ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Όταν έγινα τσακωτός από ματάκηδες (δύο φορές μάλιστα)

Τι συμβαίνει όταν σου τυχαίνει το 'μη σου τύχει'. Μια αληθινή ιστορία.

Μπορεί να έχει τύχει σε πολλούς να γίνουν τσακωτοί από ματάκηδες, αν επιδίδονται στο car sex, όμως πόσο πιθανό είναι να τους συμβεί δύο φορές και μάλιστα να εμπλακούν στο story, εκτός από τον ‘ματάκια’, μια μπανιστηρτζού γιαγιά, ένας πολυλογάς παππούς κι ένας σουρεάλ διάλογος; Τέρμα τα spoiler, θα περιμένεις να διαβάσεις τη συνέχεια.

Υπάρχουν δύο λόγοι για να αποφασίσεις να μπεις στο αυτοκίνητο μαζί με την σύντροφό σου και να πάρετε τους δρόμους για να κάνετε σεξ. Ο ένας είναι να μην έχετε άλλο μέρος να πάτε κι ο δεύτερος να είστε και οι δυο έτοιμοι να δοκιμάσετε κι άλλα πράγματα, πέρα από τα συνηθισμένα. Στη περίπτωση τη δική μου και της Νατάσας (ας την γράφουμε έτσι για το υπόλοιπο του κειμένου) ίσχυαν και τα δύο. Δεν είχαμε δικό μας χώρο, αλλά παράλληλα είχαμε και οι δυο λίγη παραπάνω δόση τρέλας μέσα μας.

Μετά από μια μεγάλη έρευνα σχετικά με τις σεξοκαβάτζες της Αθήνας καταλήξαμε στην δική μας αγαπημένη, σε αυτή που ήμασταν σχεδόν μόνοι μας, με ωραία θέα (δεν αποκαλύπτω άλλα για το σημείο), όπου πιστεύαμε θα μέναμε μακριά από αδιάκριτα βλέμματα ματάκηδων. Για να πω την αλήθεια, βέβαια, πάντα είχα μέσα μου ένα άγχος. Σχετικά πρωτάρης τότε στο car sex, βλέπεις.

Ίσως ήμουν επηρεασμένος από ταινίες τρόμου, στις οποίες το ζευγάρι πηγαίνει σε απομονωμένο μέρος και ένας τρελός με μια καραμπίνα εμφανίζεται από το πουθενά και τους ‘καθαρίζει’. Έτσι, σε κάθε κούνημα φύλλου, σε κάθε ‘κρακ’ κλαδιού δέντρου πεταγόμουν, με τον ιδρώτα να λούζει το μέτωπό μου. Τώρα που το σκέφτομαι, ο ιδρώτας ίσως να οφειλόταν και σε άλλα πράγματα, βέβαια.

Μετά τις πέντε-δέκα-είκοσι φορές, άρχισα να το συνηθίζω και να απολαμβάνω τη φάση, ενώ ακριβώς το ίδιο ίσχυε και για τη Νατάσα. Καθιερώθηκε και δύο φορές την εβδομάδα, μπαίναμε στο αυτοκίνητο και του δίναμε και καταλάβαινε. Το άγχος μου έφυγε τελείως και δεν σκεφτόμουν καν τους εξωτερικούς παράγοντες. Τι το ‘θελα;

Ένα βράδυ, λοιπόν, την ώρα που βρισκόμασταν στη μέση της πράξης και ήμουν καθιστός στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, με εκείνη πάνω μου, είδα ένα φως στο βάθος. Δεν έδωσα σημασία. Λίγα λεπτά αργότερα, αυτό το φως μου φάνηκε πως πλησίαζε. Πάλι δεν έδωσα σημασία, ώσπου το φως χάθηκε και ηρέμησα στρέφοντας την προσοχή μου σε αυτό που με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή. Και ΤΣΑΚ. Βλέπω με την άκρη του ματιού μου ένα κεφάλι έξω από την πόρτα του οδηγού, στο σημείο που βρίσκεται το τιμόνι, να πετιέται και δύο μάτια γουρλωμένα. ΠΑΓΩΣΑ. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου πετάχτηκα στην μπροστινή θέση (δεν ξέρω ακόμη πως), άναψα τα φώτα του αυτοκινήτου και είδα έναν αδύνατο νεαρό να κρύβεται ανάμεσα από κάτι δέντρα πριν ‘χαθεί’ στη νύχτα.

