ΒΙΒΛΙΟ

Πώς είναι να μεγαλώνεις με την ασπρόμαυρη τηλεόραση

Ο Γιάννης Φιλέρης παίρνει ένα τάιμ-άουτ από την αθλητική επικαιρότητα και εξηγεί στο Oneman πώς είναι να βλέπεις για χρόνια τηλεόραση χωρίς να φαντάζεσαι ότι κάποτε θα γίνει έγχρωμη.

Μια μέρα ο Κωνσταντίνος Αμπατζής είχε την ωραία ιδέα να γράψει ‘Πώς είναι να μεγαλώνεις μόνο με σταθερό τηλέφωνο’. Ωραίο ήταν. Πάνω που το διάβαζα, είπα στον κύριο Ηλία Αναστασιάδη: “Να γράψω κι εγώ για το πώς είναι να μεγαλώνεις με ασπρόμαυρη τηλεόραση”. Πριν ο κύριος Ηλίας απαντήσει θετικά, ο κύριος Χατζηιωάννου μου έδωσε ένα επιπλέον κίνητρο: “Γράψε, για να … πάθει κολούμπρα ο Κρεκούκιας”. Όπως καταλαβαίνετε κάθε πρωί στο γραφείο του Oneman γίνεται της καυλάντας, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα μας.

Ούτε αν ο Κρεκούκιας πάθει κολούμπρα, ή βγάλει σπυράκια από το κακό του. Καλά να πάθει ο αρκούδος, αν και το χεράκι του το έβαλε για τα καλά, ώστε να γραφτεί το σχετικό κείμενο (η αλήθεια με σχετική καθυστέρηση) αφού μια μέρα που είχε την τιμή να τον επισκεφθώ, μπαίνοντας στο σαλόνι του είδα το νέο παλαιολιθικό απόκτημά του. Μια τεράστια ασπρόμαυρη τηλεόραση, μοστραρισμένη στο σαλόνι του, σαν έτοιμη από καιρό να με … παρασύρει, πίσω σε ένα ταξίδι με γκρίζο φόντο, μέσα στο χρόνο.

 

Μιλάμε, βεβαίως-βεβαίως, για το σωτήριο έτος 1970. Οι τηλεοράσεις ήταν είδος σπάνιο μην πω πολυτελείας, αλλά με την πρώτη που εισέβαλε το κουτί στο σπίτι, έγινε το αντικείμενο του πόθου.

Μια ασπρόμαυρη Telefunken. Με τις λυχνίες από πίσω, να φέγγουν στο σκοτάδι, τα κουμπάκια της να ανοίξει και να κλείσει, αλλά και να αυξομειωθεί ο ήχος, όπως και το γυριστρίδι που έβρισκες τα κανάλια. Ποια κανάλια δηλαδή. Την ΥΕΝΕΔ και την ΕΙΡΤ, όπως λεγόταν τα δυο εθνικά δίκτυα ραδιοφωνίας και τηλεόρασης. Με …έμβλημα το πουλί της χούντας, ειδικά από την ΥΕΝΕΔ τον σταθμό των ενόπλων δυνάμεων. Περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός, μεγάλαι στιγμαί εθνικής παλιγγενεσίας, εν τη εννοία που έλεγε και ο δικτάτορας.

Το τρελό βλέμμα του Παπαδόπουλου, στην ασπρόμαυρη οθόνη είχε κάτι το αποκρουστικό, όπως και οι θλιβερές ομιλίες του με τα ακαταλαβίστικα ελληνικά του μεταξύ καθαρεύουσας και … ανύπαρκτων αρχαϊκών τύπων.

Αποστολή πρώτη: Να ανοίξεις την τηλεόραση και να βρεις κανάλι. Εύκολο. Το έκανες με τη μία. Πριν, δηλαδή, καθίσεις στον καναπέ, ή στο κρεβάτι, διότι αν ενθυμούμαι καλώς τη μαγική Telefunken οι γονείς μου την είχαν τοποθετήσει στην κρεβατοκάμαρά τους.

