ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Πρώτη φορά στον ψυχίατρο

Πως η έλλειψη ύπνου και ένα γκομενικό μπορούν σε να στείλουν στον τρελογιατρό, να σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν θα σε μπαγλαρώσουν στο Δαφνί

Νεύρα κουρέλια, ζωή μπάχαλο και γελοίος αντρικός εγωισμόςα, αν σου κάτσουν και τα τρία μαζί, είναι φοβερός συνδυασμός. Από αυτούς που ή θα ζωστείς με δυναμίτη ή που θα καταλήξεις στον ψυχίατρο.

Γιατί εκεί, στον ψυχίατρο, δεν πας γιατί έχεις κάτι αλλά γιατί φταίνε τα πάντα. Οι συνθήκες. Όχι εσύ. Όλοι οι άλλοι. (Και ποτέ δεν λες “ψυχίατρος” όταν πρόκειται για σένα. Ακόμα και το “τρελογιατρός” είναι πιο ήπιος όρος).

 

Τρία χρόνια πριν

Νεύρα τσατάλια λοιπόν, ένα το κρατούμενο. Πριν πάω στον ψυχίατρο είχα χρόνια να κοιμηθώ μεσημέρι. Η τελευταία φορά ήταν μια Κυριακή, ντάλα μεσημέρι, καλοκαίρι στη Χαλκίδα, στο σπίτι φίλου, όπου η αδερφή του φίλου μου εκείνη τη μέρα έφευγε για Ινδία και νόμιζε ότι ήμουν ένας άλλος φίλος του φίλου, γι’ αυτό δε με ξύπνησε και τελικά έμεινα στο κρεβάτι μέχρι τις πέντε το απόγευμα. Στο Βενιζέλος πήγε μόνη της. Εκείνη τη μέρα φάγαμε ψάρι.

Θες κι άλλες λεπτομέρειες; Κανένα πρόβλημα. Οι φορές που κοιμήθηκα μεσημέρι εκείνα τα χρόνια ήταν μετρημένες στο ένα δάχτυλο.

Το πρόβλημα, βέβαια, δεν ήταν ο μεσημεριανός ύπνος. Ήταν ο ύπνος. Σκέτο. Τα τρία τελευταία χρόνια, πριν πάω για πρώτη φορά στον ψυχίατρο, δεν μπορούσα να κοιμηθώ με τίποτα πριν τις δύο τα ξημερώματα. Πέντε ώρες μάξιμουμ. Με τίποτα πάνω από τρεις καλές.

Το οχτώ ήταν θαύμα. Το δεκάωρο ήταν λέξη που δε συντασσόταν με τη λέξη ύπνος. Ούτε μετά από βδομάδες δουλειάς χωρίς ανάσες. Ούτε μετά από γυμναστήριο, ούτε τίποτα. Ακόμα και αργίες δεν μπορούσα να παλουκωθώ να ξεκουραστώ. Να χαλαρώσω λίγο.

Ούτε στις διακοπές. Ούτε μετά από σαββατιάτικες αλκοόλες που επίτηδες έγιναν παρασκευιάτικες μήπως δια μαγείας κοιμηθώ καλά ένα Σαββατοκύριακο και σπάσω το φαύλο κύκλο, ούτε αυτό το λυτρωτικό τεταρτάκι με το που γυρνάς από τη δουλειά και παίζει οικογενειακές ιστορίες στον Alpha.

Διάφορα περιστατικά, βέβαια, θα έπρεπε να με έχουν ταρακουνήσει. Εγώ όμως συνέχιζα απτόητος. Κοντά στο μπουμ μάλωνα με όλους, μπέρδευα τα λόγια μου, είχα “μαζέψει” τρία μηχανάκια σε τρεις εβδομάδες όταν είχα μηδέν σε πάνω από μια δεκαετία καθημερινής οδήγησης (έφταιγαν αλλά κι εγώ δεν τους είδα), και ένα βράδυ γυρνώντας από ένα γάμο βρέθηκα για δευτερόλεπτα στο πεζοδρόμιο. Χωρίς να είμαι πεζός.

Αλλά εγώ τίποτα. Είχα μείνει στις διαπιστώσεις. Εντάξει, νεύρα είναι, θα πάρουν πρωτοβουλία και θα περάσουν. Και στην κοσμάρα μου ήταν όλα τέλεια. Άντε λίγο λιγότερο από τέλεια.

