ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Πώς είναι να είσαι ο χειρότερος φίλος που ξέρεις

Ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας Φιλίας, ένας δημοσιογράφος του Oneman επιστρέφει τα "Χρόνια Πολλά!", γιατί δεν τα αξίζει και τόσο.

Αυτό το κείμενο γράφεται με το μυαλό στους τρεις κολλητούς που μεγαλώσαμε μαζί, τον Δημήτρη, τον Μιχάλη και τον Ιωσήφ. Είναι ένα κείμενο που αφορά πρωτίστως αυτούς εξ όλων των φίλων  μου (καλά, δεν είναι πολλοί, δεν χρειάζονται καν δύο χέρια για να τους μετρήσεις), αλλά που με έναν τρόπο, είμαι σχεδόν βέβαιος, θα καθρεφτίσει κομμάτια αρκετών από αυτούς που θα το διαβάσουν.

(Καλά που υπάρχει το Oneman, σκέφτομαι συχνά τα τελευταία χρόνια, για να λουστράρω κάπως τις μαλακίες του παρελθόντος μου).

Δεν είχα ποτέ ήχο κλήσης στο κινητό μου. Ποτέ, ούτε μια φορά στα 17 χρόνια που έχω κινητό. Ένας λόγος -ο λόγος τουλάχιστον τον οποίο μετέρχομαι όταν με ρωτάνε γιατί το έχω πάντα στο αθόρυβο- είναι ότι ντρέπομαι. Δεν είναι καθόλου άνετο για μένα το να λείπω από εκεί που χτυπάει το κινητό μου φερ’ ειπείν με το ‘Afterlife’ των Arcade Fire (όχι τυχαίο παράδειγμα, αυτό είναι το ξυπνητήρι μου) και να γυρνάνε δεκαπέντε κεφάλια στο ρυθμό του “ποιανού μαλάκα είναι και δεν το σηκώνει”, ή ακόμα χειρότερα του “άκου τι έβαλε ο άλλος για ήχο κλήσης”. Ντρέπομαι. Ένας άλλος λόγος, αυτός που θα βαφτίσουμε ντόμπρο, είναι ότι δεν σηκώνω ποτέ το κινητό όταν με παίρνει κάποιος. Το κοιτάω στα μάτια μέχρι να σταματήσει. Λες και πνίγω κάποιον με τα χέρια κρατώντας του το κεφάλι κάτω από το νερό. Το κοιτάζω στα μάτια μέχρι να σταματήσει να κουνιέται.

Η αλλόκοτη στάση μου με τον ήχο του κινητού συνοψίζει την κακή, λίγη, και επίσης αλλόκοτη στάση μου με τους κολλητούς μου από το σχολείο, μετά το σχολείο. Σημειώνω αυτή τη γραμμή στο χρόνο, γιατί πριν το τέλος του σχολείου, για γνωστούς και άγνωστους, για ενδιαφέροντες και αδιάφορους λόγους, έδινα ισόποσα στους φίλους μου όσα έπαιρνα από αυτούς.

Αμέσως μόλις το κινητό σταματήσει να σπαρταρά, βρίσκω μια καλή δικαιολογία στην περίπτωση που στριμωχτώ και πρέπει να εξηγήσω γιατί δεν το σήκωνα. Ύστερα, κάνω την αγαπημένη μου σκέψη: ότι, σιγά, δεν τους είμαι και τόσο απαραίτητος. Σε δέκα λεπτά δεν θα θυμούνται ότι δεν το σήκωσα, δεν θα θυμούνται ότι με πήραν. Θα ζήσουν και χωρίς να με ακούσουν στο τηλέφωνο. Και πράγματι, κάθε πρόταση αυτής της παραγράφου είναι αλήθεια. Αυτό που χωλαίνει στο συγκεκριμένο σκεπτικό, αυτό που το ρίχνει στο βαρέλι με τη φωτιά, είναι η εντύπωση ότι η σχέση με τους φίλους μου είναι μια υποχρέωση, από εδώ ο γκισές, χαρτάκι θα βγάλετε εκεί που κάθεται η κυρία με τα γυαλιά.

Στις σχέσεις με τους κολλητούς μας, όλα είναι δεδομένα και τίποτα δεν είναι δεδομένο. Εγώ, γυρεύοντας τον μέγιστο δυνατό χρόνο για να ταΐσω τον εθισμό μου, τη μοναξιά και βασικότερα, το πόσο δεν άντεχα τον εαυτό μου -ειδικά δίπλα σε ανθρώπους που με μυρίζονταν από χιλιόμετρα- έφτιαξα τη σχέση μας στο μυαλό μου σαν υποχρέωση. Και, μεταξύ μας, την κρατάω έτσι μέχρι και τώρα. Γιατί παραδοσιακά βάζω λάθος προτεραιότητες στα προσωπικά μου. (Αλλά αυτά είναι δικαιολογίες. Κανένας λόγος δεν είναι αρκετά σοβαρός για να χαθείς με τους κολλητούς σου. Πρακτικά και θεωρητικά, είσαι αδικαιολόγητος. Είμαι).

Τα πρώτα νερά άρχισα να τα κάνω σύντομα μετά το σχολείο. Τις περισσότερες μέρες της βδομάδας, οι φίλοι ήταν κάτι που απέφευγα και τις λιγότερες κάτι που αποζητούσα. Και ξέρεις, υπάρχει ένας μικρός, διακριτικός θόρυβος στην απογοήτευση που προκαλείς στους φίλους σου, όταν δεν είσαι εκεί. Στην αρχή δεν τον άκουγα, το αυτί μου δεν ήταν μαθημένο κι εγώ ρέμβαζα απαθής.