Αποστολή δεύτερη: Πιο δύσκολη, ειδικά αν βαριόσουν ή ήθελες να δεις το πρόγραμμα του καναλιού που είχες επιλέξει, ωστόσο οι… άλλοι, ήθελαν το άλλο. Έπρεπε να σηκωθείς να το αλλάξεις. Τηλεκοντρόλ; Τι εννοείτε; Σιγά μην είχαμε και… οθόνη αφής. Μιλάμε για το 1970, παρακαλώ.

Αποστολή τρίτη: Η καλύτερη. Όταν στράβωνε η εικόνα, άγνωστο γιατί, από κάποια υπερθέρμανση της λυχνίας, από την πολλή χρήση, από το ότι και η Telefunken θέλει τις… καρπαζιές της, σηκωνότανε κάποιος για να τη φτιάξει’. Οι σφαλιάρες ήταν ή ‘φιλικές’ στα πλάγια τοιχώματα, για να ισιώσει η εικόνα, ή δυνατές από πάνω ώστε να επανέλθει το κανονικό πλαίσιο. Μιλάμε για κανονικό φατούρο, όχι αστεία. Στο τέλος, ήθελε, δεν ήθελε η Telefunken έφτιαχνε και βλέπαμε μια χαρά…

Starring Vic Morrow!

Τι βλέπαμε, όμως;

Λόγω της δουλειάς των γονιών, η TV άνοιγε συνήθως το βραδάκι. Το Πέιτον Πλέις, το θυμάμαι ελάχιστα, μάλλον δεν πρέπει να το πολυβλέπαμε σαν οικογένεια. Δεν μας άρεσαν οι σαπουνόπερες.

Η πρώτη σειρά, που με είχε αφήσει άφωνο, ήταν η Μάχη. “Combat!” που φώναζε στομφωδώς ο εκφωνητής στο επικό opening theme: Starring Vic Morrow έλεγε για τον λοχία Τσιπ Σόντερς, που μαζί με τον λοχαγό Τζιλ Χένλι (Ρικ Τζέισον) και βέβαια τον στρατιώτη Κίρμπι (Τζακ Χόγκαν) έδιναν ρεσιτάλ σε κάθε επεισόδιο, κόντρα στους Γερμανούς. Συνήθως τους έπιαναν στον ύπνο, ή τους πετύχαιναν από τριακόσια μέτρα με μια ριπή που σκότωνε μια διμοιρία και βάλε.

 

Υποτίθεται ότι παρακολουθούσαμε τις περιπέτειες ενός αμερικάνικου αποσπάσματος, μετά την απόβαση της Νορμανδίας, στην κατεχόμενη Γαλλία. Οι περισσότεροι από τους ηθοποιούς είχαν υπηρετήσει στον B’ παγκόσμιο πόλεμο, αλλά αυτά τα μάθαμε μετά. Όπως ότι ο μακαρίτης, πλέον, Βικ Μόροου σκηνοθέτησε το διπλό επεισόδιο ‘Oι λόφοι είναι για τους ήρωες’ με ειδικές γωνίες λήψης που είχαν αποσπάσει αποθεωτικά σχόλια στις ΗΠΑ.

 

Η ‘Μάχη’ και οι περιπέτειες ενός Αυστραλού στην έρημο της Αφρικής, αν δεν κάνω λάθος (ξέχασα τον τίτλο της σειράς, με συγχωρείτε) ήταν αυτά που με έμαθαν να βλέπω τηλεόραση και να… διαβάζω. Στην αρχή, είχα ‘ξελαιμιάσει’ τους δικούς μου. Πρώτα τη μαμά, μετά τον πατέρα, και σε έκτακτη ανάγκη τον αδερφό που κορόιδευε, αλλά… μου μετέφερε τι έγραφαν τα γράμματα στους υπότιτλους: “Τι λέει, τι λέει”, ήταν για αρκετό καιρό το μόνιμο ‘μότο’ μου και πιστεύω ο … τρομερός πονοκέφαλος των δικών μου.

