ΤΑΞΙΔΙ

Πήγαμε στην Κολοπετινίτσα (αλήθεια λέμε)

Το ιστορικό χωριό-θρύλος υπάρχει και δεν χάσαμε την ευκαιρία να το επισκεφτούμε. Άξιζε τον κόπο.

Πρέπει να είχαμε μόλις περάσει μία απ’ τις εκατοντάδες (τουλάχιστον τόσες μας φάνηκαν) πινακίδες που σε ειδοποιούν πως έχεις ακόμη μια ευκαιρία να στρίψεις προς τη Λιβαδειά, όταν ο Ηλίας γύρισε με απόλυτη σοβαρότητα προς εμένα και την Φραντζέσκα και μας έκανε μία απ’ τις γνωστές του -στα όρια του υπαρκτού σουρεαλισμού- ερωτήσεις.

Αν σας έλεγε κάποιος πριν από 2 χρόνια ότι θα βρεθούμε οι τρεις μας σ’ ένα αμάξι και θα γυρνάμε από την Κολοπετινίτσα, τι θα του λέγατε;

Μεταξύ μας, δεν έχω ιδέα τι θα έλεγα στον άγνωστο αυτό εκφραστή της υποθετικής ερώτησης. Μάλλον θα αντιδρούσα εκφράζοντας την ίδια απορία που μοιράστηκαν όλοι όσοι άκουσαν ότι σκοπεύουμε να κάνουμε αυτό το ταξίδι, μια απορία που συνοψίζεται στην απλή φράση: “Υπάρχει όντως Κολοπετινίτσα;”.

Ναι η Κολοπετινίτσα υπάρχει, ή μάλλον υπήρχε και ναι, την επισκεφτήκαμε. Σιγά μη χάναμε. Επειδή φαντάζομαι ότι οι απορίες σου είναι περισσότερες κι απ’ αυτές των κατοίκων του χωριού στη θέα τριών νεαρών Αθηναίων στην κεντρική πλατεία, ας πάρουμε την ιστορία απ’ την αρχή.

Σχεδιάζοντας το ταξίδι

Ήταν ένα ήσυχο μεσημέρι στο γραφείο, κάπου στα τέλη του Απρίλη, όταν ο Ηλίας αποφάσισε να μοιραστεί μαζί μας μερικές απ’ τις ιδέες του, τις οποίες θα ήθελε κάποια στιγμή να υλοποιήσουμε. Οι ιδέες αυτές έφτασαν στη συντακτική ομάδα του Oneman με ένα mail (στον ίδιο τον Ηλία δεν έχω ιδέα πώς διάολο μπορεί να έφτασαν) και η πρώτη απ’ τις προτάσεις του αρχισυντάκτη, ήταν δύσκολο να αγνοηθεί. “Πήγαμε στην Κολοπετινίτσα”. ΝΑΙ. Αμέτρητες ερωτήσεις, αλλά ΝΑΙ.

Το “τι εννοείς, υπάρχει Κολοπετινίτσα;” που απάντησα ενθουσιασμένος, ήταν ένα πρώτο δείγμα του αγνού ενδιαφέροντος και των αμέτρητων αποριών μου για το τελευταίο ταξιδιωτικό ρεπορτάζ που θα μπορούσα να φανταστώ ποτέ ότι θα κάνω.

Οι απαντήσεις του Ηλία, ξεκάθαρες. “Υπάρχει, είναι στη Φωκίδα και σήμερα λέγεται Τριταία”. Ο διάλογος που ακολούθησε πήγε κάπως έτσι:

Κωνσταντίνος: “Αν είναι λιγότερες από 3 ώρες από την Αθήνα, θα πάμε, αρκεί να έρθεις κι εσύ”.

Ηλίας: Μέσα. Βαλ’ το στο Google Maps”.

Κ. (με τη βοήθεια του Google Maps):Από το γραφείο το δίνει 2 ώρες και 45 λεπτά”.

Η.: “Έκλεισε, θα πάμε”.

Κ.:Τέλεια, να πω και στη Φραντζέσκα;

Η.:Δεν θα μας ξαναμιλήσει ποτέ”.

