OPINIONS

Τα πτυχία του πόνου

Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος γράφει για το δράμα των γονέων που αδυνατούν να στείλουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν επειδή δεν βγαίνουν οικονομικά, αλλά και την τραγική σούμα για να πάρει κάποιος το πτυχίο.

Δυο μαχαιριές που έσταζαν αίμα –σαν το τραγούδι του Καζαντζίδη με τις φάμπρικες της Γερμανίας!- ήταν οι κουβέντες που μου είπαν δυο φίλοι, οι οποίοι αγκαλιάστηκαν με τη θλίψη και την απόγνωση και ξεκίνησαν να παραμιλάνε μ’ αυτό που τους συνέβη.

Μερικές μέρες πριν κερνούσαν τσίπουρα για τις επιτυχίες των παιδιών τους στα πανεπιστήμια, κι ας ήξεραν ότι “όλα του γάμου δύσκολα”. Προείχε ο θρίαμβος, οι στιγμές της δικαίωσης και της ανακούφισης, αφού είχαν γονατίσει δυο χρόνια με τα φροντιστήρια ενόψει πανελλαδικών, ένας μικρός πόλεμος για τους ίδιους και τα παιδιά. Είχαν ήδη ξοδέψει μια μικρή περιουσία για τη φροντιστηριακή υποστήριξη.

“Χαλάλι οι κόποι”, είπαν κι οι δυο, αφού η κόρη του Γιάννη πέρασε στη Φιλοσοφική Ιωαννίνων κι ο γιος του Θανάση στο Χημικό της Πάτρας.          

Δεν φαντάζονταν όμως ότι αυτές οι δυσκολίες θα μπορούσαν να ισοπεδώσουν τόσο εύκολα κάθε μα κάθε όνειρο, λίγες μόλις μέρες μετά τους πανηγυρισμούς.

Διαπίστωσαν κι οι δυο ότι είναι ΑΔΥΝΑΤΟ να στείλουν τα παιδιά να σπουδάσουν, αφού κάτι τέτοιο θα έμοιαζε με αυτοκτονία όλης της οικογένειας, με ένα απονενοημένο διάβημα που οδηγούσε στον γκρεμό.

Ο Θανάσης έφαγε πρώτος την κρυάδα, μένοντας τρεις μέρες στην Πάτρα για να διερευνήσει την κατάσταση. Γύρισε άρρωστος!

Του ζητούσαν 280 ευρώ και πάνω ‘για μια άθλια τρύπα’, όπως έλεγε χαρακτηριστικά, ενώ του έδειξαν και σπίτια στα οποία δεν θα άφηνε ούτε το σκύλο του. Με υγρασίες και μούχλα, με κατεστραμμένα υδραυλικά και τις βρύσες να στάζουν, με πολλά σημάδια κατάρρευσης γενικά και… χωρίς ντουλάπες, και με μπαλκόνι που ίσα-ίσα χωρούσε μία καρέκλα.

Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες –αλλά και κάποιοι μεσίτες- του έλεγαν την ίδια φράση: “Έλα μωρέ, φοιτητής είναι το παιδί…”. Δηλαδή, αφού είναι φοιτητής, δεν τρέχει και τίποτα που το σπίτι είναι τραγικό και άθλιο, με την καλύβα του μπαρμπα-Θωμά να μοιάζει με παλάτι! Δεν ήταν καν κοντά στο κέντρο, εκεί που συνήθως μαζεύονται οι φοιτητές για να περάσουν την ώρα τους. Άρα το παιδί τα βράδια έπρεπε να ψάχνει ταξί για να γυρίσει ή… να μη γυρίσει και να ψάχνει κάπου να σπιτωθεί! Σύνηθες…

Πολλά σπίτια δεν είχαν θέρμανση, που σημαίνει ότι το παιδί έπρεπε όλο το χειμώνα να τη βγάζει με μια σόμπα ή να κάνει τον ινδιάνο, αγκαλιά με μια κουβέρτα. “Είδα πάνω από τριάντα σπίτια μέσα σε τρεις μέρες. Μιλάμε ότι οι άνθρωποι έχουν τρελαθεί! Λες και είναι συνεννοημένοι. Σου λένε, ε, τόσες χιλιάδες φοιτητές είναι, κάπου πρέπει να μείνουν, οπότε θα βολευτούν με ό,τι να ναι!”

Τα ίδια πάνω κάτω και με το Γιάννη, που κι αυτός πέρασε ξυστά από το έμφραγμα και από τύχη δεν βρέθηκε να κάνει παρέα στην κυρα Φροσύνη στον πάτο της λίμνης! Ποια… κυρα Φροσύνη τώρα; Δικά του ήταν όλα τα δάκρυα!

Τραβάει αγέρας και βοριάς που κυματάει η λίμνη

να βγάλει τες αρχόντισσες και την Κυρα-Φροσύνη.

