OPINIONS

Είπες καλημέρα στον ‘διακριτικό’ ρατσιστή της γειτονιάς σου;

Ένας σύντομος διάλογος με μια οδηγό ταξί γέννησε στον Χρήστο Δεμέτη σκέψεις γύρω από το θέμα της ξενοφοβίας.

Είναι μεσημέρι. Παίρνω ταξί για να επιστρέψω σπίτι μιας και οι δουλειές που πρέπει να τελειώσουν, δεν μπορούν να περιμένουν τη δική μου ραστώνη. Δεν έχει σημασία το πού ήμουν και η χρονική συγκυρία των γεγονότων. Σημασία έχει ο διάλογος που ακολούθησε με την οδηγό του ταξί που συνάντησα στον δρόμο μου. Ναι, γιατί σταμάτησα μία από τις λίγες οδηγούς ταξί που έχω σταματήσει ποτέ στη ζωή μου, και ομολογώ πως στην αρχή χάρηκα λόγω αυτής της μικρής ανατροπής.

Συνηθίζω επίσης εν γένει να απολαμβάνω τις διαδρομές εκείνες κατά τις οποίες δεν χρειάζονται περιττοί διάλογοι. Μιας και δεν οδηγώ, όταν δεν χρησιμοποιώ τα ΜΜΜ προτιμώ να βυθίζομαι στις σκέψεις μου στο πίσω κάθισμα του οχήματος και να ακούω ξώφαλτσα τον σταθμό τέλος πάντων που έχει επιλέξει ο επαγγελματίας driver. Εν προκειμένω όμως, η νεαρή οδηγός μου, είχε όρεξη για κουβέντα.

Οι πρώτες στιγμές πέρασαν με γρήγορα σχόλια για την οικονομική κατάσταση της χώρας, για το πού το πάει ο ΣΥΡΙΖΑ, για τους λογαριασμούς της ΔΕΗ που ήρθαν και μας έσκασαν κατακούτελα, για το κρύο που δεν ήρθε ακόμα αυτό τον χειμώνα (έξω είχε λιακάδα), για το αν ο κόσμος χρησιμοποιεί τα κίτρινα αυτοκίνητα ή αν προτιμά να περπατάει λόγω κρίσης.

Η εξέλιξη των πραγμάτων όμως ήταν διαφορετική. Ο διάλογος συνεχίστηκε ως εξής, λίγα λεπτά πριν φτάσουμε στον τελικό προορισμό:

-Δεν θέλω να ακουστώ ρατσίστρια, αλλά… Να ρε παιδί μου, τόσοι ξένοι έχουν έρθει στην Ελλάδα, δουλεύουν όλοι τους. Οι Έλληνες είναι οι άνεργοι.

Ακολούθησε σιωπή τριών δευτερολέπτων από την πλευρά μου. Προσπαθώ να αντιδράσω με κομψό τρόπο.

-Μάλιστα, αυτό πώς ακριβώς προκύπτει; Έχετε κάποια σχετικά στοιχεία;

Άμεση η επόμενη απάντηση:

-Κοίτα να δεις, οι Έλληνες είναι σπουδασμένοι. Τα παιδιά μου ας πούμε, αν πάνε πανεπιστήμιο, τι, θα κάνουν μετά χειρωνακτικές εργασίες; Να πάνε δηλαδή να δουλέψουν οικοδομή;

Ξύνω κεφάλι και λέω:

-Με συγχωρείτε αλλά μόνη σας μόλις το αναφέρατε. Οι ξένοι που ζουν μόνιμα στην Ελλάδα κάνουν τις δουλειές που οι Έλληνες δεν κάνουν τα τελευταία δέκα χρόνια. Στον αγροτικό τομέα ας πούμε, πήραν εργάτες και τα παιδιά έφυγαν για τις πόλεις.

Σχεδόν με διακόπτει.

-Δεν ξέρω τι γίνεται στην επαρχία, εγώ ξέρω πως δεν μπορείς να βρεις δουλειά.

Απαντώ γρήγορα να μην της δώσω χρόνο να συνεχίσει με νέο επιχείρημα.

-Έχετε σκεφτεί πως για αυτό μπορεί να φταίει ο επαγγελματικός προσανατολισμός που είναι εντελώς λάθος; Πόσους δικηγόρους και πόσους δημοσιογράφους να βγάλει πια αυτή η χώρα;

Ελίσσεται όμως και επανέρχεται με νέα ξενοφοβική γενίκευση.

-Ναι, εντάξει, αυτό είναι αλήθεια. Αλλά οι ξένοι δουλεύουν μαύρα, κατάλαβες; Τα στέλνουν όλα έξω.

Αυθόρμητα σχεδόν:

-Και οι Έλληνες το κάνουν αυτό.

