OPINIONS

Γιατί τίμησα και γω το κόκκινο μαγιό

Μπορείς να το εκλάβεις και σαν απολογία. Αλλά, άσε τώρα τα υφάκια και τα στραβά βλέμματα μη σου γράψω κάνα "παραδέξου ότι"!

Ναι, και εγώ τίμησα το κόκκινο μαγιό. Το φόρεσα, μία, δύο, πολλές φορές, δεν έχει σημασία. Το έκανα. Δεν αισθάνομαι ιδιαίτερα περήφανος και ίσως εκμεταλλεύομαι το Baywatch day για να ζητήσω συγνώμη στον εαυτό μου, να αναλύσω τις σκέψεις μου, να πάω παρακάτω.

Καταρχήν, ήταν ακριβώς σαν αυτό που φαντάζεσαι. Ελάχιστα μεγαλύτερο από το σορτσάκι που φορούσε ο Νίκος Γκάλης όταν έκανε το τριπλό σπάσιμο μέσης μπροστά στον Τσατσένκο και τις δύο Σοβιετικές αρκούδες που πήδηξαν για να τον ταπώσουν. Αυτό που πιάνει στα κόκκαλα της λεκάνης, που φτάνει λίγο πιο κάτω από… τέλος πάντων ψηλά στο μηρό, αυτό που κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 80 ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα του λασπωτήρα και της φράτζας. Αυτό που πέρασε στο πάνθεον της στυλιστικής ιστορίας πάνω στο κορμί του Ντέιβιντ Χάσελχοφ.

Το κόκκινο μαγιό του Baywatch.

Για να μη μπερδεύεσαι σου δίνω το ιστορικό υπόβαθρο. Έχει και αυτό τη σημασία του. Ήταν το 1987 όταν έκανε ο Γκάλης το περίφημο σπάσιμο με το σορτσάκι να διαγράφει τα οπίσθια του. Το ’89 προβλήθηκε για πρώτη φορά η σειρά στην Αμερική -σημαντική πληροφορία:δεν είχαμε ιδιωτική τηλεόραση τότε, κάπου στα μέσα του ’90 έπαιξε η σειρά στη Ελλάδα, βάλε και δύο τρία χρόνια μέχρι να καθιερωθεί σαν μόδα και φτάσαμε αισίως κάπου στα τέλη του ’90. Δεν τα λες και τα καλύτερα χρόνια από άποψη μόδας.

Δεν είναι αυτό δικαιολογία, το ξέρω. Αν, ας πούμε, το ONEMAN με απέλυε αύριο θα το θεωρούσα δίκαιο σε κάθε περίπτωση. Αν αυτός ήταν λόγος να ξεχάσει την απαράμμιλη ευγένεια της η Ελιάνα Χρυσικοπουλου και να μη μου ξαναμιλήσει για μερικές βδομάδες, δε θα της κρατούσα μούτρα.

Αλλά, εσύ, άσε τώρα τα υφάκια, τα βλεμματάκια, και τα “ω, φοβερό”, γιατί το επόμενο κείμενο μπορεί να είναι “Παραδέξου ότι, και συ φόρεσες κάποτε κόκκινο μαγιό”. Μπορεί να περιμένω πέντε ή δέκα χρόνια την επόμενη αφορμή, αλλά να είσαι σίγουρος ότι θα στο γράψω ρε κερατά.

Επίσης, να ξεκαθαρίσω ότι δεν την είδα ποτέ ναυαγοσώστης, Μιτς Μπιουκάναν που δίνει οδηγίες στην Πάμελα αγνοώντας επιδεικτικά το μπούστο της γιατί είναι και άντρας και πατέρας και σωστός all around. Ενα κολύμπι, άμα κινδυνέψεις, θα το κάνω για να σε σώσω, “δύο τρεις” πρώτες βοήθειες μπορώ να στις δώσω αν δεν υπάρχει γιατρός στην παραλία, αλλά τέτοιες φαντασιώσεις ότι σε σώζω και η υποτιμημένη Τζίνα Λι Νόλιν με κοιτάει λάγνα δεν είχα ποτέ μου.

Δεν είχα καν το κορμί. Όχι αυτό το τούμπανο που είχε ο Μιτς τα χρόνια που η σειρά μεσουρανούσε και το είχε ρίξει στο γυμναστήριο αλλά ούτε καν της πρώτης σεζόν. Το λυγερό, του δεκαθλητή, το καλά γυμνασμένο και στεγνό από λίπος.