Ε εκεί στο τέλος της πρώτης τάξης, είχα καταφέρει να κουτσοδιαβάζω, έκανα και τον περήφανο ότι “και καλά δεν σας έχω πλέον ανάγκη”, έχανα κάποια στην αρχή, μετά τα προλάβαινα. Όλα καλά. Αργότερα στα 15 πάλι από τους υπότιτλους, συνειδητοποιούσα ότι σύντομα θα φορούσα γυαλιά μυωπίας, γιατί ενώ ήξερα πλέον… ανάγνωση και γραφή, για να διαβάσω τα γράμματα, έπρεπε να κλείσω λίγο τα μάτια.

Το Star Trek ήταν επίσης μια από τις πρώτες σειρές. Όλοι μας, με τον… Δόκτορα Σποκ, που δε γελούσε, δεν έκανε αστεία, αλλά ένα πιάσιμο στον ώμο έφτανε για να ρίξει τον κακό ανάσκελα. Οπωσδήποτε Χαβάη 5-0, με τον Στιβ Μαγκάρετ να κυνηγάει τους εγκληματίες και τον ‘γελοίο’ βοηθό του Ντάνο, να ανακοινώνει ανά δυο σκηνές: “We lost them Steve”.

Δεν ξεχνάμε να λατρεύουμε:

Επικίνδυνες Αποστολές (Mission Imposibble) με το σπουδαίο μουσικό θέμα στην εισαγωγή του και τον άγνωστο αρχηγό να προειδοποιεί “Αν για οποιονδήποτε λόγο συλληφθείτε ο υπουργός θα δηλώσει άγνοια. Αυτό το μήνυμα θα αυτοκαταστραφεί σε δέκα δευτερόλεπτα”. Το πικάπ, ή το μαγνητόφωνο που άκουγε ο Ίθαν Χαντ (ή μήπως μίστερ Φελπς;) τις οδηγίες, έπαιρνε φωτιά και έβγαζε …καπνούς.

Οι αντίζηλοι (The persuaders): Ρεσιτάλ από ατάκες, ανάμεσα σε Τόνι Κέρτις και Ρότζερ Μουρ. Danny Wilde και Brett Sinclair. Γρήγορα αυτοκίνητα, γκόμενες και λύσεις μυστηρίου. Ένας Άγγλος και ένας Αμερικανός. Ίσως η καλύτερη σειρά εκείνης της εποχής. Φανταστικό opening theme, από τον μαέστρο του είδους John Barry.

 

“Συνταγματάρχα Βαρτάνη…”

Η (ασπρόμαυρη) τηλεόραση δεν είχε λάμψη, δεν ήταν ‘σαγηνευτική’ τη δουλειά της, ωστόσο, την έκανε. Τα χρώματα τα φανταζόσουν, δεν σε πολυαπασχολούσε, εδώ που τα λέμε. Για πολλούς, άλλωστε, η χουντική πραγματικότητα ήταν ασπρόμαυρη. Μην πούμε… κατάμαυρη.

 

Η Ελλάδα πάντως συγκλονιζόταν από τις περιπέτειες του συνταγματάρχη Βαρτάνη! Ναι, ναι. Του ήρωα της ελληνικής αντικατασκοπείας (γκαν-γκαν) στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, με δυο επεισόδια εβδομαδιαίως, που έγραφε ο Νίκος Φώσκολος και σκηνοθετούσε ο Κώστας Κουτσομύτης. Ο συνταγματάρχης Βαρτάνης (δε νομίζω να είχε μικρό όνομα, και να είχε εμείς συνταγματάρχη Βαρτάνη τον μάθαμε και έτσι θα τον λέμε στον αιώνα τον άπαντα), δηλαδή ο Άγγελος Αντωνόπουλος ήταν ο πρώτος πρωταγωνιστής της τηλεόρασης, που έκλεισε την Ελλάδα στο σπίτι της. Τα δυο επεισόδια που παίζονταν την εβδομάδα, ήταν κάτι σαν μια διπλή δόση ‘House of Cards’. Εντάξει λέμε και καμιά σαχλαμάρα, να περνάει η ώρα.

