OPINIONS

Όλοι για ένα Instagram Story ζούμε

Ή πώς τα Instagram stories καταβρόχθισαν τα check-in. Fyi: τη ζωή εκτός διαδικτύου την έχουν ήδη χωνέψει.

Μία λεπτή φούξια γραμμή ξεκινάει να συναντήσει τον εαυτό της. Εκεί πάνω στην στροφή, γίνεται ωχρή. ‘Καλέ, εσύ είσαι κίτρινη σαν το λεμόνι‘ θα της έλεγαν χαρακτηριστικά οι γιαγιάδες αν την είχαν εγγονή. Έχει άλλα 15 περίπου δευτερόλεπτα μέχρι να ξαναγίνει φούξια. Θα προλάβει;

Φυσικά και θα προλάβει. Ακόμα και αν η λήψη δεν είναι καλή. Ακόμη και αν το επιθυμητό καρέ χαθεί κάπου στη διαδρομή. Ακόμη και αν το δάχτυλο που πρόσταξε την εκκίνηση στην πορεία της κουνηθεί πάνω στην κρίσιμη στιγμή. Οτιδήποτε και αν συμβεί, αυτή η φούξια γραμμή αφού πνίξει στη δίνη της για μερικά δευτερόλεπτα την φωτογραφία του Instagram προφίλ μας θα καρφιτσωθεί μαζί με αυτό στο επάνω αριστερά μέρος της οθόνης του κινητού. Ο κόσμος να χαλάσει.

(Παρεμπιπτόντως, αν χαλάσει κόσμος, τόσο το καλύτερο. Θα έχει και περισσότερα views.)

Ας διαλύσουμε όμως για λίγο το σύννεφο ροζ άγχους που μοιάζει καταπληκτικά στο νέφος του αμερικανικού ονείρου και ας βουτήξουμε για λίγο στο κοντινό παρελθόν. Έτσι για την εικόνα του πράγματος, ας βρούμε μία πολυθρόνα από αυτές τις κουνιστές που τρέμουν οι υψοφοβικοί (μαζί τους και εγώ) και ας αράξουμε πίσω αναπολώντας τις παλιές καλές εποχές που πηγαίναμε στα μαγαζιά για ένα απλό check in στο Facebook.

Ρεαλιστική Παρέμβαση: Το check in στο Facebook, εκείνη η απύθμενη βλακεία (συγγνώμη στους πιστούς της) που είχε καταπλακώσει τους χρήστες του μέσου οι οποίοι μαγεμένοι βρίσκονταν χαρούμενοι-μεθυσμένοι-τελειωμένοι στην τοποθεσία τάδε, έπεσε στα Τάρταρα μέσα στην βάρκα του ‘έλα μωρέ, ποιος κάνει ακόμα check in‘. Ποιος το έβαλε εκεί και έδωσε την σπρωξιά, αλήθεια, το αγνοώ. Θα έγραφα ένα ‘να αγιάσει το χέρι του‘ αλλά πιθανότατα αυτή μου η φράση θα πιάσει ακόμα μεγαλύτερο πάτο. Γιατί.

Γιατί ας είμαστε ειλικρινείς, από τότε που τα social media έγιναν προέκταση του χεριού και γραφικοί μπάτσοι της διασκέδασής μας (από αυτούς που κρατάνε γκλομπ και όταν δεν μυρίζουν καμένο τραβάνε σέλφι τα εργαλεία τους) το να μην έχουμε τρόπο να μοιραστούμε το πού βρισκόμαστε, τι πίνουμε, τι τρώμε, με τι αστείο γελάμε την όποια δεδομένη χρονική στιγμή είναι ένας εφιάλτης. Από αυτούς που ξυπνάς ιδρωμένος και ψάχνεις την μαμά να της ζητήσεις να μην πας αύριο σχολείο.

Ξανά κοντά σας: Οπουδήποτε και αν βρίσκεσαι τώρα που μιλάμε. Είτε βρίσκεσαι σε κάποια παραλία και απορείς πόσο τρολ παίζει να είναι ο καιρός είτε σε μία δημόσια τουαλέτα και χαζεύεις τα τηλέφωνα και τα αντιφασιστικά σχόλια που βρίσκονται γραμμένα στα πλακάκια της, θέλω να κοιτάξεις λίγο γύρω σου. Τους Instagram Story Freaks, τους γνωστούς και ως ‘ιστορίες’, θα τους εντοπίσεις εύκολα και γρήγορα. Είναι αυτοί που έχουν το ένα δάχτυλο ζουληγμένο στην οθόνη του κινητού τους και σκαμπανευάζουν την συσκευή στον αέρα για περίπου 30 δευτερόλεπτα.

 

Παρεμπιπτόντως, ο κουστουμάτος κύριος δίπλα σου που περιμένει στην ουρά για την τράπεζα, δεν καθαρίζει το κινητό του από την σκόνη τόσην ώρα που τον βλέπεις να παλεύεις με τον δείκτη πάνω στην οθόνη. Πιθανότατα κάτι ζωγραφίζει πάνω στο story του για να το κάνει ακόμα πιο τιτανομέγιστο και να κάνει τα views να τρέχουν από πίσω του όπως οι γυναίκες του Ζάχου Δόγκανου στους τίτλους αρχής του ‘Εκείνες και Εγώ’.

Το ίδιο ισχύει και για την κοπελίτσα που περιμένει να πάρει ποτό στο μπαρ δίπλα σου, κρατάει το κινητό της στο ύψος του στήθους και στριφογυρνάει χαμογελώντας και περνώντας υπέροχα στην κάμερα. Δεν νομίζει ότι είναι δορυφόρος ή το καινούριο πρόσωπο του πάλαι ποτέ MTV. Απλά, μπήκε σε τροχιά ένεκα του story. 

