ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Η απελπισία του να σπουδάζεις στη Νομική

Όσα έμαθα μετά από 180 μέρες στην εντελώς λάθος -για μένα- σχολή.

Είναι Κυριακή απόγευμα. Κοιτάζω συνεχώς το ρολόι. Πιο επίμονα όμως τους δείκτες. Έχω σχεδόν καρφώσει το βλέμμα μου πάνω τους. Βρίσκομαι ένα βήμα, λίγα λεπτά προτού κάνω στους γονείς μου την πιο συνταρακτική αποκάλυψη της ζωής μου. Δεν έχω ιδέα πώς θα το πάρουν. Αν θα ‘αγκαλιάσουν’ την επιλογή μου, αν θα μείνω ορφανός ή αν ξαφνικά θελήσουν να με αποκληρώσουν. Δεν πειράζει. Εγώ τους αγαπώ ο,τι και αν γίνει.

Θυμάμαι πόσο χαρούμενοι και περήφανοι ήταν την τελευταία φορά που έφαγα μαζί τους. Πόσο πολύ καμάρωναν, πόσο χαίρονταν, πόσο είχαν φωτιστεί τα πρόσωπα τους. Μου έλειπαν. Βασικά μου έλειπε να γυρίζω στο σπίτι και να τους βλέπω. Να βλέπω την αδερφή μου να κάνει μακροβούτια στον καναπέ, την μητέρα μου να διορθώνει γραπτά στην κουζίνα και τον πατέρα μου να τσιμπάει το φαγητό μέσα από το ζεματιστό ταψί.

Ίσως, η αποκάλυψη μου που είναι πλέον ζήτημα χρόνου, να αλλάξει αυτές τις εικόνες. Τώρα ή ποτέ. Όλα ή τίποτα. 

Την πρώτη φορά ήταν σαν να είχε αρπάξει φωτιά κάτι μες την ψυχή μου

Η γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων με βρήκε απροετοίμαστο. Επικίνδυνα απροετοίμαστο και ατάραχο σε μία ξαπλώστρα στο Διμηνιό Κορινθίας, όπου άραζα περικυκλωμένος από μερικούς πολύ αγαπημένους μου ανθρώπους. Την αδερφή μου, την θεία μου και τον ξάδερφό μου.

Λίγο μετά τις 12 το πρωί, με το ημερολόγιο να δείχνει 24 Αυγούστου 2016, δέχθηκα ένα χαρμόσυνο-μόνο στην επιφάνειά του-μήνυμα στο κινητό από την Μ. Είχα περάσει μεν στη Νομική, αλλά αναρωτιόμουν από πότε συντηρούσα τον ζήλο να αγορεύω στις αίθουσες των δικαστηρίων. Για μια ακόμη φορά βέβαια, υπέθεσα πως δεν χρειάζεται να ανησυχώ. Ήμουν βαθιά νυχτωμένος.

Τα πρώτα καμπανάκια ανησυχίας άρχισαν να χτυπάνε προς τα τέλη του Σεπτέμβρη. Όλο το καλοκαίρι έβλεπα ευρωπαϊκό σινεμά. Ώσπου αποφάσισα να κάνω ένα μικρό διάλειμμα και να ψάξω τα μαθήματα της σχολής. Και εκείνη την στιγμή έφαγα ένα χαστούκι που πόνεσε σαν γεμάτο άπερκατ. Δεν είχα φανταστεί ότι μια σχολή που πραγματεύεται το δίκαιο, περιλαμβάνει κατά βάση μαθήματα δικαίου. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου, μα καθόλου καλά.

Englishman in New York

O Οκτώβρης είχε φτάσει. Πρόκειται για έναν πολύ ύπουλο μήνα, λόγω της γιορτής και των γενεθλίων μου. Παρασύρομαι από την αισιοδοξία μου και κρύβω επιμελώς τα προβλήματά κάτω από το χαλάκι. Είχα όμως και έναν επιπρόσθετο λόγο να πετάω στα σύννεφα. Θα έμενα μακριά από τους γονείς μου και το κυριότερο, είχα μόλις νοικιάσει στο Παγκράτι. Σε μία περιοχή του κέντρου ικανή να μου μάθει στο ‘άψε σβήσε’ τα μυστικά της νυχτερινής  Αθήνας. Και εγώ λαχταρούσα να ζήσω.