Ο Φώσκολος, πάντως, τη δουλειά του την έκανε. Και το 76% τηλεθέασης που έχει το επεισόδιο όπου για λόγους εθνικής ασφαλείας ο συνταγματάρχης Βαρτάνης καθαίρεται (ώστε να πιστέψουν οι εχθροί ότι πάει εκτελέστηκε) παραμένει ρεκόρ όλων των εποχών. Ακόμη και στους δρόμους, έξω από τα καταστήματα ηλεκτρονικών ειδών, μαζευόταν ο κόσμος για να δει τον Βαρτάνη, τον Έκτορα Ψάχο (ο θρυλικός ψαρομάλλης Κώστας Καραγιώργης) και τους υπόλοιπους ένστολους ήρωες. Όταν θέλω να εκφράσω την έκπληξή μου, ακόμη και τώρα … αναφωνώ: “Συνταγματάρχα Βαρτάνη”!

Τέτοιος ντόρος με τον ‘Άγνωστο Πόλεμο’ δεν έγινε, σχεδόν, ποτέ. Υπήρξαν κι άλλα σίριαλ στη συνέχεια (ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο, Γιούγκερμαν, Βασίλισσα Αμαλία, φυσικά οι Πανθέοι, ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, ο Συμβολαιογράφος) κανένα όμως δεν είχε … Βαρτάνη.

Ο Σουγκαρ Ρέι Ρόμπινσον με το λευκό σορτσάκι

Τρία-τέσσερα χρόνια, αργότερα (στη μεταπολίτευση, πλέον) αρχίσαμε να βλέπουμε ‘αθλητικά’. Αυτό που έγραψε κάποιος “ακούω το σήμα της Αθλητικής Κυριακής και για λίγο νομίζω ότι δεν έχω διαβάσει για αύριο”, είναι απόλυτα σωστό. Ο Χρήστος Λεοντής έγραψε την περίφημη μουσική πρώτα για μια διαφήμιση τσιγάρων. Το συγκεκριμένο μουσικό θέμα είναι το παλαιότερο που υπάρχει, πλέον, στην ελληνική τηλεόραση και προηγούταν πάντα της εισαγωγής του Γιάννη Διακογιάννη: “Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι, καλησπέρα σας…”

Αλλά η εκπομπή φετίχ ήταν άλλη. ‘Αθλητικό Απόγευμα’ κάθε Σάββατο μεσημέρι, στις 3μ.μ. Με Κώστα Σισμάνη, τον Βασίλη Κοντοβαζαινίτη και το Μανώλη Βασιλαρά. Επικές στιγμές. Ο αείμνηστος Σισμάνης, ήταν  καπνιστής και ένα Σάββατο, που η εκπομπή άρχισε απροειδοποίητα και ο στιβαρός παρουσιαστής συνελήφθη να διώχνει τον καπνό από το πούρο που μόλις είχε σβήσει.

 

Σε αυτή την εκπομπή ενσωματώθηκε και ο αγώνας του αγγλικού πρωταθλήματος, που από κάποιο Σάββατο και μετά, βλέπαμε κάθε εβδομάδα. Στην περιγραφή, ο μυθικός Βασίλης Γεωργίου, τον οποίο είχαμε ‘γνωρίσει’ από τα φιλμάκια του ΝΒΑ στα οποία πρωταγωνιστούσε ο … Λιου Άλτσιντορ. Ο Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ, δηλαδή, όταν ακόμη αγωνιζόταν στους Μιλγουόκι Μπακς (πρωταθλητής το 1971).

