ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

20 ετών, μόνος, στη Σουηδία, για πολύ, η Πρώτη Μέρα

Εκτός τόπου, χρόνου, καιρού και οικογένειας, ένας άντρας αναμετράται με το Απόλυτο Άγνωστο. Ναι, ακόμη και εν μέσω Erasmus.

Ίσως η μοναξιά του να πηγαίνεις να ζήσεις μόνος στο εξωτερικό, ξεκινώντας μια μικρο-ζωή από το μηδέν χωρίς να ξέρεις κανέναν και ουσιαστικά χωρίς να σε περιμένει και κανένας εκτός απ’ το 20 τ.μ. δωμάτιό σου σε ένα μακρύ corridor στη νότια Σουηδία, να είναι το μοναδικό δείγμα της περιπτωσιολογίας στο οποίο το homme alone ταυτίζεται με το home alone.

Σημασία έχει πως εκείνο το πρωινό της 14ης Αυγούστου 2003 -11 μέρες αφού είχα κλείσει τα 20- που προσγειώθηκα στο Μάλμε ολομόναχος με το μπαούλο των αποσκευών μου, το μοναδικό που με ένοιαζε ήταν να κάνω τους σωστούς συνδυασμούς και εντός της μέρας να κλείσω πίσω την πόρτα του διαμερίσματός μου στο Lund (παρένθεση: σκεφτόμενος αυτό δεν είχα ιδέα του πόσο μικρό θα είναι το συγκεκριμένο διαμέρισμα). Με ένοιαζε απλά να εξασφαλίσω την… ασφάλειά μου.

 

Για όσους δεν κατάλαβαν απόλυτα καλά το context, υπενθυμίζω ότι δεν ήταν (άλλο) ένα ταξίδι αναψυχής στο εξωτερικό. Μπορεί το Erasmus να γινόταν η πιο σπουδαία εμπειρία παρατεταμένου χαβαλέ σε όλη μου τη ζωή (δεν έγινε), αλλά προς το παρόν ήμουν μόνος, σε μια χώρα με γλώσσα που δεν είχα ξανακούσει, με την προοπτική να γυρίσω στο σπίτι μου τουλάχιστον μετά από 5-6 μήνες και δεν το διασκέδαζα και τόσο.

Φτάνοντας στο Lund, κάνα 40λεπτο απόσταση από το Μάλμε με το πούλμαν, ευχαρίστησα τους Θεούς του roaming που κατέστησαν δυνατό να ακούσω τους γονείς μου, να πούμε ένα γεια και να ενημερώσω ότι έφτασα κι ότι παραδόξως δεν κάνει και πολύ κρύο. Με το που έκλεισα το τηλέφωνο, προσπάθησα να προσπελάσω σε λίγα δευτερόλεπτα όλη την πορεία μου τις τελευταίες 15 ώρες. Τι προέκυπτε; Ότι όλοι είναι εκεί που τους άφησα, όλοι είναι εκεί που ήμουν κι εγώ πριν λίγες ώρες κι ότι εγώ βρίσκομαι πολύ βόρεια στον ευρωπαϊκό χάρτη -εεε, ανέφερα ότι ήμουν ΜΟΝΟΣ;- χωρίς, εχμ, ΚΑΝΕΝΑΝ ουσιαστικό λόγο.

 

Σύντομα, πολύ σύντομα, αντιλήφθηκα ότι η βεβιασμένη γκρίνια των πρώτων στιγμών στη νέα μου πόλη -η οποία φαινόταν συμπαθητικά συμμαζεμένη με μια πρώτη βόλτα- ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Δεν είχα δει το σπίτι, βλέπεις. Αυτή, ναι, ήταν η πρώτη, αξιόλογη και βάσιμη κατάθλιψη. Ένα δωμάτιο που χωρούσε ένα κρεβάτι, ένα γραφείο και μια βιβλιοθήκη, εμένα ΜΟΝΟ πάνω στο κρεβάτι ή κολλημένο στο γραφείο, ένα χωλάκι που χωρούσε πάλι ΜΟΝΟ εμένα όρθιο και μια τουαλέτα που χωρούσε -μάντεψε- ΜΟΝΟ εμένα καθιστό. Η ντουζιέρα ήταν αυτόνομη, στην άλλη άκρη του corridor (ήτοι διάδρομος με πόρτες-διαμερίσματα), κοινοχρηστότατο και μια πρώτη υποψία ότι πρέπει να βγάλω το καθημερινό μπάνιο από τις πρώτες μου προτεραιότητες.

