OPINIONS

Στο βόθρο του ποδοσφαίρου, εμάς θα μας βρεις στον πάτο

Λίγο πριν τη σέντρα του μοναδικού ντέρμπι των αιωνίων για τη φετινή σεζόν, ο Γρηγόρης Μπάτης γράφει ένα κείμενο αυτοκριτικής που θα σε στείλει απευθείας στον (οπαδικό) καθρέφτη σου.

Δεν μας έμειναν πολλά για να σχολιάσουμε σχετικά με το ελληνικό ποδόσφαιρο. Καλά καλά μας έμεινε μονάχα ένα ποδοσφαιρικό ντέρμπι αιωνίων (το ματς του πρώτου γύρου δεν ξεκίνησε ποτέ) και το σημερινό (13/3), περιμένουμε με αγωνία να δούμε αν θα διεξαχθεί ομαλά. Για γέλια ή για κλάματα; Μπορεί και για τα δύο. Το σίγουρο είναι πως αν ο ελληνικός αθλητισμός είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας μας, τότε η μορφή του πλέον δεν είναι απλά τρομακτική, αλλά αποκρουστική. Και μια που πιάσαμε τους καθρέφτες, μου ‘ρθε στο μυαλό μια ιστορία. Προσωπική μεν, διδακτική δε.

Το πρωινό της 13ης Φλεβάρη του 2006, ετοιμαζόμουν να πάρω το δρόμο για να μπω φαντάρος. Θυμάμαι κάθε μου κίνηση. Περισσότερο απ’ όλες όμως, αυτή που θυμάμαι, είναι να σηκώνω το κεφάλι μου, να κοιτάζω τον καθρέφτη και να λέω στον εαυτό μου, πως “εδώ, θα τα ξαναπούμε σ’ ένα χρόνο”. Το ίδιο έκανα και το πρώτο πρωί που ξύπνησα στο στρατόπεδο της Τρίπολης. Το ίδιο και όταν μ’ έπιασε η πρώτη κρίση πανικού. Πήγα να στο νιπτήρα να ρίξω νερό στο σβέρκο μου, κοίταξα το σαστισμένο πρόσωπό μου και κατάλαβα πως δίνω μάχη με το ‘είναι’ μου.

Έπειτα από 25 χρόνια είχα καταλάβει πλέον, πως αυτή η στιγμή μπροστά από τον καθρέφτη είναι μια ιεροτελεστία. Είσαι γυμνός απέναντι σε σένα, στον κόσμο, στη ζωή σου. Θες δεν θες, δεν μπορείς να κρυφτείς κι ούτε μπορείς να ξεφύγεις από την πραγματικότητα. Τη βιώνεις, την περνάς κι αν είσαι δυνατός την αντιμετωπίζεις και την προσπερνάς.

Επιπλέον, μαθαίνεις πως για όσα δεν σ’ αρέσουν στη ζωή σου, κύριος υπεύθυνος είσαι εσύ. Παύεις να μεταθέτεις αλλού τα βάρη και τις ευθύνες των πράξεών σου. Αντιλαμβάνεσαι πως αν το ένα σου βρωμάει και το άλλο σου ξινίζει, το χαλασμένο στην υπόθεση είναι το μέσα σου. Γιατί κακά τα ψέματα, για όσα συμβαίνουν γύρω μας, έχουμε βάλει κι εμείς το χεράκι μας. Και η λέξη κλειδί στην όλη φάση είναι η ‘αυτοκριτική’.

Σ’ αυτό το κείμενο θα τη διαβάσεις ακόμη μια φορά σαν λέξη, αλλά θα την καταλάβεις πολύ περισσότερες. Σαν μια εξομολόγηση, για τα όσα συμβαίνουν όχι μόνο στο ελληνικό ποδόσφαιρο, αλλά στον ελληνικό αθλητισμό και στην κοινωνία μας.

Η πεπατημένη

Μια καλή λύση, θα ήταν ας πούμε να ακολουθήσω την πεπατημένη και να αρχίζω να καταδικάζω τα επεισόδια που έγιναν σε Λεωφόρο, σε Τούμπα, και παλιότερα σε ΟΑΚΑ και ‘Γ. Καραϊσκάκης’. Να γράψω για τα μαντρωμένα σκυλιά κάθε ιδιοκτήτη, που όταν χρειαστεί τα ξαμολούν ελεύθερα και εξυπηρετούν τα συμφέροντα τους. Να γράψω και για τα ‘ρομαντικά’ παιδιά, που τα κάνουν λαμπόγυαλο, για μια ιδέα που είναι ιερή στο θολωμένο τους μυαλό, αλλά στο καταστατικό, πριν το όνομα της εκάστοτε ομάδας υπάρχει η επιγραφή ‘Ανώνυμη Εταιρία’. Να γράψω για τη σαπίλα και τα κέντρα που εξουσιάζουν μπάσκετ και ποδόσφαιρο.