Κ.:Γαμώ, της λέω”.

Η ακούραστη και πάντα ανοιχτή στις περιπέτειες Φραντζέσκα είπε το ‘ναι’ σε δευτερόλεπτα, όλοι μαζί αποφασίσαμε ότι το ταξίδι θα γίνει κάποια στιγμή μέσα στον Ιούνιο και το αφήσαμε εκεί. Πάω στοίχημα ότι αν μας ρωτούσες και τους τρεις εκείνη την ημέρα πόσες πιθανότητες δίναμε για να γίνει όντως, δεν θα λέγαμε πάνω από 10%.

Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να το αφήσω έτσι. Αρχικά παραήταν τέλεια ιδέα για να μη γίνει, στο road trip με προορισμό την Κολοπετινίτσα-Τριταία αποκλείεται να μην περνούσαμε ωραία και η έκφραση όλων όσων άκουγαν τι σκεφτόμαστε να κάνουμε, ήταν ανεκτίμητη. Σκέψου να το κάναμε κιόλας.

Από τα τέλη του Απρίλη, κάθε φορά που το συζητούσαμε με τον Ηλία, γελούσαμε, αλλά στο μάτια μας υπήρχε ένα υφέρπον “μαλάκα ο άλλος το λέει σοβαρά, κοίτα που στο τέλος θα πάμε”.

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Ο Ιούνιος μπήκε, οι μέρες δεν έβγαιναν, για 1-2 εβδομάδες το θέμα είχε ξεχαστεί, μέχρι που άρχισα να πιέζω ξανά, ζητώντας συγκεκριμένη ημερομηνία. Η μικρή ήττα (ότι δηλαδή δεν προλαβαίναμε τον Ιούνιο), έμεινε στη σκιά του αληθινού θριάμβου: Την Πέμπτη 13 Ιουλίου, θα πηγαίναμε στην Κολοπετινίτσα. Είχαμε δώσει το λόγο μας και με κάτι τέτοια δεν παίζουν.

Η αποστολή μας έγινε ξανά καθημερινό θέμα συζήτησης, η Φραντζέσκα μας κοιτούσε με φονικό βλέμμα αλλά ήταν αργά να κάνει πίσω και τίποτα δεν μπορούσε να μας σταματήσει. Ούτε τα “υπάρχει η Κολοπετινίτσα;” όλων στο γραφείο, ούτε ο καύσωνας, ούτε ένα λάστιχο που έπαθα τρεις μέρες πριν το ταξίδι. Ακόμη κι αυτό, εκλήφθηκε ως σημάδι.

Θα πηγαίναμε στην Κολοπετινίτσα, ο κόσμος να χαλούσε (να μια πρόταση που νόμιζα ότι θα έγραφα μόνο αν ήμουν διαλογίστας σε κόμιξ).

Κολοπετινίτσα ερχόμαστε

Η Πέμπτη 13 Ιουλίου, η ημέρα της κορύφωσης του δεύτερου κύματος καύσωνα που χτύπησε τη χώρα το καλοκαίρι του 2017, επιτέλους ξημέρωσε. Λίγα λεπτά μετά τις 9, με τον Ηλία, τη Φραντζέσκα, τους καφέδες, τα νερά, τα σάντουιτς και τα απαραίτητα CD για 5 περίπου ώρες road trip σε μία ημέρα, ξεκινούσαμε με προορισμό την Κολοπετινίτσα.

Όλες τις ημέρες που προηγήθηκαν του ταξιδιού, είχαμε φροντίσει να μάθουμε όσες λιγότερες πληροφορίες γίνεται για την Τριταία, για να μην έχουμε ιδέα τι μας περιμένει εκεί. Ακόμη και τη διαδρομή, την κοίταξα μόλις μια μέρα πριν φύγουμε. Κατά τ’ άλλα, το μόνο που διάβασα για τον προορισμό μας ήταν πως οι δηλωμένοι μόνιμοι κάτοικοί του ήταν κάπου κοντά στους 150, οι οποίοι μου φάνηκαν πολύ λίγοι. Πού να ήξερα. Έμαθα επίσης ότι λεγόταν Κολοπετινίτσα μέχρι το 1927, για ένα χρόνο μετονομάστηκε Μονοδένδρι και στη συνέχεια έγινε η σημερινή Τριταία. Μόλις σου είπα όλα όσα γράφει η Βικιπαιδεία για την περιοχή.

