ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Ακόμα κι αν φύγεις…

Τεσσεράμισι χρόνια μετά τον θάνατο του Φιντέλ, ο Θανάσης βρήκε επιτέλους το κουράγιο να γράψει για τον αγαπημένο του φίλο.

Τελικά ήταν το ‘λούνα παρκ των σκύλων’ που με κράτησε. Χωρίς αυτό δεν νομίζω να την είχα παλέψει. Τις τελευταίες μέρες έψαχνα από κάπου να πιαστώ. Απεγνωσμένα. Ένιωθα να καταρρέω συνολικά. Αλήθεια στο λέω. Και κάποια στιγμή είχα ρωτήσει τη Λίλα: “Που θα πάει ο Φιντελάκος όταν πεθάνει;” “Στο λούνα παρκ των σκύλων”, μου είχε απαντήσει. Ήταν από τα πιο όμορφα και λυτρωτικά λόγια που έχω ακούσει στη ζωή μου. Αυτές τις πέντε λέξεις τις κράτησα τόσο σφιχτά, που σίγουρα τις πόνεσα. Τις είχα όμως ανάγκη και μαζί τους πορεύτηκα μέχρι την ημέρα που ο ‘παππούκος’ έφυγε, αλλά και για πολύ καιρό μετά από αυτό. Ακόμα και σήμερα, που τα σκοτάδια έχουν εξαφανιστεί και απομένει μόνο η γλυκιά ανάμνηση, όταν τον θυμάμαι και νιώθω τα μάτια να υγραίνουν, αυτή είναι η μοναδική άμυνα που έχω. Η σιγουριά ότι είναι ευτυχισμένος σ’ αυτό το λούνα παρκ, με τους φίλους του και τα τρελά, ατελείωτα παιχνίδια που πρέπει να κάνουν από το πρωί μέχρι το βράδυ.

Με τον Φιντέλ γνωριστήκαμε το 2004, όταν ήταν ήδη έξι ετών. Μας τον έδωσε ο Γιάννης, ο αδερφός της Λίλας, που τον είχε πάρει κουτάβι από το Βελιγράδι και τον είχε κρατήσει στη ζωή με απέραντη στοργή και ατελείωτα ξενύχτια, όταν μικρός είχε αρρωστήσει από τύφο. Η παρουσία του γέμισε το σπίτι, έτσι ακριβώς όπως στο γράφω. Ξέρεις, ακούμε και διαβάζουμε πολλές φορές για αυτό το ‘μονοπάτι’ που ψάχνουμε όλοι οι άνθρωποι για να το περπατήσουμε και να βρούμε στο τέλος του την αγάπη. Ο Φιντέλ – και προφανώς όλα τα σκυλιά – έτρεχε ακούραστα και ακατάπαυστα όχι σε μονοπάτι, αλλά σε μια τεράστια λεωφόρο αγάπης. Αυτό είχε μέσα στη φύση του, στην ψυχή του, σε ολόκληρο το είναι του. Ήταν προορισμένος να αγαπάει με έναν σχεδόν άγνωστο τρόπο σε μας τους ανθρώπους. Για να το πω διαφορετικά, ήταν ευτυχισμένος αρκεί να τον άφηνες να σε αγαπάει. Χωρίς όρια, χωρίς απαιτήσεις, χωρίς αμφίδρομα συμπλέγματα, χωρίς τέλος.

Αγάπες στην Πανόρμου.

Όταν γνωριστήκαμε, μου το ξεκαθάρισε. “Θέλω να σε αγαπάω, να είμαι κοντά σου, να νιώθω την παρουσία σου, να σε αγγίζω, να μου μιλάς όποτε θέλεις και για ότι θέλεις, αρκεί να μη με εγκαταλείψεις ποτέ. Αλλά και έτσι να γίνει, εγώ να ξέρεις ότι θα συνεχίσω να σε αγαπάω. Με δυο λόγια γεννήθηκα για να αγαπάω. Εντάξει, υπάρχουν και οι βόλτες και το φαγητό, αλλά αυτά θα τα βρούμε, είμαι σίγουρος. Μην ξεχάσεις όμως ποτέ ότι είμαστε αγέλη, ότι είμαι κοινωνικός και πάνω απ’ όλα, αγαπούλης”. Τον πίστεψα χωρίς δεύτερη σκέψη, γιατί τα υπέροχα μάτια του ήταν γεμάτα ειλικρίνεια και ενθουσιασμό. Και η γλώσσα του ακούραστη, όπως και η ουρά του. Που την κουνούσε ακατάπαυστα πέρα δώθε, θέλοντας να δώσει ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στην έτσι κι αλλιώς ανεξέλεγκτη χαρά του. Η ουρά του ήταν που με πάγωσε εκείνη την ημέρα του Γενάρη του 2012. Γέρος πια, στα προχωρημένα 13 του, είχε καταρρεύσει στη διάρκεια μιας βόλτας και ο κτηνίατρος μας είχε πει ότι είχε διάφορα (σοβαρά) προβλήματα υγείας.