Ήταν μέσα Αυγούστου και η πολυκατοικία μου που απαρτιζόταν κατά 95% από Σουηδούς φοιτητές ήταν άδεια. Όλοι ήταν σε διακοπές. Δηλαδή, τριπλά μη τυχερός. Πρώτον γιατί οι Σουηδοί δεν είναι και ο πιο έξω καρδιά λαός της Ευρώπης, δεύτερον, γιατί -όπως έμαθα στην πορεία- άλλες αντίστοιχες πολυκατοικίες ερασμιτών ήταν γεμάτες φοιτητές απ’ όλο τον κόσμο (αυτό σημαίνει πάρτι από την day 1) και τρίτον γιατί ακόμη και αυτοί οι ψυχροί Σουηδοί “συγκάτοικοί” μου έλειπαν για διακοπές.

Αν θεωρήσεις ότι, έστω κακήν κακώς, ο πρώτος μου στόχος είχε επιτευχθεί (μπήκα στο νέο μου σπίτι και έκλεισα την πόρτα πίσω), σειρά είχε η προσπάθεια για προσαρμογή. Έβαλα κάτω τα δεδομένα.

 

Αυτό που είχα ήταν ένα ολοκαίνουργιο για την περίσταση λάπτοπ και ένα cd. Το τελευταίο live των Ξύλινων Σπαθιών στο Ρόδον και γενικότερα. Το έβαλα να παίζει. Είχα πάει στο συγκεκριμένο live. Οι οικείοι ήχοι και οι εικόνες που ξεπηδούσαν υποσυνείδητα μέσα από αυτό το αστείο γραφικό τύπου equalizer του παλιού Windows Media Player προκαλούσαν ένα ελαφρύ πνίξιμο στο λαιμό λόγω των αναμνήσεων, της τωρινής μου τοποθέτησης στο χωροχρόνο και της γλυκιάς προοπτικής του γυρισμού. Ήμουν ακόμη στο πρώτο απόγευμα της ζωής μου, μόνος στο εξωτερικό.

Μου έλειπε το ανύπαρκτο δωμάτιό μου στην Αθήνα, μου έλειπαν ασύλληπτα οι φίλοι μου, οι γονείς μου, η NOVA (ό,τι να ‘ναι). Έπεσα για ύπνο κατά τις 22.00. Με πήρε ο ύπνος κατά τις 22.30. Κοιμήθηκα μέχρι τις 02.30. Με ξύπνησε ένας έντονος σουηδικός διάλογος μες στην απόλυτη ησυχία. Και κάτι ήχοι από δρόμο, κάτι φωνές, κάτι κομπρεσέρ. Κάποιος έβλεπε ταινία στην κοινόχρηστη κουζίνα (ναι, είχαμε και τέτοια).

Περπάτησα με μερικό δισταγμό μέχρι εκεί. Είδα έναν κοντούλη 35άρη Σουηδό, απλωμένο στον καναπέ, με μια τεράστια μαύρη “τσίχλα” νικοτίνης κολλημένη στα δόντια να χαζεύει μια ταινία σε ΒΙΝΤΕΟΚΑΣΕΤΑ. Μου μίλησε σουηδικά. Δεν κατάλαβα. Του μίλησα αγγλικά. Δεν κατάλαβε. Μου έκανε νόημα να κοπιάσω και να δω μαζί του την ταινία.

“Lasse”, είπε και πρότεινε το δεξί του χέρι. “Δεν γα**έται”, είπα και χάζεψα μαζί του την ταινία.