Τρεις μήνες πριν

Όταν έγινε το μπαμ, η αφορμή ήταν προβλέψιμα γκομενική. Η δική της πλευρά ήταν τύπου “χωρίζουμε,” “θέλω χρόνο,” “σε έχω κερατώσει και σε χωρίζω για τον πρώην αλλά δεν πρόκειται ποτέ να το παραδεχτώ”, “σε κορόιδεψα όσο χρειάστηκε για να διαπραγματευτώ με τον πρώην μου αλλά ούτε κι αυτό θα το παραδεχτώ,” “κυρίως έλεγα ψέματα στο εαυτό μου τόσο καιρό,” “σε γάμησα, χο χο χο.”

Εντάξει χωρίς το “χο χο χο”. Αλλά υπήρχε ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα ώρες ώρες. Δεν ήταν μεγάλο αλά Joker στο Batman. Κάτι μπορούσες να δεις, όμως. Ειδικά εκεί που κρατιόταν να μην πει “κοίτα, δε σου χρωστάω τίποτα, ότι γουστάρω θα κάνω, και που κάθομαι και σου μιλάω τώρα χάρη σου κάνω.”

Δεν μπορούσε να το πει, όμως. Βλέπεις, έχοντας διαπιστώσει ότι “μαζεύω” μηχανάκια, ότι κάθομαι και πλακώνομαι για ηλίθια πράγματα, είχα πάρει κάποια μέτρα. Είχα μειώσει λίγο τις ώρες δουλειάς, είχα μειώσει τις επαφές με αυτό που εκείνη την εποχή ονόμαζα “τοξικά άτομα”, το καλοκαίρι πριν είχα πάρει για πρώτη φορά άδεια σαν άνθρωπος (περίπου δηλαδή) και είχα αποφασίσει να στρώσω λίγο τα προσωπικά μου.

Υποτίθεται ότι ήμουν σε φάση rebound.

Οπότε είχα προειδοποιήσει. “Κοίτα μην κάνεις καμιά μαλακία, τα νεύρα μου δε θα το αντέξουν.” “Για μένα προέχει να ηρεμήσω.” “Μπορούμε να το διαλύσουμε, δεν χρειάζεται να σφαχτούμε.” “Αν γίνει μαλακία, θα σφαχτούμε.”

 

Οπότε η δική μου πλευρά ήταν. “Δε σε πίεσε κανείς να πεις σ’ αγαπώ” “πήγες, γύρισες, ξαναπήγες, ξαναγύρισες, δηλαδή το γάμησες.” “Ας  το λεγες πιο νωρίς να κοιτάξω κι εγώ τον εαυτό μου.” “Ζήτα συγνώμη, όχι γιατί έκανες ότι έκανες, αλλά γιατί δεν τήρησες το fair play.” “Ζήτα συγνώμη.”

Καμία συγνώμη. Καμία απολύτως. Και κάπου εκεί είχαμε το μπουμ.

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες

Για τις μέρες που δεν κοιμήθηκα δεν χρειάζεται να πω πολλά. Ούτως ή άλλως δεν κοιμόμουν. Πως, όμως, να πας στη δουλειά όταν δεν έχεις κλείσει μάτι το βράδυ; Πως να πας στη δουλειά  όταν το μαλακισμένο το μυαλό έχει κολλήσει και προσπαθεί να επεξεργαστεί εκείνες τις ηλίθιες λεπτομέρειες του τι έγινε;

Όταν μου είπε ότι πήγαινε οδοντίατρο μήπως ήταν με τον πρώην;” “Πόσες ακριβώς φορές πήγε μαζί του;” “Στο ίδιο καναπέ;” “Αυτό το κουβερλί ήταν μήνες πάνω στον καναπέ χωρίς να πλυθεί.” “Όχι ρε γαμώτο και στο ίδιο κουβερλί.” Λες και έχει καμιά σημασία. Λες και πριν από μένα ήταν παρθένα.

Και φαινομενικά οι τρεις νύχτες δεν ήταν τίποτα δύσκολο. Δε σε παίρνει ο ύπνος στις δυόμιση τα ξημερώματα; Κανένα πρόβλημα, αράζεις μέχρι τις τέσσερις. Δε σε παίρνει ο ύπνος στις τέσσερις; Κανένα πρόβλημα, αράζεις μέχρι τις έξι. Δε σε παίρνει στις έξι; Κανένα πρόβλημα, κάνεις ένα μπάνιο και στις εφτά είσαι στη δουλειά.

