ΚΑΡΙΕΡΑ

Παιδιά, δεν ξέρω, εγώ την κόρη του περιπτερά ψάχνω

Ένας συντάκτης -αυτός που έφτιαξε και τα σουβλάκια- πήρε τη θέση του μέσα στο περίπτερο για να εξυπηρετήσει (και όχι για να εξαφανίσει τελικά την πραμάτεια).

Θα ξεκινήσω με κάτι που ξέραμε από πριν, αλλά ήρθε να επιβεβαιωθεί πανηγυρικά εκείνο το πρωί Τρίτης που πήρα τη θέση μου στο περίπτερο του Σάκη. Είμαι ο πλέον ακατάλληλος τύπος ανθρώπου για να κάνει αυτή τη δουλειά, πολύ απλά γιατί είναι σίγουρα θα φάω περισσότερα προϊόντα από αυτά που θα πουλήσω. Τους τα ‘λεγα εγώ, αλλά δεν με άκουγαν.

Ελπίζω ότι ήταν απασχολημένοι με αυτό:

(φοβερός, ενωτικός Μπίγαλης)

Εδώ δεν είχα να παλέψω με τη φωτιά και τις ‘ευγενικές’ παρατηρήσεις του κυρίου Λευτέρη ούτε να φτιάξω πιτόγυρα με τα μάτια. Εδώ δεν είχα να παλέψω με τίποτα. Αντίθετα, τα δρακουλίνια, οι σοκολάτες και το ψυγείο είχαν να παλέψουν με μένα.

(η μάχη άρχισε νωρίς)

Ο Σάκης, ο άνθρωπος πίσω απ’ το περίπτερο ακριβώς έξω από το μετρό της Ηλιούπολης, είναι ένας άνθρωπος με υπομονή. Γενικά, το πρώτο που θα καταλάβεις μπαίνοντας στο περίπτερο και κλείνοντας το μικρό πορτάκι πίσω σου είναι αυτό το συναίσθημα του ‘ώωωωωωωωωωπα, κάτσαμε (και τώρα πώς θα περάσει η ώρα;)’.

Φαντάζομαι πως αν έχεις περίπτερο στην πλατεία Δαβάκη δεν θα προλαβαίνεις να μετράς και να δίνεις τα ρέστα, αλλά απ’ το ‘δικό μου’ περίπτερο, η Δαβάκη ήταν κάνα 40λεπτο και τρία διαφορετικά μέσα μακριά. Στην Ηλιούπολη, είμαστε πιο ξέγνοιαστοι τύποι. Και πιο ωραίοι.

(κορίτσια, ο Σάκης)

Αφού το αφεντικό μού έδειξε τα βασικά (δηλαδή πώς ανοίγει το air-condition και ποιος είναι ο κωδικός για το wi-fi που τσιμπάμε από τον γείτονα), μου ξέφυγε ένα παιδαριώδες ‘αχάαα’ βλέποντας ότι στα ράφια κάτω από τα τσιγάρα, είχε σημειωμένες τις τιμές.

 

Πριν με αφήσει μόνο, το αφεντικό με έβαλε να γεμίσω το ψυγείο με χυμούς και τσάγια (αν είχα μεγαλύτερες τσέπες, θα χωρούσα 2-3 για τις δύσκολες ώρες μπροστά μου) και να φτιάξω την ντάνα με τα σταυρόλεξα. Εκεί σταμάτησε ο χρόνος. Εκεί δάκρυσε το είναι μου.

 

Την τελευταία φορά που έπιανα τον ‘Γρίφο’ στο χέρια μου, υπήρχε ακόμη η ΕΡΤ, το έπος του ’87 ήταν φρέσκο ακόμα και δεν είχα αλλάξει ακόμα τα τελευταία μου δόντια. Και προς Θεού, κανένας δεν ήξερε τον Ludovico Einaudi που φιγουράρει τώρα στα εξώφυλλα.

 

Μετά από αυτό το emo, νοσταλγικό διάλειμμα, ο Σάκης πήγε να χαρεί το απρόσμενο ρεπό του και εγώ έκλεισα στα σοβαρά το μικρό μαύρο πορτάκι πίσω μου. Κάπου σε ένα συρτάρι υπήρχαν διάφοροι ατέλειωτοι κατάλογοι με τις τιμές όλων των προϊόντων και δύο λίστες σαν ψηφοδέλτια με τις παραλαβές και τις επιστροφές του ημερήσιου Τύπου και των περιοδικών. Ευτυχώς, το πάρε-δώσε είχε γίνει ήδη όταν έπιανα δουλειά.

Στα υπόλοιπα θεωρητικά που είχα μάθει ως τώρα ήταν ότι μας συμφέρει να πουλάμε παγωτά, σοκολάτες, αναψυκτικά γιατί έχουμε μεγαλύτερο συντελεστή κέρδους και ότι από τα τσιγάρα και τις κάρτες κινητής παίρνουμε αυτό που καταλαβαίνεις αλλά δεν είναι κομψό να γράψω εδώ πέρα.

