ΕΥΡΩΜΠΑΣΚΕΤ

Το πιο μαγικό χαρτάκι

Μνήμες από το Ευρωμπάσκετ του 1987. Οι δώδεκα μέρες που τίποτα δε μας σταμάτησε.

Τον Γιάννη Φιλέρη τον γνώρισα τον χειμώνα του 1982 στο Πολιτιστικό Κέντρο Παγκρατίου, στην οδό Πύρρου, αριθμό δεν θυμάμαι πια. Εγώ 16, εκείνος 17, πρωτοβρεθήκαμε ο ένας απέναντι απ’ τον άλλο, στο θρυλικό τραπέζι του πινγκ πονγκ της μεγάλης αίθουσας, εκεί όπου κάθε βράδυ δίνονταν ομηρικές μάχες από τους θαμώνες. Ο ίδιος, τόσα χρόνια μετά, εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι μου είχε δώσει αρκετά «μαθήματα» και δε σκοπεύω τώρα στα γεράματα να του χαλάσω το χατήρι.

Η αλήθεια βέβαια είναι τελείως διαφορετική, αφού ο καημένος ο Γιαννάκης υπέφερε κάθε φορά που τον «έδερνα» με τα καρφιά μου, τα πλασέ, τα φάλτσα και τα συναφή! Βλεπόμασταν τακτικά εκεί μέχρι το ’84, μετά χαθήκαμε, αλλά πολύ συχνά τον έπαιρνε το μάτι μου να κυκλοφορεί στους δρόμους του Παγκρατίου. Εκείνος είχε στέκι το «Ελλάς», εγώ τον «Λέντζο», όμως η χαρακτηριστική του αφάνα, με την τσάντα πάντα κρεμασμένη στον ώμο του και το Φως των Σπορ στο χέρι, δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητη!

Πέντε χρόνια μετά την πρώτη μας γνωριμία, ο Γιαννάκης (ο Φιλέρης) είχε ήδη κατασταλάξει επαγγελματικά, έχοντας επιλέξει την αθλητική δημοσιογραφία και ετοιμαζόταν για το μεγάλο ραντεβού της χρονιάς, το Ευρωμπάσκετ ’87, που θα φιλοξενούσε η Αθήνα, ή αν προτιμάτε, το Φάληρο, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.

Αντίθετα, ο υπογράφων συνέχιζε την περιπλάνηση στην αβέβαιη λεωφόρο του τυχοδιωκτισμού, έχοντας επιλέξει τη συγκεκριμένη σεζόν να δουλέψει ως ψήστης στο «Καλή όρεξη», ένα σουβλατζίδικο στην Παροικιά της Πάρου. Είχα γνωρίσει τον ένα από τους δυο ιδιοκτήτες τον προηγούμενο χειμώνα, στο καφέ μπαρ «Μποχώρι», Ιπποκράτους και Διδότου γωνία, όπου δουλεύαμε και οι δυο μαζί.

Αρχές Απριλίου έφυγε ο τυπάς για την Πάρο για να στήσει το μαγαζί με τον άλλο συνέταιρό του και με ρώτησε αν ήθελα να πάω κι εγώ. Το σκέφτηκα και τελικά είπα «γιατί όχι;», πήρα αρχές Μαΐου το καράβι και έφτασα στην Παροικιά. Εκεί, μαζί με έναν άλλο φουκαρά, τον Χρήστο, αναλάβαμε τα πάντα, αφού οι δυο κλειδοκράτορες είχαν άλλες, σοβαρότερες ασχολίες, τις οποίες δεν υπάρχει λόγος να αναφέρουμε εδώ.

(Ο Γιάννης Φιλέρης το 1983, λίγους μήνες μετά τη γνωριμία μας, σε πολιτιστικό διήμερο στο 7ο Λύκειο Παγκρατίου, ως frontman στο συγκρότημα «Υποβάθμισις», ερμηνεύει το τραγούδι «Το τετράδιό σου φέρε», αφιερωμένο σε έναν καθηγητή τους, στον ρυθμό και τη μελωδία του τότε χιτ “Da da da” – τι περιγράφω θεέ μου…).