Τον φέραμε σπίτι, τον αφήσαμε να ξεκουραστεί και την άλλη μέρα το πρωί που ήμασταν μόνοι οι δυο μας, τον είδα να σηκώνεται από την καλαθούνα του και να περιφέρεται. Το θεώρησα καλό σημάδι και πήγα από πίσω του. Τον φώναξα με το όνομά του, γύρισε, με κοίταξε, όμως για πρώτη φορά δεν κούνησε την ουρά του, αλλά συνέχισε να περιφέρεται πέρα δώθε, άσκοπα, σαν να μην ήξερε τί έκανε. Από την μια άκρη του σπιτιού στην άλλη, συνεχόμενα και χωρίς να σταματάει καθόλου. Όταν συνειδητοποίησα τί συνέβαινε, πανικοβλήθηκα. Συμπεριφερόταν ακριβώς όπως η μητέρα μου στα αρχικά στάδια της άνοιας. Τηλεφώνησα στον γιατρό και του είπα τα συμπτώματα, συμπληρώνοντας ότι για πρώτη φορά δεν κουνούσε την ουρά του και δεν έδειχνε να καταλαβαίνει αυτά που του έλεγα. Οποιονδήποτε κώδικα επικοινωνίας είχαμε αναπτύξει όλα αυτά τα χρόνια και αν είχα χρησιμοποιήσει, ο Φιντέλ έμοιαζε να βρίσκεται αποκλεισμένος σε έναν δικό του κόσμο.

Σε ένα από τα ταξίδια μας στον Μάραθο.

“Δυστυχώς έχει άνοια, η ασθένεια παρουσιάζεται και στους σκύλους, ακριβώς όπως και στους ανθρώπους”, ήταν η απάντηση του κτηνίατρου και από εκεί και μετά ακολούθησε ένα εφιαλτικό τρίμηνο. Ο Φιντέλ δεν ξανακούνησε ποτέ την ουρά του, περνούσε ατελείωτες ώρες κάνοντας αυτή τη διαδρομή του πέρα δώθε μέσα στο σπίτι χωρίς σταματημό, δεν έτρωγε αν δεν του το θυμίζαμε, δεν αντιδρούσε σε ό,τι και αν του λέγαμε, δεν έλαμπαν τα μάτια του όταν του λέγαμε τη μαγική λέξη ‘βόλτα’, δεν μπορούσε να ‘κρατηθεί’ ούτε μέσα ούτε έξω από το σπίτι, δεν είχε πλέον τη δύναμη να ανεβοκατεβαίνει τα σκαλιά στην είσοδο της πολυκατοικίας με αποτέλεσμα να τον παίρνω στην αγκαλιά μου. Το μόνο παρήγορο ήταν ότι δεν καταλάβαινε τίποτα από όλα αυτά που του συνέβαιναν. Από την άλλη, με τους γιατρούς να θεωρούν την κατάσταση μη αναστρέψιμη και τις μέρες και τις εβδομάδες να περνάνε χωρίς νόημα πια, συνειδητοποιούσαμε όλο και περισσότερο ότι έπρεπε να πάρουμε την μοναδική απόφαση για την οποία κανείς μας δεν είχε το κουράγιο να μιλήσει.

Το βρήκαμε όμως το κουράγιο, γιατί ο Φιντέλ μπορεί να μην θυμόταν ποιοι ήμασταν εμείς, αλλά εμείς δεν θα μπορούσαμε να ξεχάσουμε ποιος ήταν εκείνος ο υπέροχος σκυλάκος που μας χάρισε απέραντα λιβάδια ευτυχίας και αγάπης. Δεν του άξιζε να παρατείνουμε όλη αυτή την χωρίς νόημα ρουτίνα, από τη στιγμή που είχαμε κάθε πιθανή διαβεβαίωση ότι δεν υπήρχε καμία πιθανότητα επιστροφής. Θυμάμαι την πρώτη φορά που το είπα στη Λίλα. Δεν είχα καν τη δύναμη να ψελλίσω τη λέξη ευθανασία. Με είχε πάρει στην αγκαλιά της και κλαίγαμε βουβά και οι δυο, για ώρα. Ήταν μέσα Μαρτίου, συμφωνήσαμε να αφήσουμε πρώτα να περάσουν τα γενέθλιά του και μετά να του έκανε ο κτηνίατρος την ένεση. Νομίζω ότι εκείνα τα τελευταία 24ωρα περιφερόμασταν σαν φαντάσματα μέσα στο σπίτι. Στις 24 Μαρτίου ο ‘παππούκος’ έκλεισε τα 14 και τρεις μέρες αργότερα, είχαμε κλείσει ραντεβού με τον γιατρό. Η προηγούμενη νύχτα ήταν από τις πιο δύσκολες της ζωής μου. Σκεφτόμουν συνεχώς το λούνα παρκ των σκύλων, αυτό και τίποτε άλλο.