Αργότερα τα αγγλικά ματς τα πήρε η ΕΙΡΤ και βλέπαμε μπάλα ακούγοντας Διακογιάννη. Εκεί λατρέψαμε τον Ρέι Κλέμενς και τη Λίβερπουλ, που άρχισε να ξεχωρίζει μέχρι να γίνει η κορυφαία ομάδα του νησιού. Στο πρόγραμμα της ραδιοτηλεόρασης των πρώτων χρόνων της ελληνικής TV θα δείτε ότι τις μεταδόσεις των αγγλικών αγώνων, πρόσφεραν τα ξυραφάκια Άστορ, που έτσι ανέβασαν και κατακόρυφα τις πωλήσεις τους.

Από τότε το ποδόσφαιρο συνδυάστηκε με την Αγγλία. Ό,τι κι αν έβαζαν στη συνέχεια τα κανάλια (καμπιονάτο, μπουντεσλίγκα, ακόμη και βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, με τον Γιάννη Αργυρίου να μονολογεί και τώρα γκολ, πολλά γκολ) το δικό μας το μυαλό, αυτόματα ταξίδευε στο Άνφιλντ Ρόουντ, το Χάιμπουρι, το Γουάιτ Χαρτ Λέιν, το Ολντ Τράφορντ και φυσικά το (παλιό) Γουέμπλεϊ, με τον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας να αποτελεί την ετήσια ποδοσφαιρική ιεροτελεστία.

Κάθε παιχνίδι του αγγλικού πρωταθλήματος (με την περίφημη μουσική εισαγωγή να ακούγεται ακόμη στα αυτιά μου) ήταν ένα απολαυστικό απόγευμα μπροστά από την τηλεόραση. Μετά προσπαθούσαμε να μιμηθούμε τους ‘ήρωες μας’ στα πλακάκια της Πλατείας Μεσολογγίου, στο Παγκράτι.

Και τώρα θα παρακολουθήσετε σε ζωντανή μετάδοση

Άλλο ‘must’ των αθλητικών μεταδόσεων της εποχής, η ξαφνική ανακοίνωση ότι το ντέρμπι της Κυριακής “θα μεταδοθεί ζωντανά από την ΕΙΡΤ”! Χαράς ευαγγέλια. Το να δούμε ένα αγώνα ελληνικού πρωταθλήματος, αποτελούσε δώρο Πάσχα και Χριστουγέννων μαζί. Σας φαίνεται υπερβολή, στην εποχή που όλοι οι αγώνες της Superleague μεταδίδονται από την (συνδρομητική) τηλεόραση. Κι όμως.

Σαράντα χρόνια το να δούμε ζωντανά τον Υβ Τριαντάφυλλο, τον Δεληκάρη και τον Λοσάντα, εναντίον του Μίμη Δομάζου, του Άνθιμου Καψή και του Αντώνη Αντωνιάδη, έμοιαζε με ξαφνική ευτυχία. Η παράδοση των αιφνιδιαστικών μεταδόσεων συνεχίστηκε για χρόνια, αν και τελικά το καταλάβαμε το κόλπο. Μόλις οι ομάδες εξασφάλιζαν ότι στο παιχνίδι θα γινόταν σολντ-άουτ, έδιναν και την έγκριση για τη ζωντανή μετάδοση. Αλλιώς θα έπρεπε, πριν από κάθε ντέρμπι, τα… συνεργεία της τηλεόρασης, θα έτρεχαν με τις κάμερες στον ώμο για να μεταδώσουν τα ματς. Για μας τους πιτσιρικάδες ακόμη κι αυτός ήταν ένας ωραίος αστικός μύθος.