Στις 3 Ιουνίου ξεκίνησε το Ευρωμπάσκετ με την εύκολη νίκη στην πρεμιέρα της Ελλάδας επί της Ρουμανίας (109-77) και τους 44 πόντους του Νίκου Γκάλη. Στο μαγαζί δεν είχαμε τηλεόραση, οπότε βάζαμε το ραδιοφωνάκι και ακούγαμε μαζί με τον Χρήστο, αλλά δίπλα ακριβώς υπήρχε μια καφετέρια, στην οποία πηγαίναμε εναλλάξ για να δούμε τα τελευταία λεπτά.

Ακολούθησε το πρώτο έπος με την Γιουγκοσλαβία (84-78) με ακόμα 44 πόντους του γκάγκστερ και εκεί σιγά-σιγά άρχισε να εξαπλώνεται σε όλη την Ελλάδα το μικρόβιο της επίσημης αγαπημένης, πριν αυτή γίνει η επίσημη αγαπημένη. Ο πρώτος εκείνος άθλος δεν γινόταν να περάσει απαρατήρητος, σαν μια έστω μεγάλη νίκη στο τουρνουά. Αντίθετα, άρχισε να συσπειρώνει τον κόσμο, κυρίως αυτόν που δεν είχε κάποια ιδιαίτερη σχέση με το άθλημα, όμως τον ενθουσίαζε εκείνη η μοναδική παρέα του Γκάλη, του Γιαννάκη και των άλλων παιδιών.

Εδώ να πούμε ότι το ελληνικό κοινό εκείνης της εποχής ήταν τελείως άμαθο σε μεγάλες αθλητικές επιτυχίες, ειδικότερα στα ομαδικά αθλήματα. Έτσι έζησε εκείνες τις δώδεκα ημέρες σαν κάτι τελείως ξεχωριστό και καινούργιο, με μια μοναδική αθωότητα, που ποτέ δεν θα ξανασυναντήσουμε.

Οι φίλαθλοι που γεννήθηκαν σε αυτήν πορεία, αφέθηκαν να τους παρασύρει το ταλέντο και η αποφασιστικότητα των Ελλήνων παικτών και ταυτίστηκαν μαζί τους στον υπερθετικό βαθμό, βάζοντάς τους μέσα στην καθημερινότητά τους με τον πιο φυσικό τρόπο, νιώθοντας την αγωνία, την αδικία, την προσπάθεια, το δράμα και τελικά τη δικαίωση, τον θρίαμβο και την κατάκτηση της κορυφής, σαν να βρίσκονταν οι ίδιοι μέσα στο γήπεδο.

Στη διάρκεια του Ευρωμπάσκετ νιώθαμε όλοι ότι πατούσαμε το παρκέ μαζί με τα παιδιά του Πολίτη, ότι μπαινοβγαίναμε στα αποδυτήρια, ότι καθόμασταν στον πάγκο, ότι σουτάραμε μαζί με τον Καμπούρη τις βολές, ότι φωνάζαμε μαζί με τον Φίλιππα Συρίγο εκείνο το αλησμόνητο «τίποτα, τίποτα δεν μας σταματά». Και πράγματι, το “87, τίποτα δεν μας σταμάτησε“, όπως είναι και ο τίτλος του βιβλίου που έγραψε ο Γιάννης Φιλέρης, με όλες τις αναμνήσεις του από εκείνη τη διοργάνωση. Με άγνωστες ιστορίες και παραλειπόμενα μέσα και έξω από το ΣΕΦ, ένας μικρός θησαυρός, τον οποίο όλοι όσοι αγαπούν το μπάσκετ και εκείνον τον απίστευτο άθλο, πρέπει οπωσδήποτε να αποκτήσουν!

(Το εισιτήριο του ημιτελικού του 1987 με την Γιουγκοσλαβία, την ιστορία του οποίου θα διαβάσετε πιο κάτω στο κείμενο. Στο μπροστά μέρος οι υπογραφές των Γκάλη, Γιαννάκη και Φάνη, στο πίσω εκείνες των εννέα υπόλοιπων παικτών της Εθνικής. Δεν νομίζω να υπάρχει πουθενά αλλού κάτι αντίστοιχο!)

