OPINIONS

Το ωραιότερο καλοκαίρι της ζωής μου το πέρασα στην Αθήνα

Ή πως ένα ψυγείο κράτησε μια συντάκτρια στην πόλη το Δεκαπενταύγουστο - μια εμπειρία που αποδείχθηκε να είναι από τις καλύτερες που έζησε ποτέ.

Για όλα φταίει το ψυγείο. Εγώ δεν είχα σκοπό να μείνω στην Αθήνα. Δεν σκόπευα να περάσω το καλοκαίρι του 2008 μέσα στο τσιμέντο και σίγουρα δεν είμαι από εκείνους που μισούν τα νησιά και τις παραλίες.

Για την ακρίβεια είχα αρκετές προτάσεις από φίλους ανοιχτές, μια για Αντίπαρο, μια για Ελαφόνησο και το εξοχικό μου στη Βόρεια Εύβοια να με περιμένει πάντα. Κάτι από όλα αυτά θα έκανα. Απλά δεν είχα κανονίσει ακόμη.

Εκείνος, από την άλλη, είχε κανονίσει να πάει στην Ίο. Φύσει οργανωτικός, είχε συμφωνήσει να μείνει στο σπίτι ενός φίλου που δούλευε ως DJ στο νησί, είχε βγάλει ακτοπλοϊκά εισιτήρια, είχε φτιάξει βαλίτσα, μέχρι και ραντεβού στο ραδιοταξί είχε κλείσει, που θα τον πήγαινε στον Πειραιά. Όλα έτοιμα.

Το προηγούμενο βράδυ της αναχώρησής του με κάλεσε στο σπίτι να μου δείξει το καινούργιο του ψυγείο – κάτι αντίστοιχο με το «έλα να σου δείξω τη συλλογή μου από γραμματόσημα». Πήγα στις έντεκα. Στις 7μιση το πρωί βγήκαμε μαζί στην εξώπορτα, δώσαμε €5 στον ταξιτζή για τον κόπο του και τον διώξαμε.

Η πρώτη μέρα ήταν αμήχανη. Είχαμε ξεμείνει δύο άνθρωποι στην πόλη, για αυτονόητους λόγους τους οποίους όμως ντρεπόμασταν να ομολογήσουμε ο ένας στον άλλο (πως λες σε κάποιον που ξέρεις ελάχιστα «προτιμώ να μην πάω διακοπές αν δεν είσαι εσύ εκεί»;), και έπρεπε να το παίξουμε cool, σαν να ήταν αυτό μια συνειδητή σοβαρή επιλογή, να μείνουμε καλοκαιριάτικα, χωρίς δουλειά, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς οικογένεια και φίλους στην Αθήνα.

Πήγαμε στην παραλία, σε μια από τις δεκάδες αμμώδεις της Αττικής, που τον Ιούνιο και τον Ιούλιο δεν μπορείς να τις αντιληφθείς ακριβώς, γιατί από την πολυκοσμία θυμίζουν το The Mall, ξαπλώστρα δεν βρίσκεις ούτε αν εξαρτάται η ζωή σου από αυτό, η βαβούρα σου προκαλεί απανωτές κρίσεις πανικού και η θάλασσα ξεβράζει το καπάκι του αντηλιακού που έχασες πρόπερσι. Τον Αύγουστο, όμως, βλέπεις κάτι άλλο.

Η παραλία ήταν πανέμορφη, η ζέστη τόσο πηχτή που σχεδόν την έπιανες, οι αμέτρητες άδειες ξαπλώστρες φώναζαν «Pick me! Pick me!» και οι ελάχιστοι λουόμενοι προασπίζονταν με τη σιωπή τους το ιερό δικαίωμα στη ραστώνη, σαν να τους έχει βάλει ο μεσημεριανός ήλιος όλους στο mute.

Τα νερά ήταν πεντακάθαρα και το service άψογο – αν και περιττό, όπως διαπιστώσαμε τις επόμενες μέρες σε άλλες παραλίες, με άμμο, βότσαλα ή βράχια, στις οποίες όχι μόνο δεν υπήρχε service, αλλά νομίζαμε πως ήμασταν οι τελευταίοι επιζώντες της πόλης.

Αυτή η αίσθηση πως είσαι ο τελευταίος ζωντανός στη γη γίνεται ακόμη πιο έντονη μέσα στο αστικό τοπίο. Γιατί εντάξει, άδεια παραλία έχεις ξαναδεί. Άδεια παραλιακή όμως; Άδεια Συγγρού; Άδειο Κέντρο;

Μέσα σε ένα σκηνικό που θύμιζε πλάνο από το 28 Μέρες Μετά, οδηγούσαμε στους έρημους δρόμους σαν να μας ανήκει η πόλη, ακούγοντας κλισέ καλοκαιρινά hits όπως αυτό:

αλλά και λιγότερο κλισέ, όπως αυτό:

Όλα ήταν κοντά, όλα ήταν εύκολα και το μόνο που χρειαζόσουν ήταν γυαλιά ηλίου το πρωί και ανοιχτά παράθυρα το βράδυ, για να μπαίνει το καλοκαιρινό breeze που δεν μύριζε πια καυσαέριο, αλλά πεύκο και νυχτολούλουδο.

 

Μπορεί να μην φαινόντουσαν, άνθρωποι, όμως, υπήρχαν. Τους συναντούσαμε στα εστιατόρια, τις ταβέρνες και τα μπαρ και ήταν φάτσες διαφορετικές από αυτές που έχεις συνηθίσει να βλέπεις, Αθηναίοι που έμοιαζαν να έχουν λύσει όλα τους τα προβλήματα, σαν να έχουν αποφοιτήσει από πολύχρονη ψυχανάλυση, συμφιλιωμένοι πλήρως με την μοίρα που τους ξέχασε καλοκαιριάτικα στο κλεινόν άστυ.