Όταν μπήκε στο αυτοκίνητο ο Ηλίας, δεν είπαμε ούτε καλημέρα. Απλά κοιταχτήκαμε και γελάσαμε. Το ίδιο όταν μπήκε κι η Φραντζέσκα. Αυτό που λέγαμε για πλάκα τους τελευταίους 2 μήνες, ήταν πια μερικές ώρες μακριά. Βγήκαμε στην Εθνική ακούγοντας ένα CD με επιτυχίες των 80’s και στη διαδρομή επαναλαμβάναμε ο ένας στον άλλον ένα “δεν πιστεύω πού πηγαίνουμε”. Εντάξει, λέγαμε κι άλλα πράγματα, αλλά αυτό ήταν το μοτίβο.

Η διαδρομή για την Κολοπετινίτσα είναι στο μεγαλύτερο κομμάτι της εύκολη. Βγαίνεις στην Αθηνών-Λαμίας με κατεύθυνση προς Λιβαδειά και συνεχίζεις για Ιτέα. Εμείς βέβαια χάσαμε την πρώτη στροφή για Λιβαδειά και κάναμε μια παράκαμψη 20 λεπτών, αλλά είπαμε, τη Λιβαδειά δεν τη χάνεις με τίποτα. Κάποια στιγμή κι εμείς τη βρήκαμε, έστω κι αν δεν μπήκαμε ποτέ μέσα.

Ένα από τα τυχερά-άτυχα κατσίκια

Συνεχίσαμε με κατεύθυνση προς Αράχωβα, θαυμάζοντας τη θέα στον Παρνασσό και τα δεκάδες μαγαζιά που σου νοικιάζουν εξοπλισμό για σκι και snowboard στις γύρω περιοχές, περάσαμε από μια περιοχή που λέγεται Δεσφίνα και από το ιστορικό Δίστομο, γλιτώσαμε στο τσακ την καραμπόλα με ένα κοπάδι κατσίκια στην Αντίκυρα, καμαρώσαμε από ψηλά την Ιτέα και μετά από περισσότερες από 2 ώρες οδήγησης με τη μουσική που βάζει ο Ηλίας όταν παίζει DJ στα ηχεία, είχε έρθει η στιγμή που περιμέναμε.

Μια από τις κλασικές επαρχιώτικες πινακίδες, μας ειδοποιούσε πως για την Τριταία και την Αγία Ευθυμία, πρέπει να στρίψουμε δεξιά, σε ένα στενό δρομάκι απ’ αυτά που αν είναι βράδυ μπορεί και να το χάσεις. Δεν ήταν βράδυ όμως και είχαμε και το Google Maps, οπότε στρίψαμε για την τελική ευθεία της διαδρομής. Η Κολοπετινίτσα ήταν λίγα λεπτά μακριά.

Τελική ευθεία τρόπος του λέγειν βέβαια, μιας και το τελευταίο κομμάτι ήταν γεμάτο ανηφορικές στροφές. Καλύτερα έτσι όμως. Ήθελε και λίγη δυσκολία η υπόθεση, μην τυχόν και νιώσουμε ότι κάνουμε κάτι εύκολο. Στο δρόμο, δεν συναντήσαμε ούτε ένα αυτοκίνητο να έχει την ίδια κατεύθυνση με εμάς. Όσα -λιγοστά- είδαμε, πήγαιναν από την άλλη. Δεν μασήσαμε, περάσαμε και τον τελευταίο σκόπελο, τη διχάλα που αριστερά σε βγάζει στην Κολοπετινίτσα και δεξιά στην Αγία Ευθυμία και λίγα λεπτά μετά τις 12.30, συναντήσαμε την ταμπέλα που έγραφε Τριταία.