Να γράψω για τις ανίκανες και επικίνδυνες κυβερνήσεις που χρησιμοποιούν εντός Βουλής φράσεις όπως “στα τέσσερα εσείς” και έπειτα τις εφαρμόζουν οι ίδιοι, μπροστά από τα μεγάλα αφεντικά του αθλητισμού και τους χουλιγκάνους τους. Να γράψω και για τις κυβερνήσεις που ήξεραν τις λύσεις, αλλά δεν ήθελαν να τις εφαρμόσουν για να μην στεναχωρήσουν τους ψηφοφόρους τους. Να γράψω για δημοσιογράφους/υπαλλήλους ομάδων και δημοσιοκάφρους, που ‘χουν τη ταμπέλα των εξυγιαντών αλλά το dna τους μυρίζει ξεπούλημα.

Να, να, να, να. ΣΤΟΠ όμως. Αρκετά. Αυτά τα ‘χουμε ξαναδιαβάσει δεκάδες φορές και πλέον μοιάζουν με προσευχές για νεκρανάσταση μπροστά σ’ ένα πτώμα. Ή τέλος πάντων σαν να μιλάς σ ‘ έναν τοίχο και να περιμένεις απάντηση. Γι’ αυτό σου λέω, διώξε τον τοίχο, βάλε μπροστά έναν καθρέφτη και η απάντηση θα έρθει. Όσο σκληρή κι αν είναι. Προτού λοιπόν καταδικάσουμε όλους τους άλλους, πάμε να δικάσουμε τον εαυτό μας.

Λάβαρα εν καιρώ ειρήνης

Αν υποθέσουμε πως όλο αυτό που ζούμε είναι βόθρος, εμείς είμαστε δίχως αμφιβολία τα σκατά. Και γίναμε έτσι περνώντας από διάφορες φάσεις. Από το σχολείο κιόλας, μάθαμε κάποιες φορές να μην ανεχόμαστε το διαφορετικό, να χωριζόμαστε σε ομάδες (#diplis), να μην αντέχουμε την ήττα και να κοιτάμε τη βία με περιέργεια και σίγουρα όχι με αποτροπιασμό. Κατάφερα να ξεφύγω σε πολλά από τα παραπάνω, όμως αυτό ήταν το γενικό πλαίσιο της παιδείας που (δεν) πήραμε.

 

Έπειτα ήρθε το γυμνάσιο, τα πράγματα σοβάρεψαν, η αθωότητα έφευγε σταδιακά και η βία ακολουθούσε αντιστρόφως ανάλογη διαδρομή. Απλωνόταν σαν σύννεφο γύρω σου και είτε προσπαθούσες να την αποφύγεις, είτε γινόσουν μέρος/μέλος της. Αν ερχόσουν από άλλο σχολείο, άλλη γειτονιά, αν άκουγες διαφορετική μουσική απ’ αυτή που επέβαλαν τότε τα στενά πλαίσια ενός εφηβικού μυαλού, ή αν ήσουν διαφορετικός (γενικά και ειδικά), δεν θα πέρναγες καλά.

Ο Χρήστος συνέχιζε κάθε πρωί να έρχεται από το σπίτι για να πηγαίνουμε μαζί σχολείο. Η τρέλα για τις ομάδες μας μεγάλωνε, οι τσακωμοί αυξάνονταν, αλλά δεν διαρκούσαν πάνω από 10 λεπτά. Βλέπαμε τα ντέρμπι μαζί και δεν θέλαμε να υπάρχει μεγάλο παιχνίδι ανάμεσα στις ομάδες μας, που να έλειπε κάποιος από τους δύο. Η καζούρα είχε γίνει εξάρτηση, όσο κι αν μας πόναγε κάποιες φορές..

