ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Μια συνέντευξη με τη μαμά μου

Τι συμβαίνει όταν καλείς στην εκπομπή σου στο ραδιόφωνο τον άνθρωπο που σε ξέρει καλύτερα κι από σένα;

Από τον Μάιο του ’17, έχω μια εβδομαδιαία εκπομπή στο Ραδιόφωνο 24/7. Η εκπομπή λέγεται Rec, παίζεται κάθε Σάββατο στις 12 το μεσημέρι και ουσιαστικά αποτελεί μια ωριαία συνέντευξη με καλεσμένους από όλο το φάσμα. Από το στούντιο έχουν περάσει μουσικοί, συγγραφείς, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, αθλητές, ενώ πάντα υπήρχε η σκέψη και η θέληση από τον Κώστα (Αρβανίτη), τη Μαργαρίτα (Μυτιληναίου) και εμένα για συνεντεύξεις με ανθρώπους που δεν ανεβαίνουν σε βάθρα και σκηνές ούτε τους χαιρετάνε άγνωστοι στο δρόμο, αλλά έχουν τουλάχιστον μια καλή ιστορία να διηγηθούν. Αναφέρομαι δηλαδή πρακτικά στο σύνολο της ανθρωπότητας.

Πριν από δύο εβδομάδες, μια ανάσα από το σπουδαίο νούμερο 22 που δίπλα στη λέξη ‘Δεκέμβρη’ θα σήμαινε ένα διάλειμμα για το οποίο πλήρωνα όσο όσο, είχα ήδη γράψει δύο Rec για τα Σάββατα των γιορτών και το μυαλό μου απασχολούσε απαλά, καθόλου απειλητικά, η σκέψη για τον πρώτο καλεσμένο του ’18.

Και τότε το τηλέφωνο χτύπησε.

Η Μαργαρίτα με είχε βάλει σε ανοιχτή ακρόαση από το γραφείο του Κώστα -δεν τα πάω καλά με την ανοιχτή ακρόαση, νιώθω ότι είμαι ξεβράκωτος σε ένα δωμάτιο με αγνώστους που με χλευάζουν, ενώ αγνοώ πόσοι είναι και πού βρίσκονται- και οι δυο τους με ρωτούσαν τι έχω ετοιμάσει για τις γιορτές. Πριν προλάβω να απαντήσω, με διέκοψαν και μου πρότειναν να κάνουμε κάτι ανατρεπτικό. Πριν προλάβω να σκεφτώ κάτι ανατρεπτικό, με ξαναδιέκοψαν και μου παρήγγειλαν να γράψω ένα Rec με τη μαμά μου. “Για τις 23 Δεκέμβρη”. “Και τα γραμμένα τα βάζεις του χρόνου”.

Πριν από οτιδήποτε άλλο (ωραία, ανατρεπτική, ρηξικέλευθη), η ιδέα μου φάνηκε αγχωτική. Ήταν μια αποστολή με τρεις πίστες δυσκολίας.

Η πρώτη πίστα ήταν να την πείσω να έρθει. Την ώρα που το ραδιόφωνο έστελνε το εορταστικό του πρόγραμμα με μέιλ σε ένα σκασμό bcc, ανακοινώνοντας ότι το Rec της 23ης Δεκέμβρη θα έχει ως καλεσμένο τη μητέρα μου, δεν την είχα πάρει καν τηλέφωνο. Ήμουν απόλυτα σίγουρος για όλες τις διακυμάνσεις της συνομιλίας. Στην αρχή θα μου έλεγε “δεν είσαι με τα καλά σου”, “όχι Ηλία μου, τι να έρθω να πω εγώ;”, μετά θα επέμενα, θα της έλεγα ότι η ιδέα είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από αγχωτική, εκείνη θα ξεφύσαγε, θα μαλάκωνε αλλά θα αντιστεκόταν άλλο λίγο, “πού να έρθω εγώ καρδούλα μου, βαστάνε νομίζεις τα πόδια μου;” και “ποιος θα κρατήσει τα μικρά;” (σ.σ. τα ανίψια μου), αλλά θα επέμενα κι άλλο, θα έκανα ματ με το άχαστο “έλα, κάν’ το για μένα” και στο τέλος θα έλεγε “εντάξει, αλλά πες μου τι θα με ρωτήσεις, μη ρωτάς και δεν ξέρω τι να πω”. Και το τηλεφώνημα κύλησε πράγματι ακριβώς έτσι. Το μόνο που δεν είχα προβλέψει είναι ότι κλείνοντας το τηλέφωνο θα με έλεγε ‘δήμιο’.