Η πρωινή βάρδια σε κοιτάει περίεργα τύπου “εσύ εδώ;” τρως και μερικά στραβά βλέμματα για το πεθαμενατζίδικο χρώμα σου αλλά είναι μια φανταστικά αποτελεσματική στρατηγική. Ξεκινάς τη μέρα σου δύο ώρες πιο μπροστά, η ελπίδα στο μυαλό σου ότι θα γυρίσεις δύο ώρες νωρίτερα και θα κοιμηθείς είναι ζωντανή. Πραγματικά πετάς στα ουράνια.

Μέχρι που γυρνάς σπίτι και διαπιστώνεις ότι το μυαλό έχει κολλήσει για τα καλά. Η δουλειά ήταν ένα διάλειμμα. “Όταν εκείνη την Τετάρτη δεν κάναμε σεξ ήταν γιατί είχε τύψεις;” “Όταν εκείνη την Παρασκευή το κάναμε στις σκάλες της πολυκατοικίας σαν τα αδέσποτα ήταν γιατί ένιωθε ένοχη;” “Δεν ήθελε το δώρο που της αγόρασα για τα γενέθλια της επειδή με είχε κερατώσει ή γιατί θα με κεράτωνε δύο μέρες μετά;

Και κάπου εκεί μπαίνει το Sudoku. “Ωραία, βρήκα όλα τα 3άρια, πάμε στα 4άρια.” “Σε αυτό το τετράγωνο είναι η 9άρι ή 7άρι.” “Ωραία, κοντεύουμε.” “Γιατί μου το έκανε αυτό, εγώ της φέρθηκα τόσο καλά.” “Σε αυτή το τετράγωνο λείπει το 2, το 8 και το 6.” “Λες να με κεράτωσε και εκείνη την Κυριακή που ακύρωσε τη βόλτα μας;” “Γαμώ, το έλυσα.

Σκέφτεσαι. Και από κάτω σκέφτεσαι άλλα. Κάνεις ένα τσιγάρο, κάνεις ένα ακόμα, άλλο ένα, ξεχνάς να φας, κάνεις ένα ακόμα τσιγάρο, τρως μια μπουκιά και ένα ακόμα τσιγάρο μέχρι να βρωμοκοπήσεις και να πονέσει το κεφάλι. Και τότε αρχίζει το πανηγύρι. Γιατί με τα Sudoku και τις παπαριές έχει πάει δέκα και μετά ξεκινάει το πανηγύρι της επόμενης νύχτας.

Τέλος, πάντων, μπορώ να σου πω ότι μπορείς να κάνεις άπειρα πράγματα σε τρεις μέρες και τρεις νύχτες. O Χριστός πέρασε τρεις μέρες και τρεις νύχτες στο σταυρό -να μη γίνω και λίγο υπερβολικός;- άπραγος. Το ίδιο και ο Ιώνας στην κοιλιά του κήτους. Τα γατάκια.

Εγώ ανακάλυψα μια νέα παραλλαγή του Sudoku, πήγα πρώτη φορά για spinning (χάσιμο χρόνου αν με ρωτάς), ψώνισα ότι ρούχο δεν είχα ψωνίσει τα τελευταία χρόνια, πήγα για κούρεμα και πήγα σινεμά. Και βρήκα και πόσες φορές έφαγα κέρατο. Σίγουρα τρεις, κατά πάσα πιθανότητα τέσσερις.

Τρία τέταρτα πριν

Οι στιγμές πριν πας στον ψυχίατρο είναι ούτως ή άλλως ζόρικες. Τις σκέψεις που σε κατακλύζουν τις φαντάζεσαι. “Εγώ;” “Αυτή η καριόλα τα φταίει όλα.” “Πως έφτασα μέχρι εδώ, πως κατάντησα έτσι;” “Κι αν όντως έχω πρόβλημα;” “Κι αν πρέπει να πάρω φάρμακα;” “Θα μου σηκώνεται;

Ναι, γιατί αν έχεις εκείνο το μικρόβιο να κάνεις τα πάντα μόνος σου δεν πας στο γιατρό αδιάβαστος. Έχεις κάνει την προετοιμασία σου, για το τι μπορεί να έχεις, γιατί δεν κοιμάσαι, και βλέπεις ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τα φάρμακα (δεν τα λες ποτέ ψυχοφάρμακα) προκαλούν αντικούκου. Και μετά ξανασκέφτεσαι “πως κατάντησα έτσι;

Τώρα που το σκέφτομαι σε πιάνουν και άλλες σκέψεις πιο πρακτικές. “Πόσα θα μου πάρει;” “Κι αν χρειαστούν συνεδρίες σε βάθος χρόνου πόσο θα μου πάει το μαλλί;” “Για την καριόλα όλα αυτά;” “Και θα πρέπει να παίρνω άδεια από τη δουλειά;” “Τι θα πει η μάνα μου στα σόγια, θα καταλάβουν;” “Κι αν όντως έχω κάτι σοβαρό;” “Κι αν με μπαγλαρώσουν;” “Θα ξαναβρώ κάποιον να θέλει να είναι μαζί μου;” Αλλά οι άλλες είναι πιο έντονες.