“Ρε, είμαστε στην Κολοπετινίτσα”

Λοιπόν, ελάτε στην Τριταία

Τα ψέμματα είχαν τελειώσει. Αυτό που ξεκίνησε σαν αστείο, ήταν πια πραγματικότητα. Αν ο κόσμος εκείνη τη στιγμή καταστρεφόταν, θα είχαμε προλάβει να πάμε στην Κολοπετινίτσα. Η οποία μεταξύ μας, ακόμη και μετά τη συντέλεια του κόσμου, δεν θα έμοιαζε πολύ πιο έρημη απ’ την εικόνα που αντικρίσαμε μπαίνοντας.

Μας καλωσόρισε με μία διχάλα. Απ’ τη μία, την δεξιά επιλογή, άσφαλτος και σπίτια. Απ’ την άλλη επιλογή, την αριστερή, πλακόστρωτος δρόμος και μια εκκλησία. Πήραμε την αριστερή οδό και αποφασίσαμε να παρκάρουμε όπου βρούμε και να συνεχίσουμε με τα πόδια. Το πρόβλημα ήταν, πως όσο προχωρούσαμε, όλα έμοιαζαν με πιθανή θέση πάρκινγκ και τίποτα δεν έμοιαζε με πιθανή θέση πάρκινγκ.

Στην εκκλησία, κάποιοι εργάτες έκαναν μερεμέτια κι ένας κύριος που στεκόταν μπροστά από ένα παρκαρισμένο Avensis μας χαιρέτησε χαμογελαστός. Ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που είδαμε μπαίνοντας στο χωριό, αν και οι εργάτες δύσκολα θα ήταν κάτοικοι της Τριταίας. Περάσαμε μπροστά από πολλά κλειστά σπίτια, στρίψαμε τελικά δεξιά και καταλήξαμε στον πάνω δρόμο, χωρίς το σκηνικό να αλλάξει ιδιαίτερα.

Όμορφα σπίτια σε χωριάτικο στιλ διαδέχονταν άλλα εμφανώς εγκαταλελειμμένα, με κοινό τους σημείο πως ήταν όλα κλειστά. Όσο κλειστό μπορεί να είναι ένα σπίτι με διαλυμένο τοίχο

Και ξαφνικά, παρκαρισμένο έξω από ένα απ’ τα κλειστά, αλλά όχι διαλυμένα σπίτια, ένα κόκκινο αυτοκίνητο. Ακόμη ένα σημείο ζωής και το βασικότερο, ένα μέρος για να παρατήσω κι εγώ το αμάξι και να συνεχίσουμε πεζή. Πάρκαρα σχολαστικά, λες και βρισκόμουν στο κέντρο της Αθήνας. Ειλικρινά, και στη μέση του δρόμου να παρατούσα το αυτοκίνητο, δεν νομίζω ότι θα ενοχλούσα κανέναν.

Στο απέναντι μπαλκόνι, σήμανε συναγερμός. Η κυρία Ειρήνη, η αδερφή της Αγγελική και ο σύζυγος της δεύτερης, κύριος Κώστας, έσπευσαν να στήσουν μια πρόχειρη επιτροπή υποδοχής. Οι δύο γυναίκες, φορώντας τα κλασικά γιαγιαδίστικα φορέματα και ο κύριος Κώστας με το μουστάκι του, φορώντας βερμούδα, μας ρώτησαν αν ψάχνουμε κάποιον. Ήταν φανερό ότι είχαν να δουν κάποιον άγνωστο στο χωριό τους πάρα πολύ καιρό.

Η γλυκύτατη κυρία Ειρήνη με την μυγοσκοτώστρα της

Εξηγήσαμε στην κυρία Ειρήνη ότι είμαστε δημοσιογράφοι που κάνουν θέμα για την περιοχή και εκείνη ανέλαβε να μας πει δύο γρήγορα λόγια για την ιστορία του χωριού. Η ίδια και η αδερφή της μένουν το χειμώνα στην Ηλιούπολη και περνάνε το καλοκαίρι στο χωριό, απ’ όπου ήταν η καταγωγή της μητέρας τους.

