LONGREADS

Ταγίπ Ερντογάν: Ένας μαύρος λύκος σε λευκό παλάτι

Ο πρώτος σουλτάνος του 21ου αιώνα βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος με αυτό που ίσως αποδειχθεί το τέλος του.

Στην καρδιά της τουρκικής πρωτεύουσας, το Ak Saray που εγκαινιάστηκε τον περασμένο Οκτώβριο στο πλαίσιο της επετείου της ίδρυσης της τουρκικής δημοκρατίας και είναι η νέα προεδρική έδρα, κόστισε επισήμως πάνω από 615 εκατομμύρια δολάρια. Πρόκειται για ένα κτίριο τριάντα φορές μεγαλύτερο από το Λευκό Οίκο και τέσσερις φορές πιο ογκώδες από το παλάτι των Βερσαλλιών. Η χλιδή του ‘Λευκού Παλατιού’ όπως είναι η πιστή μετάφραση, αντικατοπτρίζει και αποκαλύπτει πιο εύγλωττα από οτιδήποτε άλλο τις φιλοδοξίες του πιο ισχυρού άνδρα της γείτονος, του ανθρώπου που μικρός πουλούσε λεμονάδες ξυπόλητος στα παζάρια και σήμερα οδηγεί 81 εκατομμύρια Τούρκους: του Recep Tayyip Erdoğan. Γεννημένος στις 26 Φεβρουαρίου του 1954 στις ακτές του Εύξεινου Πόντου, στη Ριζούντα της Μαύρης Θάλασσας, γιος λιμενικού και ‘εμιγκρές’ στην Κωνσταντινούπολη από τα 13 του, ο Ερντοάν είναι ακριβώς αυτό που φανταζόμαστε ότι είναι: ένας Σουλτάνος του 21ου αιώνα.

Η οικογένεια μεσοαστή, ο ίδιος μεγαλωμένος στο ισλαμικό σχολείο, πουλούσε λεμονάδες στους τουρίστες ξυπόλητος για να τους συγκινήσει και να του δώσουν χρήματα. Τότε δεν τον ενδιέφερε η εικόνα του, προέτασσε πάντοτε το motto της ζωής του: ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Ακσαράι της Καππαδοκίας, στο σημερινό Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά, στον ελεύθερο χρόνο του έπαιζε ποδόσφαιρο – ήταν τόσο καλός που κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει επαγγελματίας. Προτίμησε εν τέλει την Αρχή Μεταφορών, ήθελε έστω ένα ψήγμα εξουσίας, ανέκαθεν του άρεσε να επιβάλλεται και να δίνει εντολές, ανέκαθεν, όμως, ήθελε να είναι και αυτεξούσιος. Όταν ο προϊστάμενός του τον καλεί να ξυρίσει το παχύ μουστάκι για να εξευρωπαΐσει την εικόνα του, αρνείται χτυπώντας δυνατά το χέρι στο γραφείο και παραιτείται αυτοστιγμεί. Από πολύ νεαρός φαινόταν ότι δεν είναι σαν τους άλλους, δεν τον γοήτευε ο δυτικός τρόπος ζωής, δεν τον ενδιέφερε ο απογαλακτισμός από τις εμμονές με τη μεγάλη οθωμανική αυτοκρατορία και τη μεγάλη Τουρκία του Κεμάλ Ατατούρκ.