Τώρα πάμε σε μια προσωπική εξομολόγηση:

 

Μπαμ μπαμ:

-Εσείς εδώ κόβετε απόδειξη;

-Ναι, κόβω. Εκείνη όμως έρχεται μαύρη.

-Αν δεν την παίρνατε κι εσείς στη δούλεψη σας μαύρη όμως, δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Έτσι δεν είναι; Και οι δύο δεν φταίνε σε αυτό;

Όταν δεν έχεις επιχειρήματα, πετάς την μπάλα στην εξέδρα. Ή λες αυτό που εξ αρχής είχες στο κεφάλι σου. Αλλά προς Θεού, “δεν ήθελες να ακουστείς ρατσιστής”.

-Ναι, οκ. Αλλά είναι και η ασφάλεια. Πώς να αισθανθείς ασφαλής έτσι όπως γίναμε; Γεμίσαμε ξένους.

Δεν απάντησα. Έδωσα το οικονομικό αντίτιμο που έπρεπε να καταβάλω, πήρα την απόδειξη, ευχήθηκα “καλή σας μέρα” και κατέβηκα από το ταξί. Περνώντας απέναντι τον δρόμο με έπιασα να αισθάνομαι οργή, να θέλω να ξεστομίσω πράγματα που αφορούν τα θεία, αλλά τελικά κρατήθηκα. Μπήκα μέσα στον πρώτο φούρνο που βρήκα μπροστά μου και πήρα ένα καρβέλι ψωμί. Δεν είχα ξαναμπεί σε αυτόν τον φούρνο. Η κοπέλα του ταμείου, μου απάντησε με σπαστά ελληνικά κάτι σαν “καλή όρεξη”. Την κοίταξα. Πρέπει να ήταν από τη Βουλγαρία.

Είχε δίκιο η “ταξιτζού”. Έχουμε γεμίσει μετανάστες. Το συνειδητοποίησα και λίγα λεπτά αργότερα. Έφτασα στην είσοδο της πολυκατοικίας μου. Εκεί ένας μάστορας έφτιαχνε τα υδραυλικά του ισογείου, χαμογελώντας στον ιδιοκτήτη. Αλβανός.

 

Λίγη ώρα αργότερα βγάζοντας τον σκύλο μου βόλτα στο λοφάκι του Αη Γιώργη, ήρθα τετ α τετ με δυο κορίτσια πιο μελαμψά από τα δικά μας. Όμορφα κορίτσια, γεμάτα ζωή. Ξανασκέφτηκα τα λόγια της κυρίας σοφέρ που με είχε φέρει στη γειτονιά μου. Έχει απόλυτο δίκιο. Έχουμε γεμίσει μετανάστες, ξένους, πρόσφυγες. Το μέρος που ζω, η πολυκατοικία που ζω, είναι γεμάτη με Έλληνες αλλά και με μη Έλληνες. Πολυπληθής γειτονιά ξέρεις. Πολλοί οι άνθρωποι που ζουν εδώ και από πολλές διαφορετικές χώρες. Και δεν με ενοχλεί καθόλου αυτό.

Στην ίδια γειτονιά υπάρχουν οι εργατικές πολυκατοικίες, τα προσφυγικά, το κοινωνικό κέντρο στήριξης των απόρων, το αυτοσχέδιο τζαμί των μουσουλμάνων, όλα μεταξύ τους πέντε λεπτά απόσταση. Οι παλιοί νεοκοσμίτες και νεοσμυρνιώτες είναι απόγονοι προσφύγων που ήρθαν στη χώρα και τους δέχθηκαν σαν ξένους οι ίδιοι τους οι συμπατριώτες. Η περιοχή δεν γκετοποιήθηκε γιατί υπάρχει ανοχή και σωστή συνύπαρξη εδώ και δεκαετίες. Επιθέσεις έγιναν, όπως εκείνη του 2009 με θύματα Άραβες, αλλά οι φασίστες περιθωριοποιήθηκαν λόγω ιστορικής μνήμης και νοοτροπίας.

Η περιοχή του Δουργουτίου “μεγάλωσε” με Έλληνες, Αρμένιους και μετά, και με Αλβανούς. Δεν της ήταν δύσκολο να υποδεχθεί τους Κούρδους και μετέπειτα τους Σύρους. Μερικές φορές μπορείς να δεις πρόσφυγες ανάμεσα στις εργατικές πολυκατοικίες, πίσω από το Intercontinental, να μαζεύονται και να τραγουδούν για την πατρίδα που έχασαν. Αυτοί οι άνθρωποι θα προσπαθήσουν να γίνουν νόμιμοι και να κάνουν ό,τι δουλειά να’ ναι όταν έρχονται στον τόπο σου.