Το χαστούκι

Στο Λύκειο τα πράγματα αγρίεψαν. Δεν είχε και τόσο πλάκα. Τα ματς τα βλέπαμε σε καφετέριες και δεν έλειπαν οι καυγάδες, οι παρεξηγήσεις και πιο ακραία σκηνικά. Θυμάμαι, ένα μεσημέρι Σαββάτου, πριν από τελικό Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός στο μπάσκετ του ΟΑΚΑ, οπαδοί του Ολυμπιακού τρέχουν προς το μέρος των αντιπάλων που τους είχαν στήσει καρτέρι, την ώρα που έπινα χαλαρός τον καφέ μου στο Ν. Ηράκλειο, παρέα με φίλους. Ένας απ’ αυτούς ακολούθησε το πλήθος. Χωρίς να ξέρει και ο ίδιος το γιατί. Μαζί του πήρε και την αθωότητα. Ήταν από τις στιγμές, που η πραγματικότητα σου ‘ρίχνει ξαφνικά ένα χαστούκι και είτε γυρνάς και το άλλο μάγουλο, είτε απαντάς με τον ίδιο τρόπο.

Κάπου εκεί είναι, που αρχίζει να σε φθείρει το αρρωστημένο. Χρόνο με το χρόνο, η κατάσταση στα γήπεδα γινόταν πιο έκρυθμη κι αυτό περνούσε μ’ ένα μαγικό τρόπο και σ’ εμάς. Γήπεδα, εκτός έδρας παιχνίδια,  αντεγκλήσεις στις εξέδρες (στα επιτρεπτά όρια τουλάχιστον από μέρους μου) με αντίπαλους οπαδούς, μπινελίκια, βόλτες στο σύνδεσμο και πάθος για την ομάδα.

Κι όταν ήρθε η στιγμή να αποφασίσω τι θα κάνω στη ζωή μου, είπα δημοσιογράφος, για να βλέπω από κοντά τον Ολυμπιακό και να γράφω για την αγαπημένη μου ομάδα. Μια απόφαση που πάρθηκε ανώριμα, αλλά το αντιφατικό της υπόθεσης, είναι πως έφερε απότομα μια κάποια ωριμότητα. Έγραφα για άλλες ομάδες, για άλλα αθλήματα, για ήττες του Ολυμπιακού, για τα πρωταθλήματα  του Παναθηναϊκού στο μπάσκετ, για τις νίκες της ΑΕΚ και του ΠΑΟΚ, για τη φανταστική ατμόσφαιρα στο ‘Κλ. Βικελίδης’.

Η ροή των πραγμάτων άλλαξε. Έγινα δημοσιογράφος λόγω του Ολυμπιακού και έπειτα έπαψα να είμαι (τόσο) Ολυμπιακός επειδή έγινα δημοσιογράφος.

Από οπαδός, ρεπόρτερ

Και όταν ήρθε η στιγμή να αναλάβω το ρεπορτάζ της ομάδας, το πράγμα έγινε ακόμη πιο επαγγελματικό, ακόμη πιο περίπλοκο. Σε σημείο που απολάμβανα να γράφω περισσότερο για κάποια άλλη ομάδα, παρά για τον Ολυμπιακό. Γιατί υπήρχε η ευθύνη, υπήρχε ο φόβος μην παρεξηγηθούν από το κοινό όσα έγραψα, μην αδικήσω κάποιον, μην φανώ οπαδός, μην επηρεάσω ή παραπλανήσω τους αναγνώστες. Και η αρρώστια συνεχιζόταν και τη ζούσα από κοντά.

Επεισόδια και επιθέσεις κατά συναδέλφων σε όλα τα γήπεδα, καβγάδες παραγόντων, αντεγκλήσεις δημοσιογράφων κατά τη διάρκεια των ντέρμπι και άλλες κωμικοτραγικές καταστάσεις. Δεν θα ξεχάσω για παράδειγμα, πως το 2010, ο Παναθηναϊκός κερδίζει τον Ολυμπιακό με ανατροπή στο ΟΑΚΑ και κατά την αποχώρηση των παικτών των ερυθρολεύκων, ένας ‘δημοσιογράφος’ σηκώνεται και βρίζει τον Πειραιά. Δεν το ανέχτηκα και προφανώς όχι για τον Ολυμπιακό και τον Πειραιά, αλλά για το ρόλο που έπαιζε εκείνη την ώρα. Του εξηγούσα ότι είναι δημοσιογράφος και δεν το καταλάβαινε. Για να καταλάβει, χρειάστηκε να τον ρωτήσω αν θέλει στον επόμενο γύρο στο ‘Γ. Καραϊσκάκης’ να δει τα ίδια, αλλά από την ερυθρόλευκη όψη. Όχι βέβαια πως δεν τα είδε. Γιατί, αλήθεια τώρα, μην κοροϊδευόμαστε.

 

Κι ήταν/είναι αλήθεια τόσο υποκριτικό, να γράφουμε κάποιοι σαν εμάς για τα επεισόδια. Να ζητάμε την παραδειγματικά τους τιμωρία, την ίδια στιγμή που ‘πλακωνόμαστε’ στα πρωταθλήματα Τύπου στα 8×8, χρησιμοποιούμε χουλιγκανικές εκφράσεις και παραγοντικές δικαιολογίες, ενώ στην πρώτη ευκαιρία μανουριάζουμε.