Ας επιστρέψουμε όμως στα δικά μου. Παρά τις δυο συνεχόμενες ήττες, πρώτα από τους Ισπανούς (89-106) και μετά από τους Σοβιετικούς (66-69), ο κόσμος δεν ξενέρωσε καθόλου. Η διαιτησία, μάλιστα, του Κοτλέμπα που μας καταδίκασε απέναντι στην ομάδα του Γκομέλσκι, έκανε ακόμα πιο φανατική τη στήριξη στην Εθνική.

Θυμάμαι, στην Πάρο, κάθε βράδυ που είχε αγώνα της Εθνικής, γινόταν πανικός. Οι καφετέριες γέμιζαν ασφυκτικά, το ίδιο και κάθε μαγαζί που είχε τηλεόραση, αδιάφορο αν ήταν μεγάλη ή μικρή. Τα σχόλια έδιναν και έπαιρναν, οι φωνές κάθε φορά που ο Γκάλης έκανε τα μαγικά του, δονούσαν την Παροικιά, ενώ μετά τη λήξη, όλοι είχαν να πουν το δικό τους σχόλιο, δεν έφευγαν, αλλά ξεκινούσαν ατελείωτες συζητήσεις-αναλύσεις για το ματς που είχαν παρακολουθήσει.

Να μην τα πολυλογώ, παράλληλα με το τουρνουά που βρισκόταν σε εξέλιξη, ο Χρήστος κι εγώ είχαμε βαρεθεί να χτυπάμε 15ωρα κάθε μέρα, για να θησαυρίζουν τα δυο παρτάλια-ιδιοκτήτες, που μέσα σε όλα τα υπόλοιπα, δεν μας πλήρωναν, λέγοντάς μας ότι τα κράταγαν για να μας τα δώσουν όλα μαζί στο τέλος της σεζόν! Έτσι λοιπόν, βάλαμε μπροστά ένα σατανικό σχέδιο, το οποίο στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία.

Βοήθησαν βέβαια και τα δυο ρεμάλια, όταν μετά το ματς με τους Ρώσους, με φώναξαν και μου είπαν ότι την επόμενη μέρα ήθελαν να πάω επειγόντως στην Αθήνα για να πάρω μια μεγάλη παραγγελία, λόγω επέκτασης που ήθελαν να κάνουν στο μαγαζί. Τα είπαμε με τον Χρήστο, συμφωνήσαμε να πάρουμε τα χρήματα που θα μου έδιναν, τα οποία ήταν λίγο λιγότερα από εκείνα που μας χρωστούσαν και να γίνουμε Λούηδες.

Πράγματι, το πρωί της 7ης Ιουνίου πήραμε το «Νάξος», με εκείνο το υπέροχο πορτοκαλί χρώμα και την κάναμε με ελαφρά πηδηματάκια (ή μάλλον, με ελαφρά κυματάκια) από το δίδυμο των τεμπελχανάδων. Φυσικά η πρώτη σκέψη, μόλις έφτασα στην Αθήνα, στο σπίτι που νοίκιαζα τότε, ένα πεντάρι στον έκτο όροφο μιας παμπάλαιας πολυκατοικίας χωρίς ασανσέρ, στο Μοναστηράκι (την θρυλική «καβάτζα»), ήταν να πάρω τηλέφωνο τους κολλητούς για να κανονίσουμε να πάμε στο ΣΕΦ, όπου εκείνο το βράδυ η Εθνική έδινε το τελευταίο της παιχνίδι στη φάση των ομίλων, με αντίπαλο τη Γαλλία.

Παρακολουθήσαμε από κοντά το θρίλερ του πρώτου ημιχρόνου (38-38) και απολαύσαμε τον περίπατο του δευτέρου με το τελικό σκορ στο 82-69 και την πρώτη φιέστα στις κερκίδες για την πρόκριση στους «8».