 

Γεμίσαμε μετανάστες. Σωστά. Λέω στον εαυτό μου πως ήρθε η ώρα να επαναπροσδιορίσουμε τη ζωή μας. Το λέω στον εαυτό μου σαν να με ακούνε κι άλλοι. Μου λέω πως πρέπει να δεχθούμε την νέα πραγματικότητα. Να προσαρμοστούμε, ο καθένας μόνος του και μετά συλλογικά. Να δούμε τη νέα ζωή που μας έχουν επιβάλλει οι πολιτικές επιλογές Mας των τελευταίων ετών. Να δούμε τη ζωή όπως πραγματικά είναι. Μου το λέω αυτό κάθε μέρα για να μην το ξεχνάω.

Ειλικρινά, βαρέθηκα να βλέπω συμπατριώτες μου να ανάγουν την καταγωγή και την ύπαρξη τους σε κάτι ανώτερο. Μου θυμίζουν ξεπεσμένους νεόπλουτους που προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να συντηρήσουν το “λαός και Κολωνάκι” φορώντας πλέον, μπαλωμένα ρούχα. Είναι οι ίδιοι που συγκεντρώθηκαν έξω από το Γαλλικό Ινστιτούτο φωνάζοντας Je Suis Charlie. Είναι οι ίδιοι που καταδίκασαν τη δολοφονία του Φύσσα από τους φασίστες. Είναι οι ίδιοι που τάχα δάκρυσαν για τον μικρό Αϊλάν αλλά λίγο μετά έλεγαν πως η χώρα είναι ξέφραγο αμπέλι και πως περνούν από τα εδάφη μας τζιχαντιστές. Και να πάνε από εκεί που ήρθαν οι μετανάστες, οι πρόσφυγες οι δειλοί, να κάτσουν να πολεμήσουν. Οι ίδιοι είναι μη γελιέσαι.

Η ελληνική μικροαστική και μεταπολιτευτική “εξέλιξη” μας στον χρόνο, δεν επιτρέπει καμία αναφορά ικμάδας ανωτερότητας, ακόμα και σε εκείνους που αρέσκονται στο να κατηγοριοποιούν τις κοινωνικές τάξεις και να τις προσαρμόζουν σε διαφορετικές ταχύτητες εξέλιξης. Κάθε χρόνο, κοινωνικά, συλλογικά, κάνουμε βήματα πίσω, παραχωρώντας διευρυμένες εξουσίες σε εκείνους που όταν έρθει η ώρα, θα τις εκμεταλλευτούν περισσότερο.

 

Η εξέλιξη εξαρτάται από τις συνθήκες που θα βρεις εκεί έξω και από το μυαλό σου. Οι δικές μας οι συνθήκες γίνονται χειρότερες από εμάς τους ίδιους, όχι από κάποια νεο-φονταμενταλιστική κυβέρνηση σαν εκείνη του γείτονα Ερντογάν. Αυτή είναι η μόνη διαφορά, και η πραγματική αιτία κατανόησης εκείνου που έρχεται στον τόπο σου, συνήθως για να φύγει, όχι για να μείνει.

Σταματώ τον μονόλογο και το ενδοσκοπικό παραλήρημα γιατί ο Μπρούνο άρχισε να τραβάει όσο εγώ κοιτούσα το υπερπέραν. Οι δυο μελαμψές κοπέλες χαϊδεύουν τον σκύλο μου που θέλει να σκαρφαλώσει πάνω στη μία. “Πώς τον λένε;”. “Μπρούνο” λέω. “Ο Μπρούνο ο Έλληνας;”, λέει εκείνη γελώντας. “Ναι”, απαντώ, “αλλά δεν δαγκώνει σκυλιά από τη Συρία”. “Χθες είδα στην τηλεόραση μια οικογένεια που μπήκε στη βάρκα με τον σκύλο της”, θυμάται η άλλη. Χαμογελώ κι εγώ τώρα. Φεύγω. Βάζω τα ακουστικά στα αυτιά και πατάω το play.

Πες μου τι γίνεται μ’ εκείνα τα παιδιά

που αν και γεννιούνται κανονικά,

δε μεγαλώνουν κανονικά

δεν ονειρεύονται κανονικά,

ούτ’ ερωτεύονται κανονικά

Συνηθως εκείνα τα παιδιά πεθαίνουν πρόωρα αλλά κανονικά από τις βόμβες των “πολιτισμένων”

Δυτικών, μαμά.

 

Φωτογραφία: Γκραφίτι στο ξενοδοχείο Vienna, Πειραιώς 20. Το έργο με τίτλο “Praying for us” αποτελεί την καλλιτεχνική πρόταση του φοιτητή της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Παύλου Τσάκωνα και υλοποιήθηκε από τους ζωγράφους Μανώλη Αναστασάκο και τους αδελφούς Δημήτρη, Μπάμπη και Θανάση Κρέτση.