Και τότε είναι που σκέφτεσαι “δεν μπορώ, μήπως τα χάνω, μήπως τρελαίνομαι;”

Τότε τρελαίνεσαι.

Τα τρία πρώτα λεπτά

Όλα αυτά φυσικά αποδεικνύονται παρονυχίδες μπροστά σε αυτό που αντιμετωπίζεις στο ιατρείο. Γιατί δεν νομίζω ότι το σκηνικό από ταινία των Κοέν (φωτό από Γούντι Αλεν εκδοχή του ίδιου πράγματος) ήταν επινόηση του δικού μου γιατρού, βάζω το χέρι στη φωτιά ότι έτσι είναι παντού.

Δερμάτινοι καναπέδες σε πολύ σκούρα απόχρωση του καφέ, ασορτί βιβλιοθήκες, πανάκριβα κρυστάλλινα βάζα, περσικά χαλιά. Με τόσο βαριά διακόσμηση δε υπάρχει αμφιβολία, κάτι σοβαρό θα σου συμβεί εκεί μέσα.

Δηλαδή, για να καταλάβεις, ακόμα και η βιβλιοθήκη δεν είχε περιοδικά ή βιβλία. Είχε τόμους  σαν αυτούς που βλέπεις πίσω από τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη όταν δίνει συνέντευξη από το γραφείο του προέδρου της Βουλής.

 

Πίστεψε με, σε αυτή τη φάση μυαλού που είσαι και με αυτό το σκηνικό και τα δύο μοιάζουν το ίδιο πιθανά.

Βέβαια εγώ είχα γιατρό έναν άνθρωπο που κάλλιστα θα μπορούσε να έχει παίξει σε ταινία των Κοέν (sorry doc). Η φάτσα του ήταν από αυτή που λες “αυτός είναι πιο τρελός από μένα” (η πρώτη φορά που χρησιμοποίησα τη λέξη εκείνη την περίοδο). Λιγνός έως και ξερακιανός, με μια πίπα στο στόμα, τα μαλλιά χωρισμένα χωρίστρα στη μέση και φράτζα αριστερά δεξιά.

Και επειδή δεν ήταν κάνα γατάκι ψυχίατρος, ήταν πιο ψαρωτικός και από εκπαιδευτής στα αμερικάνικα SEAL. Γιατί εκεί σε κοιτάνε ψαρωτικά αλλά μετά από λίγο το χάνουν. Αρχίζουν και φωνάζουν για τα πάντα, κοιτάνε επίμονα όλη την ώρα οπότε, αν ανήκεις στη ομάδα πληθυσμού πάνω από IQ 95, καταλαβαίνεις ότι το κάνουν για να το κάνουν.

Ο γιατρός φόβητρο, όμως, έχει τον τρόπο του να σου πάρει τον αέρα μία κι έξω. Να σου δείξει ποιος είναι το αφεντικό και ότι δεν έχει σε τίποτα να φωνάξει τους φιλαράκια του από το Δαφνί να σε μπαγλαρώσουν.

Μια τυπική χειραψία, βλοσυρό ύφος, μια “ακτινογραφία” πάνω ως κάτω, μια ψαρωτική ματιά κατευθείαν στα μάτια και τέλος. Ξεχνάς τα “αυτός είναι πιο τρελός από μένα,” και αποφασίζεις ότι καλύτερα να “συνεργαστείς”.

Τα τρία επόμενα τέταρτα

45 λεπτά κράτησε το νταβαντούρι. Εγώ μίλαγα, αυτός άκουγε. Για την ακρίβεια εγώ είχα επιδοθεί σε ένα άνευ προηγουμένου παραλήρημα, αυτός άκουγε. Εγώ μίλαγα με την ταχύτητα του φωτός, αυτός με μηδενική. Θα μπορούσες να πεις ότι μετά από το πρώτο τέταρτο βαριόταν. 