(Ο Γιάννης Φιλέρης, η θρυλική αφάνα, η ακόμα πιο θρυλική γραφομηχανή Brother και το ΣΕΦ τις ημέρες του Ευρωμπάσκετ ’87. Κανένα σχόλιο για τα πατομπούκαλα, τα οποία, όπως μου εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος, τα φορούσε από τα 15 του)

Μετά από τρεις ημέρες ακολούθησε ο προημιτελικός με αντίπαλο την Ιταλία των Ρίβα και Τζεντίλε. Βρήκαμε εύκολα εισιτήρια έξω από το ΣΕΦ και είδαμε μια ακόμα παράσταση του Γκάλη με 38 πόντους στην θριαμβευτική πρόκριση (90-78) στην τετράδα της διοργάνωσης.

Αμέσως μετά τη λήξη του αγώνα, πήγα στο γραφείο Τύπου και ρώτησα αν υπήρχαν εισιτήρια για τον ημιτελικό με την Γιουγκοσλαβία. «Ναι, βέβαια, γύρω στα 2.000 κομμάτια που θα διατεθούν αύριο από τις 9 το πρωί στα εκδοτήρια του «Καραϊσκάκη», μου απάντησε με χαρακτηριστική άνεση και σιγουριά ένας διαπιστευμένος και με γέμισε ενθουσιασμό. Δυστυχώς δεν πέτυχα τον Φιλέρη, ο οποίος επίσης εργαζόταν εκείνες τις ημέρες στο γραφείο Τύπου (παράλληλα με την εφημερίδα Πρώτη), επιφορτισμένος με την ενημέρωση των Ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων. Δεν το ήξερα ότι ήταν εκεί, αλλιώς θα είχα γλυτώσει πιθανότατα από έναν από τους μεγαλύτερους εφιάλτες της ζωής μου. Και ενώ ο Γιαννάκης, όπως βλέπετε και στην φωτογραφία από πάνω, καθόταν χαλαρός μπροστά από την γραφομηχανή του, μάρκας Brother, γράφοντας δελτία Τύπου, εγώ ετοιμαζόμουν να ζήσω μια απίστευτη περιπέτεια, η οποία θα με έκανε κεντρικό πρόσωπο στα δελτία ειδήσεων!

Το πρωί της Πέμπτης, 11 Ιουνίου, ποιο πρωί δηλαδή, στις 5 αξημέρωτο, ξεκίνησα με τον ηλεκτρικό από το Μοναστηράκι με κατεύθυνση τα εκδοτήρια του «Καραϊσκάκη». Ήμουν ο πρώτος που έφτασε εκεί, είτε το πιστεύετε, είτε όχι. Είχα μαζί μου νερό και ένα walkman, σε καμιά ώρα ήρθε και ο δεύτερος, μετά ξημέρωσε και σιγά-σιγά άρχισε να μαζεύεται κόσμος. Στις 9, που υποτίθεται ότι θα άνοιγαν τα εκδοτήρια, είχαν μαζευτεί σίγουρα πέντε χιλιάδες κόσμος.

Το πρόβλημα ήταν ότι οι πίσω έσπρωχναν τους μπροστά, δημιουργώντας συνθήκες ελεγχόμενης ασφυξίας, η οποία όμως έγινε ανεξέλεγκτη όσο περνούσε η ώρα και ανέβαινε η θερμοκρασία. Και αυτό, γιατί μέσα σε όλα τ’ άλλα, εκείνη την ημέρα είχαμε καύσωνα! Στο μεταξύ το νερό τελείωσε, αλλά είχε ανοίξει το βρυσάκι με τις μαλακίες, όπου ο καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του. Σε λίγο θα ανοίξουν, όχι, δεν θα ανοίξουν γιατί τα έδωσαν σε μαυραγορίτες, μην ανησυχείτε έρχονται, εδώ θα λιώσουμε αλλά εισιτήριο δεν υπάρχει ούτε για δείγμα κλπ. Οι ώρες περνούσαν, τα βόδια από πίσω συνέχιζαν να σπρώχνουν και στις 2 το μεσημέρι, οι πέντε χιλιάδες είχαν ξεπεράσει τις δέκα. Τα εκδοτήρια συνέχιζαν ερμητικά κλειστά και βέβαια κανείς από τους διοργανωτές δεν είχε δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον να μας ενημερώσει τί θα γινόταν.