Στην αγαπημένη θέση του, μπροστά από το γραφείο μου.

Κάποια στιγμή άνοιξα αφηρημένα το ραδιόφωνο και λίγα δευτερόλεπτα μετά ακούστηκε η Αρλέτα να τραγουδάει τα ‘ήσυχα βράδια’. Αυτό ήταν, λύγισα. Οι στίχοι με διέλυσαν. “Ακόμα κι αν φύγεις για τον γύρο του κόσμου, θα ‘σαι πάντα δικός μου, θα είμαστε πάντα μαζί”… Το έψαξα στο youtube και το άκουσα για ώρες, τη μια φορά μετά την άλλη. Από τότε δεν το ξανάκουσα ποτέ, μέχρι σήμερα που αποφάσισα να γράψω το κείμενο. Από την πρώτη λέξη στο πληκτρολόγιο μέχρι και την τελευταία, παίζει ασταμάτητα, στο repeat. Είναι το τραγούδι του Φιντέλ, οι μοναδικές νότες που δεν μπορώ να τις ακούσω με στεγνά μάτια. Η μελωδία εκείνης της τελευταίας νύχτας, η μελωδία που με στοίχειωσε μετρώντας τα λεπτά μέχρι να ξημερώσει. Και ξημέρωσε. Η Λίλα με ξύπνησε, ο κτηνίατρος θα ερχόταν νωρίς, στις 9 το πρωί. Της ζήτησα να με αφήσει για λίγο μόνο μου μαζί του. Τον πήρα στην αγκαλιά μου, του έδωσα μισό τοστ ζαμπόν τυρί (ήταν η αγαπημένη του λιχουδιά), του ζήτησα συγνώμη για όσες φορές μπορεί να τον είχα στεναχωρήσει και του ψιθύρισα στο αυτί: “εκεί στο λούνα παρκ των σκύλων που θα πας, θέλω να μου κάνεις μια χάρη. Να μας θυμάσαι που και που με αγάπη και να ξέρεις ότι ποτέ δεν θα σταματήσουμε να σε αγαπάμε”…

Ο γιατρός ήρθε, πήγαμε στο σαλόνι, τον φιλήσαμε και οι τρεις (ο κτηνίατρος τον υπεραγαπούσε) και τα επόμενα λεπτά κύλησαν θολά. Θολά και υγρά. Όταν του έκανε την ένεση, ένιωσα να μου σκίζουν με μαχαίρι τα σωθικά. Και μετά σταμάτησα να νιώθω. Είδα τελείως μηχανικά τον γιατρό να φεύγει, να έρχεται ο άνθρωπος που θα έπαιρνε τον Φιντέλ για να τον πάει για αποτέφρωση, την πόρτα να κλείνει. Η Λίλα μου είπε αυτά τα λόγια: “Τώρα μείναμε μόνο οι δυο μας, αλλά έχουμε ο ένας τον άλλο”. Ο πόνος κράτησε πολύ καιρό. Ο πόνος και το κενό, η απώλεια της πιο όμορφης συνήθειας που πέρασε από τη ζωή μας. Ο αγαπημένος μας φίλος, αυτός που μας αγάπησε όσο κανείς άλλος, τουλάχιστον όχι με αυτόν τον τόσο ξεχωριστό τρόπο. Νομίζω ότι όταν μετά από δυο μήνες, πήραμε τις στάχτες του και ακουμπήσαμε το δοχείο στη βιβλιοθήκη, νιώσαμε την πρώτη ανακούφιση. Είχε ‘επιστρέψει’ στο σπίτι, κοντά μας. Δεν είναι ούτε μεταφυσικό, ούτε μακάβριο, απλά μια γλυκιά αίσθηση εκείνου του “θα είμαστε πάντα μαζί”. Για να είμαι ειλικρινής, στην αρχή τον απέφευγα, πλέον όμως του λέω τα δικά μας και αυθόρμητα σκάω ένα χαμογελάκι. Και νιώθω καλά. Νιώθω ασφάλεια. Και αγάπη.

Πιτσιρικάς ακόμα στη Θεσσαλονίκη.