Θυμάμαι ακόμη την πρώτη μου μέρα στο Πανεπιστήμιο. Περισσότερο με νοσταλγία, παρά με απέχθεια. Καθόμουν στα σκαλάκια στην Σόλωνος και περίμενα τον Σ, με τον οποίο μοιραζόμασταν το ίδιο θρανίο στην κατεύθυνση. Μία κομψή λυκειακή απεικόνιση του πολωνικού παιδικού Μπόλεκ και Λόλεκ. Αυτό ακριβώς ήμασταν. Στο ντεμπούτο μας όμως ως φοιτητές, κουβαλούσαμε πολύ άγχος και προβληματιζόμασταν με την προσαρμογή μας.  

Άρχισα να εξοικειώνομαι με τους χώρους, τους ορόφους και τις αίθουσες και άρχισα να βγαίνω για καφέ με τους συμφοιτητές μου. Στα Εξάρχεια, στην πλατεία Αγίας Ειρήνης, στο Μεταξουργείο, στο Παγκράτι. Αν ήμουν πρόεδρος ποδοσφαιρικής ομάδας, θα διάλεγα το κέντρο για να χτίσω το γήπεδο μου. 

Το κέντρο είχε γίνει το σπίτι μου. Περνούσα μέσα στα στενά και στις λεωφόρους του περισσότερες ώρες από ο,τι στο διαμέρισμά μου. Έβγαινα για μπύρες, για φαγητό και επέστρεφα το πρωί. Κοιμόμουν λίγο για να μη χάσω ούτε μια σταγόνα ζωής. Και φυσικά φοιτητής στο πρώτο έτος ήμουν, οπότε δεν αισθανόμουν ούτε τύψεις ούτε ενοχές για τα ξενύχτια μου.

Κι έτσι πλανιέμαι, έτσι ξεχνιέμαι, κρύβομαι μέσα μου και κάνω πανικό

Στο πανεπιστήμιο πήγαινα επιλεκτικά. Είχα σχεδιάσει το δικό μου πρόγραμμα. Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη μάθημα. Πέμπτη, Παρασκευή ρεπό. Τις τελευταίες 4 μέρες της εβδομάδας ήμουν απόλυτα ελεύθερος και οριστικά απεγκλωβισμένος από δουλειές που μου προκαλούσαν φρίκη.

Αυτή η ρουτίνα όμως έληξε αναπόφευκτα τον Δεκέμβριο. Είχα κουραστεί, είχα βαρεθεί. Βόλτες, εκδρομές, κυριακάτικα τραπέζια, πρωινοί και απογευματινοί καφέδες με έσπρωχναν προς την μελαγχολία. Παράδοξο ε; Και όμως ισχύει. Μια πραγματικότητα που γεννά μιζέρια και απογοήτευση, το ίδιο δευτερόλεπτο που την συνειδητοποιείς.

Σταμάτησα να βγαίνω με τους φίλους μου. Τους έβλεπα μόνο στο πανεπιστήμιο. Πλέον, πήγαινα καθημερινά, χωρίς ρεπό και μαλακίες. Δεν έχανα μάθημα. Κρατούσα σημειώσεις αλλά σπανίως σήκωνα χέρι μιας και δεν είχα πιάσει ακόμη ένα αρκούντως υψηλό level. Ήμουν στραβάδι, ένα δυστυχισμένο στραβάδι.

Παρ’ όλα αυτά, πάλευα να προσαρμοστώ στις απαιτήσεις και στον τρόπο σκέψης που όριζε το τμήμα μου. Διάβαζα τις σημειώσεις μου, μελετούσα τους κώδικες και έλυνα πρακτικά θέματα. Μέχρι και επεξηγηματικές ερωτήσεις έκανα για την κατανόηση της θεωρίας, χρησιμοποιώντας το διαθέσιμο δίλεπτο τετ α τετ με τους καθηγητές. Έστελνα όμως την μπάλα άουτ, εκπληκτικά άουτ. Συγκεκριμένα, στα περιστέρια.