Τα μπουγέλα που μας κράτησαν στη ζωή (11/6/1987)

Ευτυχώς βρέθηκαν μερικοί που άρχισαν να μας μπουγελώνουν από πάνω με κουβάδες, αλλά και πάλι, ποιον να πρωτοβρέξεις και ποιος να πρωτοδροσιστεί.

Στις πέντε το απόγευμα, παρά την απελπισία, κανείς δεν είχε κουνηθεί από τη θέση του. Και στις έξι εμφανίστηκαν τα ΜΑΤ. Ένας αξιωματικός ανήγγειλε μέσω μιας ντουντούκας ότι δεν υπήρχαν εισιτήρια και πως θα έπρεπε να διαλυθούμε ησύχως! Δέκα λεπτά αργότερα οι κρανοφόροι ξεκίνησαν το ντου. Μέσα σε μισή ώρα, από τις δέκα-τόσες χιλιάδες, είχαν απομείνει στον χώρο καμιά πεντακοσαριά άτομα. Το πήρα απόφαση, δεν υπήρχαν εισιτήρια και άρχισα να κατεβαίνω τα σκαλοπάτια για να πάω στον ηλεκτρικό.

Εκεί όμως λιποθύμησα και πήρα μια μεγαλοπρεπέστατη κουτρουβάλα, από την οποία ευτυχώς προσγειώθηκα αρτιμελής. Αμέσως έτρεξαν προς τη μεριά μου μερικοί ένστολοι, με έσυραν στην άκρη, μου έριξαν νερό και με συνέφεραν κάπως. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα από πάνω μου έναν αξιωματικό, ο οποίος έβγαλε το πόρισμα: «ηλίαση». Με ρώτησε πόσες ώρες ήμουν εκεί και του είπα, «δεν με νοιάζει αν θα το πιστέψεις, είμαι ο πρώτος που έφτασε εδώ, πριν το ξημέρωμα».

Ήταν έτοιμος να φωνάξει ασθενοφόρο, αλλά εγώ ψέλλισα «εισιτήρια». Ο αξιωματικός έσκυψε από πάνω μου και μου είπε συνωμοτικά: «Περίμενε λίγο ακόμα, να φύγουν και αυτοί που έχουν μείνει. Υπάρχουν 200 εισιτήρια, όταν είναι θα σου πω και θα πάμε μαζί στο εκδοτήριο».

Πράγματι, μετά από 10 λεπτά, ο γαλονάς με πήρε, ανεβήκαμε τις σκάλες και πήγαμε στο ένα και μοναδικό εκδοτήριο που είχε ανοίξει. Με το που με άφησε από το χέρι του, λιποθύμησα ξανά και σωριάστηκα κάτω σαν σακί, αυτή τη φορά όμως μπροστά στις κάμερες της ΕΡΤ. Τρεις αστυνομικοί με σήκωσαν σε περιγραφή Φίλιππα Συρίγου και με ξαναπήγαν σε ένα σημείο με σκιά, ενώ ο γαλονάς που είχε πάρει το θέμα πατριωτικά, μου έδωσε ένα μπουκάλι νερό και μου είπε, «δώσε μου τα χρήματα να σου πάρω εγώ το εισιτήριο».

Έβγαλα 6.000 δραχμές από την τσέπη μου και ψιθύρισα «τρία». Υπήρχε αυστηρή εντολή να δίνουν μόνο ένα σε κάθε έναν από τους λίγους γενναίους που είχαν απομείνει εκεί, όμως ο δικός μου έκανε το καθήκον του και με το παραπάνω. Λίγο μετά επέστρεψε και μου έδωσε τα τρία εισιτήρια, λέγοντάς μου για μια ακόμα φορά ότι χρειαζόμουν ασθενοφόρο και ιατρική περίθαλψη. «Αυτό που χρειάζομαι, είναι ένα ταξί να με πάει στο σπίτι», του απάντησα.

Για του λόγου το αληθές. Στην πάνω φωτογραφία έχω σωριαστεί κάτω, στη δεύτερη οι αστυνομικοί προσπαθούν να με σηκώσουν… (11/6/1987)

Πράγματι, αφού τον ευχαρίστησα για όλα, διέταξε δυο αστυνομικούς να με συνοδεύσουν μέχρι τον δρόμο. «Αν δεν τον βάλετε μέσα στο ταξί, δεν θα τον αφήσετε!». Η ταλαιπωρία που είχα περάσει ήταν επική. 14 ώρες όρθιος και στριμωγμένος και από αυτές, οι 10 σε καύσωνα και χωρίς νερό.