Η μητέρα μου, Μαργαρίτα και αυτή, Ρίτα τη φωνάζουμε, είναι 67 ετών, βγαίνει από το σπίτι μόνο για τα απαραίτητα ψώνια και σίγουρα δε συχνάζει σε ραδιόφωνα. Χόμπι δεν έχει πολλά, αλλά το αγαπημένο της είναι το να πέφτει και να σπάει τα μούτρα της. Ζαλίζεται, σκοντάφτει, δεν κοιτάζει μπροστά της, φοράει επικίνδυνα παπούτσια. Έχει πέσει με κάθε τρόπο και με πληθώρα από συνέπειες. Μια φορά έσπασε τον δεξιό της αγκώνα, μια άλλη κουτούλησε σε σίδερο που εξείχε από μια καρότσα φορτηγού και ήταν τάβλα στον καναπέ για έναν μήνα και στο προσωπικό της ρεκόρ, κατάφερε να πέσει ανάσκελα στις κυλιόμενες του μετρό, τρία σκαλιά πριν το τέλος, ενώ ακριβώς μπροστά από τις σκάλες, την περίμενα εγώ για ένα τουρ σε νοσοκομεία του κέντρου, με ξεκάθαρη αποστολή να μη μου πέσει πουθενά στη διαδρομή. Όπως γίνεται αντιληπτό, η δεύτερη πίστα δυσκολίας ήταν να την παραλάβω και να την επιστρέψω σώα στο πατρικό μου. Μετά το μυθικό φιάσκο της τελευταίας φοράς που επιχείρησα κάτι τέτοιο, η δεύτερη πίστα παίρνει υψηλότερο βαθμό δυσκολίας από την πρώτη.

Δεν θα άντεχα, δεν αντέχω να ξαναδώ τη μητέρα μου να πέφτει. Παρ’ όλ’ αυτά, υπήρχε ακόμα πιο δύσκολη πίστα σε όλο αυτό, η τρίτη, η πίστα της ίδιας της συνέντευξης.

Τι ρωτάς τη μητέρα σου στον αέρα μιας ραδιοφωνικής εκπομπής; Και πες, ΟΚ, έχεις γράψει 20-25 Rec, όποιος ακούει την εκπομπή έχει ενδεχομένως εντοπίσει κάποια προσωπικά στοιχεία ή, τέλος πάντων, νιώθει με το παραγόμενο αποτέλεσμα αρκετά οικεία ώστε να μην του κλωτσήσει το γεγονός ότι ο παραγωγός έφερε τη μαμά του για συνέντευξη. Αλλά το ερώτημα επιμένει αταλάντευτο. Τι ρωτάς τη μητέρα σου στον αέρα μιας εκπομπής;

Σημείωσα μερικές από τις πιο σημαντικές ιστορίες της ζωής της σε ένα χαρτί. Θα ήθελα η κουβέντα να μας φέρει σε αυτές. Έχει μια συγκλονιστική ιστορία η μητέρα μου, ενδεικτική της σκληράδας της γιαγιάς μου και του ξύλου με το οποίο τη μεγάλωσε (και προς τιμήν της, δεν διανοήθηκε να (μετα)φορτώσει στα παιδιά της, σ’ εμάς). Μια φορά που η μητέρα μου άργησε να γυρίσει σπίτι, η γιαγιά μου την κρέμασε από ένα δέντρο και άρχισε να τη χτυπάει με ένα κλαδί γεμάτο αγκάθια. Επιπλέον, σε σαφώς πιο ευχάριστο τόνο, υπάρχει και η ιστορία της γνωριμίας της με τον μπαμπά μου. Αλλά πώς φτάνεις μέχρι εκεί; Τι λες; “Καλησπέρα μαμά, ευχαριστώ που ήρθες, τι φαγητό μαγείρεψες σήμερα”; Ποιος ακροατής νοιάζεται για τέτοιες λεπτομέρειες;