Μπορεί να ήμουν εκεί (ή περίπου εκεί) σε γενέθλια, γιορτές και σημαίνουσες ημερομηνίες, όπως οι μέρες που έρχεται από τα ξένα ή οι μέρες που φεύγει ο Μιχάλης που δουλεύει καμιά δεκαετία πια στην Ελβετία, αλλά δεν ήμουν εκεί σε όλα τα υπόλοιπα. Στα σημαντικά δηλαδή. Στα μικρά, σε όλα αυτά τα χαζά και inside που χτίζουν φιλίες και σχέσεις ζωής. Στο γκρουπάκι που έχουμε στο Facebook, αποφεύγω ακόμα να διαβάσω τους πάκους από τσατ καυλάντας για να μη δουν ότι τα είδα και μου πουν “ρε μαλάκα Ηλία, πού είσαι χαμένος πάλι;”. Κι αυτό το ‘πάλι’ είναι μαχαιριά. Και τη μπήγει συνήθως ο Ιωσήφ. Αλλά είναι και μια δίκαιη υπενθύμιση για όλες τις απουσίες μου. Κι ας προσπαθώ τα τελευταία λίγα χρόνια (με επιεικώς μέτρια αποτελέσματα) να ισοφαρίσω τον χαμένο χρόνο.

(οι φίλοι μου, στην προσπάθεια να καταλάβουν γιατί δεν τους παίρνω ποτέ τηλέφωνο)

Καμιά φορά, για να γλιτώσω το αυτομαστίγωμα που παρεμπιπτόντως βρίσκω μια χαρά καθαρτικό και όχι ψυχολογικάντικα απόνερα ανασφάλειας όπως μερικοί αυθαίρετοι γιωσαφάτ του κύκλου μας, βγάζω απ’ το συρτάρι κάτι πολυκαιρισμένες δικαιολογίες. “Αν έμενα ακόμα στην Ηλιούπολη…”, “αν δεν δούλευα όλη μέρα…”, “αν είναι η αγάπη αμαρτία…”. Το κόλπο δεν πιάνει πια. Παραμένω κακός, ή το λιγότερο ανεπαρκής, φίλος.

Ευτυχώς βέβαια, μέσα στα αυτονόητα μιας σχέσης κολλητών είναι ότι δεν μετράς εμφανίσεις. Δεν είναι το transfermarkt εδώ. Και ότι δεν κρατάς μούτρα. Θα γκρινιάξεις (γκρινιάζουν), θα κράξεις (με κράζουν λέει…) αλλά τη μία φορά που θα βρεθείτε μετά βαΐων και κλάδων, θα είναι σαν να τα λέγατε χτες. Και προχτές. Και κάθε μέρα από τις προηγούμενες εκατό που έκανες να τους δεις.

Αυτό συμβαίνει όταν βρίσκομαι ξανά στο ίδιο σαλόνι με τον Δημήτρη, τον Ιωσήφ και τον Μιχάλη. Αυτό και ο αυτόματος κεραυνός που χτυπάει στο μυαλό μου από το πρώτο λεπτό κι αναρωτιέται “ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΑ ΛΕΤΕ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ; ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΤΥΠΟΙ ΣΕ ΞΕΡΟΥΝ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΑΠΟ ΟΠΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ”.

Παρά τις διακεκομμένες -εξαιτίας της ασυνέπειάς μου- επαφές μας, κανείς, μα κανείς, δεν μ’ έχει διαμορφώσει περισσότερο ως άνθρωπο απ’ ό,τι οι κολλητοί μου. Και οι συγκεκριμένοι τρεις και αυτοί που έκανα μετά το σχολείο, ο συγκάτοικος και αδελφός μου πια Γιώργος (με τα επίσης δύο δις παράπονα από εμένα), ο Χρήστος με τον οποίο ξενύχτησα όσες φορές δεν ξενύχτησα με όλους τους άλλους μαζί και οι τρεις κολλητοί μου από το ΑΛΦΑ, με τους οποίους (ελπίζω ότι) αγαπιόμαστε πια εξ αποστάσεως.

Μπορεί να μην έχω μάθει να είμαι εκεί όσο συχνά θα έπρεπε, αλλά αφενός έχω την στοιχειώδη τιμιότητα να μην απαιτώ τίποτα από τους φίλους μου και αφετέρου εκτιμώ στ’ αλήθεια όσο τίποτα όσα μου έχουν χαρίσει. Όχι ότι τώρα έκανα κάτι φοβερό μ’ αυτό το κείμενο. Στα λόγια άλλωστε, είμαι σταθερά καλύτερος απ’ ό,τι στις πράξεις. Τουλάχιστον τους δίνω άλλο ένα πάτημα για να με ξυπνάνε όταν χάνομαι στα δικά μου.

Και ναι, πάντα θα προσπαθώ να γίνομαι λίγο καλύτερος φίλος. Κάθε μέρα. Όσο μπορώ και όσο δεν με καταπίνει το ζόρικο ‘κάθε μέρα’ μου. Το δικό τους ‘κάθε μέρα’ δεν είναι λιγότερο ζόρικο εξάλλου.

Θα ξεκινήσω το ‘συμμάζεμα’ τώρα τηλεφωνώντας στον Ιωσήφ για τα γενέθλιά του. Ελπίζω μόνο να μην το έχει στο αθόρυβο. Δεν τους καταλαβαίνω αυτούς τους τύπους που δεν ακούνε το κινητό τους…