Έφτασα στο σπίτι, εξαντλημένος, αλλά ευτυχισμένος, ανέβηκα μέσα σε ντελίριο τους έξι ορόφους και «λιποθύμησα», αλλά αυτή τη φορά στο κρεβάτι. Κοιμήθηκα μέχρι την άλλη μέρα το μεσημέρι, χωρίς να γνωρίζω ότι το βιντεάκι είχε παίξει άπειρες φορές στα κανάλια.

Όταν ξύπνησα, πήγα στον Λέντζο για καφέ και για να ενημερώσω τους κολλητούς ότι είχαμε εισιτήρια. «Ρε, έχεις γίνει φίρμα, σε παίζουν παντού από χθες», μου είπαν όταν με είδαν και έμειναν με το στόμα ανοιχτό όταν τους διηγήθηκα τα καθέκαστα και κυρίως την κατάληξη. «Δηλαδή θα πάμε στο γήπεδο απόψε;». Ενθουσιασμός! Εκείνο το βράδυ, όταν πηγαίναμε στο ΣΕΦ, υπήρχαν απελπισμένοι έξω από το γήπεδο, που παρακαλούσαν για ένα εισιτήριο δίνοντας ακόμα και 100.000 δραχμές, ποσό τρελό για την εποχή. Δεν το σκέφτηκα καν, μετά από όσα είχα περάσει. Και καθίσαμε στις κερκίδες και παρακολουθήσαμε ακόμα μια εποποιία!

Οι «πλάβι» προηγήθηκαν δέκα πόντους στο ημίχρονο, μπροστά σε ένα κοινό που κόχλαζε! Όμως στην επανάληψη ζήσαμε αυτό που δεν είχαμε ξαναζήσει. Λάθος, το είχαμε ξαναζήσει και στο πρώτο ματς που είχαμε παίξει με τους Γιουγκοσλάβους. Από την Εθνική σκόραραν μόνο πέντε παίκτες (Γκάλης 30, Γιαννάκης 14, Φάνης 18, Ανδρίτσος 8 και Φασούλας 11), αλλά όλοι έδωσαν την ψυχή τους για να φτάσει η ομάδα στην πιο γλυκιά, την πιο μεγάλη πρόκριση στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού.

Το 81-77 γράφτηκε στην ιστορία, στο ΣΕΦ στήθηκε μια απίστευτη φιέστα, η οποία συνεχίστηκε στην Ομόνοια, αλλά και στη Γλυφάδα, έξω από το ξενοδοχείο «Τζόνς», στο οποίο έμενε η ελληνική αποστολή.

Όπως εύκολα αντιλαμβάνεστε, αυτή τη φορά δεν ρώτησα αν υπήρχαν εισιτήρια για τον τελικό. Το ματς με τους Γιουγκοσλάβους ήταν ο δικός μου «τελικός», ένας αγώνας που είχε διαρκέσει 48 ώρες!

ον άλλο τελικό, τον μεγάλο, τον είδα μαζί με τους κολλητούς στο σπίτι στο Παγκράτι, στην βεράντα. Με την τηλεόραση έξω και το Final countdown να παίζει στη διαπασών. Με τις φωνές μας, ή μάλλον με τις κραυγές μας να γίνονται ένα με τις κραυγές όλων των γειτόνων, όλων των Αθηναίων, όλων των Ελλήνων. Και όταν ο Καμπούρης έβαλε τις βολές και ο Γιοβάισα αστόχησε στο τρίποντο, γίναμε όλοι ένα κουβάρι στο μωσαϊκό, πανηγυρίζοντας το ευρωπαϊκό!

