OPINIONS

Ήρθε η ώρα να πάρουμε τον αντικαπνιστικό νόμο στα χέρια μας

Γιατί δεν έχει καθόλου πλάκα να καπνίζεις σε χώρους που απαγορεύεται το κάπνισμα.

”Μια μέρα θα εξαφανιστεί ο όρος αντικαπνιστής. Αντ’ αυτού θα υπάρχουν κανονικοί άνθρωποι και κάποιοι weirdos που θα καπνίζουν μέσα σε χώρους διασκέδασης”. Παραφράζω τη ρήση του Φρανκ Ζάπα για την αθεΐα και όσους θα μείνουν να πιστεύουν στο Θεό, με την ελπίδα πως δεν θα αργήσει εκείνη η μέρα που θα εφαρμοστεί ο αντικαπνιστικός νόμος στην Ελλάδα και όσοι δεν καπνίζουμε θα μπορούμε να βγαίνουμε για φαγητό και ποτό χωρίς αντιασφυξιογόνα μάσκα.

Γιατί η συγκεκριμένη μάσκα ήταν το ελάχιστο αξεσουάρ που χρειαζόμουν για να επιβιώσω σ’ ένα μπαρ του Μεταξουργείου το βράδυ του περασμένου Σαββάτου, αφού ανοίγοντας την πόρτα του μαγαζιού δεν ήρθα αντιμέτωπος με τη συνήθη αέρια μάζα καπνού, αλλά με μία πάχνη τσιγαρίλας η οποία σε συνδυασμό με τη θερμότητα που εξέπεμπαν οι σόμπες και την αντυπαρξία εξαερισμού είχε κατακάτσει σε θαμώνες και αντικείμενα και λίγα λεπτά αργότερα είχε στρωθεί και επάνω μου. Όσο κοιτούσα την ταμπέλα που κρεμόταν στον τοίχο απέναντι μου και έγραφε ‘απαγορεύεται το κάπνισμα’ σκεφτόμουν τις δύο επιλογές μου.

Πρώτον, μπορούσα να σηκωθώ και να κάνω παρατήρηση στους καπνίζοντες, δηλαδή στο 1/3 περίπου του μαγαζιού.

Ενέργεια που δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα αν δεν ήμουν ζωσμένος με εκρηκτικά

Δεύτερον, μπορούσα να φορέσω το fullface της μηχανής (σαν σύγχρονος Ορέστης Μακρής) και να τηλεφωνήσω στο νούμερο που γίνονται καταγγελίες για παραβάσεις του αντικαπνιστικού νόμου. Αλήθεια χτυπάει ακόμα το συγκεκριμένο τηλέφωνο; Τελικά, ακολούθησα την τρίτη μου επιλογή. Ήπια το ποτό μου με την υπόλοιπη παρέα και φύγαμε όταν πια η τσιγαρίλα είχε γίνει κρούστα πάνω στα σώματά μας.

Το εκπληκτικό είναι πως τον καπνό δεν τον σιχαίνονται μόνο όσοι δεν καπνίζουν. Οι ίδιοι οι καπνιστές δεν αντέχουν την τσιγαρίλα. Δεν φαντάζομαι να βγήκε από κάποιον αντικαπνιστή η φράση ‘το στόμα μου έχει γίνει τσαρούχι από τα τσιγάρα’. Πολλοί καπνιστές δεν καπνίζουν μέσα στο σπίτι τους και βγαίνουν στο μπαλκόνι. Όχι, επειδή τους έκανε παρατήρηση κάποιος δικός τους, αλλά επειδή δεν μπορούν να τρώνε και να κοιμούνται σ’ ένα χώρο που μυρίζει τσιγάρο. Οξύμωρο; Ναι. Υποκρισία; Επίσης.

Παρόλα αυτά, για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, εκτός σπιτιού τα κριτήρια καθαριότητάς τους αλλάζουν. Είναι σαν να σ’ ενοχλεί η ανάσα της φίλης σου που μόλις έφαγε τζατζίκι, αλλά να μην έχεις κανένα πρόβλημα να κολυμπήσεις σε μια πισίνα τίγκα σε αυτό. Και το κορυφαίο είναι πως εκτός από τα κριτήρια καθαριότητάς τους, επηρεάζονται και τα κριτήρια αισθητικής τους. Αφού το μέχρι πρότινος εντός σπιτιού βρώμικο τσιγάρο, εκτός όχι μόνο γίνεται αποδεκτό, αλλά και σέξι. Και παίρνουν και πόζες.

(Συγγνώμη Σαρλίζ, δεν βρίσκω καθόλου σέξι το γεγονός ότι θα βρωμάει το στόμα σου όταν θα έρθω να σε φιλήσω)

Το άλλο πού το πας; Λένε πως το δεύτερο πιο διαδεμένο ‘πράσινο φως’ που σου δίνει μια γυναίκα σ’ ένα μπαρ για να της πιάσεις την κουβέντα, μετά το χαμόγελο, είναι να σου φυσήξει τον καπνό από το τσιγάρο στο πρόσωπο. Εμένα πάντως αν μου φυσούσε κάποια αισθησιακά τον καπνό της στο πρόσωπο, θα της έχυνα λάγνα την μπίρα στο κεφάλι.