Κι εκεί που νόμιζα ότι όλα τελείωσαν και οι χτύποι της καρδιάς μου προσπαθούσαν να ισορροπήσουν, σκάει μύτη ένα μηχανάκι με δύο άτομα από πίσω μας. “Τι άλλο θα γίνει απόψε”, φώναζα από μέσα μου, ενώ δεν είχα καν το χρόνο να φορέσω ούτε το παντελόνι μου. Έτσι όπως ήμασταν, γυμνοί κι οι δύο στα μπροστινά καθίσματα, περνάει δίπλα μας το μηχανάκι το οποίο οδηγούσε ένας παππούς που έμενε κοντά -όπως είπε- και η γριά γυναίκα του. Και αντί να προχωρήσει, σταματάει και ο grandpa αρχίζει να μας λέει ότι είναι επικίνδυνο να το κάνουμε εκεί “γιατί περνούν διάφοροι τύποι και κοιτάζουν αυτά τα σεξ που κάνετε εσείς οι νέοι”.

Όση ώρα βρισκόταν σε εξέλιξη αυτό το ‘κουλό’ σκηνικό, τόσο εγώ, όσο και η Νατάσα προσπαθούσαμε με τα χέρια μας να κρύψουμε τα ακάλυπτα μέρη του σώματός μας, ενώ παράλληλα η γιαγιά μας κοιτούσε με βλέμμα τύπου “τίνος είσαι εσύ”, σκανάροντάς μας από πάνω μέχρι κάτω. Όσα “ναι, ναι, ναι” κι αν έλεγα του γέρου δεν προχωρούσε και συνέχιζε το κήρυγμα, χωρίς να ξέρω αν έπρεπε να φωνάξω ή να γελάσω με τα όσα συνέβαιναν. Πέρασαν περίπου δύο τρία λεπτά με αυτούς έξω από το αυτοκίνητο, αλλά πραγματικά μου φάνηκαν σαν αιώνας. Αφού έφυγαν, κοίταξα τη Νατάσα και βάλαμε τα γέλια ταυτόχρονα. Και μετά από κανά πεντάλεπτο συνεχίσαμε αυτό που είχαμε αφήσει στη μέση. Όχι, που θα τους αφήναμε να μας τη χαλάσουν.

Παρά την τρελή εξέλιξη εκείνης της νύχτας, δεν αφήσαμε το αγαπημένο μας σημείο. Απλώς, ‘μετακομίσαμε’ περίπου δέκα μέτρα πιο κάτω. Μάλλον πηγαίναμε γυρεύοντας και μάλλον είχε πέσει σύρμα στους γύρω ματάκηδες πως πάμε συγκεκριμένες μέρες και ώρες. Δεν εξηγείται αλλιώς. Έτσι, ένα μήνα μετά από αυτό το περιστατικό και πάλι ένα κεφάλι έκανε την εμφάνισή του στο ίδιο ακριβώς σημείο με το προηγούμενο.

Κατάλαβα, αργότερα, πως οι ματάκηδες επιλέγουν στοχευμένα τη θέση που ενώνεται η λαμαρίνα που συνδέει τον ουρανό, με το καπό του αυτοκινήτου στα αριστερά του τιμονιού επειδή ‘κόβει’ το οπτικό πεδίο των μέσα, την ώρα που αυτός που βρίσκεται έξω μπορεί να δει. Είχα γίνει κασκαντέρ στο να πετάγομαι στο μπροστινό κάθισμα και έτσι κι έγινε με το που τον αντιλήφθηκα για δεύτερη φορά. Πετάχτηκα, άναψα τα φώτα και τον είδα να τρέχει, προσπαθώντας να σηκώσει το παντελόνι του. Μα τι όμορφη εικόνα.

Ίσως να ήταν ο ίδιος και τις δύο φορές. Δεν το γνωρίζω. Πλέον έχω αρκετούς μήνες να πάω στο συγκεκριμένο σημείο, όμως, ελπίζω να μην τον πετύχω και πάλι εκεί την επόμενη φορά. Ούτε αυτόν, ούτε τους ‘ματάκηδες’ παππούδες και το κήρυγμά τους.