Η πολιτική του καριέρα ξεκίνησε από τα εξτρεμιστικά ισλαμικά κόμματα, την αντικομμουνιστική Εθνική Τουρκική Φοιτητική Ένωση και το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας, όπου έμαθε πολύ γρήγορα πως παίζεται το παιχνίδι – κυρίως επικοινωνιακά. Το 1994 εκλέγεται και του ανατίθεται το αξίωμα του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης. Αισθάνεται ήδη παντοδύναμος και παρά το γεγονός ότι το Κόμμα της Ευημερίας κρίθηκε παράνομο από το τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο, εξακολουθεί να αρθρώνει το διχαστικό και ρατσιστικό λόγο που εκτόξευσε τη δημοφιλία του στα ύψη. Το 1997, εν μέσω διαδηλώσεων, εκφωνεί στην πλατεία Ταξίμ το ποίημα που θα τον στείλει τέσσερις μήνες στη φυλακή: “Οι μιναρέδες είναι οι ξιφολόγχες μας, οι τρούλοι τα κράνη μας, τα τζαμιά οι στρατώνες μας και οι πιστοί οι στρατιώτες μας. Αν οι ουρανοί και η γη άνοιγαν εναντίον μας, εάν οι πλημμύρες και τα ηφαίστεια έσκαγαν πάνω μας, είμαστε εκείνοι που στέκουν περήφανοι με την πίστη των προγόνων μας, που ποτέ δεν γονάτισαν κάτω από τα τρομακτικά πράγματα που αντιμετώπιζαν κάθε μέρα. Πράξεις δόξας, πράξεις της Ανατολίας. Από το Μαντζικέρτ μέχρι τα Δαρδανέλλια, πίστη αδιαπέραστη σε φρούρια που οι πρόγονοί μας έδωσαν τις μάχες καταλήγοντας από τη μία νίκη στην άλλη. Αυτή και μόνο είναι η ενότητα και η συναδέλφωση”. Αυτή είναι η Τουρκία του Ερντογάν.

Μετά από μία πολύκροτη δίκη, καταδικάζεται σε 10 μήνες φυλάκιση, υποχρεώνεται σε παραίτηση από τη δημαρχία, του στερούνται τα πολιτικά του δικαιώματα. Γίνεται οσιομάρτυρας, οι τέσσερις μήνες που περνάει στο κελί γίνονται παράσημο, τίτλος τιμής για τους φανατικούς του ισλαμικού ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης). Ο Ερντογάν τίθεται επικεφαλής, κερδίζει τις εκλογές του 2002, αλλά δεν μπορεί να κυβερνήσει με ονοματεπώνυμο. Είναι ο σκιώδης Πρωθυπουργός πίσω από τον καλόβολο φίλο και συνεργάτη του Αμπτουλάχ Γκιούλ, μαεστρικά ετοιμάζει τη μεγάλη επιστροφή του, σχεδιάζει την εκδίκησή του απέναντι στο σύστημα. Το Μάρτιο του 2003 θα καταφέρει να γίνει ο 57ος Πρωθυπουργός της Τουρκίας. Σχεδόν άμεσα επισκέπτεται την Ελλάδα, σημειολογικά ξεκινά από τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Τότε ήταν ο ‘μοντέρνος’ Τούρκος πολιτικός, ο άνθρωπος που εκσυγχρόνιζε την υπανάπτυκτη βαθιά Ανατολία, ο προφήτης της οικονομικής ευμάρειας που δεν ανήκε μόνο στη ‘δυτικόπληκτη’ Τουρκία της Κωνσταντινούπολης και του Αιγαίου, αλλά στους ανθρώπους που κοιμούνται στο χώμα και ζουν από τα ζώα τους.

Όλη του η πολιτική καριέρα, ολόκληρη η αυτοκρατορία του, χτίστηκε ακριβώς πάνω σε αυτήν την επίπλαστη οικονομική ευμάρεια των ‘αδύναμων’, εκείνων που για όλους ήταν ‘άγριοι και υπανάπτυκτοι’, ‘απολίτιστοι και άξεστοι’. Ο Ερντογάν πολύ ορθά σκέφτηκε ότι χρειάζονται πολύ λιγότερα για να τον δοξάσουν εκείνοι που δεν είχαν τίποτα, παρά όσοι διέθεταν τα βασικά, πολλώ δε οι ‘ευνοημένοι’. Η αλαζονεία του δεν επέτρεψε κανέναν άλλον να βγει στο προσκήνιο, οι άλλοτε ημιθανείς άξεστοι της Ανατολίας ήταν ικανοί να σκοτώσουν για εκείνον, δεν υπήρχε περίπτωση να τον προδώσουν. Άλλωστε, ανέκαθεν οι Τούρκοι έναν αφέντη ζητούσαν και από την εποχή του Ατατούρκ μέχρι σήμερα, άλλαζαν μόνο τα πρόσωπα και ποτέ ο σκοπός, το αποτέλεσμα. Όποιος κυβερνά κοιτάζει απλώς να αυξήσει τη δύναμή του, αδιαφορώντας για το κόστος, χρησιμοποιεί ακόμη και τη βία, αρκεί σε άλλες εκφάνσεις της διαδρομής του να εμφανίζεται ‘γενναιόδωρος’.