Γκούγκλαρα λοιπόν. Γκούγκλαρα και βρήκα λίστες με πράγματα που θα είχε πλάκα να ρωτήσεις τη μαμά σου. Και κράτησα ένα δύο. Μες στο άγχος μου ας πούμε, δεν είχα σκεφτεί την τέλεια ερώτηση “σε τι σου έχω μοιάσει πολύ και σε τι καθόλου”. Έφτιαξα μια λίστα περισσότερο με κατευθύνσεις παρά με ερωτήσεις (άλλωστε, κάθε Rec παίρνει το δρόμο του και ακυρώνει σαδιστικά -αλλά και δίκαια- κάθε είδους προετοιμασία), πήρα τηλέφωνο τη Ρίτα για να της δώσω μια εικόνα. Με είπε πάλι ‘δήμιο’, αλλά αυτή τη φορά δεν γέλασα μόνο εγώ.

Το βράδυ πριν τη συνέντευξη δεν κοιμήθηκα. Και όσο δεν κοιμόμουν, σκεφτόμουν ποιο άλλο πρόσωπο θα μπορούσε να με αγχώσει τόσο ενόψει μιας συνέντευξης. Πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που ξενύχτησα πριν από μία συνέντευξη. Δούλευα ακόμη στο MAX και είχα να κάνω με κορίτσια που στην καλύτερη ζητούσαν να γράψω μόνος μου τη συνέντευξη γιατί “έλα, έλα, ξέρεις εσύ τι θα γράψεις” (!) και στη χειρότερη με αντιμετώπιζαν με αποστροφή (ή σαν αόρατο) καθότι έτη φωτός μακριά από το πρότυπο του άντρα για τον οποίο θα χαλούσαν λίγο σάλιο. Μετά το πέρας αυτών των τραυματικών εμπειριών, δεν έτυχε να αγχωθώ για μια συνέντευξη. Μέχρι το Rec με τη μητέρα μου.

Υπήρχαν ένα εκατομμύριο πράγματα που θα μπορούσαν να πάνε στραβά. Το πιο σημαντικό; Να συμβεί ή να ειπωθεί κάτι που θα την έκανε να νιώσει ακόμα πιο άβολα σε ένα περιβάλλον εντελώς έξω απ’ τα νερά της. Το ρεαλιστικό πιο πιθανό; Να βγει μια εκπομπή μιέχ, που δεν αφορά κανέναν και χάνεται κάπου ανάμεσα στο άγχος του γιου και την αμηχανία της μάνας. Όπως συμβαίνει κάθε φορά που κάτι κερδίζει το μυαλό μου, περιμένω να γίνει μέρα και να σηκωθώ από το κρεβάτι. Όρθιος, μπορείς να αποκρούσεις τα πάντα. Ή τουλάχιστον, έχεις την ευκαιρία σου. Παραδόξως, αυτό είναι κάτι που έχω μάθει από τη γυναίκα που σωριάζεται για πρωινό.

Για την ιστορία, ο στόχος της ασφαλούς μετακίνησης επετεύχθη. Για την επίτευξή του, επιστρατεύτηκε και το ηρωικό κορίτσι μου, που έβαλε το αυτοκίνητο και την ψυχολογική υποστήριξη. Μετά το τέλος της ηχογράφησης, έκανα με σπριντ την απόσταση γραφείο-μετρό Συγγρού-Φιξ-μετρό Ηλιούπολη-μετρό Συγγρού-Φιξ-γραφείο, αλλά τουλάχιστον βεβαιώθηκα ότι μπήκε στο σπίτι με μηδέν πτώσεις στο ενεργητικό της.

Το κατά πόσο περάσαμε και την πίστα καθεαυτής της εκπομπής είναι κάτι που μπορεί να κρίνει ο καθένας ακούγοντας το ηχητικό. Αν με ρωτάτε πάντως, το Rec με τη μαμά μου είναι κάτι που πήγε καλά.

Πέντε ώρες μετά το γράψιμο της εκπομπής, η μητέρα μου μου τηλεφώνησε για να με ενημερώσει ότι στην επιστροφή της από το φαρμακείο, σκόνταψε σε κάτι ξεχαρβαλωμένες πλάκες. Θα περνούσε τις γιορτές με μελανιασμένο σαγόνι.