-Φροσύν΄, σε κλαίει το σπίτι σου, σε κλαίνε τα παιδιά σου,

σε κλαίν΄ όλα τα Γιάννινα διά την ομορφιά σου.

-Φροσύν΄, σε κλαίει η άνοιξη, σε κλαίει το καλοκαίρι,

σε κλαίει κι ο Μουχτάρ-πασάς με τον τσεβρέ στο χέρι.

Όμως η ιστορία δεν έχει καθόλου πλάκα και όντως εμπεριέχει στοιχεία δράματος, κάτι που αφορά χιλιάδες (μα πολλές χιλιάδες) ελληνικά σπίτια. Για σπουδές στην περιφέρεια λοιπόν (το ίδιο ισχύει και για τα παιδιά της επαρχίας που πάνε σε άλλες πόλεις) η κατάσταση, ειδικά για τα σημερινά δεδομένα, είναι απελπιστική και η προσέγγιση φέρνει κρύο ιδρώτα!

*Ενοίκιο 250-280 ευρώ, ίσως και ακριβότερα!

*ΔΕΗ (αυξημένη τους χειμερινούς μήνες), νερό, σταθερό τηλέφωνο (για ίντερνετ που είναι απαραίτητο για κάθε φοιτητή), κινητό (ποιο παιδί δεν έχει), εισιτήρια για τις διαδρομές στο πανεπιστήμιο, κοινόχρηστα και φυσικά διατροφή για ένα μήνα,  μ’ αυτό το τελευταίο να σηκώνει τρελή συζήτηση.

Διακόσια ευρώ το μήνα για διατροφή, σημαίνει 6.67 ευρώ την ημέρα, όταν δεν είναι Γενάρης, Μάρτης, Μάιος, Ιούλιος, Αύγουστος, Οκτώβριος και Δεκέμβριος με τις 31 μέρες. Με αυτά τα 6.67 πρέπει να φάει μεσημέρι-βράδυ (ένα κανονικό γεύμα και κάτι πρόχειρο), να πιει έναν καφέ και ως εκεί! Τέλος τα λεφτά της ημέρας! Και το παιδί αλήθεια στριμώχνεται πολύ.

Ο καπνιστής φοιτητής είναι καταδικασμένος σε ασιτία για να μπορεί να πάρει τα τσιγάρα του! Το ίδιο κι αυτός που του αρέσουν τα μπαράκια. Θα αναγκαστεί να πηγαίνει κάθε Παρασκευή ή Σάββατο, ίσως και πιο αραιά. Για μια μπύρα έτσι;

Διακόσια πενήντα ευρώ διατροφή σημαίνει 8,33 ευρώ την ημέρα, πάλι όχι κάτι τρελό, αν συνυπολογίσει κανείς ότι όλο και κάποια έξοδα προκύπτουν, προφανώς και για την προσωπική φροντίδα των παιδιών. Ένα αφρόλουτρο για τα κορίτσια κι άλλα απαραίτητα είδη υγιεινής κάνουν πάνω από πέντε ευρώ, κάπου εκεί ένας αφρός ξυρίσματος και φτηνά ξυραφάκια!

Αν προσθέσει κανείς όλα αυτά, ακόμα και με τον πιο σφιχτό προϋπολογισμό το ποσόν μπορεί να αγγίξει τα 800 ευρώ ή και να ξεπεράσει τα 900, ανάλογα με την περίπτωση, το ύψος του ενοικίου, των κοινοχρήστων, του ρεύματος το χειμώνα κλπ. Ένας φίλος μας στην Κρήτη δεν πέφτει ποτέ κάτω από χίλια ευρώ το μήνα για το γιο του, που ήταν ανεπίδεκτος μαθήσεως στη μαγειρική. Κι αυτό είναι τεράστιο μειονέκτημα στις μέρες μας.

Η σούμα λοιπόν κάνει χιλιάδες γονείς να ακυρώνουν τις σπουδές των παιδιών τους σε άλλη πόλη, αδυνατώντας να αντεπεξέλθουν στα έξοδα! Και πώς να σηκώσουν τέτοιο αβάστακτο βάρος όταν τα έξοδα ενός φοιτητή που φεύγει από το σπίτι του είναι περισσότερα ίσως από έναν καλό μηνιαίο μισθό σήμερα; Θεωρητικά και πρακτικά, για πολλούς είναι ΠΑΝΤΕΛΩΣ ΑΔΥΝΑΤΟ να αντέξουν, οπότε κόβουν τα παιδιά, μη μπορώντας να κάνουν αλλιώς. Αυτό που συνέβη δηλαδή στον Θανάση και το Γιάννη, προφανώς με σπαραγμό ψυχής. Η ιστορία τους είχε διαλύσει!

