ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Όχι θρίλερ, φοβάμαι!

Ένας δημοσιογράφος γράφει με πολύ φόβο και καθόλου πάθος για τη σχέση του με τις ταινίες τρόμου.

Υπάρχει ένα τραγούδι απόγνωσης το οποίο λίγο πολύ οι περισσότεροι γνωρίζουμε. Το περίφημο ‘Γεννήθηκες Για Την Καταστροφή’. Δεν ξέρω εάν η γέννησή μου εξυπηρετεί κάπως αυτόν τον σκοπό αλλά είμαι σχεδόν σίγουρος πως από τη μέρα που συλλάβισα τις λέξεις κινηματογράφος και ταινίες (λίγο πιο μετά από τις λέξεις μπαμπά και μαμά), κατάλαβα από πρώτο χέρι ότι σκιάζομαι τα θρίλερ. Κατουριέμαι από τον φόβο, κρύβομαι πίσω από τα μαξιλάρια γιατί ποιος ξέρει τι κρύβεται στο πατάρι και το βράδυ θέλω να κοιμηθώ στη βεράντα. Δε μένει παρά να γνωριστούμε. Με λένε Δημήτρη και τα τελευταία 8 χρόνια δεν αντέχω να δω θρίλερ.

Δεν θυμάμαι πολύ καλά πώς ξεκίνησε και πώς φούντωσε αυτή η φοβία. Ενδεχομένως να αρνούμαι να κοιτάξω πίσω. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει. Διότι τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια φανερώθηκαν ένα καλοκαιρινό απόγευμα στο σπίτι του φίλου μου Λουκά, ελάχιστες εβδομάδες προτού μεταπηδήσω στο Γυμνάσιο. Η μετάβαση βέβαια περιλάμβανε και την ανάλογη ταινία που θα δοκίμαζε τις αντοχές μας. Η δοκιμασία ήταν βασισμένη πάνω σε ένα πολύ τρομακτικό θρίλερ. Το πρώτο και το τελευταίο που θα έβλεπα μέχρι να περάσω στο πανεπιστήμιο.

Ύστερα από το σύντομο τηλεφώνημα του Λουκά στην πιτσαρία, η οθόνη της τηλεόρασης καλύφθηκε από τους τίτλους αρχής της ‘Κατάρας 3’. Εκεί ακριβώς τελειώνει η περίοδος χάριτος. Και εκεί ακριβώς αρχίζει να ξετυλίγεται η πρώτη πράξη του δράματος. Μία χαμηλών τόνων οικογένεια αγοράζει ένα σπίτι που δεν αποδεικνύεται νορμάλ, αφού ελέγχεται από ένα αρχαίο πνεύμα. Το πνεύμα διψάει για εκδίκηση και η μόνη χαραμάδα ελπίδας είναι μία γυναίκα- εξολοθρευτής από την Ιαπωνία. Η γυναίκα αποδέχεται την πρόκληση και κλείνεται στο στοιχειωμένο σπίτι μαζί με την οικογένεια, μέχρι να ξορκιστεί η κατάρα.

Οι απότομες εναλλαγές των εικόνων σε συνδυασμό με τη διαρκή υποψία ότι η καρδιά μου δεν θα αντέξει το σοκ γιγάντωσαν το τέρας της φοβίας μου. Το στομάχι μου είχε αρχίσει να σφίγγεται. Ειδικά όταν η κατάρα ως φάντασμα πλησίαζε και χάιδευε τα υποψήφια θύματά της, δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Πνιγόμουν. Έτρεξα στο μπάνιο και έριξα νερό στο πρόσωπο μου. Αισθάνθηκα ελάχιστα καλύτερα. Τόσο όσο για να περπατήσω με το ζόρι μέχρι το σαλόνι.

Το υπόλοιπο 90λεπτο, η φανερή αδυναμία μου να καταπνίξω τα ουρλιαχτά μου, έκανε τα επίσημα αποκαλυπτήρια της φοβίας.

Να τι συνέβη -με τη σειρά που συνέβη- τα επόμενα δέκα λεπτά:

> Έβαλα το μαξιλάρι σε θέση μάχης.

> Έριξα κλεφτές ματιές στην πάντα απειλητική κουρτίνα.