Μας ενημέρωσε πως στην Τριταία μένουν μόνιμα 5 οικογένειες και πώς κάποτε λεγόταν Καλοπετινίτσα (με άλφα, ναι), επειδή είχε καλούς πετεινούς που τροφοδοτούσαν τη γύρω περιοχή. Στην πορεία των χρόνων, το Καλοπετινίτσα προφανώς έγινε Κολοπετινίτσα, ενώ μάθαμε ακόμη ότι εκτός από την αυθεντική, υπάρχει και μια Κολοπετινίτσα στην Πελοπόννησο, εκεί όπου έκανε γυρίσματα ο Χατζηχρήστος. Ως Κολοπετινίτσα πάντως, σε όλα τα επίσημα αρχεία, αναφέρεται μόνο η Τριταία.

Ο κύριος Κώστας ο πρώτος, σύζυγος Αγγελικής

Η ευγενέστατη κυρία Ειρήνη πρέπει να μας προσέφερε κρύο νερό διψήφιο αριθμό φορών, όμως αρνηθήκαμε ευγενικά για να συνεχίσουμε την εξερεύνηση. Ζητήσαμε μερικές πρακτικές πληροφορίες και μάθαμε ότι στην κεντρική πλατεία λειτουργεί μια ταβέρνα η οποία όμως ανοίγει μετά το απόγευμα και τίποτα άλλο. Ανανεώσαμε το ραντεβού μας με τους συμπαθέστατους ηλικιωμένους για όταν θα επιστρέφαμε από τη βόλτα μας, δεχτήκαμε την ευχή της κυρίας Ειρήνης και συνεχίσαμε.

Στον ορίζοντα, δεν φαινόταν κανένας άλλος άνθρωπος. Μόνο κλειστά παντζούρια, σε όσα σπίτια δεν είχαν παραδοθεί στο χρόνο και την εγκατάλειψη. Ξαφνικά, μια νότα αισιοδοξίας από το στόμα του Ηλία. “Βλέπω μια κυρία σε αυτό το μπαλκόνι, πάμε”. Τελικά, ήταν μια γλάστρα

Απτόητοι, συνεχίσαμε προς την πλευρά της πλατείας. Μια άδεια, πλακόστρωτη πλατεία, με μια κλειστή ταβέρνα, η οποία ανήκει στον κύριο Φώτη, πιο πριν στον μπαμπά του Φώτη και ακόμη πιο πριν στον παππού του. Δεξιά απ’ την ταβέρνα, ανεβαίνοντας μερικά σκαλοπάτια, το επίσης κλειστό κοινοτικό γραφείο της Τριταίας, μ’ ένα παγκάκι μπροστά του για όσους θέλουν να ξαποστάσουν περιμένοντας να ανοίξει, όποτε κι αν έρθει αυτή η στιγμή.

Η πλατεία της Κολοπετινίτσας

Προσπάθησα να φανταστώ την πλατεία γεμάτη τραπεζάκια και κόσμο κάποιο καλοκαιρινό βράδυ και η εικόνα δεν έμοιαζε καθόλου άσχημη. Όπως μας είπαν η κυρία Ειρήνη κι η κυρία Αγγελική άλλωστε, το καλοκαίρι μαζεύονται γύρω στα 40 άτομα και ανεβαίνει και κόσμος από την Ιτέα, οπότε το σενάριο που είχα μόλις πλάσει στο κεφάλι μου συγκέντρωνε αρκετές πιθανότητες. Εκείνο το μεσημέρι πάντως, με το ηλεκτρονικό ρολόι(!) της πλατείας να δείχνει 40 βαθμούς, δεν υπήρχε ψυχή.

Την γαλήνη του μεσημεριού και το τραγούδι των τζιτζικιών, ήρθε να τα διακόψει ένα “ωχ” της Φραντζέσκας, η οποία μας ενημέρωσε πως μέσα σ΄ένα διαλυμένο σπίτι με τον αριθμό 33 ζωγραφισμένο πάνω του, λίγα μέτρα από την πλατεία, είδε μια κουκουβάγια. Γινόταν όλο και καλύτερο. Η κουκουβάγια πέταξε και μας έδωσε την άδεια να μπούμε για λίγο μέσα σ’ ένα απ’ τα σπίτια που κάποτε είχαν ζωή, σίγουρα περισσότερη απ’ αυτή που έχει σήμερα η Κολοπετινίτσα. Όπως θα μας έλεγε λίγο αργότερα ο δεύτερος κύριος Κώστας που θα συναντούσαμε, ο σύζυγος της κυρίας Ειρήνης, το χωριό κάποτε, εκτός από αμπέλια και κρέατα, είχε και σαφώς περισσότερο κόσμο, ο οποίος όμως έφυγε, άλλοι για την Αμερική κι άλλοι για την Ιτέα.