Η μάνα μου έβγαλε τον πιο μεγάλο πεισματάρη

Πάντα μου άρεσε να ακούω hip hop, με μία βέβαια ακαταμάχητη αδυναμία στα ελληνικά συγκροτήματα και δη στα Βόρεια Αστέρια και στον Jamal. Ο σόλο δίσκος του, ‘Φαβέλα’, διαθέτει μία υπόγεια γοητεία και μία ρυθμική δύναμη. Πολλές φορές περπατάω και ακούω ολόκληρο τον δίσκο. Μόνο που όταν πλησιάζω σε δύο συγκεκριμένους στίχους, πατάω εν ριπή οφθαλμού το pause, κόβω τον βηματισμό μου και παθιάζομαι: ”Αφού γεννήθηκα θα παίξω και ο,τι φέρει το ζάρι, η μάνα μου έβγαλε τον πιο μεγάλο πεισματάρη”.

Ορκίζομαι πως διαθέτω περισσότερο πείσμα από κάθε άλλον 19χρονο. Είμαι επίσης σίγουρος πως διαθέτω όσο πείσμα δεν έχουν όλοι οι 19χρονοι μαζί.

Μετά τα Χριστούγεννα, παρέμεινα ελάχιστες μέρες στη Λιβαδειά. Δεν είχα όρεξη για τίποτα. Είχα κλειστεί στο δωμάτιο με τον υπολογιστή και μετρούσα αισίως μία ολόκληρη εβδομάδα χωρίς να μιλάω σε κανέναν. Έτρωγα ελάχιστα ενώ ακόμη και το χαλαρό περπάτημα φάνταζε στα μάτια μου σαν extreme sport. Έμοιαζα να ισορροπώ σε ένα πολύ λεπτό σχοινί.

Ώσπου την όγδοη μέρα, μετά από έναν μαραθώνιο 12 βασανιστικών ωρών ύπνου, άνοιξα τα μάτια μου, έριξα μία απαξιωτική ματιά στο βιβλίο του Συνταγματικού Δικαίου και έσπρωξα με θράσος το πάπλωμα. Ήμουν αποφασισμένος να σηκωθώ και να σταθώ στα πόδια μου. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.    

Κατευθύνθηκα προς την κουζίνα, αλλά δεν έφτιαξα πρωινό. Πήρα τηλέφωνο την μητέρα μου και της ανακοίνωσα πως φεύγω. Είχα ετοιμάσει τη βαλίτσα και έψαχνα με αγωνία τα κλειδιά μου. Ένιωθα φυλακισμένος. Αναζητούσα οξυγόνο και αυτό βρισκόταν μακριά από εκεί. Ξεκλείδωσα την πόρτα, κατέβηκα τα σκαλοπάτια και δεν κοίταξα ξανά πίσω.

Περπάτησα μέχρι τη στάση του λεωφορείου χωρίς να σκέφτομαι. Έκλεισα βαριεστημένα εισιτήριο και επιβιβάστηκα στην γαλαρία. Είχα ήδη 10 αναπάντητες κλήσεις στο κινητό.

Μόλις ο οδηγός έπιασε την εθνική Θήβών-Αθήνας, τράβηξα τις κουρτίνες. Χάζευα για αρκετή ώρα τα εργοστάσια και την πεδιάδα. Συμβόλιζαν μια ‘απατημένη’ ελευθερία. Μία ελευθερία που την είχα στερηθεί και την ονειρευόμουν με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι.

Τι έγινε εκείνο το τρένο που έβλεπε τα άλλα τρένα να περνούν

Τρεις βδομάδες πριν αρχίσω την εξεταστική, ξεκίνησα να αντιγράφω την ρουτίνα ενός μοναχού. Σταθερά ωράρια, μηδαμινό ξεμύτισμα και κατεβασμένα ρολά. Ξυπνούσα, διάβαζα, έκανα διάλειμμα, ξαναδιάβαζα και κοιμόμουν νωρίς. Οι γονείς μου με παρακαλούσαν να συνέλθω. Ήμουν αξιολύπητος.

