχή ανάμεσα απ’ τα συρματοπλέγματα. Επιστρέψαμε όλοι στο σχολείο για να συζητήσουμε. Εκείνοι νόμιζαν ότι θα ήταν άλλη μία ευκαιρία για να μας δείξουν πόσο συνηθισμένοι άνθρωποι είναι, αλλά εμείς το είχαμε καταλάβει αυτό ήδη. Καθρεφτιζόταν στα πρόσωπά τους όταν σούταραν και έχαναν κάποια ευκαιρία, όταν μια πάσα δεν περνούσε ή όταν σκόραραν μετά από έναν καλό συνδυασμό. Όλοι οι άνθρωποι μοιάζουμε ίδιοι όταν τρέχουμε πίσω από μια μπάλα.

Πριν φύγουμε, ο αρχιφύλακας πρόλαβε να μας προσγειώσει, ξεναγώντας μας στις φυλακές, τις κανονικές, όχι την ‘παιδική χαρά’ που είδαμε πριν. Αυτές που φαντάζεσαι με τους μουντούς διαδρόμους, τα κλειστά κελιά, τα πρόσωπα που βγαίνουν ξαφνικά από ένα παραθυράκι για να δουν ποιος περνάει, τι είναι αυτός ο θόρυβος. Εκείνη είναι η στιγμή που το στομάχι σου σφίγγεται, που δεν μπορείς να σκεφτείς τίποτα άλλο πέρα απ’ το ότι ένας άνθρωπος σαν εσένα, βρίσκεται κλεισμένος λίγα μέτρα μακριά σου και θα βρίσκεται εκεί, ποιος ξέρει για πόσο. Δεν σε νοιάζει τι έχει κάνει, εύχεσαι μόνο τα πράγματα να ήταν αλλιώς. Πώς αλλιώς; Έλα ντε, δεν ξέρω. Αλλιώς.

Πέρσι, σε μια επίσκεψή στον Κορυδαλλό για να παρακολουθήσω μία θεατρική παράσταση -πάλι από κρατούμενους-, το στομάχι μου είχε σφιχτεί απ’ την πρώτη στιγμή που πέρασα την πύλη. Εδώ ήταν διαφορετικά, εδώ μου πήρε ώρες. Νομίζω έχει να κάνει με τον λόγο για τον οποίο αυτή τη φορά βρέθηκα ‘μέσα’, ότι έχει να κάνει με το ποδόσφαιρο το ίδιο, με τη χαρά που προσφέρει και που μπορεί να μεταμορφώσει ακόμα κι ένα μέρος σαν αυτό. Έχει κάτι αυτή η εικόνα με την μπάλα να φεύγει πάνω απ’ τους ψηλούς τοίχους και να χάνεται, είναι τόσο δυνατή η αλληγορία της, που δεν σε αφήνει να πέσεις ψυχολογικά. Απλώς ελπίζεις να το βλέπουν και οι ίδιοι μ’ αυτόν τον τρόπο, έστω για αυτές τις λίγες ώρες που είναι ‘ελεύθεροι’ να παίξουν. Να μπορούν θυμούνται πως είναι να αισθάνεσαι και πραγματικά ‘ελεύθερος’, μέσα απ’ το ομορφότερο παιχνίδι του κόσμου. Την μπάλα.