OPINIONS

Γιατί είναι βαρέων βαρών άθλημα να είσαι πατέρας  στην παραλία

Το να σηκώνεις ως πάτερ  φαμίλιας τα ‘οικογενειακά βάρη’  είναι μέρος του job description. Μια έννοια που, κάθε καλοκαίρι, μετατρέπεται από ‘αφηρημένη’ σε αφόρητα κυριολεκτική.

Απάνθρωπες συνθήκες εργασίας κάτω από τον καυτό ήλιο, ‘δύστροπα’ αφεντικά που αλλάζουν συνεχώς γνώμη (για θέση ξαπλώστρας, γωνία ήλιου κτλ) και βλέμματα οίκτου από κάθε ασυνόδευτο θηλυκό εντός των χωρικών υδάτων.

Αυτή είναι η φριχτή πραγματικότητα πίσω από κάθε αθώο ‘Αγάπη μου, πάμε κανένα μπανάκι το Σαββατοκύριακο;’ που ξεστομίζει η σύζυγος.

Και είναι εντελώς αναπόφευκτη.

Αλλά δεν στο λέει κανείς αυτό πριν υπογράψεις το daddy goes to the beach συμβόλαιο.

Ποτέ δεν μετράς την πρώτη φορά

Την πρώτη φορά που επιχειρείς την εξόρμηση στην παραλία, όταν το σπλάχνο σου είναι περίπου 10-12 μηνών, δεν καταριέσαι την μοίρα σου.

Ναι μεν αισθάνεσαι μετά κατάκοπος και εντελώς εξουθενωμένος, ναι μεν ξεστομίζεις δειλά δειλά ένα ‘την επόμενη φορά να οργανωθούμε καλύτερα. Σαν να πήραμε πολλά πράγματα μαζί μας’, αλλά συνεχίζεις να διατηρείς την ελπίδα ότι τα πράγματα θα φτιάξουν.

Ότι δηλαδή οι τσάντες θαλασσής θα λιγοστέψουν στον αριθμό, το μωρουδιακό σωσίβιο θα πάψει να είναι απαραίτητο όταν το ‘σκασμένο’ μάθει να κολυμπά και η τσάντα του μωρού με μπιμπερό, πάνες, αντιηλιακά (προσώπου, σώματος) και λοιπά αξεσουάρ θα μετατραπεί σε τσαντάκι.

Με άλλα λόγια, είσαι φουλ στην ψευδαίσθηση. Σαν να έχεις καταπιεί φρεσκοφουρνισμένο LSD.

Είναι μια βρώμικη  δουλειά. Και είναι όλη δικιά σου.

Η αλήθεια είναι ότι  όσο το παιδί μεγαλώνει, τόσο  αυξάνονται και τα μπαγκάζια του. Εγώ περνάω μόλις το δεύτερο καλοκαίρι μαζί με την κόρη μου και, τώρα που γράφω αυτό από την Ψανή της Ναυπάκτου, έχω τριγύρω μου τα εξής:

Μια τεράστια τσάντα θαλασσής με κουβαδάκια, φτυαράκια, τσουγκρανάκια, πλοιαράκια, ποτιστηράκια και λοιπά ευτελή πλαστικοειδή.

Μια ελαφρώς μικρότερη γεμάτη ανθρωπάκια, ψαράκια, ζωάκια και λοιπά ανθρωποειδή (που μπαίνουν μέσα στο πλοιαράκι/κιβωτός του Νώε).

Μια σακούλα από τα Jumbo με παπουτσάκια θαλάσσης (δεν διαλέγει από πριν τι της αρέσει), μια mini σανίδα για να επιπλέει και το σετ βατραχοπέδιλα/μάσκες του τρίχρονου ξαδέλφου της που θα έρθει να μας βρει σε λίγο.

Ένα μεγάλο φουσκωτό δράκο-βάρκα (που μου πήρε μισή ώρα να τον φυσάω για να τον φουσκώσω και άλλη μισή να ξεφυσάω για να συνέλθω).

Δυο μπρατσάκια Barbie.

Μια μίνι καρέκλα θαλάσσης, κομπλέ με ομπρέλα.

Ένα ipad 1 γεμάτο παιχνίδια και παζλ για να μην βαρεθεί και σηκωθούμε να φύγουμε πριν αξιωθώ να πιω την πρώτη γουλιά του freddo νεροζούμι.

Ένα ταπεράκι με ροδάκινα μπας και πεινάσει.

Και μια τσάντα γεμάτη μαγιό (με το που βγαίνει από παραλία την αλλάζουμε), πάνες, πετσέτες, αντιηλιακά, αντικουνουπικά και αντισταμινικά.

Όλα αυτά τα κουβάλησα εγώ. Τα πότισα κυριολεκτικά με τον ιδρώτα μου.

Αλλά εδώ και μια ώρα εκείνη παίζει αποκλειστικά και μόνο με το πακέτο τσιγάρων της γιαγιάς της.

Κάτι που -μέσα στην θολούρα μου και στην κήλη που είμαι σίγουρος ότι μόλις έβαλα στην ζωή μου- είμαι σίγουρος ότι το κάνει επίτηδες για να μου σπάσει τα νεύρα.

 

Σκάσε,κουβάλα και πες και ένα ευχαριστώ

Η γυναίκα μου μόλις  με ρώτησε τι γράφω. Και εννοείται  πως της είπα ψέματα.

Γιατί, μεταξύ μας, ο ρόλος του μπαγκαζο-κουβαλητή είναι ο πιο εύκολος που μπορείς να παίξεις στην παραλία.

 

Ενώ εκείνη, η σύζυγος, αρχίζει  να κυνηγάει την -φουλ στην ενέργεια- κόρη πάνω κάτω στην παραλία. Για να παίξει, να σταματήσει να παίζει, να φάει, να πιεί, να φορέσει αντιηλιακό ή να αλλάξει μαγιό ή πάνα.

Άρα, ποιος από τους δυο μας είναι στο τέλος της ημέρας κερδισμένος.

Ο μόνιμα αγχωμένος λαγός ή η προσωρινά φορτωμένη χελώνa;

Όσον αφορά τα γεμάτα οίκτο βλέμματα των γυναικών που θα νοιώσεις και εσύ να καρφώνονται πάνω σου στην παραλία, όταν με το καλό εμφανιστείς φορτωμένος σαν γαϊδούρι, το έχω φιλοσοφήσει.

Δεν είναι ντροπή, αλλά μεγάλη ευκαιρία.

Στην τελική, δεν θα είναι  η πρώτη φορά που μια γυναίκα είναι πιθανόν να ‘κάτσει’ σε κάποιον από οίκτο.

‘H τουλάχιστον έτσι πρέπει να λες στον εαυτό σου.