ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Έλληνας που κέρδισε Όσκαρ ανατρέποντας τους κανόνες

Ο ελληνικής καταγωγής διευθυντής φωτογραφίας Michael Παλαιοδήμος δε φοβάται τα νέα ξεκινήματα. Το τελευταίο και πιο τολμηρό του άλλωστε, ήταν ο λόγος που του χάρισε το πιο σημαντικό βραβείο της ζωής του.

Ανάμεσα στους μεγάλους νικητές της βραδιάς των φετινών βραβείων Όσκαρ στο Dolby Theatre του Λος Άντζελες,  ήταν και ο Έλληνας Michael Παλαιοδήμος. Ο Ελληνοαυστραλός σκηνοθέτης, φωτογράφος και διευθυντής φωτογραφίας Michael Paleodimos, κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Μικρού Μήκους για την ταινία «Stutterer».

Για να φτάσει μέχρι τη στιγμή της απόλυτης ικανοποίησης, ο 33χρονος φωτογράφος έπρεπε να αλλάξει πολλές φορές την πορεία της ζωής του και να ξεπεράσει αμέτρητες δυσκολίες. Δυσκολίες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ακόμα και κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του «Stutterer», της ταινίας μικρού μήκους που του χάρισε το χρυσό αγαλματίδιο.

Μεγάλωσε στην Αθήνα, όμως λίγο πριν την ενηλικίωσή του αποφάσισε να αφήσει φίλους και οικογένεια για να κάνει σπουδές στο Λονδίνο. Ο Michael ακολούθησε σπουδές κλινικής βιοχημείας, παρ’ ότι το πραγματικό μικρόβιο, που είχε κολλήσει από τον πατέρα του, δεν ήταν άλλο από τη φωτογραφία.

Η σχέση του με τη φωτογραφία ξεκίνησε σε πολύ μικρή ηλικία, από μία φωτογραφική μηχανή που του είχε κάνει δώρο ο πατέρας του, ο οποίος αγαπούσε κι εκείνος το συγκεκριμένο χώρο. Ο πιο σημαντικός όμως λόγος που τον έφερε πιο κοντά στη φωτογραφία αλλά και στη χρήση του σκοτεινού θαλάμου ήταν το εργαστήρι φωτογραφίας που είχε οργανώσει μια καθηγήτρια στο σχολείο ως απογευματινή δραστηριότητα.  Σιγά σιγά άρχισε να μπαίνει πιο βαθιά στον φωτογραφικό κόσμο και να αναπτύσσει το πάθος του.

 

«Μεγαλώνοντας στην Ελλάδα, οτιδήποτε καλλιτεχνικό δεν το δέχεσαι σαν επάγγελμα» θα δηλώσει ο ίδιος, δικαιολογώντας την απόφαση να διατηρήσει την αγάπη του για τη φωτογραφία ως ένα απλό χόμπι. Στο Λονδίνο παρέμεινε για χρόνια, δουλεύοντας στον τομέα της βιοχημείας, μέχρι που αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. «Έμεινα κάποια χρόνια στην Ελλάδα και μου δόθηκε η ευκαιρία να περάσω από τη βιοχημεία στη φωτογραφία». Όπως παραδέχεται «έγινε βήμα-βήμα η αλλαγή, όχι ξαφνικά, είδα όμως ότι είναι εφικτό να το κάνω αυτό ως επάγγελμα».

Μεγάλο ρόλο στην πορεία του έπαιξε και η οικονομική κρίση, η οποία «χτύπησε» τις φαρμακευτικές εταιρείες. Η δυσκολία του Michael να βρει δουλειά πάνω στο αντικείμενο των σπουδών του, ήταν ένας από τους λόγους που τον ώθησαν και πάλι στη φωτογραφία. Οι πρώτες δουλειές σε ελληνικά περιοδικά, ήταν πια γεγονός. 

Πεπρωμένο; Όχι, ο Michael άλλωστε, δεν πιστεύει σε αυτό. Απλά αποτέλεσμα της πίστης, του πάθους και της σκληρής του δουλειάς. Ο Michael καθιερώθηκε στο χώρο και όλα έμοιαζαν ιδανικά. Είχε πιστέψει στη χώρα που μεγάλωσε και έκανε αυτό που αγαπούσε περισσότερο:  τη φωτογραφία.