Πως έτυχε και το αγόρασα, τότε; Ειλικρινά δε θυμάμαι τι είχα στο μυαλό μου εκείνη τη μέρα. Σκατά μάλλον. Νομίζω, χρειαζόμουν ένα μαγιό, μπήκα στο πρώτο μαγαζί με αθλητικά είδη που βρήκα μπροστά μου, αυτό ήταν γεμάτο κόκκινα μαγιό, βρήκα το πρώτο που μου έκανε στο περίπου, πήγα στο ταμείο, πλήρωσα, το έβαλα στη τσάντα και δεν κοιτάχτηκα στον καθρέφτη πριν βγω στην παραλία με αυτό – ούτε αυτή η κόκκινη θολούρα που κατέκλυζε την περιφερειακή μου όραση μου έδωσε κάποια προειδοποίηση.

Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα μπορώ να σου πω ότι αυτό το μαγιό συγκρίνεται άνετα με τις πέντε πιο αψήφιστες αγορές που έκανα ποτέ. Κάτσε να δεις γιατί ούμπερ έπικ φέιλ μιλάμε και μετά κράζεις.

Νο 5) Το πρώτο CD της Λάουρα Παουζίνι, την εποχή που είχε κερδίσει το φεστιβάλ του Σαν Ρέμο. (Μπορώ να στο δώσω αν μέσα σου λες “τι έχει η Λάουρα Παουζίνι;”)

Νο 4) Δύο ίδια μαύρα μπλουζάκια πόλο. Εντελώς ίδια, εντελώς ένα νούμερο παραπάνω από το κανονικό μου. Εντελώς δύο.

Νο 3) Ένα πλυντήριο γερμανικής εταιρείας με έντονη παρουσία στην Ελλάδα, από spam προωθητική ενέργεια που έφτασε στα mail μου, και αποδείχτηκε ότι ωχριά σε σύγκριση από το συνδυασμό σκάφη-βούρτσα-δεξιότητες εργένη φοιτητή.

Νο 2) Τρία δερμάτινα μπουφάν που κατέληξαν και τα τρία σε συγγενείς – ναι χρειάστηκε να φτάσω στον αριθμό τρία για να καταλάβω ότι με φοράνε-δεν τα φοράω.

Νο 1) Οικογενειακής κατηγορίας αυτοκίνητο (εντάξει μισό-μισό με τον πατέρα μου) για να ξαναγυρίσω σε λιγότερο από ένα μήνα στο σαραβαλάκι σούπερ μίνι μου.

Αν θες να προσθέσω κάτι στην υπεράσπιση μου, θα σου πω ότι ακόμα μου αγοράζει ρούχα η μάνα μου. Και ας της έχω απαγορεύσει να μου παίρνει ρούχα. Γιατί, ρε γαμώτο, πάντα δίπλα σε ένα κεντρικό Pull ‘n’ Bear, ας πούμε, θα βρίσκεται πάντα ένα Metropolis. Αυτός ο καραγκιόζης που σχεδιάζει τα Mall, δίπλα σε ένα Zara βάζει πάντα ένα Public. Και εγώ -δεν ξέρω πως- καταλήγω μονίμως στο δεύτερο προορισμό. Και ας έχω πει άπειρες φορές “φέτος θα φτιάξω το στιλ μου”.

Άσε που πάντα καταλήγω να φοράω τα ίδια και τα ίδια. Κάτι μπλουζάκια από συναυλίες και κάτι early hipster μακό με αποφθεύγματα σοφίας στα αγγλικά. Χειμώνα και καλοκαίρι. Μέχρι να λιώσουν, μέχρι να φτάσω να μοιάζω ο φτωχός συγγενής. Ετσι με λέει η μάνα μου όταν με βλέπει μετά από καιρό. Και μετά πάει στα μαγαζιά αντί για μένα.

Τέλος πάντων, κάτι τελευταίο από την καταραμμένη περίοδο. Τα βλέμματα. Αυτά της περιφρόνησης. Ή μάλλον, της λύπησης. Είμαι σίγουρος ότι πολλοί σκέφτηκαν “κοίτα που μου θέλει να το παίξει και ναυαγοσώστης”. “Ε, ρε κάγκουρα”. Οι υπόλοιποι απλώς με ρωτούσαν προς τα που είναι η τουαλέττα του μπιτσόμπαρου και αν, όντως, αυτή είναι η παραλία της Γεωργιούπολης.

Και τι να τους πεις τώρα; Ότι “εντάξει, ρε παιδιά, ένα μαγιό είναι, πως κάνετε έτσι”, “δεν το σκέφτηκα καλα”, “ότι ήταν μια λάθος αγορά”;

Πολύ αργά.