Το θρυλικό πλέον εισιτήριο, στο λεύκωμα “The Final Countdown” (2014)

Εκείνο το βράδυ δεν κατεβήκαμε στην Ομόνοια. Ξημερωθήκαμε στη βεράντα, βλέποντας τις ζωντανές μεταδόσεις με τα επινίκια. Λίγους μήνες μετά το έπος του ’87, είδα με συγκίνηση το ντοκιμαντέρ που είχε φτιάξει η ΕΡΤ για την πορεία της Εθνικής με τίτλο Ο δρόμος προς τη δόξα, μέσα στο οποίο υπήρχε και το απόσπασμα με τη λιποθυμία μου. Δυο χρόνια αργότερα, συνάντησα τυχαία τον Αργύρη στην Αστυπάλαια και τον αγκάλιασα.

Τόσα χρόνια μετά, το εισιτήριο υπάρχει ακόμα, ως το πιο πολύτιμο αθλητικό μου κειμήλιο. Πριν 10 χρόνια, τον Μάιο του 2013, όταν ο Άρης τίμησε τον Νίκο Γκάλη για την προσφορά του, είχα ανέβει στη Θεσσαλονίκη για να καλύψω το γεγονός για το Sport24.gr και είχα πάρει μαζί μου το εισιτήριο. Το υπέγραψαν οι 11 από τους 12 εκείνης της ομάδας (έλειπε μόνο ο Φάνης), ανεβάζοντας την συναισθηματική του αξία σε δυσθεώρητα ύψη. Δυο χρόνια αργότερα, ένας φίλος και συνάδελφος, ο Θάνος Σαρρής, το πήρε μαζί του στην Πάρο και μπήκε και η τελευταία τζίφρα που απέμενε, αυτή του Χριστοδούλου. Δεν ξέρω πόσοι στην Ελλάδα έχουν κάτι παρόμοιο, αλλά εγώ δεν θα το άλλαζα με τίποτα.

Το 2014, η ιστορία της επίσημης αγαπημένης κυκλοφόρησε σε κόμικ με τίτλο The Final Countdown, κείμενα του Σπύρου Καβαλιεράτου, σχέδια του Χρήστου Ζωΐδη και χρώμα του Γιώργου Κομιώτη. Όταν ο Σπύρος μου χάρισε το λεύκωμα ξεφυλλίζοντάς το βρήκα ξανά το εισιτήριο. Βέβαια, είχαν κάνει μια μικρή ζαβολιά, αλλάζοντας την ημερομηνία για να φαίνεται ότι ήταν του τελικού, αλλά χαλάλι τους. Ακόμα και το ίδιο το εισιτήριο το χάρηκε! Και φυσικά, είμαι ευτυχισμένος που αυτό το «ζωντανό» κομμάτι της ελληνικής μπασκετικής ιστορίας, έχει τη θέση του και μέσα στο βιβλίο του Γιάννη Φιλέρη, που γράφτηκε με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από εκείνες τις μοναδικές μέρες του ’87.

Το συζητούσαμε και οι μοναδικοί δυο από το Sport24 που βρεθήκαμε στο Ευρωμπάσκετ του ’87, είμαστε εμείς. Ο Γιάννης σαν δημοσιογράφος κι εγώ σαν φίλαθλος. Και επειδή εκείνος ο θρίαμβος ήταν ο πρώτος και ίδιος δεν θα υπάρξει ξανά, με την έννοια ότι μέχρι τότε δεν είχαμε κάτι ανάλογο και όταν ήρθε, μας έκανε όλους να χαμογελάμε σαν μικρά παιδιά, με έναν ενθουσιασμό αυθόρμητο, αληθινό, αυθεντικό και γεμάτο αθωότητα, είναι ευχής έργον η καταγραφή των γεγονότων και των συναισθημάτων από τον Γιάννη στο 87, τίποτα δεν μας σταμάτησε.

ΥΓ. Με τιμά το γεγονός ότι η ιστορία του εισιτηρίου που διαβάσατε, αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο στο βιβλίο του Φιλέρη. Σε ευχαριστώ «τίμιε γίγαντα» μέσα από την καρδιά μου.

Βίντεο: Το δεύτερο μέρος του ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ για το Ευρωμπάσκετ του ’87, ‘Ο δρόμος προς τη δόξα’. Από το 15:10 και μετά, το απόσπασμα με τη λιποθυμία!

* Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά τον Μάιο του 2017 και αναδημοσιεύεται με αφορμή την επέτειο από την κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ του 1987.