Λίγο αργότερα όμως, αναγκάστηκε να τα παρατήσει και πάλι όλα και να ακολουθήσει την ίδια διαδρομή, από την Αθήνα, στο Λονδίνο. Αυτή τη φορά, όχι για το χατίρι της βιοχημείας, αλλά για χάρη ενός έρωτα, μιας και δεν ήθελε να συμβιβαστεί σε μια σχέση εξ’αποστάσεως.

Η επιμονή του Michael δεν τον άφησε να απογοητευτεί με τη νέα του πραγματικότητα και σύντομα βρέθηκε να εργάζεται και πάλι ως φωτογράφος σε video clip και editorial μόδας στην Αγγλία. Συνεργασίες με  ονόματα όπως οι Coldplay κι η Jessie J. για τα video clip τους, αλλά και με τις Emma Watson και Kylie Minogue για editorial μόδας, ήταν η νέα του πραγματικότητα.  Η σκηνοθεσία φωτογραφίας τού χτύπησε την πόρτα και αποφάσισε να συνεχίσει ως διευθυντής φωτογραφίας, δημιουργώντας το δικό του γραφείο παραγωγής, στο οποίο βρήκαν στέγη πολλοί καλλιτέχνες, μοντέρ, σκηνοθέτες και φωτογράφοι.

 

Εκεί γνώρισε και τον Benjamin Cleary, τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο του «Stutterer». Αποφάσισαν να συνεργαστούν, απορρίπτοντας άλλα σενάρια του Ben, επειδή απαιτούσαν περισσότερα λεφτά για να γυριστούν. Το “Stutterer” κόστισε μόλις 5.000 λίρες και γυρίστηκε σε 3,5 ημέρες!

Σε μια ταινία με τόσο χαμηλό μπάτζετ, ο Michael και ο Ben αναγκάστηκαν να κάνουν όλες τις εργασίες μόνοι τους. Δουλειές που ξεπερνούσαν την κατάρτιση και την ειδικότητά τους. «Κάναμε πολλά πράγματα μόνοι μας, όπως το post production της ταινίας, και ό,τι είχε να κάνει με τεχνικά θέματα. Το κρατήσαμε μεταξύ μας από ανάγκη. Έπρεπε να ασχοληθούμε πάρα πολλές ώρες και παράλληλα να δουλεύουμε γιατί δεν είχαμε άλλο εισόδημα», θα δηλώσει ο Michael.

Παρ’ ότι όλες οι συνυποψήφιες ταινίες κόστιζαν πάνω από 40.000 λίρες, το «Stutterer» κατάφερε να ανατρέψει όλα τα προγνωστικά, κερδίζοντας την αγάπη της Ακαδημίας και του κόσμου.

«Κάναμε μια ταινία με δικούς μας όρους, χωρίς κάποια σχολή από πίσω μας, κάποιον οργανισμό να μας δίνει λεφτά, που πολλές φορές θέτει κάποιους περιορισμούς. Δεν σκεφτήκαμε καθόλου πώς θα φανεί, ούτε τηρήσαμε κάποιους κανόνες, κάναμε αυτό που θέλαμε και σίγουρα δεν περιμέναμε ότι θα είχε τόσο μεγάλη ανταπόκριση»

 

Ο ίδιος πάντως, έχει συνηθίσει να ανατρέπει στη ζωή του τα προγνωστικά, κυνηγώντας πάντα με επιμονή το πάθος του κόντρα σε όλα τα εμπόδια, τους κανόνες και τις δυσκολίες ακόμα κι αν αυτό απαιτεί να τα παρατάει όλα για να ξαναρχίσει απ’ την αρχή.

Τα καλύτερα είναι πλέον μπροστά του, όμως κανείς δεν ξέρει πού θα τον βρει το μέλλον. Το σίγουρο είναι πως όπου κι αν είναι αυτό, ο Michael έχει μάθει να παλεύει για ό,τι αγαπάει. Και αυτό είναι ο πιο βασικός λόγος που τελικά κερδίζει.