Πώς να πεις σε ένα παιδί που έχει κοπιάσει πολύ και τελικά τα κατάφερε και πετάει από τη χαρά του ότι δεν θα πάει να σπουδάσει; Ο Γιάννης που είναι και πιο πρακτικός τύπος, πήρε χαρτί και μολύβι και σόκαρε το Θανάση.

“Ας υποθέσουμε ότι μας περισσεύουν 800 ευρώ το μήνα και πάνε τα παιδιά. Οκτακόσια το μήνα σημαίνει μάνι-μάνι ότι είναι 9.600 ευρώ το χρόνο, χωρίς να υπολογίσω τα δικά μας ταξίδια εκεί, που όταν πας όλο και κάτι παραπάνω θα χαλάσεις. Βενζίνες, διόδια –και για τους πιο άτυχους αεροπλάνο ή καράβι- ένα σούπερ μάρκετ, ένα φαγητό στο παιδί, μια έξοδο σε ένα εστιατόριο… Με πιάνει τρέλα…”

Κάτι ξέχασαν οι… νεοσύλλεκτοι γονείς φοιτητών σε επαρχία. Κάτι που επίσης είναι κοφτερό λεπίδι! Και δεν είναι τα μεσιτικά αν το σπίτι βρεθεί μέσω μεσίτη (που σημαίνει δύο νοίκια μπροστά, μαζί με την εγγύηση) αλλά το πώς θα επιπλωθεί ένα άδειο σπίτι! Ακόμα και για τα απολύτως απαραίτητα -σίγουρα κρεβάτι και ψυγείο, ίσως και κουζίνα, γραφείο, καρέκλα, ένα τραπεζάκι για φαγητό, μαχαιροπίρουνα, σεντόνια, κουβέρτα, πετσέτες, κάποια πράγματα για το μπάνιο, φωτιστικά αν δεν έχει το σπίτι, ενδεχομένως κάποια κουρτίνα ή κάτι άλλο- χρειάζεται ένα μεγάλο ποσόν και μάλιστα μαζεμένο. Δεν θα αφήσουν το παιδί να κοιμηθεί στο πάτωμα!

Ο πρακτικός Γιάννης προχώρησε κι άλλο.

“Ο μέσος όρος αποφοίτησης είναι τα έξι χρόνια. Ελάχιστους ξέρω που τελείωσαν στα πέντε. Έξι χρόνια λοιπόν επί 9.600 ευρώ μας κάνει 57.600 ευρώ! Με τα συμπαρομαρτούντα –τα εισιτήρια και τα ταξίδια πήγαινε έλα, το ποσόν ανεβαίνει πάρα πολύ. Συν τα λεφτά για το στήσιμο του σπιτιού, έτσι; Στην εποχή μας είναι ιλιγγιώδες, μια περιουσία! Δίνεις λοιπόν –όποιος μπορεί δηλαδή- ένα τέτοιο ποσόν για την απόλυτη αβεβαιότητα! Γιατί χωρίς μεταπτυχιακά κι ένα καλό χαρτί από το εξωτερικό, δεν κάνεις τίποτα! Αυτό κι αν είναι τρέλα!”

Αυτή είναι η ζοφερή κατάσταση που κάνει πολλούς γονείς να κολυμπάνε στην απελπισία. Κάποιοι μάλιστα το ξεκόβουν από την αρχή στο παιδί: “Ή στην πόλη μας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα κλπ) ή πουθενά…”

Εκεί, το παιδί είναι που υποφέρει και πιέζεται ασφυκτικά. Δεν είναι όλοι αριστούχοι…

Προφανώς κάποια παιδιά –μετά το δεύτερο έτος που προσαρμόζονται πια στα νέα δεδομένα- ξεκινούν και δουλεύουν για να βοηθήσουν την κατάσταση (με τις δουλειές να είναι αβέβαιες), αλλά και πάλι οι γονείς πρέπει να στείλουν αρκετά χρήματα, αφού δεν βγαίνει αλλιώς. Και με ποιους μισθούς άραγε; Κι αν δουλεύει μόνο ο ένας στο σπίτι, αντίο!

Ο Θανάσης κι ο Γιάννης έφυγαν τσακισμένοι. Ήταν όλα μα όλα τόσο απελπιστικά ξεκάθαρα. Θα πρέπει να περιμένουν έναν ακόμα χρόνο για να ξαναδώσουν τα παιδιά, αν έχουν κουράγιο. Τα παιδιά, που συνειδητοποιώντας την κατάσταση δυναμώνουν τον ήχο κι αφήνουν τον Βασίλη (Παπακωνσταντίνου) να τα πει:

Φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα…

Η απελπισία –των πάντων- σε όλο της το μεγαλείο, με πτυχία ίσως κουρελόχαρτα να κοστίζουν μια περιουσία. Κι όσοι μπορούν, ξεπουλάνε κομμάτια της για να στηρίξουν τα παιδιά τους…

(κεντρική φωτογραφία: Eurokinissi / Στέλιος Μίσινας)