Μετά από έναν μουντό μήνα, εμφανίστηκα στο πανεπιστήμιο για να δώσω Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου. Ήμουν πεπεισμένος ότι θα έγραφα καλά. Μελετούσα μέσο όρο 8 ώρες, οπότε θεωρητικά το μάθημα ήταν μια ακόμη μέρα στη δουλειά. Αλλά τα πράγματα σπάνια εξελίσσονται όπως πιστεύουμε.

Δεν κατάφερα να ανιχνεύσω ποιο απ’ τα δύο θέματα που έπεσαν, γνώριζα καλύτερα. Συνεπώς κινήθηκα περισσότερο διαισθητικά με αποτέλεσμα να πάθω μπλακ άουτ. Σάστισα. Κοιτούσα εναλλάξ των κώδικα και την κόλλα μου, χωρίς να γράφω ούτε σειρά. Ίδρωνα σαν εργάτης στην έρημο. Είχα χάσει την μπάλα μαζί με κάθε αίσθηση του χρόνου. Στο φινάλε της εξέτασης παρέδωσε μία κόλλα λευκή, αν εξαιρέσει κανείς κάτι απαίσιες μουτζούρες.  

Παρέκαμπτα οικεία πρόσωπα για να συλλάβω το ύψος της αποτυχίας. Απλώς περνούσα από δίπλα τους. Όταν απέκτησα ένα ασφαλές σημείο απόστασης, σωριάστηκα σε ένα ερημικό πεζουλάκι, άνοιξα την τσάντα μου και τηλεφώνησα στο σπίτι.

Η φωνή της μητέρας μου είναι πάντοτε το απάγκιό μου. Τα τρεμάμενα λόγια της όμως, διέλυσαν και το τελευταίο οχυρό που είχα. Η ανησυχία της βέβαια λειτούργησε απελευθερωτικά. Μου έλυσε τα χέρια και την γλώσσα την ίδια στιγμή, της τα είπα όλα χωρίς περιστροφές.

Ότι δεν μου αρέσει η σχολή, ότι δεν θέλω να γίνω δικηγόρος, ότι τον τελευταίο καιρό είμαι δυστυχισμένος. Σε μέσες άκρες της ανακοίνωσα ότι σκέφτομαι να παρατήσω την σχολή. Τώρα, στην άλλη άκρη της γραμμής ακουγόταν μόνο ένα χλιαρό τουτ-τουτ.

Τις επόμενες εβδομάδες οι σχέσεις με τους γονείς μου οδηγήθηκαν στα άκρα. Δεν μιλούσαμε και όταν σπάνια συνέβαινε αυτό, οι συνομιλίες έληγαν άδοξα μετά από μια σειρά προκλητικών αντεγκλήσεων

Παραδόξως, διαχειρίστηκα το τηλεφωνικό εμπάργκο αρκετά ψύχραιμα ενώ συνέχισα να δίνω μαθήματα. Μάλιστα είχαν κοπάσει και οι συναισθηματικές μου εξάρσεις. Δεν δυσανασχετούσα, δεν εκνευριζόμουν, δεν ανέβαζα κατακόρυφα παλμούς από το άγχος, ετοιμαζόμουν να ρεφάρω την κατάλληλη στιγμή.

Ώσπου ακριβώς στην έναρξη του δεύτερου εξαμήνου, η νομική πραγματικότητα μου υπενθύμισε τι ακριβώς έπρεπε να κάνω. Να φύγω. Και η απόφαση αυτή την φορά ήταν κάτι παραπάνω από οριστική, ειδικά μετά από τις κρίσεις πανικού που πάθαινα στην διάρκεια των παραδόσεων του Διοικητικού Δικαίου.