Έχουν περάσει τεσσεράμισι χρόνια από τότε. Ο χρόνος έβαλε τα πάντα στη θέση του. Το μόνο που δεν πείραξε, είναι η θέση που έχει στην καρδιά μας ο Φιντελάκος. Αλλά φρόντισε να μετατρέψει τον πόνο σε γλυκιά νοσταλγία και όμορφες αναμνήσεις. Πλέον μπορούμε να μιλάμε για τον φίλο μας χωρίς να υποφέρουμε, χωρίς να νιώθουμε το κενό. Γιατί όλες αυτές οι στιγμές που ζήσαμε μαζί του, μπορούν να είναι παρούσες ανά πάσα στιγμή και να τις θυμόμαστε με απέραντη αγάπη. Οι βόλτες, τα παιχνίδια, οι σκανταλιές, τα ταξίδια, οι αγκαλιές, τα φιλιά, τα μπάνια στη θάλασσα, τα ατελείωτα τρεχαλητά παντού, το ματσακούτσι του, η σιωπηλή επίπληξη όταν φεύγαμε και τον αφήναμε μόνο του, ο ενθουσιασμός του όταν επιστρέφαμε, η επιμονή του να χώνει τη μουσούδα του ανάμεσα στα πόδια μας, τα φοβερά του ρεφλέξ όταν παίζαμε ποδόσφαιρο, η υπέροχη ‘ζητιανιά’ του όταν ήθελε λιχουδιές, η μαγεία του να ξυπνάς και να βλέπεις τη φάτσα του στους δυο πόντους, ο φόβος του όταν φύσαγε δυνατός αέρας και γινόταν ένα με μας, η στάση ‘τρόλεϊ’ όταν κοιμόταν ανάσκελα, το τρέξιμο που έριχνε και οι τσαμπουκάδες που έκανε στον ύπνο του όταν έβλεπε όνειρα. Μα πάνω απ’ όλα, τα μάτια του, αυτά τα υπέροχα μάτια του που μιλούσαν τη γλώσσα της αγάπης με τον πιο ιδιαίτερο τρόπο που γνώρισα ποτέ.

Ο αγαπημένος μας φίλος τελικά δεν πέθανε. Ζει μέσα μας με τον πιο όμορφο τρόπο που θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε φανταστεί. Το έχω ξαναγράψει σε ένα παλαιότερο κείμενο, με έκανε να θέλω να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Κάπου το διάβασα πρόσφατα, έλεγε κάποιος ότι το ιδανικό θα ήταν να γίνουμε τόσο καλοί, όσο νομίζει ο σκύλος μας ότι είμαστε. Όμως, μετά από 8 υπέροχα χρόνια μαζί με τον Φιντέλ, το σημαντικότερο μάθημα που πήρα, ήταν αυτή η λεωφόρος της ασύνορης αγάπης, μέσα στην οποία είμαι σίγουρος ότι ακόμα συνεχίζει να τρέχει, παρέα με τα άλλα σκυλάκια, σε εκείνο το υπέροχο λούνα παρκ που θα είναι πάντα ανοιχτό και θα χωράει μέσα του όλες αυτές τις τρυφερές ψυχούλες που δίνουν ένα ξεχωριστό νόημα στις δικές μας ζωές. Χρειάστηκε να περάσουν τεσσεράμισι χρόνια για να βρω το κουράγιο να γράψω αυτές τις λίγες λέξεις για τον Φιντελάκο. Το είχα προσπαθήσει άλλες τέσσερις-πέντε φορές, χωρίς όμως να καταφέρω να ξεπεράσω τις δυο-τρεις προτάσεις. Δεν ξέρω πόσα χρόνια ακόμα θα χρειαστεί να περάσουν, μέχρι να ξανακούσω τα ‘ήσυχα βράδια’, όμως κάτι μου λέει ότι κάποιο από αυτά τα βράδια, ο Φιντέλ θα διαβάζει στους φίλους του το κείμενο και θα είναι ευτυχισμένος, γιατί θα ξέρει ότι συνεχίζουμε να τον αγαπάμε, όπως εκείνος εμάς.

* Το κείμενο είναι αφιερωμένο στον Φιντέλ, την Ίρις, την Ίρις 2, την Μάγια, τον Ντέμη, την Κάρμα, τον Μπόνο και σε όλα εκείνα τα υπέροχα πλάσματα που ομορφαίνουν τη ζωή και την καθημερινότητά μας. Επίσης είναι χαρισμένο σε όλες και όλους εσάς που δίνετε την αγάπη σας όχι μόνο στους σκύλους, αλλά και σε κάθε ζωάκι που έχει ανάγκη από στοργή και ασφάλεια. Μην σταματήσετε ποτέ να το κάνετε. Τέλος, θέλω να το χαρίσω στη Λίλα, όχι επειδή δεν έχω δει άλλον άνθρωπο να αγαπάει τόσο πολύ τα σκυλιά, αλλά επειδή ποτέ δεν πίστευα ότι μπορεί κάποιος άνθρωπος να τα αγαπήσει τόσο πολύ.

Βίντεο: Αρλέτα – Τα ήσυχα βράδια