(Αντζελίνα, το ξέρεις ότι πρέπει να λουστείς για να μην ζέχνεις όταν θα σε πλησιάσω, έτσι;)

Ανεξάρτητα από την ευχαρίστηση που δίνει το τσιγάρο σε αυτόν που το καπνίζει, είναι κοινώς αποδεκτό πως δημιουργεί προβλήματα σε όλους τους γύρω του. Προβλήματα υγείας, αφού οι αρνητικές συνέπειες του παθητικού καπνίσματος είναι μεγαλύτερες από αυτές του ενεργητικού. Βρωμίζει την ατμόσφαιρα με αποτέλεσμα αν μπεις σ’ ένα χώρο που καπνίζουν να θες να κάνεις μπάνιο ακόμα και αν έχεις μόλις βγει από αυτό. Είναι ενοχλητικό να τρως ή να πίνεις και δίπλα σου να έχεις τασάκια με γόπες και στάχτες. Είναι ασέβεια προς τον διπλανό σου και τον εαυτό σου και κυρίως είναι πλέον ΠΑΡΑΝΟΜΟ.

Επειδή, όμως, δεν είμαι της άποψης πως ότι είναι νόμιμο είναι και ηθικό, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Από το δημοτικό δεν μαθαίναμε πως δεν μπορούμε να κάνουμε πράγματα που καταπιέζουν την ελευθερία των γύρω μας; Εύλογα ο καπνιστής θα πει πως και η δική του ελευθερία καταπιέζεται αν δεν καπνίζει σε ένα μαγαζί. Ο καπνιστής, όμως, μπορεί να βγει για λίγο έξω από τον x κατάστημα, όπως γίνεται σε κάθε φυσιολογική χώρα, να κάνει το τσιγάρο του και να γυρίσει στην παρέα του.

Αυτός που δεν καπνίζει τι μπορεί να κάνει; 

Για αδιευκρίνιστο λόγο έχει κυριαρχήσει η άποψη ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων καπνίζει και πως αν κάποιο μαγαζί απαγορέψει το κάπνισμα θα αναγκαστεί να κλείσει, αφού είναι θέμα χρόνου να ξεμείνει από πελάτες. Δεν έχω στατιστικά στοιχεία που να μπορώ να αποδείξω ότι οι μη καπνιστές είμαστε περισσότεροι, αλλά δεν πιστεύω ότι ούτε οι καπνιστές ούτε οι αντικαπνιστές έχουν τέτοια πλειοψηφία που θα τους έδινε δικαίωμα να σχηματίσουν κυβέρνηση.

Απλώς, σε κάθε παρέα έστω και ένας καπνιστής να υπάρχει, οι μη καπνιστές θυσιάζονται για το καλό της παρέας και πηγαίνουν κάπου που μπορεί να ξεχαρμανιάσει ο καπνιστής (η φινέτσα των λέξεων ‘ξεχαρμανιάζω’, ‘θεριακλής’ και ‘αρειμανίως’ πρέπει να είναι το μόνο θετικό που έχει προσφέρει το κάπνισμα στον ελληνικό πολιτισμό). Πάντως, σε όσα εστιατόρια έχω πάει και απαγορευόταν το κάπνισμα με δυσκολία βρήκα τραπέζι να κάτσω.

Αφού το κράτος θέσπισε τον αντικαπνιστικό νόμο, αλλά δεν έχει την ικανότητα να τον εφαρμόσει, ήρθε η ώρα οι μη καπνιστές να πάρουμε το νόμο στα χέρια μας.

Δεν χρειάζεται να γίνουμε Dexter και να αναγκάζουμε, όσους καπνίζουν μέσα σε μαγαζιά, τα βράδια να τρώνε αποτσίγαρα μέχρι να πεθάνουν, ούτε να το κάνουμε Texas και σε κάθε μπαρ να πλακωνόμαστε στο ξύλο

Μπορούμε, όμως, να τους κάνουμε να νιώσουμε αυτό που νομοτελειακά στο εγγύς μέλλον θα γίνουν. Weirdos.

Να τους απομονώσουμε ξεκινώντας από τους δικούς μας ανθρώπους. Κάθε φορά που στην παρέα μας οι καπνιστές θα είναι η μειοψηφία, μπορούμε να πηγαίνουμε σε μέρη που απαγορεύεται το κάπνισμα και όχι το αντίστροφο. Μετά από μία, δύο, τρεις φορές είτε θα κόψουν το κάπνισμα, είτε θα μάθουν να βγαίνουν εκτός καταστήματος για να καπνίζουν. Θα είναι πλέον θέμα χρόνου αυτός που θα ανάβει τσιγάρο μέσα σε ένα μαγαζί να είναι δακτυλοδεικτούμενος και να καταλάβει πως δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο από το να βγει έξω για να καπνίσει.