Βάλε φωτιά σε ό,τι σε καίει, σε ό,τι σου τρώει την ψυχή

Οι δείκτες του ρολογιού περιστρέφονται κυκλικά. Σαν να θέλουν να με φυλακίσουν στους σχηματισμούς τους και να με γλιτώσουν από άλλη μία προβληματική συνομιλία με τους γονείς μου. Αποδεικνύονται όμως ανίσχυροι. Πατάω ταραγμένος τα κουμπιά του τηλεφώνου και περιμένω τη μητέρα μου να σηκώσει το ακουστικό.

Το σενάριο που είχα πλάσει στο μυαλό μου ξετυλίχθηκε με κινηματογραφική ακρίβεια. Δεν χωρούσαν αυτοσχεδιασμοί. Χρησιμοποίησα τρεις κοφτές και σαφείς προτάσεις. “Μαμά, θέλω να σου πω κάτι”. Μία. “Θα παρατήσω την Νομική”. Δύο. “Θα κάνω 10% για το Πάντειο”. Τρεις.

Τις επόμενες ώρες περιφερόμουν άσκοπα στα στενά του Παγκρατίου, που είχαν πλημμυρίσει από ανθρώπους κεφάτους και χαρούμενους. Οι περισσότεροι διασκέδαζαν πίνοντας μπύρες. Το κοντράστ των συναισθημάτων είχε χτυπήσει κόκκινο. Κατευθύνθηκα προς το πλησιέστερο περίπτερο, άνοιξα επιβλητικά την πόρτα του ψυγείου και αγόρασα 6 μπύρες. Μία μπύρα για κάθε χαμένο μήνα.

Πήγα στο πανεπιστήμιο άλλες 5 μέρες. Μέρες αποχαρακτηρισμένες ως διαδικαστικές. Δεν έδειχνα κάποιο ζήλο, δεν παρακολουθούσα, δεν τηρούσα τα προσχήματα. Έγραφα ποιήματα σε γενέθλιες κάρτες, έτρωγα σάντουιτς, συζητούσα για την αγαπημένη μου Λίβερπουλ, σχεδίαζα ανθρωπάκια πάνω στους κώδικες. Ήμουν η αποθέωση της αδιαφορίας.

Τα καράβια μου καίω

Παράλληλα, ξεκίνησα να ανακοινώνω σιγά-σιγά την απόφασή μου να εγκαταλείψω την Νομική. Ίσως αυτό να ήταν και το πιο επώδυνο κομμάτι.

Το πρώτο άτομο στο οποίο μίλησα ανοιχτά ήταν η Ι. Της εξομολογήθηκα τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια, από τα αρχικά συναισθηματικά ζόρια μέχρι την οριστική ασφυξία. Ένα 20λεπτο αποδείχθηκε αρκετό για να ‘καθαρίσω’. Εκείνη απλώς με κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια. Νόμιζε πως της έκανα πλάκα, μόνο που εγώ μιλούσα σοβαρά, πιο σοβαρά από ποτέ.     

Την πιο επίπονη εξομολόγηση βέβαια έμελλε να την κάνω στη γιορτή του θείου μου. Δεν θα ήταν εύκολο. Και έγινε ακόμη πιο δύσκολο όταν αντιλήφθηκα δέκα ζευγάρια μάτια καρφωμένα πάνω μου. Πρέπει να το είχαν υποπτευθεί και απλώς προσποιούνταν

Τσιμπολογώντας δεξιά και αριστερά, γεμίζοντας και αδειάζοντας τις πιατέλες, εξασφάλιζα πίστωση χρόνου, έως ότου έσκασε στο τραπέζι η ‘χειροβομβίδα’ εξεταστική.  Μπαμ! Ξερόβηξα, σήκωσα το κεφάλι και πρόφερα κάτι σαν λέξεις. ”Εγώ δεν θα δώσω εξεταστική”, δικαιολογήθηκα. ”Αποφάσισα να παρατήσω την Νομική.” Δεύτερο μπαμ, ακόμη πιο ηχηρό. Απευθυνόμουν χωρίς σταματημό σε ένα βουβό ακροατήριο, μέχρι τη στιγμή της συσπείρωσής του. Ξαφνικά όλοι ενθουσιάστηκαν, πέταξαν την σκούφια τους, εκτός από τον θείο μου και έναν μακρινό μου ξάδερφο.