Κάποιοι έμειναν ωστόσο, ανάμεσά τους και η μαυροφορεμένη κυρία Θέκλα, η οποία άπλωνε τη μπουγάδα στο μπαλκόνι της, όταν μας είδε να περνάμε. Κάτοικος Ζωγράφου, είχε έρθει στο χωριό 3 μέρες πριν για να περάσει εδώ το καλοκαίρι. Με τη μυρωδιά του απορρυπαντικού να μπλέκεται γλυκά με αυτή των λουλουδιών, μας είπε την ίδια ιστορία για τους καλούς πετεινούς, ανέβασε τον αριθμό των μόνιμων κατοίκων του χειμώνα στους 25 και απέδωσε τα διαλυμένα σπίτια στο σεισμό του Αιγίου. “Χάρη στα δάνεια που μας έδωσαν τότε, χτίσαμε αυτά τα σπιτάκια”, μας καθησύχασε.

Ρωτήσαμε την κυρία Θέκλα πού να πάμε στη συνέχεια και της ζητήσαμε να τη φωτογραφίσουμε. Ξαφνικά συννέφιασε και μας εξήγησε ότι πρόσφατα έχασε το γιο της και δεν θα ήθελε κάτι τέτοιο. Συνέχισε να απλώνει, έχοντας σχεδόν βουρκώσει και μας συμβούλευσε να πάμε προς τα κάτω, στο πηγάδι που βρίσκεται κάτω απ’ τον πλάτανο, ώστε να δροσιστούμε. Μας ρώτησε αν θέλουμε να πάρει τηλέφωνο τον πρόεδρο για να τον ενημερώσει σχετικά με την παρουσία μας στο χωριό.

Απαντήσαμε καταταφατικά και μας είπε πως αν βρίσκεται εκεί, θα του πει να έρθει να μας βρει στον πλάτανο, ή θα τον συναντήσουμε εμείς στην εκκλησία. Το σίγουρο είναι πως σε ένα χωριό που πετύχαμε 3 σκυλιά λιγότερα απ’ ότι κατοίκους, δεν θα τον χάναμε

Με τη καμπάνα της εκκλησίας να χτυπάει 1 φορά, ξεκινήσαμε να κατεβαίνουμε προς το πηγάδι και τον πλάτανο. Τελικά τα πηγάδια ήταν 3 και άλλοι τόσοι ήταν και οι πλάτανοι, σε μια απίστευτη άπλα στην οποία συναντούσες μια παιδική χαρά και 2 μπασκέτες με τέλεια διχτάκια. Οι μπασκέτες έγερναν ελαφρώς προς τα μπροστά και το ‘γήπεδο’ ήταν χωμάτινο, με ελάχιστο τσιμέντο να βρίσκεται κάτω απ’ τη μία μπασκέτα.

Κάτω απ’ τους πλατάνους, υπήρχαν πέτρινα κυκλικά παγκάκια για να ξαποστάσεις και σ’ έναν από τους τρεις υπήρχε κι ένα ξύλινο τραπεζάκι. Ακριβώς απέναντι, μόνο του, ένα κλειστό σπίτι, από τα καινούρια που μάλλον χτίστηκαν με τα δάνεια του σεισμού, με ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο μέσα. Απ’ ότι μάθαμε, μάλλον ανήκε στον μαθηματικό γιο του κυρίου Κώστα του δεύτερου (συζύγου Ειρήνης), από την Άμφισσα.