> Ξεπάρκαρα την πίτσα πεπερόνι από την χάρτινη συσκευασία.

> Αναποδογύρισα το αναψυκτικό πάνω στην μοκέτα.

> Ανακάλυψα αυτοσχέδιες κρυψώνες στις πλάτες των φίλων μου.

Ξέρω πως είμαι αυστηρώς ακατάλληλος. Ειλικρινά τώρα. Εικόνες εξωπραγματικές, καταφανέστατα ψεύτικες που δείχνουν παιδιά να βασανίζονται από ένα πεινασμένο πνεύμα και ένα ολόκληρο σπίτι να χορεύει με το παράλογο. Ποιος σοβαρός έφηβος τρομοκρατείται στα αλήθεια με όλα αυτά;

Μην προτρέχετε. Δεν είχα φτάσει ακόμη στον Όλυμπο της προσωπικής μου κατάντιας. Έλειπε ένα στιγμιότυπο που με μετέτρεψε σε βασικό υποψήφιο για το Scary Movie 6. Έξυσα λοιπόν την κορυφή της κατάντιας μου όταν αντιλήφθηκα πως ακριβώς από πίσω, γέμιζε τον τοίχο του σαλονιού του Λουκά, ένας πίνακας ζωγραφικής. Κάθε φυσιολογικός άνθρωπος θα τον παρατηρούσε και θα συνέχιζε κανονικά την ζωή του. Όχι όμως εγώ. Φλερτάροντας με τα όρια της τρέλας, οραματίστηκα να ζωντανεύει μέσα στον πίνακα η εικόνα της κατάρας (αυτής που υποτίθεται πως θα εξολόθρευε η κοπέλα από την Ιαπωνία). Είχα αγγίξει τον πάτο.

Πίστευα για καιρό ότι εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα αποτελούσε μία κακή παρένθεση στην ήσυχη ζωή μου. Δεν ξέρω κατά πόσο ισχύει αυτό. Εκείνο όμως το καλοκαίρι ήθελα να αποδεχτώ πως εγώ και τα θρίλερ απλώς είμαστε σε διάσταση μέχρι να τα ξαναβρούμε. Το είχα ανάγκη. Το μόνο που ζητούσα ήταν να αποφύγω τους περιττούς μπελάδες. Τίποτα περισσότερο. Απλώς έπρεπε να επιμηκύνω το χρονικό διάστημα μέχρι να μου επιτρέψω να δω ξανά θρίλερ. Εγώ όμως έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου. Πραγματικά.

Κλειδώθηκα στην ασφάλεια της κωμωδίας -συγκεκριμένα στις καφρίλες του Will Ferrell, έμαθα να αποθεώνω ηθοποιούς όπως ο Τoni Servillo, χειροκρότησα σιωπηλά ταινίες όπως το ‘Μαζί ή Τίποτα’ του Φατίχ Ακίν και στην πορεία άρχισα να θεωρώ τον εαυτό μου θιασώτη του καλού σινεμά. Μέσα σε αυτό τον γοητευτικό κυκλώνα, έκανα και ένα ολέθριο λάθος. Ξέχασα να με τεστάρω.

8 ολόκληρα χρόνια απέφευγα σκόπιμα να έρθω αντιμέτωπος με την φοβία μου. Κακώς. Γιατί ακόμη και εάν επανερχόταν εκείνη η ασφυξία που μου είχε προκαλέσει εικονικές κρίσεις πνιγμού, έπρεπε να το διαχειριστώ. Έστω και εάν στις πρώτες μου απόπειρες χρειαζόταν να βουρκώσω από απογοήτευση. Το είχα πάρει απόφαση. Θα στεκόμουν στο ύψος μου. 1,72 παρακαλώ.

Πολλές φορές έχω φτιάξει στο μυαλό μου μία πρόχειρη λίστα με τους ανθρώπους που απολαμβάνω να βλέπω ταινίες και με τα πράγματα που θέλω να κάνουμε πριν, μετά και κατά την διάρκεια των βραδινών προβολών. Όταν όμως μιλάμε για θρίλερ, είναι εξωπραγματικά δύσκολο να κάνω ένα check δίπλα στο κουτάκι που αναγράφει το όνομα ενός φίλου μου ή μια ενδόμυχη επιθυμία μου. Δεν έχω όρεξη. Ούτε τόση δα. Να πάω δηλαδή σινεμά για να χαλαστώ; Σε καμία περίπτωση.