Είχαν ‘στήσει’ κοινή επιχειρηματολογία. Οι απόψεις τους συνέκλιναν και στο πιο απίθανο σημείο. Είχα εκνευριστεί σε τέτοιο βαθμό που ήθελα επειγόντως να σηκωθώ από την καρέκλα και να εξασκήσω το δεξί μου κροσέ. ‘Κατάπια’ όμως τις εκνευριστικές οδηγίες τους, μαζί με το προφιτερόλ και περίμενα στωικά τη στιγμή της αναχώρησής μου για να ξεθυμάνω. Με την επιβίβασή μου στον ηλεκτρικό, η αδρεναλίνη ανέβηκε στα ύψη. Το τρένο δυστυχώς δεν συμβάδιζε με την ταχύτητα των παλμών μου, ήταν απελπιστικά αργό. Και εγώ εν χορώ, μπροστά σε έναν σεβαστό αριθμό αγνώστων, έβριζα. Όσο το τρένο δεν έφτανε στο Μοναστηράκι, κινδύνευα να εκτεθώ. Μιλούσα εντυπωσιακά φωναχτά, χωρίς επίγνωση.

Ευτυχώς, εν τω μεταξύ, η σχέση μου με την οικογένειά μου είχε βελτιωθεί ριζικά. Μιλούσαμε καθημερινά στο τηλέφωνο,  εξέφραζαν την πίστη τους στις δυνάμεις μου ενώ δεν έλειπαν και οι συμπαθητικές επισκέψεις τους. Μάλιστα, με είχαν βγάλει και από μια αρκετά δύσκολη θέση, αυτή της δημοσιοποίησης της απόφασής μου.

All we need is some gasoline

Ο πιο συχνός προβληματισμός κάθε college-dropout είναι η διαχείριση του ελεύθερου χρόνου. Είσαι απολύτως απενοχοποιημένος ώστε να κάνεις ο,τι σου κατέβει στο κεφάλι όντας ντοπαρισμένος με ένα πολύτιμο καύσιμο. Τη βενζίνη της νεότητας, τον συναρπαστικό νεανικό ενθουσιασμό.

Από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο ένας ‘ντοπαρισμένος’ νέος είναι ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο. Προτίμησα την κουρτίνα με τον αριθμό 1, το καλύτερο. Είχα παραμερίσει τις τάσεις αυτοκαταστροφής, ήμουν μια χαρά. Ακολουθούσα και ένα καθημερινό πρόγραμμα δικής μου έμπνευσης, ‘φορτωμένο’ με λογοτεχνία, σινεμά, αγώνες μπάσκετ μικρών κατηγοριών, μπύρες και βόλτες με την Ι. . 

Με την Ι. έζησα μία δεύτερη παιδική ηλικία. Το γεγονός ότι είχαμε μπλέξει στον ίδιο ιστό την φιλία και τον έρωτα αναβάθμιζε τις εξόδους μας, εκτός από το προφανές: ότι τις περιέπλεκε. Κάθε δευτερόλεπτο στο πλάι της ισοδυναμούσε με συναισθηματική αποφόρτιση. Χαλάρωνα. Από τις μπύρες στην Κολοκοτρώνη έως το χαριτωμένο κυνηγητό στο άλσος Παπάγου, αισθανόμουν το ίδιο. Θαμπωμένος από την δυναμική της.

Το καθημερινό μενού σέρβιρε πολλά ακόμη νόστιμα πιάτα. Μία από τις σπεσιαλιτέ ήταν οι χρονοβόρες επισκέψεις μου στα βιβλιοπωλεία. Αγόραζα ντάνες βιβλίων και τις ξεκοκάλιζα

Διάβαζα σχεδόν παντού. Στο μετρό, στα καφέ, στο μεσημεριανό τραπέζι και ασφαλώς στο κρεβάτι. Πολλά βράδια, στο φωτεινό πλέον διαμέρισμά μου,δεν ακουγόταν παρά το ‘χρατς’ της σελίδας.