(Αν δεν πάρει τελικά ποτό μετά την ανάρτηση του πολυπόθητου κλιπ και φύγει από το μαγαζί κατσουφιασμένη, μην παραξενευτείς. Συμβαίνουν αυτά. Και μάλιστα, πολύ συχνά)

Αν θέλουμε λίγο να μιλήσουμε για τις ιστορίες που δεν έχουν την δική τους ιστορία χρειαζόμαστε γερό στομάχι και αρκετή αυτογνωσία. Δεν ξέρω ποιοι από εμάς την διαθέτουν ή αν γνωρίζουν πώς να την αξιοποιήσουν. Παρόλα αυτά, ας κάνουμε μία προσπάθεια να δούμε λίγο την πραγματικότητα εκεί έξω χωρίς τα γυαλιά που ο Ζούκερμπεργκ και η παρέα του μας έχουν φορμάρει τα τελευταία χρόνια με τέτοια επιτυχία που οι χειρουργοί οφθαλμίατροι που ειδικεύονται στο laser σκέφτονται σοβαρά το ενδεχόμενο να γίνουν κλέφτες.

Μαγαζιά, μπαρ, ξενοδοχεία, διακοπές, έρωτες, χωρισμοί, γυμναστήρια, νοσοκομεία, ιατρεία, θέατρα (*με φωνή της διαφήμισης τηλεφωνικού καταλόγου*) οπουδήποτε και αν βρισκόμαστε, οτιδήποτε και αν κάνουμε ή νιώθουμε έχουμε την ψευδή ανάγκη να το μοιραστούμε. Τώρα πια, όχι στο Facebook που εντάξει ‘έχει γίνει λίγο πασέ‘ και ‘έχει μαζέψει πολλή πλέμπα‘ αλλά στο Instagram. Το άλλοτε intellectuel μέσο που ξεκίνησε ως ένα προσωπικό άλμπουμ φωτογραφιών και έχει καταλήξει πιο ‘ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε’ και από το Snapchat. Ενώ ταυτόχρονα, έχει εκτοξεύσει το άγχος του ‘τι να ανεβάσω‘ στα ύψη.

Τα οποία ύψη ορισμένες φορές είναι τόσο ανεμοδαρμένα που βλέπουμε άτομα ανεβάζουν για να ανεβάζουν ή ακόμα χειρότερα να παρευρίσκονται σε μέρη που δεν θα ήθελα να είναι μόνο και μόνο για το ‘είμαι καλά, περνάω μια χαρά, θέλω να του πεις ψέμματα’. (Τα τραγουδούσε η Πέγκυ Ζήνα αυτά, και την κοροϊδεύαμε)

Γεμάτο chats και εφήμερες αναμνήσεις το Instagram κατάφερε να γίνει το app που επισκεπτόμαστε συχνότερα στο πέρας της ημέρας μας. Για να τσεκάρουμε. Ποιος ‘τίμησε’ την ανάρτησή μας. Σε ποιον πέρασε παγερά αδιάφορη ή σε ποιον κέντρισε τόσο το ενδιαφέρον ώστε να μπει στην διαδικασία να απαντήσει σε αυτό που είδε. Κάτι έξυπνο, κάτι χαζό, κάτι αστείο, δεν έχει σημασία.

Ουτοπικός Συναγερμός: Στο τέλος της επόμενης ημέρας, τίποτα δεν έχει σημασία. Το story έχει σταματήσει να παχαίνει παραστατικά την εικόνα του προφίλ μας και εμείς είμαστε σε αναζήτηση του επόμενου εκείνου κλιπ που θα μας φουντώσει την ικανοποίηση ότι κάποιοι ασχολούνται μαζί μας. Ότι κάποιοι μας παρακολουθούν, μας διαβάζουν.

Ένα γεγονός που αν το στεγνώσουμε από τις σάλτσες του ‘αυτή είναι τώρα η μόδα‘ και του ‘σιγά μωρέ, τα παίρνεις πολύ σοβαρά τα πράγματα‘ θα συνειδητοποιήσουμε (εύχομαι) ότι είναι τρομερά πιεστικό και βάρβαρο. Ειδικά αν σκεφτούμε ότι κλείνουμε ακόμα τα παράθυρα για να μην δει ο γείτονας ή η γειτόνισσα τι κάνουμε μέσα στο σπίτι μας. Ή αν αναλογιστούμε ότι πολλά από τα πράγματα που μοιραζόμαστε ότι κάνουμε, δεν είναι παρά ένα μπουκέτο αυταπάτης ότι περνάμε καλά παρόμοιας με εκείνη που κάποια (ή κάποιος) αδημονεί να πιάσει από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της στην εκκλησία.

Υ.γ: Η μεγάλη επιτυχία των Instagram stories σε μένα ήταν ότι με έβαλε στην διαδικασία να εντοπίζω και να διαχωρίζω τις αναμνήσεις μου σε σημαντικές και ασήμαντες. Σε αναμνήσεις άξιες να γίνουν post και να έχουν διάρκεια στο προφίλ μου και στις αντίστοιχες που δεν αξίζουν για παραπάνω από μία ημέρα. Κάθε φορά που συνειδητοποιώ ότι έχω κάνει τις παραπάνω σκέψεις, θέλω να πάρω το πλοίο και να εξαφανιστώ στην Γαύδο. Αλλά και μόνο ο φόβος ότι μπορεί να ανεβάσω story και από εκεί με κρατάει δεμένη εδώ.

(Συμβαίνει και σε σένα;)