Έγραψα Αντώνης Αντωνιάδης και θυμήθηκα τον Παναθηναϊκό στο δρόμο για το Γουέμπλεϊ. Οι αγώνες μεταδίδονταν από την ΕΡΤ (“ο Καμάρας, πώς πέρασε την μπάλα ο Καμάρας…” φώναζε ο Γ.Διακογιάννης στο ματς με τον Ερ. Αστέρα στη Λεωφόρο) και αυτός που μου’ χε κάνει εντύπωση ήταν εναντίον της Έβερτον. Όταν τελείωσε η κάμερα, έδειχνε τον αγωνιστικό χώρο. Η περιοχή του Παναθηναϊκού γεμάτη πατημασιές (το ματς γινόταν υπό βροχή) με τον Τάκη Οικονομόπουλο να έχει κάνει μια τεράστια εμφάνιση. Το άλλο μισό του γηπέδου, σχεδόν ανέγγιχτο. Ο συνδυασμός Αντωνιάδη-Δομάζου, όμως, στο 81′ έφτανε για να μπει το γκολ, που λίγο πριν τη λήξη ισοφάρισαν οι Άγγλοι.

 

ΥΓ. 1: Μεγάλο σουξέ της ασπρόμαυρης τηλεόρασης το φεστιβάλ ελληνικού τραγουδιού. Από το Αλεξάνδρειο έκαναν παρέλαση τα μεγαλύτερα ονόματα: Κλειώ Δενάρδου, Τέρρης Χρυσός, Γιάννης Πολυχρονιάδης, Τώνυς  Βαβάτσικος, Δώρος Γεωργιάδης και λοιποί κλασικοί βάρδοι. Σε ρόλο παρουσιαστή ο αείμνηστος Άλκης Στέας, με το περίφημο “ευτυχείτε” και σχεδόν μόνιμη επωδό: “Ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας Τζικ Ναγκασιάν”.

Με τον Θανάση Κρεκούκια δεν έχουμε ακόμη αποφασίσει ποιο είναι μεγαλύτερο αριστούργημα. Το “αν ξανακατεβείς Χριστέ στη γη μας”, ή το ακόμη καλύτερο “Ποιος να ξέρει στο βλέμμα Του τι κρύβει ο Θεός για μας”.

Νομίζω το δεύτερο.

Διαβάστε στίχους:

Πίσω απ’ το ποτάμι που τρέχει είναι μια πηγή

Πίσω απ’ το γλυκό το φιλί μας είναι μια ζωή

Πίσω απ’ τη γλυκιά προσευχή μας είναι η μοναξιά

Πίσω από το τάμα στον άγιο η παρηγοριά

Σύντροφέ μου σε άκουσα πάλι τον άνεμο να ρωτάς

Ποιος να ξέρει στο βλέμμα Του πίσω τι κρύβει ο Θεός για μας

Αν μπορείς την απάντηση δώσε πώς βρέθηκες και πού πας

Ποιος να ξέρει στο βλέμμα Του πίσω τι κρύβει ο Θεός για μας

Ο Θανάσης επιμένει πάντως σε άλλο τραγούδι: “Αν ήμουν πλούσιος, βασιλιάς ταξιδευτής, όσα και συ και συ θα ονειρευτείς, όταν θα σβήσουνε τα φώτα της γιορτής…”

ΥΓ. 2: Κορυφαία στιγμή της ασπρόμαυρης τηλεόρασης, όταν κάτι δεν πήγαινε καλά, που έπεφτε …χιόνι και μετά έβγαινε η σχετική ένδειξη: “Μας συγχωρείτε διακοπή”.

ΥΓ. 3: Η εισαγωγή της έγχρωμης τηλεόρασης (το 1979) με τις πρώτες συσκευές βίντεο να κυκλοφορούν στην Αθήνα, έφερε το τέλος μιας εποχής. Το πρώτο ελληνικό σίριαλ ήταν η Αστροφεγγιά (το 1980). Αλλά αυτά θα τα πούμε άλλη φορά.