Είναι επίσης υποκριτικό, να ζητάμε εξυγίανση, όταν βασικό μας μέλημα στην πραγματικότητα είναι να πάρει τα κόζια ο πρόεδρος της δικής μας ομάδας. Είναι ανόητο να μιλάμε για αθλητισμό, όταν έχουμε φτάσει στο σημείο να μην μπορούμε να δούμε ένα ντέρμπι, παρέα μ’ έναν οπαδό της αντίπαλης ομάδας. Εντάξει όχι όλοι, αλλά δυστυχώς τείνει να γίνει πλειοψηφία.

Γι’ αυτό σας λέω, ας το βουλώσουμε όλοι, ας πάψουν οι υποκριτικές τσιρίδες κι ας αναλογιστούμε τις ευθύνες μας (άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο). Ας καταλάβουμε πως όλο αυτό είναι κάτι παραπάνω από ξέσπασμα για ένα λάθος σφύριγμα ή αγανάκτηση για όσα συμβαίνουν στο ποδόσφαιρο. Είναι το ‘είναι’ μας, που μοιάζει με γάγγραινα και μόνη λύση φαντάζει ο ακρωτηριασμός. Ένας ακρωτηριασμός που κάποτε έμοιαζε τόσο μακρινός, μα τώρα δεν σου αφήνει άλλη επιλογή.

Όχι γιορτές, μονάχα πανηγύρια

Την Κυριακή, θα δούμε το πρώτο μεγάλο ποδοσφαιρικό ντέρμπι της χρονιάς (συγχωρήστε με οι φίλοι των υπόλοιπων ομάδων, αλλά το Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός είναι το αληθινό ελληνικό ντέρμπι). Πρώτο, γιατί αυτό του πρώτου γύρου δεν ξεκίνησε ποτέ. Όπως δεν θα ξεκινήσει ποτέ ο επαναληπτικός του Ολυμπιακού με τον ΠΑΟΚ στο ‘Γ. Καραϊσκάκης’. Όπως δεν ξεκίνησε ποτέ ο δεύτερο ημιτελικός και ο τελικός του Κυπέλλου Ελλάδας, που κάποτε τον αποκαλούσαμε γιορτή.

Μα, για γιορτές είμαστε τώρα; Όχι δεν είμαστε για γιορτές. Είμαστε μονάχα για πανηγύρια. Κακόγουστα, πολύχρωμα, βίαια και τσαμπουκαλίδικα πανηγύρια. Οι γιορτές σε όποιο άθλημα μπλέκονται οι μεγάλες ομάδες, έχουν τελειώσει εδώ και χρόνια. Όπως τέλειωσαν και τα χρόνια της αθωότητας στον αθλητισμό. Από τότε που σταμάτησαν να συνυπάρχουν στο γήπεδο φίλαθλοι και των δύο ομάδων, που βγήκαν τα μαχαίρια, που ήρθαν οι βομβιστικές επιθέσεις και τα μαφιόζικα χτυπήματα, τα οποία μεταξύ μας, δεν θυμίζουν τίποτα το οπαδικό.

Και αντί να αναμένουμε με αγωνία τις ενδεκάδες που θα παρατάξουν οι δύο προπονητές, περιμένουμε να δούμε αν κάποιος δεν συγκρατηθεί κι αν ολοκληρωθεί κανονικά ο αγώνας ή αν ξεκινήσουν τελικά τα πανηγύρια. Με τους ίδιους πρωταγωνιστές και άλλα χρώματα. Γιατί στην Ελλάδα του 2016, ούτε η μπάλα ως διασκέδαση δεν μας αξίζει. Τα επόμενα χρόνια μπορεί να βλέπουμε ντέρμπι χωρίς καθόλου κόσμου. Έτσι κι αλλιώς βόθρος είναι θα μας πνίξει.

Λύση δεν βλέπω στον ορίζοντα, οπότε η μόνη ευχή (γιατί οι προσευχές δεν πιάνουν) που μπορώ να δώσω για το ντέρμπι της Κυριακής είναι το πιο απλό που μου ‘ρχεται στο μυαλό: 90 γαμημένα λεπτά είναι, ας τα δούμε, ας τα χαρούμε κι ας περιμένουμε του χρόνου τα επόμενα. Σαλούδ αδέρφια!

ΥΓ: Δεν έχει πλέον και τόση πλάκα .