Σταθήκαμε κάτω από τον μεγάλο πλάτανο, στο παγκάκι που έγραφε ‘Πολιτιστικός Σύλλογος Τριταίας 2004’ (μέχρι και στην Κολοπετινίτσα έγιναν έργα λόγω των Ολυμπιακών) και ήταν η πρώτη φορά που αναλογιστήκαμε πού βρισκόμαστε. Κάτω από έναν πλάτανο, στη μέση του πουθενά, στην Κολεπετινίτσα που κανονικά λεγόταν Καλοπετινίτσα και πλέον λέγεται Τριταία. Πάνω που φαντάζομαι ότι θα ξεκινούσαμε συζητήσεις για τον έρωτα, τη ζωή, το θάνατο (και θα σταματούσαμε να γκρινιάζουμε που δεν είχαμε μαζί μια μπάλα μπάσκετ), το μπλε Avensis που συναντήσαμε μπαίνοντας στο χωριό ήρθε προς το μέρος μας και πάρκαρε κάτω απ’ τον πλάτανο.

Ο κύριος Γιώργος

Για να γίνει λίγο πιο γραφικό το όλο σκηνικό, μονολογήσαμε “ο πρόεδρος”, αλλά τελικά ήταν απλά ο κύριος Γιώργος, γαμπρός από την Αράχωβα που παντρεύτηκε ντόπια, μένει στην Αθήνα, είχε έρθει για το καλοκαίρι κι έριξε ξανά τον αριθμό των μόνιμων κατοίκων στους 15. Είχε ενημερωθεί για την παρουσία μας από την κυρία Θέκλα, η οποία αφού πήρε τον πρόεδρο, ενημέρωσε και τον κ. Γιώργο, που μας αποκάλυψε ότι η κυρία Θέκλα ήταν δασκάλα, μας μίλησε για την ιστορία του χωριού, μας παρέπεμψε στον πρόεδρο ζητώντας μας να τον περιμένουμε και προσφέρθηκε να πάει στο σπίτι του να μας φέρει αναψυκτικά. Α, και αποκάλεσε το χωριό “Παρίσι της Φωκίδας”.

Τελικά, του δώσαμε τηλέφωνο επικοινωνίας για να το μεταφέρει στον πρόεδρο (δεν μας πήρε ποτέ), διαβεβαίωσε την κυρία Θέκλα ότι μας βρήκε, μπήκε στο Avensis του και φορώντας το καπέλο του, με τα γυαλιά του περασμένα στο λαιμό, χάθηκε, προφανώς για να πάει να φάει την μπαγκέτα του πίνοντας κρασί. Κάτσαμε λίγο ακόμα στον πλάτανο και επιστρέψαμε προς το κέντρο του χωριού, για να εξερευνήσουμε την υπόλοιπη Τριταία περπατώντας.

Το τουρ του υπόλοιπου χωριού πρέπει να κράτησε συνολικά έξι λεπτά και σε αυτά που δεν ανέφερα τόση ώρα, μπορώ να προσθέσω μερικά ακόμη κλειστά σπίτια, κάποια σε καλή κατάσταση και κάποια σε καθόλου, μια ακόμη οδό με μπογιά και συγκεκριμένα την Τσακίρη με αριθμό το 22, έναν πίνακα ανακοινώσεων με το πρόγραμμα της εκκλησίας το Πάσχα και τα έξοδα των κατοίκων για διάφορες εργασίες στο χωριό, την κλειδωμένη εκκλησία με τα έργα στο πίσω μέρος της και τον παρακείμενο κι επίσης κλειδωμένο πολιτιστικό σύλλογο. Μόλις περιέγραψα όλο το χωριό σε μια παράγραφο. Σε περίπτωση που σε ενδιαφέρει, ένα από τα σπίτια πωλείται.

Το σπίτι των Αμερικάνων

Περνώντας το εμφανώς πιο πολυτελές σπίτι του χωριού, το οποίο ανήκει σε Αμερικάνους που δεν έχουν έρθει ακόμα, όπως μας αποκάλυψε με φωνή Μπακιρτζή (ή τουλάχιστον έτσι τη φαντάστηκα) ο ένας από τους κυρίους Κώστες της Τριταίας, φτάσαμε και πάλι στο σημείο που είχα παρκάρει το αμάξι, για μια ακόμη κουβέντα με την κυρία Ειρήνη, την αδερφή της και τον σύζυγο της κυρίας Ειρήνης, Κώστα, ο οποίος εμφανίστηκε με λευκή φανέλα και βερμούδα. Ο έτερος κύριος Κώστας, έπαιρνε τη σιέστα του.

