ORIGINALS

Κι όμως, κάποτε, είχα τσουλούφια raver

Όλα όσα, εμείς εδώ στο ONEMAN, ντρεπόμαστε που κάποτε κάναμε, αλλά ευθαρσώς παραδεχόμαστε. Γιατί η αυτοκριτική μας κάνει καλύτερους. Άσε που, η δημόσια ψυχοθεραπεία, δεν κοστίζει μια.

Το ΟΝΕΜΑΝ εγκαινιάζει μια καινούργια στήλη, τη στήλη της ντροπής. Εδώ, οι τολμηροί δημοσιογράφοι του θα αφηγούνται στιγμές και συνήθειες του παρελθόντος (καλά, όχι απαραίτητα του παρελθόντος) που δεν τους έκαναν και ιδιαίτερα περήφανους. Αλλά έτσι είμαστε εδώ, τσαλακωνόμαστε. Πρώτος ξεκινά αυτόν τον μαραθώνιο ντροπής ο Πάνος Κοκκίνης. Και τα τσουλούφια του.

~~~

Ένα δάκρυ κύλισε από το δεξί μου μάτι καθώς βγήκα από το κομμωτήριο της Αθηνάς -ένα στενό πίσω από την Θησέως στην Καλλιθέα- στο οποίο πήγαινα από παιδί, εκείνη τη μοιραία Δευτέρα. Και μετά ήρθαν να του κάνουν ‘παρέα’ οι υπόλοιποι φίλοι του.

Ναι, ρε, οι άντρες δεν κλαίνε. Ειδικά μπροστά σε κόσμο. Ειδικότερα μπροστά στη μέλλουσα γυναίκα και μητέρα του παιδιού τους. Ιδιαίτερα όταν ο λόγος είναι κυριολεκτικά ‘τρίχες’. Συγκεκριμένα το αγαπημένο μου τσουλούφι, που είχα από τότε που ήμουν 15 ετών και είδα τον πρώτο μου raver. Ένα δηλαδή συμμαθητή μου στο γυμνάσιο, το όνομα του οποίου δεν μπορώ καν να θυμηθώ πλέον, που ήταν μόνιμος θαμώνας στο Άλσος από την πρώτη νύχτα που άνοιξε (εκείνος, εγώ, όταν μου λες άλσος, σκέφτομαι αυτό της Νέας Σμύρνης).

Για να είμαι εντελώς ειλικρινής μαζί σου, αισθανόμουν ακριβώς σαν τον Φαίδωνα Γεωργίτση όταν η άκαρδη του έκοψε το μουστάκι.

 

Έβλεπα και εγώ κύκλους, όπως ο θρυλικός raver Τάκης. Αν και όχι με την ίδια ‘καλή’ έννοια.

 

Βλέπεις την πρωτοβουλία να ‘κουρευτώ επιτέλους σαν άνθρωπος’ την πήρε η τότε κοπέλα μου και νυν γυναίκα μου. Εννοείται πως ήμουν πολύ ερωτευμένος για να της πω όχι. Όπως εννοείται πως είχε δίκαιο. Τα τσουλούφια μου, που τα θεωρούσα πολύ κουλ, με έκαναν να μοιάζω επιεικώς ηλίθιος.

Ωστόσο, ήταν τέτοια η θλίψη στο πρόσωπό μου όταν βγήκα από το κουρείο που, προς τιμήν της, την πήραν και εκείνη τα κλάματα. Κλαίγαμε και οι δυο στη μέση της Θησέως. Εκείνη για αυτό που με έβαλε να κάνω. Και εγώ που αισθανόμουν πολύ, μα πολύ συνηθισμένος. Και καθόλου, μα καθόλου, unbelievable.

 

Για μένα, όσο μικροαστικό και ξενέρωτο και αν ακούγεται, τα τσουλούφια ήταν η εφηβική μου ‘επανάσταση’. Εκείνο το πράγμα που εκνεύριζε περισσότερο από κάθε τι άλλο τη μάνα μου, τις θείες μου και τον συνταξιούχο διευθυντή του ΠΙΚΠΑ νονό μου.

Επίσης, μιας και ποτέ δεν είχα μπεγλέρι, ήταν και μια καθημερινή συνήθεια όταν βαριόμουν στην τάξη. Το να μασουλάω δηλαδή μια συγκεκριμένη τούφα.

Μια ‘τριχωτή’ πενταετία της ζωής μου που αναπολώ και αναστενάζω κάθε φορά που κοιτάζω το μαλλί του Παναγιώτη Κονέ.

Ναι, το ξέρω, ότι αυτό το κούρεμα πλέον θεωρείται ‘κλαρινογαμπρός’. Αλλά, για να το ξέρεις, ως μαλλί raver ξεκίνησε κάποτε. Άσε που πλέον, και να ήθελα, τέτοια τσουλούφια, δεν θα μπορούσα να ‘ξαναφυτρώσω’. Άρα μπαίνουμε σε κατηγορία αλεπού, κρεμαστάρια και τα ρέστα.

Επίσης, για όλους τους συνταξιούχους raver των 90s εκεί έξω, το όνομα και το στιλ των οποίων αυτή λεκιάζω, οφείλω να διευκρινήσω ότι τα τσουλούφια μου ήταν faux raver. Κανονικά θα έπρεπε τα πλαϊνά να είναι ξυρισμένα και τα αυτιά μου γεμάτα σκουλαρίκια. Κάτι που ποτέ δεν τόλμησα να κάνω καθώς μου έχει μείνει ψυχικό τραύμα από τότε που ήμουν πιτσιρίκι και, κάθε Απόκριες, κάποιος συμμαθητής μου θυμόταν να με φωνάξει λαγάνα επειδή τα αυτιά μου ήταν μεγάλα και πλατιά.

Όπως και να’χει, τα τσουλούφια ήταν μια από τις πολλές κακές στιλιστικές μου στιγμές. Αντί να με κράξεις πιο κάτω για αυτή, θα προτιμούσα να ακούσω για κάποια από τις δικές σου. Είπαμε, η δημόσια ψυχανάλυση δεν κοστίζει μια.