Ο Αϋκάν Ερντεμίρ, βουλευτής των Δημοκρατικών, το εξηγεί καλύτερα απ’ όλους: “Η Τουρκία είναι μια χώρα βασισμένη στις μεγάλες αντιφάσεις. Η τουρκική κυβέρνηση δίνει την εντύπωση συμμετοχής στις μάζες και την ίδια στιγμή αποκλείει εντελώς κάθε μορφή αντιπολίτευσης. Βασίζεται στις ηθικές αξίες και στο θυμικό, αλλά κινείται με κυνικό πραγματισμό. Διαλαλεί την ενοποίηση και τη σταθερότητα, ενώ ταυτόχρονα προάγει τον κατακερματισμό της κοινωνίας”. Το προϊόν όλων αυτών που περιγράφει ο Ερντεμίρ, είναι ένα νέο πολιτικό – στα όρια του πολιτισμικού – μοντέλο, που σήμερα είναι το μοναδικό τουρκικό μοντέλο: το μοντέλο του Ερντογάν. Το απόρθητο Προεδρικό Μέγαρο, το ‘Λευκό Παλάτι’ κρύβει μέσα του έναν άνθρωπο παντοδύναμο και την ίδια στιγμή ευάλωτο, έναν σουλτάνο που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον οικονομικό και πολιτικό κυκεώνα που ο ίδιος έχτισε και πλέον αδυνατεί να υποστηρίξει. Η Τουρκία του Ερντογάν ανήκει στο κλειστό club των “Fragile Five”, είναι μία από τις από τις πέντε αναπτυσσόμενες οικονομίες που κρύβουν βαθύτατες διαρθρωτικές αδυναμίες μαζί με τη Βραζιλία, την Ινδία, την Ινδονησία και τη Νότια Αφρική. Δεν είναι προσωπική διαπίστωση, είναι κοινή ομολογία που τυπώθηκε και στο χαρτί των Foreign Affairs, των Financial και των New York Times.

Η τουρκική οικονομία επωφελήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα από την άφθονη διεθνή ρευστότητα, λόγω της επεκτατικής πολιτικής της Federal Reserve (η οποία με τεχνικούς όρους ονομάζεται Quantative Easing και είναι το πρόγραμμα κινήτρων για την οικονομία μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008) μέχρι που η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι αντί η ρευστότητα αυτή να οδηγήσει σε επενδύσεις με χαμηλό επιτόκιο, έγινε αέρας. Επειδή είμαστε πιο κοντά, πιθανόν να ξέρουμε και καλύτερα. Οι Τούρκοι αντί να εκσυγχρονίσουν τις δομές τους, αντί να προτάξουν τον τουρισμό τους, άνοιγαν σαμπάνιες των 15 χιλιάδων ευρώ στη Μύκονο, ‘έκαιγαν’ λεφτά σε κάθε ευκαιρία και διαχειρίστηκαν τα δανεικά χειρότερα κι από εμάς. Η εισροή ξένων κεφαλαίων σε καλή τιμή επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα να δανείζεται εύκολα σε ξένο νόμισμα, όταν όμως τα ξένα κεφάλαια στερέψουν, στα χέρια σου μένει μόνο ο αέρας. Πλέον η αναπτυσσόμενη τουρκική οικονομία βάλλεται πανταχόθεν, η λίρα έχει υποτιμηθεί πολλάκις και ο κατήφορος δεν έχει σταματημό, όσους ελιγμούς κι αν κάνει ο σουλτάνος.