(τι άλλα εσείς;)

Αφού άλλαξα τέσσερις φορές τον τρόπο που καθόμουν στο καρεκλάκι-νάνος για να είμαι σίγουρος ότι φαίνομαι στους απέξω, άρχισα να εργάζομαι. Μπήκα στο ΟΝΕΜΑΝ να δω τι ανεβάζουν τα παιδιά από το γραφείο, άνοιξα το Facebook (για δουλειά, για δουλειά), έβαλα λίγο μουσική, την έκλεισα γιατί δεν με άφηνε να συγκεντρωθώ, κοίταξα λίγο την πραμάτεια μου, άρχισα να κάνω τεστ αντιστοίχησης τιμής και προϊόντος και κάπου εκεί ήρθε ο πρώτος μου πελάτης.

(αυτός ήταν ο δεύτερος παιδιά, κορίτσια ο Μπάμπης)

Καφενειακός παππούς, στο όριο των 75, με το κλασικό γκρίζο κοστούμι που ήταν τρέντι στα 70s, όχι σταθερός πελάτης αφού δεν εξεπλάγη από την καινούργια μούρη στο κουβούκλιο, σχεδόν τον χειροκρότησα όταν διάλεξε τη μεγάλη μπλε σοκολάτα υγείας. Ήθελα να βγω έξω για χειραψία. Κάποιοι πρέπει να κρατάμε ψηλά το λάβαρο των αξιών.

Αφού ευθυμήσαμε, να πω κάτι σοβαρό με ανθρωπολογικές προεκτάσεις. Τις πρώτες φορές που πούλησα κάτι σαν περιπτεράς, ένιωθα λίγο (πολύ) ‘έμπορος που πουλάει την πραμάτεια του’. Μόνο ‘πάρε, πάρε’ δεν φώναζα. Αυτό είναι ένα θέμα. Εγώ δεν είμαι για τέτοια.

 

Μετά τον φίλο μου καφενειακό παππού, άρχισαν οι πρώτες λιγούρες. Ξέρω ότι δεν θα μπορούσα να ξαναδουλέψω ποτέ στο περιπτερο του Σάκη, γιατί δεν είχε ζελεδάκια. Καλύτερα να τον κερνούσα 4-5 μεροκάματα, παρά να μου το κάνει αυτό. Υπάρχει το ενδεχόμενο να είχε διαβάσει την ανάλυσή μου και να τα εξαφάνισε απλά για εκείνη τη μέρα, οπότε θα τον συγχαρώ για το επιχειρηματικό του πλάνο.

 

(εδώ, βάζω αμίτες με περισσή τέχνη στο ψυγείο)

Χτύπησα κατευθείαν στα δρακουλίνια. Ήταν θέμα χρόνου (να μην μείνει πακέτο προς πώληση).

 

Είχα παρατήσει το κινητό σε ένα συρτάρι και μετά από δώδεκα κείμενα ΟΝΕΜΑΝ, έξι πελάτες και δυο εξόδους από το κουβούκλιο, ήθελα να πιστεύω ότι έχω σκοτώσει αρκετή ώρα. Είχα σκοτώσει 45 λεπτά. Καμία ελπίδα στην πιο μοναχική δουλειά του διαστήματος. Πόσο και πόσα να έτρωγα πια; Έπρεπε να παραδώσω κι ένα ταμείο.

Εκτός από αυτό, είχα να παραδώσω 435 επιπλέον λεπτά πνεύματος, σκέψεων, βαρεμάρας, χαζολογήματος με πελάτες (τέλεια ρε που πέρασαν μόνο τρία κορίτσια στο 8ωρο -τα δύο δεν πήραν τίποτα-), τηλεφωνημάτων, κακού ίντερνετ (ο γείτονας μάς πήρε χαμπάρι) και ακατάσχετων θερμίδων. Εντάξει, το τελευταίο μου χρειαζόταν.

Την ένιωσα μια ελευθερία μόλις σχόλασα, να το πούμε κι αυτό. Θυμήθηκα τη φορά που μας είχαν μπουζουριάσει στο Α.Τ. Αμπελοκήπων με έναν φωτογράφο επειδή κάναμε ένα θέμα έξω από τη ΓΑΔΑ. Βασικά θυμήθηκα την ώρα που μας άφησαν.

(άσχετο, αλλά “τι τους κάνεις ρε Χατζηιωάννου με τις φωτογραφίες σου…”)

ΥΓ. Ούτε μία, ούτε δύο, αλλά έξι φορές σκέφτηκα εκείνο το περίπτερο που ρούφηξε η Πανεπιστημίου. Τις τέσσερις βγήκα έξω να τακτοποιήσω τα κρουασάν.

ΥΓ2. Εννοείται ότι είχα το νου μου για τυχόν ελαφροχέρηδες. Σάκη, ελπίζω να το διαβάζεις όλο αυτό. Τα τίμησα τα σακουλάκια που εξαφάνισα.