Κυρία Ειρήνη και κυρία Αγγελική

Αυτή τη φορά, η κυρία Ειρήνη, φορώντας την ποδιά της, δεν σήκωνε κουβέντα. Θα μας κερνούσε κάτι. Ξεκίνησε με ένα παγωμένο μπουκάλι νερό και ένα πράσινο κυπελλάκι για να το πιούμε, το οποίο επέμενε να κρατήσουμε και με αληθινό ενδιαφέρον, ζήτησε να μάθει πού πήγαμε και ποιους είδαμε.

Της διηγηθήκαμε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια και αυτό που κέρδισε την προσοχή της, ήταν το όνομα της Θέκλας, για την οποία μας αποκάλυψε διάφορα, απ’ το ότι είναι δασκάλα (κάτι που είχαμε προλάβει να μάθουμε) μέχρι ότι εκτός από το γιο έχασε και τον άνδρα της, έχει μια αδερφή και είναι και πολύ θρήσκα.

Ο κύριος Κώστας ο δεύτερος, σύζυγος Ειρήνης

Ο Κύριος Κώστας ο δεύτερος, σύζυγος Ειρήνης, μπήκε δυναμικά στο παιχνίδι, αφού πρώτα μας ρώτησε αν είμαστε απ’ τη στατιστική υπηρεσία. Η κυρία Ειρήνη έσπευσε να τον ενημερώσει και μας ρώτησε με τη σειρά της αν θα το δείξει η τηλεόραση. Μας είπε για τον γιο του, τον εγγονό του που είναι αξιωματικός της αεροπορίας, τους ντόπιους Θύμιο και Στάθη που μένουν λίγα σπίτια πιο πέρα και μάλλον είναι στα σπίτια τους λόγω ζέστης.

Η ζωή στην όμορφη και πολύ πράσινη Κολοπετινίτσα κυλάει αργά και χαλαρά. Με βόλτες στην Ιτέα για μπάνιο και ψώνια, πολύ άραγμα στα μπαλκόνια, λίγη τηλεόραση, κουτσομπολιό και έξοδο στην ταβέρνα κάθε Σαββάτο. Το βράδυ είναι ερημικά πάντως, θα γκρινιάξει η κυρία Αγγελική, πριν η κυρία Ειρήνη μας φέρει από μία παγωμένη μπίρα. Ο κύριος Κώστας μας κάλεσε να ανέβουμε πάνω, αλλά η κυρία Ειρήνη δεν ενθουσιάστηκε με την ιδέα και έστειλε τον σύζυγό της να φέρει τις μπίρες.

Ήπιαμε το μισό κουτάκι, προκαλέσαμε ένα μικρό σοκ στην μικρή κοινωνία της Κολοπετινίτσας αποκαλύπτοντας ότι δεν έχουμε παντρευτεί ακόμα και δεχτήκαμε ένα γύρο ευχών ακόμα από την κυρία Ειρήνη. Οι καλοί αυτοί άνθρωποι, ήταν η τελευταία εικόνα που θα παίρναμε μαζί μας από το χωριό, μαζί με τα κουτάκια της μπίρας. Το κυπελλάκι το δώσαμε πίσω.

Ξεκινήσαμε για να συναντήσουμε ένα χωριό με διαστάσεις αστικού θρύλου και να έχουμε μια καλή ιστορία να γράψουμε και να διηγούμαστε, αλλά τελικά γνωρίσαμε ένα χωριό με λίγους, μα αληθινά ευγενικούς ανθρώπους. Απομεινάρια μιας άλλης εποχής, τόσο το χωριό, όσο και οι άνθρωποί του.

Φύγαμε από την Αθήνα πρωί και γυρίσαμε από την εκδρομή μας νωρίς το απόγευμα, γεμάτοι και χαρούμενοι. Γενικά διασκεδάσαμε. Απλά το κάναμε μέσω Κολοπετινίτσας