Η σωρευτική υποτίμησή του νομίσματος το τελευταίο δωδεκάμηνο ξεπερνά το 19%, με τον πληθωρισμό να καλπάζει και την καταναλωτική εμπιστοσύνη να υποχωρεί ολοένα και περισσότερο απλούστατα διότι η χώρα τελεί υπό καθεστώς τρομοκρατίας και κανείς δεν αισθάνεται ασφαλής. Ο παντοδύναμος Ερντογάν του 2007 και του 2011, πιέζεται αφόρητα και μοιάζει με το βασιλιά που είναι γυμνός. Από τη μία η τρομοκρατία, από την άλλη ο πόλεμος στην όμορη Συρία και η σιωπηρή συμμαχία Αμερικανών και Κούρδων εναντίον του ISIS, έχουν δημιουργήσει έναν ασφυκτικό κλοιό στον Τούρκο Πρόεδρο ενόσω εκείνος προσπαθεί με πολιτικά τεχνάσματα να επεκτείνει την περίοδο του ‘σουλτανάτου’ του. Η αλαζονεία του είναι πιο έντονη από ποτέ, υπενθυμίζει σε κάθε ευκαιρία ότι είναι ο μοναδικός με εννέα συνεχείς νίκες σε αλλεπάλληλες πολιτικές αναμετρήσεις, υπονοεί ότι όποιος τον αμφισβητεί θα έχει το τέλος των πραξικοπηματιών του Ιουλίου. Εξακολουθεί να εμφανίζεται ανεκδιήγητα φιλόδοξος και βέβαιος για τον κορυφαίο ρόλο της Τουρκίας στην Ανατολή, θεωρεί εαυτόν κεντρικό ‘παίκτη’ και αρνείται να δει ότι το παιχνίδι είναι διφορούμενο και καταδικασμένο σε αποτυχία εν τη γενέσει του.

Η άτυπη σύμπραξη με τους τζιχαντιστές και η σθεναρή άρνηση να βοηθήσει τους Κούρδους στο μέτωπο, κάνει τους δυτικούς ‘συμμάχους’ πολύ προσεκτικούς. Δεν τον εμπιστεύονται όπως τον καιρό της συμφωνίας για τις προσφυγικές ροές. Η Ευρώπη περιμένει τις κινήσεις εν πρώτοις του νεοεκλεγέντα Trump και έχει πάντοτε στο πίσω μέρος του μυαλού της τον παράγοντα Putin. Το κυπριακό είναι μια απόδειξη της άρσης της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του – ο Ταγίπ έπαψε να είναι βολικός, από περιφερειακός παίκτης έχει γίνει αναξιόπιστος εταίρος που προσπαθεί να πατήσει το πόδι του στην ΕΕ. Για πολλά χρόνια ο Ερντογάν αισθανόταν (και μπορεί να ήταν) ο κεντρικός πρωταγωνιστής ενός άνετου αλλά ταυτόχρονα πολύ επικίνδυνου παιχνιδιού με την ομπρέλα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ (και ίσως και μέρους της ΕΕ) πλέον όμως το διπλό του παιχνίδι έγινε αντιληπτό και βάλλεται πανταχόθεν.

Η πιθανή προένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ είναι πλέον όνειρο απατηλό. Θάφτηκε στο αίμα και τις στάχτες της πλατείας Ταξίμ, ανάμεσα σε τρομοκρατικές επιθέσεις και την εικόνα του τανκ να περιφέρεται στη γέφυρα του Βοσπόρου, γι’ αυτό και προέκυψε η “αναγκαιότητα για λύση στο κυπριακό όπου ο Ερντογάν εμφανίζεται άτεγκτος”. Ο μεγαλοϊδεατισμός του και η αμφισβήτηση ακόμη και της Συνθήκης της Λωζάνης είναι ένας ακόμη επιθανάτιος ρόγχος σχετικά με την προοπτική της Τουρκίας να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δήλωση πως “Ό,τι και να ψηφίσουν στην Ευρώπη για ένταξή μας στην ΕΕ δεν έχει αξία στα μάτια μας» ήταν και πάλι για εσωτερική κατανάλωση, διότι ο σουλτάνος προσπαθεί να κερδίσει χρόνο προκειμένου να διαπιστώσει εάν ο πορτοκαλί πλανητάρχης έχει σκοπό να τον βοηθήσει ή να τον αφήσει βορά στον τουρκικό λαό που ολοένα και ανθίσταται.

Υπάρχουν πάντοτε εκείνοι που συγκινούνται από τα λόγια για την αναβίωση της μεγάλης οθωμανικής αυτοκρατορίας, αυτοί που τον λατρεύουν σαν θεό, το λευκό παλάτι, όμως, έγινε γκρίζο γιατί εθίγη το υπέρτατο αγαθό, που είναι η ασφάλεια και η ίδια η ζωή. Η προοπτική πλέον είναι το λευκό παλάτι να μαυρίσει εντελώς.