Κάθε δεύτερη Κυριακή χτυπούσα κάρτα στις κερκίδες του κλειστού του Διαγόρα, στο Αιγάλεω.  Σε γενικές γραμμές το επίπεδο ήταν άνω του μετρίου, γεγονός ενθαρρυντικό για οποιονδήποτε θεατή της Γ’ Εθνικής και ιδιαίτερα για κάποιον σαν εμένα που βλέπει μπάσκετ για να ζει.      

Οι καλύτερες μέρες

Το καλοκαίρι κύλησε χωρίς απρόοπτα και ανατροπές. Συνέχιζα να καταβροχθίζω βιβλία και ταινίες, επανήλθα στα air ball τρίποντα, δοκίμασα να γίνω vegetarian. H σύντομη χορτοφαγική μου εμπειρία κουμπώνει άψογα σε κάθε κωμωδία αφού λύγισα πρόωρα και άδοξα.

Γύρισα την μισή Λακωνία-την άλλη μισή την ξέρω απ’ έξω λόγω καταγωγής-, πήρα μία γεύση από το Ιόνιο και δη από την Κεφαλονιά, δεν άφησα περιοχή της Αθήνας που να μην εξερευνήσω και ακύρωσα στο τσακ ένα ταξίδι στην Ιταλία. Είχα ανάγκη να ξεφύγω. Ο σκληρός μου δίσκος διψούσε για ένα γενικό back up.

Απέμενε φυσικά το τάι μπρέικ, η ανακοίνωση των βάσεων στις 24 Αυγούστου του 2017. Ξύπνησα αρκετά πρωί. Εικάζω όχι από φόβο, μάλλον από μια γλυκιά προσμονή. Ξέθαψα από το συρτάρι τους κωδικούς και μπήκα στο σύστημα. Επιτέλους είχα περάσει στην σχολή της επιλογής μου. Με έναν χρόνο καθυστέρηση, 365 ημέρες μετά το μεγάλο κάζο.

Φόρεσα τα ακουστικά μου και κατέβηκα να περπατήσω. Η μελωδία είχε γίνει πια χαρούμενη. ”Οι καλύτερες μέρες” έπαιζαν ασταμάτητα, παρέα με τον στίχο ”Εάν κάτι πάει στραβά, χαμογελάμε στραβά”.

Δεν είναι η δόξα, δεν είναι τα λεφτά, είναι του δρόμου η χαρά

Από εκείνο το πρωινό και ύστερα, μπορώ να πω ότι έχει περάσει ένας μαγικός χρόνος. Ζω τις καλύτερες μέρες κρίνοντας από τα πέρα-δώθε στην Διονυσίου Αεροπαγίτου, το παράνομο σκαρφάλωμα στο Καλλιμάρμαρο, τα ηλιοβασιλέματα στον Λυκαβηττό και τα ξενύχτια με τους υπέροχους φίλους μου στην πλατεία Κεραμεικού.

Τέσσερις μικρές ενδείξεις ότι έχω αλλάξει, τέσσερις μικρές ενδείξεις ότι είμαι ευτυχισμένος, τέσσερις μικρές ενδείξεις ότι έγινα αυτό που φοβόμουν. Αυτό που έτρεμα. Αυτό που δεν πίστευα. Έγινα ζωντανός, ολοζώντανος

Ερωτεύομαι κάθε κοπέλα που μου χαρίζει ένα βλέμμα, ξεκαρδίζομαι στα γέλια προσπαθώντας να φάω noodles με τα ξυλάκια, πασαλείβω με σάλτσα τα ρούχα μου στις καντίνες. Xάνω τον ύπνο μου για μια τζούρα NBΑ, ‘καίγομαι’ στο Καμπιονάτο και ανυπομονώ για το επόμενο βιβλίο του Ρομπέρτο Σαβιάνο.

Αν αυτό δεν είναι ευτυχία, τότε τι άλλο μπορεί να είναι εκτός από μαγεία;