Οι όροι του ‘παιχνιδιού’ άλλαξαν την προηγούμενη Πέμπτη. Είχα υποσχεθεί στον Νίκο να πάμε σινεμά, υπό την προϋπόθεση πως θα διαλέξει εκείνος την ταινία. Ανάθεμα την ώρα και την στιγμή! Μέχρι να φτάσουμε στο ταμείο, δεν γνώριζα το είδος της ταινίας-έκπληξη. Το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό μου την στιγμή που κράτησα το εισιτήριο. Τα μεγάλα μαύρα γράμματα ξεχώριζαν και απομόνωναν τον τίτλο. ‘Διαδοχή’. Στην προκειμένη περίπτωση δεν αναφέρομαι σε ένα απλό θρίλερ, αλλά σε ΘΡΙΛΕΡΑΡΑ. Από εκείνες που έχουν την συνταγή να μου ανακατεύουν το στομάχι.

Φτάνοντας έξω από την αίθουσα, το σώμα μου είχε παγώσει και τα άκρα μου είχαν μουδιάσει. Τα συμπτώματα ήταν γνώριμα. Αρκετά γνώριμα για να προδιαγράψουν μία εξέλιξη που πριν από κάποια χρόνια με είχε πετάξει με δύναμη στον τοίχο.

 

Στο ξεκίνημά της, θεώρησα ότι είχαμε κάνει κάποιο λάθος. Δεν πρόσεξα τους οιωνούς μέσα στην ταινία και έπεσα στην παγίδα. Είχα παραπλανηθεί. Πίστεψα πως παρακολουθούσα δράμα. Η τακτική αντιμετώπισης (δεν κρύβομαι πίσω από καμία εφημερίδα) τροποποιήθηκε όταν το κεφάλι της μικρής πρωταγωνίστριας ‘προσγειώθηκε’ στην άσφαλτο ξεκομμένο από το σώμα. Ούρλιαξα περισσότερο και από την μητέρα της στην ταινία. Τότε, γύρισα προς τον φίλο μου και του ζήτησα να φύγουμε, πριν λιποθυμήσω. ”Μαλάκα όχι, κάτσε, λίγο ακόμα, λίγο”. Ούρλιαξα άλλες τρεις φορές, κρύφτηκα μισή ώρα πίσω από την εφημερίδα, αλλά έμεινα μέσα. Αυτή τη φορά δεν παραδόθηκα άνευ όρων στη φοβία.

Πλέον, είμαι ήρεμος για να προχωρήσω σε έναν προσωπικό απολογισμό. Συνειδητοποιώ λοιπόν πως το μικρόβιο της φοβίας μου για τα θρίλερ προϋπήρχε. Και βρίσκεται σε όλα εκείνα τα βράδια που παρακαλούσα τους γονείς μου να χαμηλώσουν τη φωνή στο ‘Φως στο Τούνελ’ και να αλλάξουν κανάλι ενώ έπαιζε η ‘Δέκατη Εντολή’. Στην αυθόρμητη προτροπή μου να επικεντρωθούμε συλλογικά σε κάτι αστείο και διασκεδαστικό. Ίσως για όλα αυτά να φταίει η εμμονή μου να γελάω από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μία εμμονή με καταβολές σε έναν από τους καλύτερους κωμικούς της Ευρώπης. Τον Ρομπέρτο Μπενίνι.

Παραμένω οπαδός του ‘La Vita E Bella’ και επιμένω να αυτοπροσδιορίζομαι ως γραφικός παίζοντας στα δάχτυλα το ‘Buongiorno principessa’.Ορθότερα, ως αυθεντικά γραφικός και αντικανονικά ευτυχισμένος, παρά τη δεύτερη κίτρινη που μου έβγαλε το Odeon πριν από λίγες μέρες. Συγχρόνως όμως, κατέληξα και σε μια χρυσή τομή όσον αφορά τα θρίλερ. Θα τα βλέπω μία στο τόσο. Ίσα-ίσα, για να παίρνω τη δόση μου. Μία δόση που συντηρεί τον μύθο μιας κάποιας γενναιότητας.