Γιατί, μάλλον, είχε ακούσει το στόρι άπειρες φορές. Δουλειά, στρες, άγχος, τσιγάρο, τοξικός περίγυρος… μπλα, μπλα, μπλα. Το μόνο που του έκανε εντύπωση θυμάμαι ήταν το “όχι” μου όταν με ρώτησε για ναρκωτικά και το “αρκετά” όταν με ρώτησε για σωματική άσκηση. Μόνο αυτό ίσως να μην κολλούσε στο πρότυπο.

Κατά τα άλλα η διάγνωση ήταν απλή. Γενική Αγχωτική Διαταραχή. Ήμουν ένα ακόμα θύμα του καπιταλισμού, των καταναλωτικών ονείρων, της χαμηλής ποιότητας ζωής στην πόλη, πιθανότατα των τόνων ακτινοβολίας που τρώω από τις διπλές οθόνες στη δουλειά (εδώ υπεισέρχονται και τα προβλήματα μνήμης).

Και κάποιων ιδιαιτεροτήτων της προσωπικότητας μου (η υπερβολική κριτική που ασκώ στους πάντες συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου), κάποιων ιδιαιτεροτήτων της ανατροφής μου και κάποιων ιδιαιτεροτήτων του lifestyle μου. Που, όμως, δεν του έδωσα τη δυνατότητα να σκαλίσει παραπάνω.

Τα τρία πρώτα χάπια

Η θεραπεία ήταν απλή όσο και θαυματουργή. Προσωρινά ένας συνδυασμός αντικαταθλιπτικών και ηρεμιστικών για να πάω επιτέλους για ύπνο. Η συνέχεια ήταν δική μου υπόθεση.

Ή κουλάρω, σταματάω να τρέχω και τέλος πάντων φροντίζω τον εαυτό μου με διαχείριση της κούρασης, με ένα σταθερό πρόγραμμα ζωής, εργασίας και άσκησης ή συνεχίζω μέχρι να ξαναγίνει το μπαμ.

Και συνέχισα μέχρι να ξαναγίνει μπαμ οπότε και βρέθηκα ξανά στο γραφείο του και να συζητάμε πάνω κάτω τα ίδια.

Γιατί τα φάρμακα ήταν μόνο το τσιρότο. Η πραγματική θεραπεία ήταν η ριζική αλλαγή τρόπου σκέψης και ζωής. Που εγώ, φυσικά, του ξέκοψα μαχαίρι.

Όταν του είπα για τα χρήματα μου είπε να με βάλει σε γκρουπάκι. Όταν του είπα ότι ούτως ή άλλως δεν έχω χρόνο (που ισχύει) τότε κατάλαβε ότι εγώ δεν πρόκειται να κουλάρω. Ότι προτιμώ να συνεχίσω με καλύτερη διαχείριση παρά να μπω στη διαδικασία να αλλάξω τρόπο σκέψης με ψυχοθεραπεία.

Και επειδή θα έχεις κουραστεί να διαβάζεις τα εσώψυχα μου -αν έχεις φτάσει μέχρι εδώ- θα σου πω και για τα φάρμακα στα γρήγορα. Τα φάρμακα σε κάνουν να θες να ξεράσεις. Νιώθεις αδυναμία, νιώθεις σκατά. Αλλά όταν πιάσουν είσαι ένας άλλος άνθρωπος.

Εγώ προσωπικά ποτέ δεν ένιωσα ποτέ πιο αισιόδοξος στη ζωή μου, κατάλαβα ότι πολλά πράγματα είναι απλά τριπάκια του μυαλού μου, αν θες. Κατάλαβα ότι το τέρας που πολεμούσα τόσα χρόνια ήταν απλά κάποια τσιπάκια που είχαν βραχυκυκλώσει.

 

Σχεδόν τρία χρόνια μετά

Σχεδόν τρία χρόνια μετά δεν έχει γίνει ξανά το μπαμ. Ή μάλλον έχει γίνει -με πιάνουν οι κρίσεις στρες- αλλά τις διαχειρίζομαι νωρίς.

Οπότε την έχω συγχωρήσει. Οπότε, σχεδόν, την ευχαριστώ. Θα τη θυμάμαι σαν τη θρυαλίδα της έκρηξης μου. Αυτή ήταν η αφορμή να μάθω να διαχειρίζομαι πλήρως τη μαλακία που με δέρνει. Και δε θέλω να ξανασυζητήσω γι’ αυτά.

Ακούς ψυχίατρέ μου;

Τι, μιλάω πολύ για το γκομενικό; Ε, αυτό σου λέω.

Σχόλια, διαφωνίες, προτάσεις στο @artemoo ή από κάτω