Πράοι, χαλαροί και χαμογελαστοί, κοιταζόμασταν μαζί τους συνωμοτικά, σαν να μοιραζόμαστε το πολύτιμο κοινό μυστικό την παραδεισένιας άδειας πόλης. Οι σερβιτόροι και οι μπάρμεν δεν ήταν πλέον τα αγχωμένα πλάσματα που προσπαθούν να εξυπηρετήσουν τις ορδές των απαιτητικών. Είχαν διάθεση για κουβέντα και όλοι μας έκαναν την αναπόφευκτη ερώτηση, γιατί δεν έχουμε φύγει για τα νησιά. «Θα φύγουμε», απαντούσαμε, παρότι το ημερολόγιο που έδειχνε πια Δεκαπενταύστο έκανε την απάντησή μας να φαίνεται γελοία.

Η αλήθεια είναι πως όντως σκοπεύαμε να φύγουμε. Τις πρώτες μέρες στην Αθήνα είχαμε γράψει σε μικρά χαρτάκια καλοκαιρινούς προορισμούς, τα είχαμε βάλει μέσα σε ένα καπέλο και είχαμε τραβήξει ένα στην τύχη. Ο παναμάς είχε κληρώσει Παξούς και εκεί σκοπεύαμε να πάμε, κάθε μέρα λέγαμε «αύριο» αλλά το αύριο δεν ερχόταν ποτέ, γιατί το σήμερα ήταν τόσο απολαυστικό που δεν μπορούσαμε παρά να το επαναλάβουμε.

Θέλαμε να ξαναπάμε στις έρημες παραλίες, να ξαναφάμε στις ταβέρνες με τους χαμογελαστούς σερβιτόρους, να ξαναπιούμε στα άδεια μπαράκια του κέντρου ή ακόμη και στο σπίτι, έξω στη βεράντα, πάνω στις πολύχρωμες μαξιλάρες από το Habitat, με αναμμένα τα φαναράκια από το Ikea και με cocktail δικής μας έμπνευσης, (ρούμι-malibu-batida de coco-δυο σταγόνες limoncello- τριμμένος πάγος).

 

«Πρέπει να φύγεις από την πόλη, παιδί μου, να ξεφύγεις λίγο», έλεγε στην άλλη άκρη του τηλεφώνου η ανήσυχη μαμά μου. «Από τι ακριβώς να ξεφύγω;», σκεφτόμουν με γνήσια απορία. «Μόνο οι μπατίρηδες μένουν τον Αύγουστο στην Αθήνα», έλεγαν πικρόχολοι γνωστοί γιατί δεν καταλάβαιναν πως όλο αυτό ήταν irrelevant από το αν διαθέτεις λεφτά ή όχι – ασχέτως που τελικά μένοντας σπίτι σου όντως κάνεις τρομερή οικονομία – όταν ήρθε ο Σεπτέμβρης ήμασταν πλούσιοι, κυριολεκτικά και -κυρίως- μεταφορικά. 

Γύρω στις 25 Αυγούστου άρχισε η μεγάλη επιστροφή. Δεν ήμασταν πια μόνοι μας στους δρόμους, δεν βρίσκαμε τόσο εύκολα ξαπλώστρα, σιγά σιγά σταμάτησε να μυρίζει πεύκο. Άκουγα τις ιστορίες των φίλων που γύριζαν ένας – ένας από τις διακοπές. Ωραίες περιγραφές από ευχάριστες καταστάσεις σε νησιά που είχα ζήσει στο παρελθόν και σίγουρα θα ξαναζούσα στο μέλλον. Εκείνοι με λυπόντουσαν που δεν πήγα πουθενά και εγώ λυπόμουν εκείνους, που δεν ξέρουν τι χάνουν που δεν έχουν ζήσει ποτέ την πόλη τους τον Αύγουστο, και την ίδια στιγμή συνειδητοποιούσα πόσο παράλογο θα ακουγόταν να προσπαθήσω να τους πείσω να δοκιμάσουν κάτι τέτοιο.

Μόνο μια φίλη Αγγλίδα μας κατάλαβε: «Oh, you did staycation», είπε με άψογη βρετανική προφορά και έδωσε όνομα σε αυτό που ζήσαμε, ένας νεολογισμός που προκύπτει από τις λέξεις «stay» και «vacation» και που, σύμφωνα με το Urban Dictionary, ορίζεται ως «A vacation that is spent at one’s home enjoying all that home and one’s home environs have to offer».

Αν η ζωή είναι videogame, η κάθε χρονιά άλλη πίστα και οι διακοπές το κανονάκι που χρειάζεται να έχεις καβάτζα για όταν έρθουν τα σκούρα, πέρασα την πίστα του 2008 χωρίς κανονάκι. Δεν το χρειάστηκα. Έφταιγε ότι ήταν εύκολη η πίστα; Έφταιγε ο καλός μου συμπαίκτης; Έφταιγαν τα ανεβασμένα vitals μου που δεν έπεφταν με τίποτα; Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Το μόνο που ξέρω είναι πως τώρα, που οι πίστες ολοένα και δυσκολεύουν, και τι δεν θα έδινα να επιστρέψω σε εκείνη.

(Φωτογραφίες της άδειας Αθήνας: A Place Called Space)